Θυμᾶμαι παλαιότερα, ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας, εἶχα κάποιον κοντά μου. Κάποιον, ποὺ ἔγινε σὲ νεαρὰ ἡλικία ἐπίσκοπος – δὲν σᾶς λέω τὸ ὄνομα. Τοῦ χάρισα ἕνα βιβλίο μου, ποὺ μόλις εἶχε κυκλοφορήσει, καὶ μοῦ ζήτησε νὰ τοῦ γράψω ἀφιέρωση. Τοῦ ἔγραψα τότε τὴν ἑξῆς ἀφιέρωση.
«Τῷ ἀγαπητῷ τάδε, ἵνα διὰ τοῦ αἵματός του μαρτυρήσῃ ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος».
Μόλις εἶδε τὴν εὐχή, κράπ, τὸ πέταξε.
—Βρὲ πάτερ μου, λέει, τέτοια εὐχὴ μοῦ δίνεις;
―Ὑπάρχει, τοῦ ἀπαντῶ, παιδάκι μου – πατέρα μου – ἀδελφέ μου, ἄλλη εὐχὴ μεγαλύτερη ἀπ᾿ αὐτήν, ἀπὸ τὸ νὰ χύσῃ κανεὶς τὸ αἷμα του γιὰ τὸ Χριστό;
Βλέπετε τώρα πῶς ἔχουν ἀλλάξει τὰ πράγματα. Θέλουμε τὰ εὔκολα. Θέλουμε νὰ ἔχουμε τὴ θέση μας, τὸ μισθό μας, τὴ σύνταξή μας, τὰ μέγαρά μας, τὶς μητροπόλεις μας, τὶς ἀπολαύσεις μας καὶ ὅλες τὶς ἀνέσεις μας, καὶ ὅταν μᾶς συμβοῦν μερικὰ δυσάρεστα πράγματα ἀναστατωνόμεθα. Ἂν συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, εἴμεθα μηδέν.