Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Σωματική και πνευματική εργασία

 «Μὴ φοβοΑφεντες απανταῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. 5,10)

Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 5,1-11). Τί μᾶς λέει; Ἡ σημερινὴ περι­κοπὴ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶνε ἕνας ὕ­μνος τῆς ἐργασίας· ὁ Χριστὸς εὐλογεῖ τοὺς ἐργάτες καὶ τὸν κόπο τους.


Ὁ Κύριός μας βρίσκεται στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ καὶ διδάσκει. Πλῆθος λαοῦ τὸν ἀκούει. Ὅλοι τὸν κυκλώνουν καὶ τὸν πλησι­άζουν μὲ πόθο γιὰ τὸ λόγο του. Ὁ συνωστισμὸς εἶνε μεγάλος. Γιὰ νὰ μὴν πέφτουν πάνω του καὶ τὸν πιέζουν, ἀλ­λά­ζει θέσι. Βλέπει ἐκεῖ ἀραγμένα δυὸ ψαροκάικα, ποὺ οἱ ψαρᾶδες ἔ­χουν βγῆ στὴν ἀκτὴ καὶ ξεπλένουν τὰ δίχτυα τους. Μπαίνει σὲ ἕνα ἀπ᾽ αὐτά, στὸ καΐκι τοῦ Σίμωνος, καὶ τὸν παρακα­λεῖ ν᾽ ἀπομακρύ­νῃ λίγο τὸ πλεούμενο ἀπὸ τὴν πα­ραλία· κι ἀ­φοῦ κάθισε, δίδασκε ἀπ᾽ τὸ καΐκι τὸ πλῆθος ποὺ τὸν ἄκουγαν ὄρθιοι στὸ γιαλό.

Ὅταν σταμάτησε τὴν ὁμιλία, εἶπε στὸν Σίμωνα· –Γύρισε πάλι στὰ βαθειὰ καὶ ῥίξτε τὰ δίχτυα σας νὰ ψαρέψετε. Ὁ Σίμων τοῦ ἀποκρίνεται· –Παρ᾽ ὅλο ποὺ κοπιάσαμε, Κύριε, ὅ­λη τὴ νύχτα, τίποτα δὲν πιάσαμε· ἀφοῦ ὅμως τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ῥίξω τὸ δίχτυ. Κι ὅταν τό ᾽καναν αὐ­τό, ἔπιασαν πλῆθος ψάρια, τόσο πολλὰ ποὺ τὸ δίχτυ τους σχιζόταν, κ᾽ ἔγνεψαν στοὺς συνεταίρους ἀπ᾽ τὸ ἄλλο καΐκι νὰ ᾽ρθοῦν νὰ τοὺς βο­ηθήσουν. Καὶ ἦρθαν κ᾽ ἐκεῖνοι καὶ γέμισαν καὶ τὰ δυὸ καΐκια ψάρια, τόσα ποὺ νὰ κον­τεύουν νὰ βουλιάξουν ἀπ᾽ τὸ βάρος.

Βλέποντας ὁ Πέτρος τί συνέβη συγ­κλονίστηκε ἀπὸ φόβο· δὲν ἦταν φυσιολογικὸ ψάρεμα αὐτό, ἦταν δεῖγμα παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸ καϊκάκι του· συναισθάνθηκε πόσο μηδαμι­νὸς εἶνε, ἔπεσε γονατιστὸς μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ καὶ εἶπε· –Βγές, Κύριε, ἀπ᾽ τὸ κα­ΐκι μου, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄν­θρωπος· πῶς δέχεσαι νὰ κάθεσαι ἐσὺ κοντὰ σ᾽ ἐμένα;… Γιατὶ τὸν ἔπιασε κατάπληξι, κι αὐ­τὸν καὶ ὅλους ὅσοι ἦταν μαζί του, μπροστὰ στὸ πλῆ­θος τῶν ψαριῶν ποὺ ἔπιασαν, ὅπως καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, τοὺς γυιοὺς τοῦ Ζεβε­δαίου ποὺ ἦταν συνέταιροι τοῦ Σίμωνος. Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς γύρισε καὶ εἶπε στὸ Σίμω­να· –Μὴ φοβᾶσαι· ἀπὸ ᾽δῶ καὶ πέρα θὰ πιάνῃς στὰ δίχτυα σου ὄχι ψάρια ποὺ σπαρταροῦν καὶ ψοφᾶνε ἀλλὰ ἀνθρώπους ζωντανούς.
Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν στὴ στεριὰ καὶ ἄραξαν τὰ καΐκια, τ᾽ ἄφησαν πλέον ὅλα καὶ τὸν ἀκολούθησαν.

