Ὁ
Ἰσραὴλ ὑπῆρξε λαὸς ἀπειθὴς καὶ σκληροτράχηλος. Ἡ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ
ἦταν διαρκῶς μεταβαλλόμενη. Παρὰ τὰ θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ συνόδευσαν τὴν
ἀπελευθέρωσή του ἀπ’ τὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου, ἡ ἐμπιστοσύνη του πρὸς τὸν
Θεὸ δὲν ἦταν καθόλου δεδομένη. Μὲ τὸ πρῶτο ἐμπόδιο ἡ στάση του ἄλλαζε.
Πολὺ εὔκολα ἐπαναστατοῦσε καὶ γόγγυζε. Ὁ Θεὸς προσπαθοῦσε μὲ κάθε τρόπο
νὰ παιδαγωγεῖ τὸν λαό του. Καὶ ὅταν ὅλα τὰ ἄλλα μέσα ἀποτύγχαναν,
κατέφευγε σὲ δραστικὲς ἐνέργειες γιὰ νὰ τὸν συνεφέρει.
Ἔτσι,
λίγο μετὰ τὴν πρωτοφανῆ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας, ἡ ἔλλειψη νεροῦ
ἀνέδειξε στὸ ἔπακρο τὴ μικροψυχία τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τοὺς ἔφερε γιὰ μιὰ
ἀκόμη φορὰ σὲ ὀξεία σύγκρουση μὲ τὸν Θεό. Ἦταν στὴν ἔρημο Ραφιδείν, ὅπου
ὁ Μωυσῆς χτύπησε μὲ τὴ θαυματουργὴ ράβδο του τὸν βράχο ποὺ τοῦ
ὑπέδειξε ὁ Θεός. Ἕνα ὁλόκληρο ποτάμι ξεπετάχτηκε γιὰ νὰ πιεῖ ὁ λαός.
Ὅμως ὀνομάστηκε ὁ τόπος ἐκεῖνος «Πειρασμὸς καὶ Λοιδόρησις», γιατὶ
ὕβρισαν ἐκεῖ τὸν Κύριο καὶ τὸν πίκραναν μὲ τὴν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὸ
πρόσωπό του.
Ὁ
Θεὸς ἐπέτρεψε τότε σ’ ἕνα γειτονικὸ πολεμικὸ λαὸ νὰ τοὺς ἐπιτεθεῖ. Ἦταν
οἱ Ἀμαληκίτες, ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ, γιοῦ τοῦ Ἰσαάκ. Ἐπιτέθηκαν στὴν
ὀπισθοφυλακὴ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ χτύπησαν τοὺς βραδυποροῦντες. Ὁ Μωυσῆς ἔδωσε
ἐντολὴ στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ νὰ σχηματίσει μιὰ ἐπίλεκτη ὁμάδα καὶ νὰ
ἀντεπιτεθεῖ. Καὶ ἐνῶ ξεκίνησε ἡ μάχη, ὁ Μωυσῆς μὲ τὴ συνοδεία τοῦ Ἀαρὼν
καὶ τοῦ Ὢρ ἀνέβηκε στὴν κορφὴ κάποιου κοντινοῦ βουνοῦ γιὰ νὰ
παρακολουθεῖ.
Μὰ
ἐκεῖ δὲν κάθισε ἄπραγος. Σήκωσε τὰ χέρια του ψηλὰ καὶ προσευχόταν. Καὶ
ὅσο κρατοῦσε ὑψωμένα τὰ χέρια του, «κατίσχυεν Ἰσραήλ»· ὁ λαός του
νικοῦσε. Ὅταν ὅμως τὰ χέρια του ἀπὸ τὴν κούραση ἔπεφταν, «κατίσχυεν
Ἀμαλήκ»· νικοῦσαν οἱ Ἀμαληκίτες. Βλέποντας
τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ φαινόμενο οἱ συνοδοί του, ἔβαλαν τὸν ὀγδοντάχρονο
Μωυσῆ νὰ καθίσει σὲ μιὰ πέτρα καὶ αὐτοὶ στάθηκαν δεξιὰ καὶ ἀριστερά του,
ἔπιασαν ἀπὸ ἕνα χέρι του ὁ καθένας καὶ τὸ κρατοῦσαν ψηλά. Αὐτὸ
συνεχίστηκε μέχρι τὴ δύση τοῦ ἡλίου. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ νίκησε
ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἔτρεψε σὲ φυγὴ τοὺς Ἀμαληκίτες, προξενώντας τους φοβερὴ
πανωλεθρία (Ἐξ. κεφ. 17).
Τὸ
ὅλο γεγονὸς θεωρήθηκε σαφὴς προεικόνιση τῆς ἀκαταμάχητης δύναμης τοῦ
τιμίου Σταυροῦ. Εἶναι πυκνὲς οἱ ἀναφορὲς στὸ θέμα αὐτό, ἰδιαίτερα κατὰ
τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως (14 Σεπτ.). «Τοῦ τιμίου Σταυροῦ, Χριστέ, τὴν
ἐνέργειαν προδιατυπώσας Μωυσῆς, ἐτροπώσατο τὸν ἐναντίον Ἀμαλήκ». Ὁ
Μωυσῆς ἔγινε τύπος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ὕψωση τῶν χεριῶν του τύπος τοῦ
Σταυροῦ. «Ὅτε Μωυσῆς τὰς χεῖρας ἐπέτασεν εἰς ὕψος, τὸ σὸν πάθος
εἰκόνιζε», ψάλλουμε στὸν Χριστό, ποὺ μὲ τὶς ἁπλωμένες παλάμες του
«τρόπαιον ἤγειρε, τὸ κράτος διολέσας Ἀμαλὴκ τοῦ πανώλους», δηλαδὴ τοῦ
διαβόλου.
Ὁ
Μωυσῆς μὲ τὸν τύπο μόνο τοῦ Σταυροῦ νικοῦσε τότε τοὺς ἐχθρούς. Τώρα
ὅμως, κατέχοντας τὸν ἴδιο τὸν Σταυρό, ὁ κάθε ἄνθρωπος νικᾶ τὸν νοητὸ
Ἀμαλήκ, τρέποντας σὲ φυγὴ ὅλα τὰ (δαιμονικὰ) ἀλλόφυλα ἔθνη καὶ
ἀποφεύγοντας κάθε βλάβη ἀπὸ αὐτά. Ἂν ὁ Μωυσῆς, ἐκτείνοντας «σταυροφανῶς
ἐν τῷ ὄρει» τὰ χέρια του, κατατρόπωνε τὸν Ἀμαλήκ, ὁ Χριστὸς «τὰς παλάμας
ἁπλώσας ἐν τῷ Σταυρῷ τῷ τιμίῳ», μὲ ἔκλεισε στὴν ἀγκαλιά του, σώζοντάς
με ἐκ «τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ» καὶ δίνοντάς μου τὴ σωτήρια δυνατότητα
«ἀπὸ τόξου φυγεῖν τῶν ἐναντίων μου».
Τίποτε
λοιπὸν δὲν ἐμποδίζει νὰ στραφῶ κι ἐγὼ στὸν Χριστό, ἀξιοποιώντας τὸ
δραστικότατο ὅπλο του. «Διὰ τοῦτο, Λόγε, προσκυνῶ τὸν Σταυρόν σου τὸν
τίμιον».