Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

«Τά κάρ­βου­να ἐ­σύ θά τά ζυ­γί­σης, ἐ­πει­δή ἐ­γώ εἶ­μαι Χατ­ζῆς καί δέν ζυ­γί­ζω»

 

Οἱ προ­σκυ­νη­τές τοῦ Πα­να­γί­ου Τά­φου 

Εἶ­ναι πα­νάρ­χαι­α εὐ­λα­βι­κή συ­νή­θεια τῶν χρι­στια­νῶν ἡ προ­σκύ­νη­ση τοῦ Πα­να­γί­ου Τά­φου τοῦ Χρι­στοῦ καί τῶν Ἁγίων Τό­πων. Ἀ­πό πό­θο καί εὐ­λά­βεια μέ κό­πους, θυ­σί­ες καί κιν­δύ­νους, πή­γαι­ναν πολ­λοί ἔ­στω καί μί­α φο­ρά στήν ζωή τους νά προ­σκυ­νή­σουν τά μέ­ρη πού ἔ­ζη­σε καί περ­πά­τη­σε ὁ Χρι­στός. 

Πή­γαι­ναν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι ὅ­σο τό δυ­να­τόν, κα­θα­ροί καί ἐ­ξω­μο­λο­γη­μέ­νοι. Ἄλ­λοι ἔ­κα­ναν τήν θυ­σί­α νά πη­γαί­νουν μέ τά πό­δια. Ἄλλοι με­τέ­φε­ραν χρή­μα­τα καί εὐ­λο­γί­ες στά προ­σκυ­νή­μα­τα. Ἄλ­λοι ἐρ­γά­ζο­νταν ἀ­φι­λο­κερ­δῶς γιά ἕ­να ἑ­ξά­μη­νο στά ἐ­κεῖ μο­να­στή­ρια καί προ­σκυ­νή­μα­τα ὡς κτί­στες καί ἐρ­γά­τες. Προ­σκυ­νοῦ­σαν σ᾽ ὅ­λα τά πα­νά­για προ­σκυ­νή­μα­τα, βα­φτί­ζονταν στόν Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μό καί ἔ­παιρ­ναν μα­ζί τους τό Ἅ­γιο φῶς καί δι­ά­φο­ρες εὐ­λο­γί­ες, ὅ­πως σταυ­ρου­δά­κια, σά­βα­να, κε­ριά κ.ἄ. 

Ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­φαν στό χω­ριό ὅ­λοι οἱ κά­τοι­κοι μέ τόν ἱ­ε­ρέ­α τούς ὑ­πο­δέ­χονταν ἔ­ξω ἀ­πό τό χω­ριό, χτυ­ποῦ­σαν τήν καμ­πά­να καί μέ πομ­πή τούς συ­νώ­δευ­αν μέ­χρι τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τούς ἀσπάζονταν στά μάτια γιατί ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό Ἅγιο Φῶς. Γιά τήν εὐ­λο­γί­α πού ἀ­ξι­ώ­θη­καν νά προ­σκυ­νή­σουν στούς Ἁ­γί­ους Τό­πους τούς ἔ­δει­χναν σε­βα­σμό καί τούς ἄλ­λα­ζαν καί τό ὄ­νο­μα, προ­σθέ­τοντας τό τι­μη­τι­κό Χατ­ζῆς. Π.χ. ὁ Γιάν­νης ὁ Χατ­ζῆς. Τό ὄ­νο­μα αὐ­τό τό κλη­ρο­νο­μοῦ­σαν καί τά ἄλ­λα μέ­λη τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας. Ἡ γυ­ναῖ­κα τοῦ Χατ­ζῆ ἦταν «Χατ­ζέ­σκα» ἤ «Χα­τζί­να» ἤ «Χα­τζα­νά» (οἱ ἡλι­κι­ω­μέ­νες) καί τά παι­διά καί τά ἐγ­γό­νια του ἦ­ταν «Χατ­ζοῦ­δες». Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, ὅ­ταν μνη­μό­νευ­ε τά ὀ­νό­μα­τα τῶν Χατ­ζή­δων, πρό­σθε­τε καί τό προ­σκυ­νη­τής ἤ προ­σκυ­νή­τρια. Π.χ. Ἑρ­μι­ό­νης προ­σκυ­νη­τρί­ας. 

Οἱ Χατ­ζῆ­δες μέ τό προ­σκύ­νη­μά τους δέν ἄλ­λα­ζαν μό­νο τό ὄ­νο­μά τους ἀλ­λά καί τήν ζω­ή τους. Ἀ­φι­ε­ρώ­νονταν πε­ρισ­σό­τε­ρο στήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ πιό τα­κτι­κό ἐκ­κλη­σια­σμό, νη­στεῖ­ες, προ­σευ­χές, ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί θεί­α Κοι­νω­νί­α ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ᾿ ὅλα πρό­σε­χαν νά εἶ­ναι δί­και­οι. Ἀ­πέ­φευ­γαν πά­ρα πο­λύ τήν ἀ­δι­κί­α. Τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τους ἦ­ταν ὅ­τι σ᾽ ὅ­λη τους τήν ζω­ή δέν ἔ­πια­ναν ζυ­γα­ριά νά ζυ­γί­σουν γιά νά μήν ἀ­δι­κή­σουν στό ζύ­γι. Ἀ­κό­μη καί τά παι­διά τους δέν ζύ­γι­ζαν. Ζύ­γι­ζαν οἱ ἄλ­λοι καί αὐ­τοί γύ­ρι­ζαν τό κε­φά­λι τους νά μή βλέ­πουν ἀδια­φο­ρώ­ντας γιά τό ἐν­δε­χό­με­νο νά ἀδι­κη­θοῦν. Μά­λι­στα στό ζυ­γι­σμέ­νο σι­τά­ρι ἄ­νοι­γαν τό τσου­βά­λι καί ἔ­βα­ζαν καί δυ­ό χοῦ­φτες ἐ­πί πλέ­ον. Ἤ, ὅ­ταν κά­τι ἀ­γό­ρα­ζαν πά­ντα πλή­ρω­ναν κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πό τό κα­νο­νι­κό. 

