Τοῦ κ. Νικολάου Μάννη, Ἐκπαιδευτικοῦ
Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας δημοσίευσε ἕνα ἄρθρο μέ τίτλο «Μᾶς λείπει τὸ ἐκκλησιολογικό φρόνημα»[1]. Σέ αὐτό, δυστυχῶς, διατυπώνονται οἱ ἑξῆς, ὄχι μόνο παράδοξες, ἀλλά καί παντελῶς ἀντι-πατερικές, θέσεις, οἱ ὁποῖες ἀπέχουν παρασάγγας ἀπό τό ὀρθόδοξο καί γνήσιο ἐκκλησιολογικό φρόνημα.
Ἄς τίς δοῦμε μέ τήν σειρά:
α) «Θά κάνουμε ὅ,τι μᾶς πεῖ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄν ἡ Ἐκκλησία μᾶς πεῖ νά φορᾶμε τήν μάσκα στὸν Ναό γιά προστασία μας ἀπό τόν κορωνοϊό, θά τήν φορᾶμε. Ἄν μᾶς πεῖ νά μή τήν φορᾶμε, δέν θά τήν φορᾶμε!».
Ἐδῶ, ἀφενός, γίνεται μία αὐθαίρετη ταύτιση τῶν δύο ἐννοιῶν· «Ἱεραρχία» καί «Ἐκκλησία». Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅμως «ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, – ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ – καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας (δηλ. τήν Ἱεραρχία), ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις»[2].
Ἀφετέρου, ὑπονοεῖται ἡ, ἀκόμη πιό αὐθαίρετη, ἄποψη πώς γιά «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» (καί ἐννοεῖ τήν Ἱεραρχία) ὀφείλεται ἀπόλυτη καί ἀδιάκριτος ὑπακοή!
Ἄν ὅμως ἡ σημερινή Ἱεραρχία πεῖ νά μή ἀσπαζόμαστε τίς Εἰκόνες, γιά νά μή μολυνθοῦμε ἀπό κορωνοϊό, τί θά κάνουμε; Θά τήν ὑπακούσουμε ἢ θά ὑπακούσουμε τήν Ἐκκλησία («ἧς πρόσωπον ἐπέχει ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος»[3]) πού λέει «Εἴ τις οὐ προσκυνεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν εἰκόσι περιγραπτὸν κατὰ τὸ ἀνθρώπινον ἤτω, ἀνάθεμα»[4];
Ἄν ἡ σημερινή Ἱεραρχία πεῖ νά μή κοινωνοῦμε, γιά νά μή μολυνθοῦμε ἀπό κορωνοϊό, τί θά κάνουμε; Θά τήν ὑπακούσουμε ἢ θά ὑπακούσουμε τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, πού λέει «ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς»[5];
β) «Θά τολμήσω νά πῶ, ἀδελφοί, καί τό ἑξῆς: Καί λάθος ἀκόμη νά κάνει ἡ Ἐκκλησία, νά ἀκολουθοῦμε τό λάθος καί ὄχι τήν κατά τήν γνώμη μας ἀκρίβεια. Καί αὐτό πού σᾶς λέγω δέν εἶναι δικός μου λόγος, ἀλλά τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (βλ. εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων, τόμ. 4, 615)».