* * *

Μὲ τὸ νὰ πάῃ, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὴ λίμνη Γεννησαρέτ, νὰ βρῇ τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ψαρᾶδες, νὰ τοὺς δώσῃ ἐντολὴ νὰ ψαρέψουν καὶ νὰ ἔλθῃ τέτοιο θαυμαστὸ ἀποτέλεσμα, εὐλόγησε τὴν ἐργασία. Δὲν πῆγε ἀλλοῦ, σὲ ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων, φιλοσόφους καὶ ποιητάς· πῆγε σὲ χειρώνακτες, ἀνθρώπους τοῦ μό­χθου, καὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς κατὰ κανόνα διάλεξε τοὺς μαθητὰς καὶ ἀποστόλους του.

Ἡ ἐργασία εἶνε νόμος τοῦ Θεοῦ ἀνέκαθεν. Στὸν παράδεισο «τῆς τρυφῆς» ὁ Δημιουργὸς ἔβαλε τὸν πρωτόπλαστο Ἀδάμ, ὄχι μόνο ν᾽ ἀ­πολαμβάνῃ τὰ ἀγαθά του ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐν­τολὴ «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γέν. 2,15). Ἡ ἐργασία εἶνε στοιχεῖο τῆς ζωῆς, συνθήκη ἀρχέγονη, φυσική, θεμελιώδης. Ἡ παράλειψι τῆς ἐργασίας εἶνε ἔλλειψι, κάτι τι ἀφύσικο.
Ἔπειτα ἐπάνω στὸ ὄρος Σινὰ ὁ Κύριος, μὲ τὴν εἰδικὴ ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε, παρήγγει­λε σὲ κάθε πιστὸ δοῦλο του, ἕξι μέρες νὰ ἐργάζεται καὶ κατόπιν μία μέρα ν᾽ ἀναπαύ­εται· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9. Δευτ. 5,13). Δευτέρα λοιπόν, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Πα­­ρασκευή, Σάββατο ἐρ­γα­σία, δουλειά! Ἡ ἐργασία εἶνε μία ἀπὸ τὶς θε­μελιώδεις ἐντολές, ἡ τετάρτη (4η) τοῦ Δεκαλό­γου. Ἡ ἔλλειψι ἐργασίας εἶνε ὄχι μόνο κάτι ἀφύσικο στὴ ζωή μας ἀλλὰ καὶ μία παρανομία, παράβασι δηλαδὴ τοῦ θείου νόμου.
Εἶνε σοφὴ καὶ ἡ ἐντολὴ νὰ διακόπτῃ ὁ ἄν­θρωπος τὴν ἐρ­γασία του, δηλαδὴ ἡ ἀργία τῆς Κυρια­κῆς. Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου εἶνε μέριμνα – πρόνοια τοῦ Δημιουργοῦ γιὰ τὸ πλά­σμα του, ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀναπαύσεως· ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶνε στοιχειώδης ἐκδήλωσι σεβασμοῦ στὸν Πλάστη καὶ χορηγὸ τῆς ζωῆς καὶ ὅλων τῶν ἀγαθῶν.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε ὁ ἴδιος νὰ ἐπιβαρύνῃ καν­ένα ἀλλὰ ἔβγαζε τὸ ψωμί του δουλεύοντας μὲ τὰ χέρια του ὡς σκηνοποιός, προσθέτει κάτι ἀ­πο­λύτως κατανοητό· «Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζε­σθαι, μηδὲ ἐσθιέτω». Καὶ παραγγέλλει στοὺς Χριστιανοὺς «ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τῶν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν» (Β΄ Θεσ. 3,10,12).
Ἐμεῖς ὡς λαός, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, εἴμαστε ἐργατικοί. Καὶ μέχρι σήμερα δέκα ἑκατομμύρια Ἕλληνες εἶνε σκορπισμένοι στὸ ἐ­ξωτερικό, ἀπὸ Καναδᾶ κι Ἀμερικὴ μέχρι Αὐ­στραλία· καὶ παντοῦ ἐργάζονται.
Δουλειὰ λοιπόν. Ἀλλὰ χτύπησε ἡ καμπάνα τῆς Κυριακῆς; Τότε σταματᾷ ἡ ἐργασία καὶ –φτερὰ στὰ πόδια– ὅλοι στὴν ἐκκλησία! Ἔ­χουμε χρέος· ἀπὸ τὶς 168 ὧ­ρες ποὺ ἔχει ἡ ἑβδομάδα, μία ὥρα νὰ τὴν ἀφιερώνουμε στὸ Θεό, νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία νὰ τοῦ ποῦμε ἕνα εὐ­χαριστῶ γιὰ τὶς τόσες εὐεργεσίες του.
Ἂν μπορούσαμε νὰ μετρήσουμε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὶς σταγόνες τῶν ὠκεανῶν, τὰ φύλλα τῶν δασῶν, τότε θὰ μπορούσαμε νὰ με­τρήσουμε καὶ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἐμᾶς. Ὁ ἥλιος, τὸ νερό, ἡ τροφή…, ὅ­λα αὐτὰ εἶνε τοῦ Χριστοῦ. Πρὸ παντὸς ὅμως ὁ ἀέρας – τὸ ὀξυγόνο, τὸ ἀναγκαιότερο ὅλων. Ζοῦμε γιατὶ ἀναπνέουμε. Τὰ χρόνια τῆς κατο­χῆς ἕνας Γερμανὸς εἶχε πεῖ· Ἂν μπορούσαμε, θὰ σᾶς ἀφαιρούσαμε καὶ τὸν ἀέρα!…

