Ο Αντώνης Μ., από την Ανατολική Μακεδονία, σπούδαζε φιλόλογος στη
Θεσσαλονίκη. Στερούνταν οι δικοί του για να τον σπουδάσουν. Ένιωθε τις
θυσίες τους και διάβαζε φιλότιμα, να τελειώσει τη Σχολή. Καθώς έφθανε
στο τέλος κι αναμετρούσε την πτυχιακή ύλη και τις δυνάμεις του, κόβονταν
οι ελπίδες. «Αδύνατον!… Δεν βγαίνει πέρα με τίποτε!… Δεν μπορώ να
τελειώσω γρήγορα… Άαααχ!», μονολογούσε κι αγωνιούσε λιγάκι. Και
ξανάπεφτε στο διάβασμα∙ έκανε τη νύχτα μέρα. Οι δικοί του δεν βάσταγαν
οικονομικά. Το ᾿βλεπε. Μα πώς να πάρει πτυχίο; Και σε πόσον καιρό θα το
πάρει; «Θα κάνω ό,τι μπορώ… Βόηθα, Θεέ μου!», έκραζε ενδόμυχα.
Τέταρτο έτος. Κοντά στα Χριστούγεννα ο Αντώνης έπεσε
στο κρεβάτι με βαριά υπερκόπωση. Κι όλα σταμάτησαν. Οι δικοί του
σιωπούσαν. Το πτυχίο… στ’ αζήτητα πλέον, προς το παρόν. Κι ο καιρός
περνούσε δύσκολα. Δεν γινόταν όχι μόνον βιβλίο ν’ ανοίξει ο καημένος ο
Αντώνης, αλλ’ ούτε και να σκέπτεται κάτι με ένταση. Αχρηστεύθηκε για τα
καλά.
Πλησίαζε Πάσχα.
«Αντώνη, παιδί μου, του λέει μια μέρα ο πνευματικός του πατέρας,
διάλεξε ένα απ’ τα κύρια μαθήματα του πτυχίου, και πήγαινε να το δώσεις
τώρα τον Ιούνιο… Έτσι… χωρίς διάβασμα… Τι έχεις να χάσεις; Αφού τόσα
χρόνια διάβαζες…».
Το παλληκάρι απορημένο κοίταξε τον παπούλη. Σαν να γινόταν κουβέντα
για κάποιον άλλον, έτσι του φάνηκε. Πέρασαν δευτερόλεπτα. Μετά το πρώτο
ξάφνιασμα χαμογέλασε∙ «Μάλιστα, πάτερ!…», αποκρίθηκε με απλότητα.
……………………………………………………
Ιούνιος. Κοσμοσυρροή έξω απ’ την αίθουσα εξετάσεων
στη Σχολή. Παλαιοί και νέοι φοιτητές, με βοηθήματα φορτωμένοι, ακόμη
διαβάζουν. Κάποιος φωνάζει: «Βρε, Αντώνη! Σε χάσαμε! Αααα! έτσι ήρθες;
Πού είναι τα λεξικά σου;». Χαμογελάει κάπως αμήχανα ο Αντώνης και
δείχνει σιωπηλά τη φοιτητική του ταυτότητα. Ήρθε απλώς για να φύγει
αμέσως. Για μια υπακοή βρισκόταν στη Σχολή. Ένιωθε παράξενα, αντιμέτωπος
με το πρώτο μάθημα-θηρίο του πτυχίου: Αντίστροφο Αρχαίων*. Οι γύρω τον
κοίταζαν με οίκτο, με απορία∙ κάποιοι μάλλον τον σχολίαζαν.
Μπήκε ανάλαφρος στην αίθουσα. Κι όταν βρέθηκε μπροστά στα θέματα,
βούρκωσε το παλληκάρι. Με γρήγορη ματιά τα είχε αναμετρήσει∙ το βασικό
κλειδί ήταν δυό λέξεις. Και τις είχε δει το προηγούμενο βράδυ,
ξεφυλλίζοντας ένα λεξικό για λίγα λεπτά: «το όσιον – το δίκαιον»!
Όταν σηκώθηκε να παραδώσει το γραπτό του, εκατοντάδες μάτια ξαφνιασμένα τον ακολούθησαν, ώσπου έκλεισε πίσω του την πόρτα.
……………………………………………………
Ο παπούλης, ιλαρός, τον παρότρυνε να προχωρήσει.
Λατινικά. Μες στο καλοκαίρι λίγο-λίγο άρχισε να
διαβάζει. Υπέφερε. Ξεκουραζόταν. Προσπαθούσε ξανά. Η εξέταση ήταν
προφορική. Ήταν το δεύτερο μάθημα-θηρίο. Μαζί με άλλους τέσσερις
φοιτητές εξετάζονταν. Αραδιάστηκαν με τη σειρά στα καθίσματα. Πέμπτος ο
Αντώνης. Ο καθηγητής με τον βοηθό του άρχισαν τη δύσκολη εξέταση. Οι
ερωτήσεις έφθαναν μέχρι τον τέταρτο φοιτητή. Ξανά και ξανά! Τον Αντώνη
δεν τον έβλεπαν; Απορούσε κι εκείνος. Και προσευχόταν. «Βόηθα, Θεέ μου,
ν’ απαντούν οι συμφοιτητές μου στις δύσκολες ερωτήσεις, για να μην
καταλήξουν σε μένα!». Μετά από αρκετή ώρα, τον περιέλαβε ο βοηθός του
καθηγητή.
