Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Ὅποιος ἀδικεῖ παίρνει τὸν μισθὸν τῆς ἀδικίας

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Μᾶς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «ὁ δὲ ἀδικῶν κομιεῖται ὃ ἠδίκησε, καὶ οὐκ ἔστι προσωποληψία». Δηλ, διὰ δὲ τίς ἀδικίες, ποὺ γίνονται εἰς βάρος τῶν δούλων, ἂς μὴ λησμονῆ κάθε ἄδικος κύριος, ὅτι ὅποιος ἀδικεῖ θὰ λάβῃ τὴν ἀνταπόδοση τῆς ἀδικίας ποὺ ἔκαμε, καὶ δὲν εἶναι προσωποληψία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς δὲν χαρίζεται σέ κανένα.

• Ἡ ἀδικία εἶναι πάθος. Τὸ θέμα εἶναι πῶς θὰ τὸν ἀντιμετωπίσουμε. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει στὴν Η΄ Ὁμιλία του «Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους»:

«Ἀλλὰ σὲ ἀδίκησε κάπως καί σοῦ ἔκανε κακό; Ἀναστέναξε, μὴ κακολογήσεις. Κλάψε ὄχι γιὰ τὴν δικὴ σου ἀδικία, ἀλλὰ γιὰ τὴν δική του καταστροφή, ὅπως καὶ ὁ δικός σου Κύριος ἔκλαψε γιὰ τὸν Ἰούδα, ὄχι γιατί σταυρωνόταν, ἀλλὰ γιατί ἐκεῖνος τὸν πρόδωσε. Σ’ ἔβρισε καὶ σὲ χλεύασε; Παρακάλεσε τὸν Θεό, γιὰ νὰ γίνει γρήγορα εὐσπλαγχνικὸς γι’ αὐτόν. Εἶναι δικός σου ἀδελφός, γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια μητέρα μ’ ἐσένα. Εἶναι δικό σου μέλος, εἶναι καλεσμένος στὸ ἴδιο τραπέζι. Ἀλλά, λέει, μὲ προσβάλλει περισσότερο. Λοιπὸν κι ὁ μισθός σου θὰ εἶναι μεγαλύτερος καὶ περισσότερος. Γι’ αὐτὸ μάλιστα εἶναι δίκαιο ν’ ἀφήσης τὸ θυμό, ἐπειδὴ δέχτηκε θανάσιμο χτύπημα, ἐπειδὴ τὸν πλήγωσε ὁ διάβολος».

• Ὁ Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώφ, στὸ βιβλίο «Πνευματικὴ Ἀνθολογία» Ἱ. Μ. Παρακλήτου, μᾶς συμβουλεύει:

«Χρειάζεστε ὑπομονή, γιὰ νὰ κάνετε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καρπωθῆτε αὐτὸ ποὺ ὑποσχέθηκε» (Ἑβρ. 10:36).

Ἐκεῖνοι ποὺ ὑπομένουν ἀγόγγυστα καὶ μὲ καρτερία τὰ πάντα, μένουν πιστοὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ μένουν πιστοὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ πάρουν τὴν ἀμοιβή, ποὺ ὑποσχέθηκε Ἐκεῖνος: τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐσὺ «μὴ ἀφήνεις νὰ σὲ νικᾶ τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ νικᾶς τὸ κακὸ μὲ τὸ ἀγαθό… Ἂν κάποιος σᾶς κάνει κακό, μὴ τοῦ τὸ ἀνταποδίδετε. Φροντίζετε νὰ κάνετε τὸ καλὸ σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μὴν ἀγωνίζεστε, ἀγαπητοί, νὰ πάρετε ἐσεῖς ἐκδίκηση, γιατί αὐτὸ θὰ τὸ κάνη ὁ Θεὸς τὴν ὥρα τῆς Κρίσεως» (Ρωμ. 12:21, 17, 19). Στὸν Κύριο ἀνήκουν ἡ κρίση καὶ ἡ καταδίκη ὅσων σὲ ἀδικοῦν· σ’ ἐσένα ἡ καλωσύνη καὶ ἡ μακροθυμία. Στὸν Κύριο ἀνήκουν ἡ ἐπιβολὴ τιμωρίας καὶ ἡ πάταξη τοῦ κακοῦ· σ’ ἐσένα ἡ ἀνεξικακία καὶ ἡ ὑπομονή».

• Στὸ περιοδικὸ «Ἡ Ἐσχάτη Σάλπιγξ» ἀναφέρεται ἕνα χαρακτηριστικὸ περιστατικὸ ἀδικίας:

Μίαν ἡμέραν ἐρώτησα τὸν Γερὸ-Βησσαρίωνα ἐὰν ἔχη νὰ μοῦ εἴπη μίαν ἱστορίαν σχετικὴ μὲ τὸν Τίμιον Πρόδρομον. Σκεφθείς μικρὸν ὁ Γέρων καὶ ἀναμνησθείς ἐπεισόδιόν τι, ἄρχισε νὰ μοῦ λέγη:

