Από τις 13 Ιανουαρίου 2015 η Ορθόδοξη Εκκλησία μας κοσμείται με ακόμη ένα αστέρι πάμφωτο: τον όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη.
Ο όσιος Παΐσιος γεννήθηκε στις 25/7/1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας, 8ος
από τα 10 παιδιά της οικογένειας (τα δύο πρώτα πέθαναν μικρά). Εκεί
βαπτίσθηκε από τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη και αμέσως η οικογένεια
πήρε το δρόμο της προσφυγιάς. Με καράβι έφτασαν στον Πειραιά, και από
εκεί τελικά κατέληξαν στην ακριτική Κόνιτσα.
Εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια ο μικρός Αρσένιος (αυτό ήταν το
όνομά του). Ήταν πολύ έξυπνο και καλοσυνάτο παιδί, με πλούσια ψυχικά και
σωματικά χαρίσματα. Και αθλητικές επιδόσεις είχε. Στο τρέξιμο με τους
συμμαθητές του έβγαινε πρώτος, προκειμένου όμως να μην «το πάρει επάνω
του» και μετά από συμβουλή της μητέρας του, στο εξής φρόντιζε να μένει
παραπίσω, να τον ξεπερνούν οι άλλοι, ώστε να μην παίρνει αυτός το
βραβείο.
Αγαπούσε πολύ να διαβάζει βίους αγίων. Είχε ένα κουτί που το είχε
γεμίσει με βιβλιαράκια αγιολογικά, και μόλις επέστρεφε από το σχολείο,
προτού φάει, έτρεχε στο κουτί, το άνοιγε και άρχιζε την αγαπημένη του
μελέτη. Αργότερα συνήθιζε να πηγαίνει μόνος του σ’ ένα ερημικό εκκλησάκι
της αγίας Βαρβάρας σε κάποια πολύ όμορφη τοποθεσία έξω από την Κόνιτσα,
κι εκεί να προσεύχεται και να διαβάζει. Κι όταν μεγάλωσε λίγο, συνήθιζε
να παίρνει εκεί κι άλλα παιδιά της ηλικίας του και να τους μιλάει για
τον Χριστό και τους αγίους. Έτσι ολοένα και περισσότερο θέρμαινε την
ψυχή του στην αγάπη του Χριστού και προσπαθούσε από μικρή ακόμη ηλικία
να μιμείται τα ασκητικά παλαίσματα των αγίων και οσίων που διάβαζε.
Σε ηλικία 15 ετών του συνέβη ένας πειρασμός: Κάποιος γνωστός τους
άθεος ήρθε στο σπίτι κι άρχισε να αναπτύσσει θεωρίες για να πείσει τον
μικρό Αρσένιο ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός. Κλονίστηκε ο Αρσένιος.
Έτρεξε στην αγία Βαρβάρα και άρχισε να προσεύχεται να του παρουσιασθεί ο
Χριστός για να Τον πιστέψει. Ώρες προσευχόταν χωρίς αποτέλεσμα. Έπειτα
σκέφθηκε το εξής: «Είπε αυτός ότι ο Χριστός ναι μεν δεν ήταν Θεός, ήταν
όμως ένας σπουδαίος άνθρωπος, δίκαιος, ενάρετος κλπ. Αφού είναι τέτοιος,
και άνθρωπος να ήταν, αξίζει να τον αγαπήσω, να τον υπακούσω και να
θυσιασθώ γι’ Αυτόν. Δεν θέλω ούτε παράδεισο, ούτε τίποτε. Για την
αγιότητά του και την καλοσύνη του αξίζει κάθε θυσία». Μόλις έκανε αυτή
τη σκέψη, του παρουσιάσθηκε ο ίδιος ο Χριστός, σαν να βγήκε από το
τέμπλο, μέσα σε άπλετο φως. Τον κοίταξε με πολλή αγάπη και του είπε τα
λόγια: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή…». Ήταν η πρώτη θεοπτία του οσίου. Αργότερα στη ζωή του θα είχε και άλλες.
Έμαθε την τέχνη του μαραγκού (επειδή αυτήν ασκούσε και ο Κύριος
Ιησούς) και τα χρήματα που έβγαζε από το ξυλουργείο τα έδινε ελεημοσύνη
στα φτωχά παιδιά του ορφανοτροφείου της Κόνιτσας.
Στο στρατό υπηρέτησε την πατρίδα επί τριάμισι χρόνια ως ασυρματιστής.
Ήταν τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου σπαραγμού. Ο Αρσένιος διακρίθηκε
για το ήθος και την αυτοθυσία του. Τον εαυτό του δεν τον υπολόγιζε
καθόλου. Έβγαινε ο ίδιος από τα χαρακώματα για να μπουν οι άλλοι μέσα
και αναλάμβανε τις πιο δύσκολες και επικίνδυνες αποστολές. Κάποτε τον
έβλεπαν να προσεύχεται όρθιος, μέσα σε καταιγισμό σφαιρών.
