Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

«ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ ΑΥΤΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΝ…» (17)

Τὸ κάθε τί βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν πατρικὴ φροντίδα του. Δὲν εἶναι τολμηρὸ νὰ πεῖ κανεὶς πὼς κάθε κύτταρο τῆς Ἐνορίας ἀνέπνεε μὲ τὴν πνοὴ τοῦ παπα– Μάρκου (πάντα σὺν Θεῷ). Παρὼν στὰ μεγάλα, παρὼν καὶ στὰ μικρὰ καὶ στὶς λεπτομέρειες.
Φρόντιζε πολὺ τὰ «Ἐνοριακὰ Νέα». Ἡ ἐνορία εἶχε φωνή. Ἦταν ὁ ἄμβωνας γιὰ νὰ νουθετήσει, ἦταν οἱ ἐνοριακὲς εἰδήσεις γιὰ νὰ ἐνημερώσουν, ἦταν ἡ ἔκφραση κάθε καλοπροαίρετης δραστηριότητας. Σχολιασμὸς τῆς ἐπικαιρότητας ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς Ἐκκλησίας, βίοι ἁγίων, κομμάτια ἀπὸ τὸ γεροντικό, ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ δραστηριότητες τῆς Ἐνοριακῆς Δράσης, ἐπισκέψεις σὲ φυλακισμένους, σὲ ἀσθενεῖς, ἡ ἐξέλιξη τῶν ἐργασιῶν γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ νέου Ναοῦ. Ἀκόμη καὶ τὰ κοινωνικά τῆς Ἐνορίας, γάμοι, βαπτίσεις, θάνατοι.