Κά­πο­τε σ᾿ ἕνα χωριό ἕ­νας καρ­βου­νιά­ρης περ­νοῦ­σε μέ τό κάρ­ρο του που­λώντας κάρ­βου­να. Πῆ­γε ἕ­νας νά ἀ­γο­ρά­ση. Λέ­γει ὁ καρ­βου­νιά­ρης: «Τά κάρ­βου­να ἐ­σύ θά τά ζυ­γί­σης, ἐ­πει­δή ἐ­γώ εἶ­μαι Χατ­ζῆς καί δέν ζυ­γί­ζω». Τοῦ ἀ­παντᾶ καί ὁ ἄλ­λος: «Καί ἐ­γώ δέν ζυ­γί­ζω. Καί ἐ­γώ εἶ­μαι χατ­ζῆς». Ἔτσι πε­ρί­με­ναν στόν δρό­μο μέ­χρι πού πέ­ρα­σε ὁ πρῶ­τος πε­ρα­στι­κός καί ζύ­γι­σε ἐ­κεῖ­νος τά κάρ­βου­να. 

Τό προ­σκύ­νη­μα τῶν Χατ­ζή­δων ἔ­δει­χνε τήν ἀ­γά­πη καί τήν εὐ­λά­βειά τους πρός τόν Χρι­στό, ἀ­πο­τε­λοῦ­σε σταθ­μό στήν ζω­ή τους, συγ­χρό­νως δέ καί ἀ­φε­τη­ρί­α γιά και­νή καί πνευ­μα­τι­κή πο­λι­τεί­α. Ἡ ἐν­θύ­μι­ση τοῦ προ­σκυ­νή­μα­τος συντη­ροῦ­σε καί ἔ­τρε­φε, ὅ­πως τό λά­δι τήν φλό­γα τοῦ καντη­λιοῦ, τήν ἀ­γά­πη τους πρός τόν Χρι­στό καί τήν Πα­να­γί­α, τῶν ὁ­ποί­ων ἀ­ξι­ώ­θη­καν νά προ­σκυ­νή­σουν τόν τό­πο ὅ­που ἔζη­σαν καί πά­τη­σαν τά ἄ­χραντα πό­δια Τους. 

Ἡ Παναγία θέλει νά τιμοῦμε τό «Ἄξιόν ἐστιν» 

Μαρ­τυ­ρία Εἰ­ρή­νης Μπε­ντε­νιώ­του ἀπό τόν Πό­ρο, καν­δη­λα­νά­πτριας τοῦ ἱε­ροῦ Να­οῦ τοῦ ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου: «Ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα κα­θά­ρι­ζα τά μα­νουά­λια καί βλέ­πω νά μπαί­νη μιά γυ­ναῖ­κα στό να­ό. 

–Χαί­ρε­τε, μοῦ λέ­ει. 

–Χαί­ρε­τε, λέ­ω. 

–Τί κά­νε­τε; 

–Νά, κα­θα­ρί­ζω τά μα­νουά­λια για­τί βου­λώ­νουν καί δέν μπο­ρεῖ ὁ κό­σμος νά βά­λη τό κε­ρί του. 

–Σή­με­ρα εἴ­χα­τε Λει­τουρ­γί­α; 

–Εἶ­χε ὁ πα­πᾶς ἰ­δι­ω­τι­κή Λει­τουρ­γί­α σέ ἄλ­λη Ἐκ­κλη­σί­α ἀλ­λά ἐ­γώ δέν πῆ­γα. 

–Σή­με­ρα εἶ­ναι τό «Ἄ­ξιόν ἐστιν», ἡ Πα­να­γί­α. Στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος γί­νε­ται με­γά­λη γι­ορ­τή. 

–Τί λές; τῆς λέ­ω. Δέν τό ξέ­ρα­με οὔ­τε καί ὁ πα­πᾶς μοῦ εἶ­πε τί­πο­τε. 

–Τέ­λος πάντων, ἔ­πρε­πε ὅ­μως. 

»Μό­λις ἔ­φυ­γε ἀ­κού­ω ­μιά βο­ή, ἕ­να θό­ρυ­βο, ἄ­νοι­ξαν τά πα­ρά­θυ­ρα τοῦ τρούλ­λου μό­να τους πού πο­τέ δέν ἀ­νοί­γουν, καί ἡ πόρ­τα τοῦ Ἱ­ε­ροῦ˙ τό δέ τέ­μπλο κόντε­ψε νά πέ­ση. Μέ ἕ­να κρό­το ἀ­κό­μη ξα­νά­κλει­σαν τά πα­ρά­θυ­ρα καί ἡ πόρ­τα τοῦ Ἱ­ε­ροῦ, μά­λι­στα δέ ἔ­σπα­σε καί τό τζά­μι της. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ πα­πᾶς τοῦ δι­η­γή­θη­κα τί συ­νέ­βη καί μοῦ εἶ­πε: “Κυρία Εἰ­ρή­νη, ἡ Πα­να­γί­α ἦ­ταν. Σή­με­ρα γι­ορ­τά­ζε­ται τό θαῦ­μα πού συ­νέ­βη μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τοῦ “Ἄ­ξιόν ἐστιν”. 

»Καί ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα (ἦ­ταν Τε­τάρ­τη) κά­νο­με πάντα κά­θε Τε­τάρ­τη τήν Πα­ρά­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας».