Ήταν γραμματισμένος και μάλιστα από τους καλύτερους του βασιλείου. Το
όνειρό του ήταν να γίνει αυλικός. Αγαπούσε τη δόξα των αυλικών,
αγαπούσε, όμως, περισσότερο τον βασιλιά του. Φανταζόταν τον εαυτό του
στο παλάτι του βασιλιά και χαιρόταν με την ιδέα ότι κάποτε θα μπορεί να
είναι κι εκείνος κοντά του.
Κάποτε ο βασιλιάς τον κάλεσε στο παλάτι.
«Ήρθε η ώρα!», σκέφτηκε ο γραμματισμένος και έτρεξε χωρίς αναβολή.
Ο βασιλιάς ήταν καθισμένος στο θρόνο του, σοβαρός και μεγαλοπρεπής. Γονάτισε μπροστά του.
–Γραμματισμένε, σε φώναξα γιατί θέλω να σου ζητήσω κάτι, ξεκίνησε ο βασιλιάς.
–Οτιδήποτε, απάντησε με ταχύτητα ο γραμματισμένος, και στο νου του σχηματίζονταν χίλιες εικόνες.
Έμεινε για λίγο σκεπτικός ο βασιλιάς.
Έμεινε για λίγο σκεπτικός ο βασιλιάς.
Ο γραμματισμένος κοκκάλωσε. Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια αυτό που είχε
ακούσει. Αυτός, ο γραμματισμένος, να γίνει σκουπιδιάρης; Αυτός που τόσα
ονειρευόταν, που όλη του τη ζωή πάλευε για να φτάσει στην αυλή, αυτός
που τόσο ξεχωριστά αγαπούσε τον βασιλιά του; Τόσοι άλλοι υπήρχαν να
κάνουν αυτή τη δουλειά. Γιατί διάλεγε εκείνον; Ούτε που ήξερε να
καθαρίζει δρόμους… Πέρασε από τον νου του η σκληρή δουλειά, το κρύο, η
περιφρόνηση των ανθρώπων… Τον πήρε το παράπονο.
–Βασιλιά μου, τι μου ζητάς; Μήπως δεν ξέρεις; Τόσες σπουδές έκανα,
τόσους κόπους, τόσα χρόνια θυσίασα για να φτάσω κοντά σου. Κι εσύ μου
ζητάς να γίνω σκουπιδιάρης; Γιατί, βασιλιά μου;
Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα και δεν τολμούσε να κοιτάξει στο πρόσωπο τον βασιλιά.
Ο βασιλιάς αναστέναξε.
–Παιδί μου, το βασίλειο σαπίζει. Όπου κι αν κοιτάξεις γύρω σου,
παντού βρωμιά και μαυρίλα. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου… Θα μπορέσεις,
παιδί μου;
Όλα είχαν γκρεμιστεί μέσα του. Και το παλάτι και οι αυλικοί και
κυρίως οι οδοκαθαριστές. Μόνο η μορφή του βασιλιά στεκόταν λίγο ακόμη
όρθια. Ο βασιλιάς περίμενε, χωρίς να μιλά. Ο γραμματισμένος ήταν
κατάχλωμος. Κρατούσε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του και είχε τα μάτια
του κατάκλειστα. Ξάφνου, με μία αποφασιστική κίνηση σήκωσε το κεφάλι και
μίλησε σταθερά.
–Θα το κάνω, βασιλιά μου. Για χάρη σου, θα γίνω σκουπιδιάρης.
Ο βασιλιάς τον κοίταξε ζεστά. Ήξερε από ποιον το είχε ζητήσει…
–Πήγαινε, λοιπόν, παιδί μου. Και σ’ ευχαριστώ.
