Κυριακὴ Δ΄ Λουκᾶ Τῶν Ἁγίων Πατέρων Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου (Τίτ. γ΄ 8-15)
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πατριάρχου Κων/πόλεως
Ἀφοῦ μίλησε γιὰ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀνέκφραστη πρόνοιά Του γιά μᾶς, καὶ ἀφοῦ εἶπε ποιοὶ ἤμασταν ἐμεῖς καὶ ποιοὺς μᾶς ἔκανε, προσθέτει καὶ λέγει: «καὶ αὐτὰ τὰ λόγια θέλω νὰ διαβεβαιώνης, ὥστε ὅσοι ἔχουν πιστέψει στὸν Θεὸ νὰ φροντίζουν νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα». Δηλαδή, αὐτὰ πρέπει νὰ τοὺς λέγης, καὶ νὰ τοὺς προτρέπης σὲ καλὰ ἔργα, ὅσα εἶναι ὠφέλιμα στοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὴν ἐλεημοσύνην.
Διότι αὐτὰ εἶναι κατάλληλα πρὸς πᾶσαν ἀρετὴν καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη, καὶ νὰ μὴ ὑπάρχη ἔπαρση καὶ ἐξευτελισμὸς τῶν ἄλλων. Αὐτὰ ἔλεγε καὶ στοὺς Κορινθίους ὁ Παῦλος «γινώσκετε ὅτι ὁ Κύριος ἐπτώχευσε, ἐνῷ ἦτο πλούσιος, μὲ σκοπὸ διὰ τῆς δικῆς του πτωχείας νὰ πλουτήσωμεν ἡμεῖς» (Β΄ Κορ. 8:9). Γνωρίζοντας τὴν ἐξαιρετικὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ στὸ ἀνθρώπινο γένος, τοὺς προτρέπει εἰς ἐλεημοσύνας, ὄχι ἁπλῶς καὶ χαλαρά, ὡς ἕνα πάρεργο ἀλλὰ τί; «Εἰς τὸ νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα», δηλαδὴ νὰ βοηθοῦν τοὺς ἀδικημένους καὶ ὄχι μόνο μὲ χρήματα, ἀλλὰ παρέχοντας προστασία, νὰ βοηθοῦν τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, νὰ προστατεύουν τοὺς κακῶς πάσχοντες, δηλαδὴ ὅσους κακοπαθοῦν καὶ νοιώθουν ἀνασφαλεῖς καὶ ἀνήμποροι, δηλαδὴ νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα, ὅσο εἶναι καλὰ καὶ ὠφέλιμα.
«Μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι» [Τίτ. 3, 9]. Τί δηλαδὴ θέλουν οἱ γενεαλογίες; Εἶναι ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. Τὰ αὐτὰ λέγει και στὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολή: «μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις». Ἴσως μὲ αὐτὰ τὰ λόγια νὰ ὑπαινίττεται τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ὑψηλοφρονοῦν γιὰ τὸν πρόγονόν τους τὸν Ἀβραάμ, ἐνῶ ἀμελοῦν νὰ πράττουν τὰ ἀντίστοιχα ἔργα τοῦ Ἀβραάμ. Ἔτσι καὶ ἀνόητες καὶ ἀνωφελεῖς τὶς ὀνομάζει, ἀφοῦ τὸ νὰ στηρίζεσαι σὲ πράγματα ἀνωφελῆ, καὶ ἀπ’ ἐκεῖ νὰ ἑλκύης τὸ θάρρος σου, εἶναι πράγματι ἀπόδειξη ἀνοησίας.