* * *

Μὴ λησμονοῦμε, ἀδελφοί μου, τὸν Εὐεργέ­­τη μας. Κάθε ἀνάσα μας εἶνε καὶ μιὰ εὐεργεσία του· γι᾽ αὐτὸ κάθε ἀνάσα ἂς εἶνε καὶ μιὰ προσευχὴ στὸν Σωτῆρα μας, τὸν Κύριον ἡ­μῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θε­ολόγος λέει· «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλ­λον ἢ ἀναπνευστέον» (Ἑ.Π. Migne 36,16), συχνότερα δηλαδὴ κι ἀπ᾽ τὴν ἀναπνοή μας νὰ θυμόμαστε μὲ πόθο τὸ Θεό. Αὐτὸ εἶνε μιὰ ἄλλη ἀσχολία τοῦ λογικοῦ ἀνθρώπου, ἀνώτερη, γιὰ τὴν ὁ­ποία ἔχουμε πλαστῆ καὶ ἤρθαμε στὴ ζωή. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σωματικὴ – τὴν ὑλικὴ ἐργασία, ὑπάρχει καὶ ἡ πνευματικὴ ἐργασία.
Πνευματικὴ ἐργασία εἶνε ἡ προσευχή ποὺ συνέστησε ὁ Κύριος νὰ κάνουμε. Μᾶς δίδαξε μὲ τὸ λόγο του νὰ λέμε τὸ «Πάτερ ἡμῶν…» (Ματθ. 6,9-13). Μᾶς ἔδειξε καὶ στὴν πρᾶξι πῶς νὰ τὸ κάνουμε κ᾽ ἐμεῖς, ὅταν ὁ ἴδιος ἀποσυρόταν καὶ προσευχόταν στὸν οὐράνιο Πατέρα του.
Πνευματικὴ ἐργασία εἶνε καὶ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς σήμερα στὸν Πέτρο· «Ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. 5,10). Καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἀποστόλους του εἶπε· «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,19)· θὰ ἁ­λιεύετε πλέον ὄχι ψάρια, ἀλλὰ ψυχές. Καὶ στὸ τέλος τοὺς εἶπε· «Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μᾶρκ. 16,15). Καὶ πράγματι οἱ ἀπόστολοι ξεκίνησαν, πήγαν σ᾽ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, κή­ρυξαν τὸ εὐαγγέλιο κ᾽ ἔκαναν μαθητὰς καὶ ἵ­δρυσαν τὶς πρῶτες ἐκκλησίες. Στὴν Ἑλλάδα ἦρ­θε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Φιλίππους, στὴ Θεσσαλονίκη, στὴ Βέροια, στὴν Ἀθήνα ἐ­­­πὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, στὴν Κόρινθο. Ἂν εἴ­μα­­στε Χριστιανοὶ λοιπόν, τὸ ὀφείλουμε στὴν πνευ­ματικὴ ἐργασία τῶν ἀποστόλων.