Αφού απολύθηκε, ακολούθησε τη μοναχική ζωή, όπως από μικρός το
επιθυμούσε. Έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος με το όνομα Παΐσιος και
ασκήτεψε σ’ αυτό (σε διάφορα κελλιά), καθώς και στην Ι. Μ. Στομίου
Κονίτσης και στο Σινά. Οι ασκητικοί του αγώνες, οι νηστείες, αγρυπνίες,
προσευχές του δεν υπολείπονταν καθόλου από αυτές των παλαιών μεγάλων
οσίων και ασκητών της Εκκλησίας μας. Δεν λυπόταν τον εαυτό του, αλλά τον
υπέβαλλε σε συνεχείς ασκήσεις και δοκιμασίες, προκειμένου να τον
καταστήσει άξιο δοχείο της χάριτος του Θεού.
Επανειλημμένως αξιώθηκε να δεχθεί την επίσκεψη αγίων (αγίας Ευφημίας,
αγίου Παντελεήμονος, αγίου Λουκιλιανού κ.ά.) και της Υπεραγίας
Θεοτόκου. Ειδικά η επίσκεψη της αγίας Ευφημίας στάθηκε ορόσημο για όλη
τη ζωή του. Διηγείται ο ίδιος:
«Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε (…). Κάθισε η
Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία που
είχα (στο εκκλησιαστικό θέμα).
Μετά μου διηγήθηκε τη ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μία αγία Ευφημία,
αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύριά της, όχι
απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πα, πα, πα!
–Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.
–Αν ήξερα τι δόξα έχουν οι Άγιοι, θα έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.
Μετά απ’ αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα (…) Πώς
αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πεις ήταν
καμία… Μια σταλιά ήταν».
Ο όσιος αγαπούσε πολύ και την κτίση: φυτά και ζώα. Κάποτε έπιασε
φιλία με έναν κοκκινολαίμη, ο οποίος ερχόταν κοντά του, όταν ο γέροντας
έβγαινε από το καλύβι και πήγαινε στο δάσος να προσευχηθεί. Του έδωσε το
όνομα «Όλετ». Τον φώναζε, και το πουλάκι πήγαινε, καθόταν στον ώμο του
και έτρωγε από την παλάμη του. Διηγείται ο γέροντας:
«Πέντε χρόνια έχω φιλία με τον ‘‘Όλετ’’. Κάποτε που αρρώστησα δεν
έφαγε την τροφή που του άφησα, αλλά ήρθε να δει τι γίνομαι. Το καημένο
με συγκίνησε. Καταλαβαίνουν τις διαθέσεις των ανθρώπων και ανάλογα
πλησιάζουν. Για Θεό τους έχουν τον άνθρωπο. Γι’ αυτό πρέπει ο άνθρωπος
να τα αγαπά, διότι αυτά δεν περιμένουν άλλο παράδεισο».
Και αν αγαπούσε τα ζώα, πόσο μάλλον την έμψυχη εικόνα του Θεού, τον
άνθρωπο. Αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων ο όσιος Παΐσιος ανακούφισε ψυχικά με
την προσευχή του, τα λόγια του, τη θεία Χάρη που ακτινοβολούσε από το
ασκητικό του πρόσωπο. Ώρες ατελείωτες καθημερινά δεχόταν κόσμο στο
υπαίθριο αρχονταρίκι του, και παρόλη την επιβάρυνση της υγείας του
(έπασχε από πολλές ασθένειες) σε όλους σκορπούσε τη θεϊκή παρηγοριά.
Στην επικοινωνία του τον χαρακτήριζε συχνά κάποιο φυσικό, πηγαίο
χιούμορ. Χαιρόταν πολύ με τα μικρά παιδιά και έπαιζε χαριτωμένα μαζί
τους. Κάποτε κρεμούσε στα γύρω δέντρα καραμέλες και λουκούμια και τους
καλούσε να πάνε στις «λουκουμιές» να κόψουν λουκούμια, γιατί…
«κάρπισαν».
Οι λέξεις «αρχοντιά», «φιλότιμο», «θυσία» ήταν στο καθημερινό λεξιλόγιο του οσίου.
–Γέροντα, πέστε μου μια τελευταία συμβουλή σας, για να τη θυμάμαι, τον παρακάλεσε πνευματικό του τέκνο.
–Να ’χουμε πνευματική αρχοντιά, γιατί με αυτή συγγενεύουμε με τον Χριστό…
Και άλλοτε εξηγούσε τι σημαίνει «πνευματική αρχοντιά» στον καθημερινό
αγώνα: Αν, έλεγε, ερχόταν κάποιος άγγελος από τον ουρανό και έλεγε πως
«ο Παράδεισος έκλεισε· όσοι πρόλαβαν, μπήκαν, άλλοι δεν χωράνε», τότε
ποιοι θα συνέχιζαν να ζούνε όπως μέχρι τώρα, με εγκράτεια, φόβο Θεού και
προσοχή, και δεν θα στρέφονταν στη ζωή των διασκεδάσεων; Ε, αυτοί είναι
τα αρχοντόπουλα του Ουρανού!
Τέτοιος άρχοντας ήταν ο ίδιος, τέτοιους ήθελε να βλέπει και τους χριστιανούς γύρω του.
Πρέσβευε, όσιε Παΐσιε, και για μας, αρχοντόπουλα του ουρανού να είμαστε, με τη φωτιά της αγάπης Του μέσα μας.
Σημ.: Τα παραθέματα είναι από το βιβλίο του ιερομ. Ισαάκ «Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου», Άγιον Όρος, 2004.
«Πρός τή ΝΙΚΗ», Νοέμβριος 2015