Ἐδῶ ὁ Σεβασμιώτατος Ἰερεμίας προβαίνει δυστυχῶς σέ μία διαστρέβλωση, ὅπως θά δοῦμε, τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ἰδού τί λέγει ἀκριβῶς ὁ Ἅγιος στό σημεῖο πού παραπέμπει ὁ Σεβασμιώτατος: «Εἰ γὰρ καὶ ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατόρθωμα ἀπὸ τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν, ὅσον ἔγκλημα ἀπὸ τῆς διαιρέσεως καὶ τοῦ σχίσματος τούτου». Σέ ποιούς ἀπευθύνεται ὁ Ἅγιος; Καί γιά ποιό σφάλμα τῆς Ἐκκλησίας μιλᾶ; Καί ποιός ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία στήν συγκεκριμένη περίπτωση;
Τό ἐν λόγῳ ἀπόσπασμα εἶναι ἀπό τόν λόγο τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου μέ τίτλο «Εἰς τοὺς τὰ πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας», ὁ ὁποῖος ἀπευθύνεται στούς λεγόμενους Πρωτοπασχίτες, οἱ ὁποῖοι ἀκόμη καί μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπέμεναν νά ἑορτάζουν τό Πάσχα ὄχι ὅπως τό ὅρισε ἡ Σύνοδος νά ἑορτάζεται συμφώνως ἀπό ὅλους, ἀλλά ἑόρταζαν «τὰ «πρῶτα Πάσχα», ἤτοι τὰ ἀρχαῖα τὰ κατὰ τοὺς ἐσφαλμένους ἀρχαίους ὑπολογισμοὺς καθοριζόμενα, χωρὶς νὰ λαμβάνηται ὑπ’ ὄψιν ἡ ἐαρινὴ ἰσημερία»[6]. Στόν σπουδαῖο αὐτόν λόγο του ὁ Ἅγιος λέει πώς τό ἔγκλημα τῶν Πρωτοπασχιτῶν δέν εἶναι ἁπλά τό ὅτι ἑορτάζουν τό Πάσχα πρό τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας (ὅπως ἄλλωστε συνέβαινε σέ μερικές Τοπικές Ἐκκλησίες προτοῦ ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καθορίσει τήν ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα), ἀλλά τό ὅτι ἀντιστέκονται μέ πεῖσμα καί ἀπορρίπτουν τήν ἀπόφαση συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα αὐτό! Οἱ Πρωτοπασχίτες χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἐπιχείρημα ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἔσφαλε ἀστρονομικά ὡς πρός τόν χρόνο καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα. Ὁ Ἱερός Πατήρ τούς ἀπαντᾶ πώς ἀκόμη καί ἄν (ὑποθετικά δηλαδή, διότι δέν ὑπῆρξε σφάλμα τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐν λόγῳ ἀπόφαση) ἡ Ἐκκλησία ἔσφαλε σέ αὐτό τό θέμα, τό κατόρθωμα ἀπό τήν ἀκριβή τήρηση τῶν χρόνων δέν θά ἦταν τόσο μεγάλο, ὅσο τό ἔγκλημα ἀπό τήν διαίρεση καί τό σχίσμα πού ἔκαναν οἱ Πρωτοπασχίτες. Γιά αὐτό καί γράφει πώς ἡμεῖς «προετιμήσαμεν τὴν συμφωνίαν, τῆς τῶν χρόνων παρατηρήσεων»[7] καί ἐλέγχει μέ ἱερά ἀγανάκτηση τούς Πρωτοπασχίτες, λέγοντας: «σὺ δὲ οὐ προτιμᾷς τοῦ χρόνου τῆς Ἐκκλησίας τὴν συμφωνίαν, ἀλλ’ ἵνα δόξῃς ἡμέρας παρατηρεῖν, εἰς τὴν κοινὴν ἁπάντων ἡμῶν ἐμπαροινεῖς μητέρα, καὶ τὴν ἁγίαν διατέμνεις σύνοδον;»[8].
Εἶναι ἀπολύτως σαφής ἡ θέση τοῦ Ἁγίου καί μιλεῖ συγκεκριμένα. Δέν ἔχει ἑπομένως καμία σχέση μέ τήν ἑρμηνεία πού ὑπονοεῖ ὁ Σεβασμιώτατος, πώς ὁ Ἅγιος τάχα διδάσκει ὅτι ἀκόμη καί λάθος νά κάνει κάποια Ἱεραρχία οἱ πιστοί ὀφείλουν νά τήν ὑπακούουν! Σέ ποιά Ἐκκλησία λοιπόν ὀφείλουμε ὅλοι νά ὑπακοῦμε, ἀκόμη καί ἄν (φαινομενικά) σφάλλει; Μά φυσικά στήν Ἐκκλησία τήν ἐν Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ συνερχομένη!