Από εκείνη την ημέρα ο γραμματισμένος έγινε οδοκαθαριστής. Αγόρασε
μία καλή σκούπα και πήρε τους δρόμους της πόλης με τη σειρά. Το είχε
πάρει απόφαση. Θα γινόταν ο καλύτερος οδοκαθαριστής. Για χάρη του
βασιλιά του. Κατά καιρούς ο βασιλιάς έστελνε πλούσια δώρα στον
γραμματισμένο, για να τον ευχαριστήσει για τους κόπους του. Και τότε ο
γραμματισμένος χαιρόταν και ξεχνούσε εντελώς πως άλλα είχε σχεδιάσει για
το μέλλον του. Μόνο, όταν άρχιζαν οι δυνατές βροχές, οι άνεμοι, όταν
δυσκόλευε η δουλειά, όταν αντιλαμβανόταν το περιφρονητικό βλέμμα των
περαστικών, μόνο τότε θυμόταν τους αυλικούς και τη ζεστασιά του παλατιού
και τον έπιανε το παράπονο… Μα το ’βαζε πείσμα και εκείνες τις ώρες
έτριβε πιο δυνατά τους τοίχους των σπιτιών, τα πεζοδρόμια και τις
καγκελόπορτες.
Η πόλη πήρε ν’ αλλάζει όψη σιγά σιγά. Λες και γινόταν καινούργια με
τη δουλειά του οδοκαθαριστή. Τότε τον κάλεσε και πάλι ο βασιλιάς.
–Γραμματισμένε, σ’ ευχαριστώ για όσα έχεις κάνει μέχρι τώρα. Θα ήθελα να πας και στη διπλανή πόλη να κάνεις την ίδια δουλειά.
Κάτι πήγε να πει ο γραμματισμένος. Δεν ήταν και λίγο να ξεριζωθεί από
τον τόπο του. Μα η αγάπη του βασιλιά νίκησε και πάλι. Και πήγε στην
άλλη πόλη. Και σιγά σιγά έφτασε μέχρι την άκρη του βασιλείου μαζεύοντας
σκουπίδια και τρίβοντας δρόμους, σπίτια και καγκελόπορτες. Τώρα πια είχε
ξεχάσει τα παλιά του όνειρα ο γραμματισμένος. Και τη χαιρόταν αληθινά
τη δουλειά του. Χαιρόταν που μπορούσε κάτι να κάνει, για να βοηθήσει το
βασιλιά του. Και οι άνθρωποι έλεγαν γι’ αυτόν πως καλύτερος
οδοκαθαριστής δεν είχε ξαναπεράσει από το βασίλειο.
Μέχρι που έφτασε η ώρα της συνταξιοδότησης. Τότε ο βασιλιάς κάλεσε
όλους τους υπηκόους που είχαν εργαστεί καλά όλα αυτά τα χρόνια. Κάθισε
στο θρόνο του και ένας ένας περνούσαν από μπροστά του. Όλους τους
ευχαριστούσε και σε όλους έδινε από ένα κλειδί για κάποιο από τα δωμάτια
του παλατιού του. Θα έμεναν εκεί πια, σαν αντάλλαγμα για τους κόπους
τους. Έφτασε κι εκείνος μπροστά στο βασιλιά. Τα χέρια του ήταν
ροζιασμένα από τη σκληρή δουλειά και οι ώμοι του είχαν κυρτώσει.
Γονάτισε μπροστά στο θρόνο και ξεκίνησε κάτι να πει. Μα ο βασιλιάς δεν
τον άφησε. Σηκώθηκε από τον θρόνο και κατέβηκε ένα ένα τα σκαλοπάτια.
Σήκωσε τον οδοκαθαριστή, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μέτωπο.
–Παιδί μου, σ’ ευχαριστώ, είπε και στα μάτια του έλαμπαν δάκρυα. Αυτό
είναι δικό σου, και του έβαλε στο χέρι το πολυτιμότερο κλειδί του
βασιλείου.
Μα για τον οδοκαθαριστή λίγη σημασία είχε πια αυτό το κλειδί. Εκείνος
το ήξερε. Αν ξανάρχιζε τη ζωή του από την αρχή, και πάλι οδοκαθαριστής
θα γινόταν. Για χάρη του βασιλιά του.
Ίων