Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Γέροντος Δωροθέου: «Μή φοβοῦ∙ μόνο πίστευε καί σωθήσεται»

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ  
Ὁ Κύριος, μέ τήν ἀνάσταση νεκρῶν πού ἐπιτέλεσε, ἔδειξε ὅτι εἶναι κύριος τοῦ θανάτου. Στήν διάρκεια τῆς διδασκαλίας του ζήτησε τήν ἀπάρνηση τῶν γηίνων δεσμῶν, ἀπέβαλε τίς ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις περί ἑνός Μεσσία ἐθνικοῦ καί ὄχι παγκοσμίου, ὑπέταξε τά δαιμόνια, νίκησε τήν ἀσθένεια καί τόν θάνατο καί ζήτησε θάρρος γιά τήν εἴσοδο στήν νέα ζωή πού ἔχει προετοιμάσει γιά μᾶς. Στό τέλος τῆς διακονίας του στόν ἄνθρωπο, μέ τήν Ἀνάστασή του, μᾶς ἐχάρισε τήν δυνατότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς καί τῆς θέωσης, τοῦ ἀρχέγονου ὀνείρου τοῦ Ἀδάμ, τό νά γίνουμε θεοί κατά χάρη. Μᾶς λέγει «μόνο πίστευε».

Στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα περιλαμβάνεται ἡ ἵαση τῆς αἱμοροούσης καί ἡ ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, ἄρχοντα τῆς Συναγωγῆς. Κατά τόν Ρῶσσο π. Ἰωάννη Κρεστιάνκιν τῆς Μονῆς τῶν Σπηλαίων: «Οἱ δυστυχίες τῆς ζωῆς εἶναι ἐξετάσεις τῆς πνευματικῆς ὡριμότητας Δέν ὑπάρχουν μαῦρες μέρες μές στόν χρόνο  εἶναι ὅλες φωτεινές Ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος καί μετάθεση στήν ἄλλη ζωή». Ἡ κατανόηση αύτῶν τῶν ρήσεων εἶναι τό ζητούμενο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στούς Ρωμαίους: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἤ στεναχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Καθώς γέγραπται ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν» (Ρωμ. 8,35). Ἡ ζωή μας εἶναι μία περίοδος χριστοποίησης τοῦ εἶναι μας. Ἡ ὑπέρβαση τῶν δυσκολιῶν καί τῶν θλίψεων, ἀλλά καί αὐτοῦ τοῦ θανάτου, μέσω τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Χριστό δείχνει τό βαθμό ὡριμότητάς μας. Ἐπιτυχημένος στήν ζωή εἶναι αὐτός πού γνώρισε τόν Χριστό καί τόν ἀγάπησε. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας.

Στήν περίπτωση τῆς αἱμοροούσης παρατηροῦμε ὅτι ἀπό ὅλο τό πλῆθος πού συνέθλιβε τόν Ἰησοῦ μόνο αὐτή θεραπεύτηκε. Δέν ἐξήγησε κἄν στόν Χριστό τί τοῦ ζητοῦσε. Ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ἄγγιξε ἕνα ραββῖνο, πρᾶγμα πού ἀπαγόρευε ὁ Μωσαϊκός Νόμος. Ἡ κίνησή της ἦταν μιά προσευχή ἔμπρακτος.  Ἡ ἀπελπισία της γιά τό ἀνθρωπίνως ἀνίατο τῆς ἀσθένειάς της καί ἡ πίστη στόν Χριστό σέ συνδυασμό μέ τήν τόλμη καί τό θάρρος αὐτομάτως, «παραχρῆμα», προσήλκυσαν τήν θεία χάρη. Ὁ Χριστός δέν «εἶπε καί ἐγένετο» ἀλλά «ἔγνω δύναμιν ἐξελθοῦσαν» ἀπ’αὐτόν. Ἡ ἄκτιστη ἱαματική «δύναμις» τοῦ Πνεύματος ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στήν ταπείνωση ἀλλά καί τό θάρρος τῆς θυγατρός του. Ἡ πράξη τῆς αἱμοροούσης ἦταν ἡ ἀποδοχή τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ. Ἡ συνάντησή της μέ τόν Χριστό ἦταν συνάντηση μέ τήν χάρη καί ἡ χάρις ἐπισκεπτόμενη ἀποκαθιστᾶ τόν ἄνθρωπο καί τόν λυτρώνει ἀπό τήν ἐπενέργεια τῶν παθῶν. Προκειμένου νά συναντήσουμε τόν Θεό δέν πρέπει νά φειδώμεθα ὁτιδήποτε. Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι αὐτή ἡ προσέλκυση τῆς χάριτος. 

Στή περίπτωση τῆς ἀνάστασης τῆς θυγατρός τοῦ Ἰαείρου ἡ παρηγοριά τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἴδια μέ αὐτήν πού ἔδωσε στήν χήρα τῆς Ναΐν: «μή κλαίετε». Μέ τήν ἐνσάρκωσή του, τόν θάνατο καί τήν Ἀνάστασή του ὁ Κύριος ἐπάτησε τόν θάνατο. Ἡ πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης στήν μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ ἀφορμή γιά τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε γιά πάντα τήν ἀνθρώπινη φύση καί ὅλη τήν κτίση καί τήν θέωσε. Τό ὕψος τῆς εὐεργεσίας εἶναι τεράστιο. Ὁ Θεός ξεπέρασε τόν πόθο τοῦ Ἀδάμ νά γίνει Θεός καί ἐθεράπευσε τίς συνέπειες τῆς πτώσης του πού εἶναι ἡ φθορά καί ὁ θάνατος.  «Ποῦ σου θάνατε τό νῖκος;» Ὁ Κύριος ὄχι μόνο ἀπεκατέστησε τόν ἄνθρωπο στήν πρωπτωτική του κατάσταση ἀλλά τοῦ χάρισε καί τό δῶρο τῆς θέωσης: ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει θεός κατά χάρη. Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος πιστεύσει καί συνειδητοποιήσει τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μέ τίποτε ἄλλο δέν θέλει νά παρηγορηθεῖ παρά μόνο μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κανένα πρᾶγμα δέν ἔχει σημασία, παρά ἡ ἀγάπη του. Αὐτή εἶναι ἡ νέα κτίσις ὅπου «οὐκ ἔνι Ἑλλην καί Ἰουδαῖος,...βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3,11).  Γι αὐτό κατά τόν Ἀπ. Παῦλο: «πᾶν ὅτι ἄν ποιῆτε ἐν λόγω ἤ ἐν ἔργω, πάντα ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ, εὐχαριστοῦντες τῶ Θεῶ καί πατρί δι αὐτοῦ». 

Αὐτή εἶναι ἡ χριστοκεντική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μεταξύ μας ἀγάπη εἶναι ἐν Χριστῶ ἀγάπη, τά τέκνα μας τά μεγαλώνουμε ἐν Χριστῶ, θέτοντας τόν Χριστό στήν καρδιά τους, ἡ ζωή μας εἶναι  ἐν Χριστῶ ζωή. Ζωή χωρίς τόν Θεό δέν ὑπάρχει, εἶναι παραίσθηση, πλάνη. Ὁ ἄθεος βάζει τό ἐγώ του στήν θέση τοῦ Θεοῦ καί τό λατρεύει. Γιά τόν λόγο αὐτό κάθε πλεονεξία εἶναι εἰδωλολατρία (Εφ. 5,5). Στόν ἄνθρωπο ἀρκεῖ ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, ἡ ἐν ταπεινώσει ἀποδοχή τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Κύριος ἀπεκατέστησε τήν φθορά (ἀσθένειες καί γηρατειά) καί τόν θάνατο. «Ὁ θάνατος τεθανάτωται». Ἡ καθημερινότητα τοῦ πεπερασμένου ἀνθρώπου συναντᾶται μέ τήν αἰωνιότητα τοῦ ἀπείρου Θεοῦ καί ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ ἔχει ἕνα νόημα: τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό καί τήν αἰώνιο ζωή πού μπορεῖ νά τήν ζεῖ ἀπό τήν τρέχουσα.