– Πάμε τώρα και στον κ. Αντώνη Μ.!
– «Θεέ μου!», σφίχτηκε ο Αντώνης.
– Για να βάλουμε κλήρο, να δούμε σε ποιον ποιητή θα σας εξετάσουμε…
Δευτερόλεπτα αγωνίας. Αναπνέει αργά το παιδί.
– Θεέ μου, τον Οράτιο ξέρω καλύτερα… συλλογίζεται προσευχητικά.
– Α! Οράτιος κληρώθηκε! λέει ο βοηθός. Και σε ποιο από όλα τα
ποιήματά του να σας εξετάσουμε; Για να μας πείτε… να μας πείτε… το… το…
190!
Άστραψε ο Αντώνης! Να! Ο Θεός ήταν μπροστά του! Αυτό! Αυτό το ποίημα
ήξερε καλύτερα από τους δέκα χιλιάδες στίχους όλης της ύλης!
…………………………………………………….
Μάρτιος. Το τρίτο μάθημα-θηρίο: Αρχαία Ελληνική Ιστορία.
Δύσκολος, απαιτητικός ο καθηγητής. Είχε προηγηθεί γραπτή εξέταση. Και
τώρα μέσα στο γραφείο του καθηγητή ο Αντώνης μ’ έναν συμφοιτητή του
Ιστορικού Τμήματος, κάθονται μουδιασμένοι. Είναι το τελευταίο τους
μάθημα.
– Πόσες φορές δίνετε το μάθημα; ρωτάει ο καθηγητής τον άλλον φοιτητή.
– Είναι η τρίτη φορά, κ. καθηγητά, και…
Ο Αντώνης έχει λιώσει. Ο συμφοιτητής του αγκομαχάει, αβοήθητος απ’ όσα διάβασε. Και ξαφνικά:
– Εσείς; ρωτάει ο καθηγητής τον Αντώνη.
– Είναι η πρώτη φορά που το δίνω… απαντάει ο καημένος.
– Χμμ! χαμογελάει αινιγματικά ο καθηγητής.
Κάπου χρειάσθηκε να χειρισθεί γερμανικά ο Αντώνης.
– Δεν ξέρω γερμανικά, κ. καθηγητά!
– Είστε του Κλασικού, ε;
– Μμμ! νεύει ο Αντώνης.
– Ε, τότε ας σας εξετάσουμε σε κάτι σχετικό: Σε ποιες φιλολογικές πηγές βασίζεται η Ιστορία του 5ου π.Χ. αιώνα;
«Θεέ μου!», πρόλαβε να πει μέσα του. Ήταν μια ψιλογραμμένη
υποσημείωση μέσα στο πέλαγος της ύλης… Δυο μέρες νωρίτερα το μάτι του
έπεσε πάνω της, και τη θυμόταν!
………………………………………………
Λίγες μέρες μετά, στην αμέσως επόμενη ορκωμοσία, ο Αντώνης ήταν
μόνος. Οι δικοί του έλειπαν χιλιόμετρα μακριά. Ήταν κι ο μόνος, και ο
πρώτος από τους τεταρτοετείς φοιτητές του Τμήματός του που ορκιζόταν.
Γιατί κανείς άλλος δεν είχε τολμήσει άμεσα να μπει στη σκληρή διαδικασία
όλων των πτυχιακών εξετάσεων. Ήταν ο πρώτος και ο μόνος, και μόνος… Ο
φιλάνθρωπος Κύριος με πολλαπλή θαυμαστή επέμβαση τον έφερε στο τέρμα με
φτερά αγγέλων. Το ζούσε ο φτωχός Αντώνης, και… σαν να πετούσε! Μια
ανέκφραστη γαλήνη τον πλημμύριζε… ένα φως άστραφτε στα μάτια του. Τον
είχε αγγίξει η Θεία Χάρη.
Αργότερα, που φιλοσοφούσε σ’ όλα αυτά, αναρωτιόταν: Πώς έγιναν;
Και η απάντηση δινόταν απ’ την καρδιά του, μυστικά:
Στα μετόπισθεν μάχονταν γονατιστοί στην προσευχή οι δικοί του κι ο
πνευματικός του, ενώ στην πρώτη γραμμή φαινόταν εκείνος, ο Αντώνης, που
με απλότητα και εμπιστοσύνη είχε πει «μάλιστα, πάτερ!», χωρίς δεύτερο
λόγο, και πήγαινε σ’ όλες τις εξετάσεις.
Και ο Θεός ευλόγησε. Δεν ήταν τυχαίο…
Δωρόθεος
–––––––––
* Δύσκολο μάθημα του παλαιού Κλασικού
πτυχίου. Ο εξεταζόμενος μετέφερε άγνωστο νεοελληνικό κείμενο σε αρχαίο
ελληνικό λόγο. Τα λεξικά δεν αποτελούσαν βοήθημα ουσιαστικό στην
περίπτωση αυτή.«Πρός τή ΝΙΚΗ», Ιούνιος 2019