Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Γιατί θρηνεί ο άνθρωπος;

ασωτ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Θρῆνος ψυχῆς! Πόθεν αὐτὸς ὁ θρῆνος τῆς ψυχῆς;
Ὁ Θεός, ὁ ἀγαθὸς καὶ φιλεύσπλαχνος πατέρας, ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσίν» του, ὅπως λέει ἡ Γραφή (Γέν. 1,26), καὶ ἔβαλε τὸ πρῶτο ζεῦγος, τοὺς πρωτοπλάστους, σὲ μία ὑπέροχη περιοχή, ποὺ βρισκόταν μεταξὺ τῶν δύο μεγάλων ποταμῶν τῆς Ἀνατολῆς, τοῦ Εὐφράτου καὶ τοῦ Τίγρεως, κάτω στὴ Μεσοποταμία. Ἔβαλε τὸν ἄνθρωπο στὸν παράδεισο· ἔτσι ὀνομάζεται ὁ τόπος ἐκεῖνος ὁ μοναδικός, ὅπου ὑπῆρχε νερὸ ἄφθονο καὶ κρυστάλλινο, ὅπου ὑπῆρχαν μελῳδικὰ πουλιὰ ποὺ ἔψαλλαν, ὅπου ὑπῆρχαν καρποὶ ἄφθονοι.

Γιὰ νὰ δοκιμάσῃ ὁ Θεὸς τὴν θέλησι τῶν πρωτοπλάστων, τοὺς ἔδωσε μία μικρὰ ἐντολή. Ἀλλὰ δυστυχῶς, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ὁ ἄνθρωπος ὑπέκυψε στὸν πειρασμό, παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἁμάρτησε, καὶ ἄγγελος Κυρίου τὸν ἐξεδίωξε ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἀπὸ τότε ὁ κῆπος κλείστηκε καὶ πύρινη ῥομφαία φρουροῦσε τὴν πύλη τῆς Ἐδέμ. Καὶ ὁ Ἀδὰμ κάθησε ἀπέναντι τοῦ πα ραδείσου καὶ ἔκλαυσε πικρῶς. Ἀπὸ τότε, μὲ τὸ θρῆνο τοῦ Ἀδάμ, ἄρχισε ὁ θρῆνος τῆς ἀνθρωπότητος.

Ποία ἡ αἰτία ποὺ θρηνεῖ ὁ ἄνθρωπος;

Πολλὲς εἶνε οἱ αἰτίες. Καὶ ἡ ζωὴ αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ κλάμα ἀρχίζει. Δὲν εἶνε χωρὶς σημασία ὅτι, μόλις πέσῃ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας τὸ βρέφος, κλαίει. Μὲ κλάματα μπαίνει στὸν κόσμο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, καὶ μὲ κλάματα φεύγει. Καὶ ἡ ζωὴ αὐτή, παρ᾿ ὅλες τὶς ὀμορφιὲς καὶ τὰ εὐχάριστα ποὺ ἔχει, ἐν τούτοις κατὰ βάθος εἶνε «κοιλὰς κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,6). Θρῆνος ἀκούγεται ἐπάνω στὴ γῆ. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ ἔζησε στὴ γῆ καὶ νὰ μὴν ἔκλαψε. Καὶ βασιλιᾶς νὰ γίνῃ, καὶ στὰ ἀνώτατα ἀξιώματα ν᾿ ἀνεβῇ, καὶ ὁσοδήποτε εὐτυχὴς καὶ νὰ εἶνε, θὰ ἔρθῃ ὥρα ποὺ θὰ μουσκέψῃ τὸ προσκέφαλό του μὲ τὰ δάκρυά του.
Ἀλλὰ ἡ κυριωτέρα καὶ ἡ συνηθέστερα αἰτία ποὺ κλαίει ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὁ θάνατος. Ὁ θάνατος, ποὺ εἰσορμᾷ στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ σκληρὸς θάνατος, ποὺ εἰσβάλλει σὲ ὅλα τὰ σπίτια, εἴτε εἶνε καλύβες εἴτε ἀνάκτορα. Ὁ θάνατος ὁ σκληρός, ποὺ δὲν ἔχει αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσῃ τὸν θρῆνο καὶ δὲν ἔχει μάτια γιὰ νὰ δῇ τὰ δάκρυα τῆς ἀνθρωπότητος. Ὁ θάνατος, ποὺ ἔρχεται ὡς συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Εἰσέρχεται μέσα στὰ σπίτια τῶν ἀνθρώπων καὶ χωρίζει τὸν ἄντρα ἀπὸ τὴ γυναῖκα καὶ τὴ γυναῖκα ἀπὸ τὸν ἄντρα, χωρίζει τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸν πατέρα, χωρίζει τοὺς φίλους ἀπὸ τοὺς φίλους, καὶ θρῆνος καὶ κοπετὸς ἀκούεται σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Καὶ τὰ δάκρυα εἶνε πολλὰ καὶ ἀναρίθμητα. Καὶ ἄν, ὅπως ἔχω πεῖ καὶ ἄλλοτε, ἂν ὑπῆρχε ἕνας ἄγγελος νὰ μαζέψῃ τὰ δάκρυα ποὺ χύνουν μικροὶ καὶ μεγάλοι, τότε ἀπὸ τὰ δάκρυα αὐτὰ τῶν ἀνθρώπων θὰ ἐσχηματίζετο μιὰ ἀπέραντος μαύρη θάλασσα, ποὺ θὰ ὠνομάζετο θάλασσα τοῦ πένθους, θάλασσα τῶν δακρύων τοῦ ἀνθρώπινου γένους.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ; σελ. 178