Ἐπίσης ἀνωφελεῖς εἶναι καὶ οἱ φιλονικίες μὲ ἀνθρώπους αἱρετικοὺς ποὺ γίνονται ἄσκοπα καὶ δὲν καταλήγουν πουθενὰ καὶ δὲν ἀποφέρουν κανένα πνευματικὸ κέρδος. Ὅταν κάποιος εἶναι διεστραμμένος καὶ προκατειλημμένος καὶ δὲν θέλη νὰ ἀλλάξη γνώμην, γιὰ ποιὸ λόγο ἐσὺ κουράζεσαι, σπέρνοντας ἐπάνω σὲ πέτρες, ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ διαθέτης τὸν καλὸ αὐτὸν κόπο στοὺς οἰκείους στὴν πίστη, ἐνθαρρύνοντάς τους στὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὶς ἄλλες ἀρετές;
«Ὅταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρὸς σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρὸς με εἰς Νικόπολιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι». Καὶ πῶς; Τὸν ἐγκατέστησες στὴν Κρήτη καὶ τώρα τὸν καλεῖς πάλι κοντά σου; Ἀλλά, όχι γιὰ νὰ τὸν ἀπομακρύνη ἀπὸ τὸ ἔργο του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν συμβουλεύση περισσότερο στὰ τοῦ ἐκεῖ ἔργου του. Διότι λέγει «ἐπειδὴ ἐκεῖ ἀποφάσισα νὰ ξεχειμωνιάσω». Εἶναι λοιπὸν ἐμφανὲς ὅτι δὲν τὸν θέλει κοντά του, ὡς ἀκόλουθό του νὰ τὸν ἔχη μαζί του πάντοτε. «Ζηνᾶν, τὸν νομικὸν καὶ Ἀπολλώ, σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ» στὸ ταξίδι τους. Αὐτοὶ δέ, δὲν εἶχαν ἀναλάβει ἀκόμη ἐκκλησίες, ἀλλὰ ἦταν ἀπὸ τοὺς συντρόφους τοῦ Παύλου· περισσότερο δὲ δραστήριος καὶ μὲ περισσότερο ζῆλο ἦταν ὁ Ἀπολλώς, δυνατὸς στὶς Γραφὲς καὶ καλὸς ρήτορας (ἀνὴρ λόγιος). Νομικός, δηλαδὴ καλὸς γνώστης τῶν Ἰουδαϊκῶν Γραφῶν. Ἐὰν λοιπὸν ἦτο νομικός, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τρέφεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἔτσι τὸν συμβουλεύει νὰ τὸν ἐφοδιάση πλούσια, ὥστε νὰ μὴ τοὺς λείψη τίποτα. Ἄς μαθαίνουν καὶ οἱ δικοί μας νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα καὶ νὰ καλύπτουν ἕκτακτες καὶ ἐπείγουσες ἀνάγκες, γιὰ νὰ μὴ εἶναι ἅκαρποι. Σὲ χαιρετοῦν ὅλοι ὅσοι εἶναι μαζί μου· Χαιρέτησε καὶ τοὺς πιστούς ποὺ μᾶς ἀγαποῦν· ἡ χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν».
Βλέπεις ὅτι φροντίζει περισσότερο γι’ αὐτούς, παρὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ παίρνουν; Γιατὶ ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς στείλη μὲ πολλοὺς ἄλλους. Ἀλλὰ γιὰ τοὺς δικούς μας φροντίζω, λέγει. Γιὰ ποιὸν λόγο τρεφόταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὶς γυναῖκες ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν; Γιὰ νὰ μᾶς διδάξη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι φροντίζει γι’ αὐτούς, ποὺ εὐεργετοῦν καὶ ἐκδαπανῶνται σὲ καλὰ ἔργα, διότι λέγει «τὸν ἀκολουθοῦσαν γυναῖκες καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν». (Μαρκ. 15: 41) καὶ ἔτσι νὰ ἀποκτήσουν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Δὲν μποροῦσε ὁ Παῦλος, ποὺ μὲ τὰ δικά του χέρια ἱκανοποιοῦσε πλήρως καὶ τὶς ἀνάγκες ἄλλων, νὰ μὴ παίρνη ἀπὸ πουθενὰ βοήθεια; Τὸν βλέπεις ὅμως καὶ νὰ παίρνη καὶ νὰ ζητῆ. Καὶ ἄκουσε τὸ γιατί: «οὐχ ὅτι ἐπιζητῶ δόμα, ἀλλὰ ἐπιζητῶ τὸν καρπὸν τὸν πλεονάζοντα εἰς λόγον ὑμῶν» (Φιλιπ. 4:17). Δηλαδή, δὲν ἐπιζητῶ τὰ δῶρα, ἀλλὰ τοὺς (πνευματικούς) καρποὺς ποὺ πληθαίνουν γιὰ λογαριασμό σας. Καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας οἱ πιστοὶ πωλοῦσαν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ κατέθεταν τὰ χρήματα στὰ πόδια τῶν Ἀποστόλων, καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἐφρόντιζαν περισσότερο αὐτοὺς ποὺ ἔδιναν, παρὰ αὐτοὺς ποὺ ἔπαιρναν. Διότι ἐὰν φρόντιζαν νὰ καλύψουν μόνο τὶς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν, δὲν θὰ κατέκριναν τὸν Ἀνανία καὶ τὴν Σαπφείρα ποὺ θέλησαν νὰ κρατήσουν μέρος ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ὑπεσχέθησαν ὅτι θὰ δώσουν, ψευδόμενοι στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο (Πράξ. 5: 1-4), οὔτε θὰ ἔλεγε ὁ Παῦλος, «μὴ ἐξ ἀνάγκης, μὴ ἐκ λύπης» (Β΄ Κορ. 9:7). Πρόσεξε καὶ τὸν Προφήτη ποὺ ἔδωσε τὴν ἄριστη ἐκείνη συμβουλὴ στὸν Ναβουχοδονόσορα ἐξάλειψε τὶς ἁμαρτίες σου μὲ ἐλεημοσύνες καὶ τὶς ἀδικίες σου μὲ φιλανθρωπία πρὸς τοὺς φτωχοὺς» (Δαν. 4: 24).
Καὶ πάλι, ὁ Χριστὸς λέγει: «πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δῶσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσης» (Ματθ. 19: 21). Βλέπεις ὅτι καὶ ἐκεῖ τὸ διέταξε αὐτὸ γιὰ ἐκείνους ποὺ θὰ Τὸν ἀκολουθοῦσαν; Ἐπειδὴ τὰ χρήματα εἶναι ἐμπόδιο, γι’ αὐτὸ πρόσταξε νὰ τὰ δίνουμε στοὺς φτωχούς, διδάσκοντας ἔτσι τὴν ψυχὴ νὰ εἶναι συμπονετικὴ καὶ φιλεύσπλαγχνη, νὰ περιφρονῆ τὰ χρήματα, νὰ ἀποφεύγη τὴν πλεονεξία. Γιατί ὅποιος μαθαίνει νὰ δίνη σὲ ὅποιον δὲν ἔχει, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, θὰ συνηθίση νὰ μὴν παίρνει ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν, ἀλλὰ νὰ ἀρκῆται σὲ ὅσα ἔχει, κι αὐτὸ μᾶς ὁμοιώνει μὲ τὸν Θεό. Παρ’ ὅλο ποὺ ἡ νηστεία, ἡ παρθενία, ἡ χαμαικοιτία ἔχουν περισσότερο σωματικὸ κόπο, ὅμως τίποτε δὲν σβήνει τὴν φωτιὰ τῶν ἁμαρτημάτων μας, ὅσο ἡ ἐλεημοσύνη. Αὐτὴ εἶναι ἀνώτρη ἀπ’ ὅλα καὶ στήνει τοὺς ἐραστὲς της κοντὰ στὸν ἴδιο τὸν βασιλιά. Καὶ πολὺ σωστά. Γιατί οἱ σωματικοὶ κόποι σταματοῦν σὲ ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἐξασκεῖ, καὶ κανένα ἄλλον δὲν σῴζει, ὅμως ἡ ἐλεημοσύνη ἁπλώνεται παντοῦ, σὲ ὅλους καὶ ἀγκαλιάζει ὅλα τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τὰ κατορθώματα ποὺ ἁπλώνονται σὲ πολλοὺς εἶναι πολὺ μεγαλύτερα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ σταματοῦν γύρω ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπο.
Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ μητέρα τῆς ἀγάπης καὶ χαρακτηρίζει τὸν χριστιανισμὸ καὶ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ κόσμου καὶ μὲ αὐτὴν φαίνονται οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Θέλετε νὰ μάθετε πόσο μεγάλο ἀγαθὸ εἶναι; Διότι λέγει, στὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων, οἱ πιστοὶ πουλοῦσαν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ ἔφερναν σὲ αὐτοὺς τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα μοιράζονταν στὸν καθένα, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες ποὺ εἶχαν (Πράξ. 4: 35). Πές μου, λοιπόν, καὶ χωρὶς νὰ ἀναφέρω τὰ μελλοντικὰ (ἂς μὴ κάνουμε λόγο τώρα γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ ἂς μείνουμε στὸ παρὸν) ποῖοι κερδίζουν, ὅσοι παίρνουν ἢ ὅσοι δίνουν; Διότι λέγει «ὅλοι εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μιὰ ψυχὴ» (Πράξ. 4:32), καὶ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐπάνω σὲ ὅλους αὐτοὺς καὶ ζοῦσαν μετὰ πολλῆς ὠφελείας. Ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ τὰ φράγματα ἐξαλείφθησαν καὶ ἑνώθηκαν οἱ ψυχές τους. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι τὸ φάρμακο γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα, σαπούνι γιὰ τὴν ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς μας, σκάλα στηριγμένη στὸν οὐρανό· αὐτὴ συνδέει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ· αὐτὴ εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ κακά.
Νὰ τί θέλω νὰ πῶ:
Ἂν στηρίζουμε τὶς ἐλπίδες μας στὸν Θεό, θὰ σταθοῦμε σὲ ἀσφαλῆ καὶ εὐρύχωρο τόπο, θέλω νὰ πῶ, μὲ γενναιότητα καὶ ἀνδρεία στοὺς ἐπερχόμενους πειρασμούς. Σκέψου πῶς διασώθησαν στὸ καμίνι οἱ τρεῖς παῖδες (Δαν. 3: 19-33). Θεώρησε πὼς ἦταν κόλαση. Θλιμμένοι ἔπεσαν μέσα, δεμένοι χειροπόδαρα, ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅμως ἡ φωτιὰ τοὺς σεβάσθηκε καὶ τοὺς ἔλυσε τὰ δεσμά, ἐπειδὴ γνώρισε ὅτι οἱ νέοι ἐκεῖνοι εἶναι φίλου τοῦ Κυρίου τους, καὶ τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους καὶ γινόταν ἔδαφος καὶ τὸ πατοῦσαν. Ἐμεῖς ὅμως, σὰν νὰ διαπραγματευώμαστε τὴν παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, ὁρίζουμε τὸν χρόνο τῶν θλίψεων καὶ βάζουμε περιθώρια «ἂν μέχρι τότε δὲν μᾶς ἐλεήση», καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἀπαλλασσόμαστε. Ἄλλωστε, οὔτε ὁ Ἀβραὰμ πῆγε νὰ θυσιάση τὸν γυιό του μὲ σκοπὸ νὰ τὸν λάβη σῶο, ἀλλὰ ἐντελῶς ἀπροσδόκητα τὸν ἔλαβε σῶο. Ἔτσι καὶ ἐσύ, ὅπλισε τὴν ψυχή σου μὲ κάθε ὑπομονή, καὶ τότε θὰ ἀπαλλαγῆς γρήγορα ἀπὸ τὴν θλίψη· γιατί γι’ αὐτὸ τὴν στέλνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ σὲ διδάξη. Ὅταν, λοιπόν, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μάθουμε νὰ ὑποφέρουμε τὴν θλίψη καὶ νὰ μὴ χάνουμε τὸ θάρρος μας, μᾶς ἐλευθερώνει στὴν συνέχεια, σὰν νὰ ἔχουμε κατορθώσει τὸ πᾶν. Διότι δὲν πρέπει νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη οὔτε νὰ ἐλπίζουμε σὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ στηρίζουμε τὰ πάντα στὸν Θεό. Ἂς κάνουμε λοιπὸν ὅλα ὅσα μᾶς συμφέρουν, γιὰ νὰ πετύχουμε τὰ ἀγαθὰ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ…
Ἀπόσπασμα. Πηγὴ ΕΠΕ τ/24