Διά τοῦτο καί ὁ Ἅγιος Νεκτάριος τονίζει πώς, ἐνῶ οἱ Τοπικές Σύνοδοι (δηλ. οἱ ἀποφάσεις τῶν Ἱεραρχῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν) «ἔχουσι μερικόν κῦρος», οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι (δηλ. οἱ ἀποφάσεις συμπάσης τῆς Ἱεραρχίας, ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν «ἔχουσι γενικὸν ἐκκλησιαστικὸν κῦρος»[9].
Ἀπόδειξη δέ πώς ἡ Ἱεραρχία μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας (ἐνίοτε καί πολλῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν) δύναται ἀκόμη καί νά σφάλλει, ἀλλά καί νά ἀστοχήσει οἰκτρά, εἶναι οἱ ἑκατοντάδες πλανεμένες καί ἀπορριπτέες ἀποφάσεις τους ἀνά τούς αἰῶνας, ὅπως, παραδείγματος χάριν, ἡ ψευδοκαθαίρεση τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπό τήν Ἱεραρχία πού συνῆλθε στήν ἐν Δρῦ Σύνοδο (403), τά αἱρετικά δόγματα πού προάσπισε ἡ Ἱεραρχία τῆς ἐν Ἐφέσῳ ληστρικῆς ψευδοοικουμενικῆς (448), οἱ εἰκονομαχικές ἀποφάσεις τῆς ψευδοοικουμενικῆς (μέ 348 Ἱεράρχες παρακαλῶ!) τῆς Ἱέρειας (754), τά ψευδενωτικά φληναφήματα τῶν φιλοπαπικῶν Ἱεραρχῶν τῆς Λυών (1274) καί τῆς Φερράρας/Φλωρεντίας (1439) κ.ἄ.
Καί οἱ πλανεμένοι ἐκεῖνοι Ἱεράρχες «ὑπακοή στήν Ἐκκλησία» (δηλαδή στούς ἑαυτούς τους) ἀπαιτοῦσαν, μόνο πού, φυσικά, δέν ἐξέφραζαν καί δέν ἐκπροσωποῦσαν, σέ καμία περίπτωση, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ!
Σημειώσεις:
[1] romfea.gr [2] Δημητρίου Τσελεγγίδου (Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου), Ἡ Συνοδικότητα, ὡς ἁγιοπνευματικός τρόπος ὁριοθετήσεως τῆς Πίστεως καί τῆς Ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Θεολογικές προϋποθέσεις της (impantokratoros.gr). [3] Ἁγίου Νικοδήμου, Πηδάλιον, β΄ ἐκδ. Ἀθήνα, 1841, σ. 66-67. [4] Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας. [5] Ιω. στ΄ 53. [6] Ἀριστοτέλους Δελήμπαση, Πάσχα Κυρίου, Ἀθήνα, 1985, σ. 539. [7] P. G. 48, 864. [8] P. G. 48, 869. [9] Ἁγίου Νεκταρίου, Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, ἐκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη, 1972, σ. 66.
Σημ. «Ο.Τ. »: Δημοσιεύομεν τὸ ἀποσταλὲν εἰς τὸν «Ο.Τ.» κείμενον παραλείποντες τὸ γ΄ μέρος, ὅπου ὁ κ. Μάννης ἀπαντᾶ εἰς δηλώσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου διὰ τὸ ἡμερολόγιον. Τὸ θέμα ὡς προέκυψε δὲν εἶναι μόνον ἄκαιρον, ἀλλὰ κυρίως ἀποπροσανατολίζει τὸν πιστὸν λαὸν ἀπὸ τὰ φλέγοντα ζητήματα.