Πνευματικὴ ἐργασία εἶνε καὶ ἡ οἰκογενειακὴ ἀ­γω­γὴ καὶ παράδοσις. Ἄλλοτε τὸ σπίτι ἦταν σὰν ἐκκλησία. Ὅταν ἀκούστηκε στὴν Εὐρώπη ὅ­τι οἱ Ἕλληνες ἐπαναστάτησαν κατὰ τῶν Τούρ­κων, οἱ ξένοι ἀπόρησαν πῶς ἔγινε αὐ­τό. Ἔστειλαν ἀντιπροσωπία, ἦρθαν στὴν Τρίπολι κ᾽ ἔφτασαν σ᾽ ἕνα χωριὸ ὅπου τοὺς φιλοξένη­σαν. Ἐκεῖ αὐτοὶ εἶδαν, ὅτι τὸ βράδυ ἡ οἰ­κογέ­νεια γονάτισε καὶ προσευχήθηκαν. Ὁ ἕ­νας εἶ­πε τὸ «Βασιλεῦ οὐράνιε», ἄλλος τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν», οἱ μικροὶ τὸ «Κύριε ἐλέησον», ἄλ­λος τὸ «Πιστεύω», καὶ ὅλοι τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ». Τέλος ἔκαναν τὸ σταυρό τους καὶ πῆγαν νὰ κοιμηθοῦν. Νά τὸ μυστικό τους, εἶπαν οἱ ξένοι· νά ποιά εἶνε ἡ δύναμι αὐτοῦ τοῦ λαοῦ!
Ἔτσι φτάσαμε ὣς ἐδῶ καὶ ἔτσι πρέπει νὰ συνεχίσουμε, ἀδελφοί μου. Ἀλλὰ τώρα πόσα σπίτια ἔχουν αὐτὴ τὴν κα­λὴ συνήθεια τῆς οἰ­κογενειακῆς προσευ­χῆς; πόσοι ἐκκλησιάζον­ται; Ἐλάχιστοι δυστυχῶς.

* * *

Χρειάζεται δουλειά! ἐργασία ὑλικὴ ἀλλὰ καὶ πνευματική. Ν᾽ ἀφιερώσουμε χρόνο στὴν προσευχή, χρόνο γιὰ διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου, χρόνο γιὰ τὴν ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν μας.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς εὐλογῇ καὶ νὰ μᾶς φυ­λάῃ ἀπὸ κάθε κακό. Νὰ εὐ­λογήσῃ τὰ παιδιὰ καὶ τὶς ἐρ­γασίες σας. Καὶ ἂν ζοῦμε καὶ ἐργαζώμαστε ἔτσι, ὑλικὰ καὶ πνευματικά, τότε θὰ ἔ­χουμε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παρασκευῆς πόλεως Φλωρίνης τὴν 24-9-1995.