Εὕρηκα τὸν μπελά μου κάποτε μ’ ἕνα γιδοβοσκὸν ἀπὸ τὸν Πολύγυρον, τὸν Θεοδόσιον Ζαργάνην, ἂν τὸν ξέρης. Αὐτὸς ὁ κύριος, ποὺ λές, δὲν μ’ ἐλογάριαζε καθόλου, ἂν ἤμουν οἰκονόμος τοῦ μετοχίου ἤ ὄχι. Κάθε λίγο τὰ γίδια του μέσα στὸν τόπο τοῦ μετοχίου. Ζημιὲς στὰ γεννήματα, ζημιὲς στὰ ἐλαιόδενδρα. “Βρὲ Θεοδόσ’, ἔλα στὰ μυαλά σου! Πολλὲς ζημιές μοῦ κάνεις”. Αὐτὸς τίποτε, ἔκανε τὸν κωφὸν καὶ ἄλλοτε γελοῦσε ἤ καὶ μὲ ἀπειλοῦσε. Τί νὰ κάμω; Ἤμουν ὁλομόναχος καὶ ἔφθασα σχεδὸν μέχρις ἀπελπισίας. Τοῦ λέω μίαν ἡμέρα: “Ἀφοῦ δὲν μὲ λογαριάζεις, νὰ τὸ εὕρης ἀπὸ τὸν Ἅγιον!”.

Δὲν ἐπέρασε πολὺς καιρός, ἀδελφάκι μου, καὶ πέφτει μία ἀσθένεια, μία ψώρα στὰ γίδια του καὶ ἄρχισαν νὰ ψοφοῦν κάθε ἡμέρα ἀπὸ ἕνα ἡ δύο. Αὐτὸς ἀκόμη δὲν αἰσθανόταν τίποτε.

Εἶχε σ’ ἕνα σεντούκι τρία χάρτινα χιλιάρικα καὶ πῶς κατάφεραν οἱ ποντικοὶ καὶ τοῦ τρυποῦν τὸ σεντούκι, τοῦ ἐπῆραν τὰ τρία χιλιάρικα καὶ τὰ ἐπῆγαν στὴν φωλιά τους. Τὰ δύο ἀπ’ αὐτὰ τὰ κατέκοψαν σὲ μικρὰ κομματάκια, ὁπότε ἔγιναν τελείως ἄχρηστα. Τὸ ἄλλο τὸ ἔκοψαν σὲ τρία κομμάτια, ἀλλὰ πρόλαβε, τὸ ψευτομπάλωσε καὶ δὲν τὸ ἔχασε τελείως.

Ὕστερα ἀπ’ αὐτὰ τὸν ἀκολούθησε ἀσθένεια στὴν γυναῖκα του καὶ στὰ παιδιά του, ἐνῶ ἀπὸ τὰ χωράφια του καμμίαν ἐσοδεία δὲν ἐμάζευε. Ἦλθεν ὁ ἄνθρωπος νὰ χάση τὰ μυαλά του ἀπὸ τὶς πολλὲς δυστυχίες, ποὺ τὸν εὑρῆκαν.

Μίαν ἡμέραν, λοιπόν, νάτος καὶ ἔρχεται στὸν μύλο, καταλυπημένος καὶ ταπεινωμένος, μόνον ποὺ δὲν ἔκλαιε. Ὅταν τὸν εἶδα σ’ αὐτὰ τὰ χάλια (εἶχα μάθει τὶς ζημιὲς ποὺ ἔπαθε), τοῦ λέγω: “Ἔ, Θεοδόσιε, τί γίνεται;”. Τότε ὁ φτωχός, μ’ ἕνα βαθὺ ἀναστεναγμό, μοῦ εἶπε: “Ἀμάν, μωρὲ καλόγηρε, τί “Ἅγιος εἶν’ αὐτός, ποὺ ἔχεις ἐδῶ;”. “Ἔ”, τοῦ λέγω, “θυμᾶσαι πού σοῦ ἔλεγα νὰ μὴ μοῦ κάμνης ζημιὲς κι ἐσὺ μὲ περιέπαιζες; Νομίζεις πώς εἶναι δικό μου τὸ κτῆμα; Τοῦ Ἁγίου εἶναι”. “Βρὲ ἀδελφέ μου, νὰ μὲ συγχωρέσης. “Ἄλλην φορὰν σοῦ ὑπόσχομαι νὰ μὴ σ’ ἐνοχλήσω”, μοῦ εἶπε. “Ἔ, ὁ Θεὸς σχωρέση σε. Πήγαινε καὶ στὴν ἐκκλησία νὰ ζητήσης ἀπὸ τὸν Ἅγιον συγχώρησιν, νὰ βάλης τρεῖς μετάνοιες κι ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ κεράσω κι ἕνα καφεδάκι”, τοῦ εἶπα.

Κι ἔτσι ἔγινε, ἀδελφέ μου. Ἔπειτα ἐγίναμε φίλοι καὶ ἐρχόταν καὶ ἄλεθε εἰς τὸν μύλον μ’ ὅλο τὸ συγγενολόϊ του καὶ οὔτε πλέον ἐτόλμησε νὰ μὲ ξαναπειράξη”.

† Λαζάρου Μοναχοῦ Διονυσιάτου