ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Α΄ Κορ. ιβ΄ 27-ιγ΄ 8
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Λουκ. ιστ΄ 19-31
Στη σημερινή
Ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου αδελφοί, ο Ευαγγελιστής Λουκάς μέσω της
παραβολής του Κυρίου μάς μεταφέρει από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο στην μετά
θάνατο ζωή και μας παρουσιάζει τις συνέπειες του τρόπου ζωής μας αλλά και της
συμπεριφοράς μας προς τους συνανθρώπους μας.
Μας
παρουσιάζει, λοιπόν, δύο ανθρώπους, ο ένας ήταν πλούσιος και ο άλλος φτωχός. Ο
πλούσιος ζούσε μέσα στη χλιδή, φορούσε πολυτελή και ακριβά ενδύματα, διασκέδαζε
καθημερινά με πλούσια φαγοπότια, ξόδευε τα πλούτη του αδιαφορώντας για ότι
συμβαίνει γύρω του, αλλά και για τους συνανθρώπους του. Με λίγα λόγια τον
ενδιέφερε μόνο η δική του καλοπέραση.
Ο άλλος,
ονομαζόταν Λάζαρος, ήταν πάμφτωχος και άστεγος και ζούσε συνεχώς μέσα στον πόνο
και την εγκατάλειψη από τους ανθρώπους. Όλα τούτα τα υπέμενε με παραδειγματική
καρτερία και υπομονή. Δεν παραπονέθηκε ποτέ του κατά του πλουσίου αλλά ούτε και
δυσφόρησε ποτέ του κατά του Θεού για την κατάσταση στην οποία βρέθηκε.
Ζητιανεύοντας ο Λάζαρος κατέληξε μπροστά στην πόρτα του πλουσίου περιμένοντας
από αυτόν να τον ελεήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Όμως ο πλούσιος δεν του έδωσε
τίποτα. Ακόμα και την πείνα του προσπαθούσε να την χορτάσει από τα ψίχουλα που
έπεφταν χάμω από το τραπέζι του πλουσίου. Σε αντίθεση με τον πλούσιο τα σκυλιά
του έγλυφαν τις πληγές του από συμπόνια μη δυνάμενα να του προσφέρουν κάτι
άλλο.
Όταν, λοιπόν, ήρθε η ώρα της εξόδου του φτωχού
Λαζάρου από την ζωή τούτη, άγγελοι παρέλαβαν την ψυχή του και την οδήγησαν εν
“κόλποις Αβραάμ”, δηλαδή στον Παράδεισο όπου εκεί απολάμβανε τα ουράνια αγαθά.
Αφού πέθανε και ο πλούσιος και κηδεύτηκε με δόξες και τιμές, αντί για τον
Παράδεισο κατέληξε στον τόπο της βασάνου, στον Άδη. Ο πλούσιος στον Άδη
βασανιζόταν υπέφερε και κατακαιγόταν από το άσβεστο πυρ ενώ ο Λάζαρος χαιρόταν
και απολάμβανε τα παραδείσια αγαθά. Ο πλούσιος τότε μη υποφέροντας τον καύσωνα
της κολάσεως ζητά από τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο να του δροσίσει τη γλώσσα
με το άκρο του δακτύλου του, αφού πρώτα το βρέξει με νερό. Όμως αντί αυτού ο
Αβραάμ λέει στον πλούσιο ότι υπάρχει μια μεγάλη διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους
και ότι είναι αδύνατο να εκπληρωθεί το αίτημά του. Παράλληλα του υπενθυμίζει τα
αγαθά που απόλαυσε στη γη και τις στερήσεις και κακουχίες που πέρασε ο Λάζαρος.
Μετά το διάλογο τούτο ο πλούσιος κατανόησε τα
σφάλματά του και ζητά από τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο πίσω στη γη για να
προειδοποιήσει τα αδέρφια του να αλλάξουν τρόπο ζωής και να μετανοήσουν για τις
πράξεις τους, ώστε να μην καταλήξουν και αυτοί στην Κόλαση. Τότε ο Αβραάμ του
αποκρίνεται ότι “έχουσι Μωυσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών” δηλαδή να
εφαρμόζουν την διδασκαλία και τον λόγο του Θεού για να σωθούν. Ο πλούσιος
αγωνιώντας επιμένει ότι δεν αρκεί αυτό αλλά μόνο όταν κάποιος από τους νεκρούς
αναστηθεί και τους μιλήσει θα πιστέψουν και θα βεβαιωθούν για την ύπαρξη της
αιώνιας ζωής. Ο Αβραάμ όμως του απάντησε ότι αν δεν ακούσουν στα λόγια του
Μωυσή και των προφητών, δεν πρόκειται να πειστούν ούτε από τα λόγια κάποιου
νεκραναστημένου.
Ο πλούσιος δεν
καταδικάστηκε για τον πλούτο του, αλλά για την φίλαυτη και εγωιστική χρήση του.
Ο πλούτος είναι δωρεά του Θεού σε ορισμένους ανθρώπους. Αυτή την δωρεά ο
πλούσιος καλείται να την αξιοποιήσει για την ευεργεσία του εαυτού του αλλά και
των συνανθρώπων, όπως ο ίδιος ο Θεός ο οποίος ευεργετεί και ελεεί “δικαίους και
αδίκους”, χωρίς να ζητά ανταλλάγματα. Εξάλλου όπως γράφει το βιβλίο των
Παροιμιών αυτός που δίνει ελεημοσύνη σε αυτούς που την έχουν ανάγκη είναι σαν
να δανείζει τον Θεό, γι’ αυτό ο Θεός κατά κάποιο τρόπο τού είναι οφειλέτης και
για να ξεχρεώσει χαρίζει στον άνθρωπο την ουράνια βασιλεία του. Αυτός που βοηθά
τους συνανθρώπους του από αγάπη, μοιάζει στον Θεό, ο οποίος από αγάπη και μόνο
για τον άνθρωπο θυσιάστηκε για να τον σώσει από την φιλαυτία του που τον
οδήγησε στην αμαρτία.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι κατά την Δευτέρα
παρουσία του Κυρίου, κριτήριο του θα είναι η αγάπη μας προς τους πάσχοντες
συνανθρώπους μας, γι’ αυτό είπε ότι “ εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των
ελαχίστων εμοί εποιήσατε “. Και η πιο ελάχιστη ευεργεσία που κάνουμε στους
ανθρώπους είναι σαν να την έχουμε κάνει για τον Κύριο .Ο Κύριος όμως δεν ζητά
να ελεούμε με καταναγκασμό αλλά με χαρά. Ό,τι γίνεται από ανάγκη και όχι από
ελεύθερη προαίρεση δεν είναι αποδεχτό από τον Θεό.
Αγαπητοί μου, ο
πλούσιος δεν καταδικάστηκε στην κόλαση γιατί ήταν πλούσιος αλλά γιατί δεν έκανε
σωστή χρήση της δωρεάς την οποία του εμπιστεύτηκε ο Θεός. Ο πλούτος από μόνος
του δεν είναι καλός ή κακός, ο τρόπος διαχείρισής του τον κάνει να φαίνεται ένα
από τα δύο.
Η ελεημοσύνη ως απόρροια της αγάπης, μάς
εξομοιώνει με τον ελεήμονα και φιλάνθρωπο Θεό. Όποιος, λοιπόν, δίνει χωρίς
φειδώ, πλουσιοπάροχα θα του αποδοθούν εκατονταπλάσια στην αιώνια ζωή με την
απόλαυση των άφθαρτων αιωνίων αγαθών. Η αρετή της ελεημοσύνης οδηγεί κατευθείαν
στη βασιλεία των ουρανών. Ας στραφούμε προς τους έχοντες ανάγκη, προσφέροντάς
τους από το περίσσευμά ή το υστέρημα μας, για να φανούμε καλοί οικονόμοι και
διαχειριστές των αγαθών του Θεού.
π. Γ.
Αναστασίου