-Γράψτε κάτι γιὰ τὴ γέννηση τοῦ τάδε παιδιοῦ.
-Ἐκδόθηκε τὸ βιβλίο ἑνὸς ἐνορίτη. Νὰ γράψουμε δύο λόγια.
-Μὲ αὐτὸ τὸ τεῦχος συμπληρώνονται τόσα τεύχη (ἔλεγε τὸν ἀριθμό). Θὰ μπορούσατε νὰ γράψετε σχετικά;
Τίποτα δὲν ξέφευγε ἀπὸ τὴν ἤρεμη πατρικὴ μέριμνά του. Ἔτσι ἥσυχο ποὺ τὸν ἔβλεπε κανείς, δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ πόσο δούλευε διαρκῶς τὸ μυαλό του, χωρὶς ἄγχος, χωρὶς βιασύνη. Πάντα σὲ ἐγρήγορση γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ψυχῶν. Μόνο τὸν ἑαυτὸ του παραμελοῦσε, ἴσως γιατί δὲν εἶχε χρόνο. Ὑπῆρχαν μέρες ποὺ ξεχνοῦσε νὰ φάει.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς φεύγοντας ὁ Μιχάλης μιά μέρα τῆς Σαρακοστῆς γιὰ ἐξομολόγηση πῆρε στὴν τσέπη του σὲ ἕνα χαρτὶ μερικὰ ξερὰ συκαλάκια.
«Ἂς πάρω κάτι νὰ τοῦ δώσω νὰ φάει τοῦ παπα–Μάρκου. Ὑποθέτω πὼς ἀπὸ τὸ πρωὶ δὲν ἔχει φάει τίποτα!»
Ἂν ἦταν νηστικός, ἔτρωγε λιτὰ μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ τὸν χαρακτήριζε. Ἂν εἶχε φάει ἔστω καὶ λίγο, ὅ,τι τοῦ ἔδινες τὸ μοίραζε. Δὲν κρατοῦσε κάτι γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Ἦταν νηστικὸς καὶ κείνη τὴν ἡμέρα, ποὺ πῆγε γιὰ εὐχέλαιο στὸ σπίτι τοῦ Μιχάλη. Ἦταν Κυριακὴ Σαρακοστῆς. Ἔκανε κατάλυση καὶ ἔφαγε ἕνα ἀντίδωρο. Αὐτὸ μόνο. Οἱ ὑποχρεώσεις (ποὺ δὲν ἦταν ἀγγαρεία, ἀλλὰ ὁλόψυχη προσφορά), πολλές.
Ἔφτασε στὸ σπίτι γύρω στὴ μιάμιση τὸ μεσημέρι, ἀφοῦ εἶχε ἐπισκεφτεῖ δύο μοναχικοὺς ἡλικιωμένους καὶ ἕνα ἄρρωστο παιδί. Ἔφτασε μαζὶ μὲ τὸν Γιῶργο, ποὺ ἔκανε χρέη νεωκόρου καὶ ἦταν γενικὰ «τὸ δεξί του χέρι».
Τὸ εὐχέλαιο ἦταν κανονισμένο γιὰ τὶς δύο. Ἦρθε μισὴ ὥρα νωρίτερα. Πῶς ἔγινε; Συνήθως ἀργεῖ, ἀφοῦ οἱ ὑποχρεώσεις τρέχουν. Ἡ Ἑλένη εἶχε πάει νὰ ἐπισκεφτεῖ τὴ θεία της ποὺ ἦταν ἄρρωστη καὶ ὑπολόγιζε δύο παρὰ τέταρτο νὰ εἶναι στὸ σπίτι.
Ἄνοιξε τὴν πόρτα γελαστὸς ὁ Μιχάλης.
-Ἐλᾶτε, πατέρα Μᾶρκο, ζεσταίνω τὸ φαγητό. Ἡ Ἑλένη μαγείρεψε πρὶν φύγει μακαρόνια μὲ γαρίδες.
Θέλετε;
-Δὲν ἔχουμε φάει, κύριε Μιχάλη, εἶπε ἁπλά.
-Ἔχουμε καὶ χόρτα ἀπὸ χθές.
-Βάλτε μας καὶ λίγα χορταράκια.
Ὅταν ἔφτασε ἡ Ἑλένη δύο παρὰ τέταρτο, μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας βρέθηκε μπροστὰ σὲ μιά ἔκπληξη. Ὄχι μόνο ὁ παπα– Μᾶρκος ἔφτασε πιὸ μπροστά, ἀλλὰ κάθεται στὸ τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ της καὶ γευματίζει. Μιά χαρούμενη θαλπωρὴ τὴν τύλιξε. Αὐτὴ ἡ θαλπωρή, ἡ παρηγοριὰ αὐξήθηκε τὴν ὥρα τῆς τέλεσης τοῦ μυστηρίου τοῦ εὐχελαίου.
Δὲν πῆρε τίποτα μαζί του οὔτε γλύκισμα οὔτε χρήματα. Τὸν ἔφτανε ἡ γλυκύτητα τῆς ἕνωσης μὲ τὸν Θεό. Δὲν πῆρε τίποτα. Ἄφησε ὅμως, ὅπως συνήθιζε νὰ κάνει σὲ κάθε εὐκαιρία, ἕνα τεῦχος «Ὀρθοδόξου Τύπου», ἕνα τεῦχος τοῦ Συλλόγου Πολυτέκνων, μιά εἰκονίτσα σὲ ξύλο τοῦ ἁγίου Γεωργίου καὶ ἕνα βιβλιαράκι μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου γραμμένο ἀπὸ τὸν πατέρα Χαράλαμπο Βασιλόπουλο. Ἤθελε πάντα νὰ δίνει ἀπὸντὴν καρδιά του, ποὺ ξεχείλιζε ἀπὸ ἀγάπη. Αὐτὰ ἦταν ἁπλά, ἁπτὰ ἀντικείμενα. Ἐκεῖνο ποὺ δὲ φαινόταν ἦταν ἡ εὐλογία ποὺ ἔδωσε. Αὐτὴ λειτουργεῖ μυστικά.
Ὅταν ἔφυγε, ἀπόμεινε ὁ Μιχάλης νὰ θαυμάζει!
-Εἶδες τί ἁπλότητα; Σὰν παιδί!
Ναί, σὰν παιδί. Ἦταν νηστικὸς καὶ τὸ εἶπε. Καὶ δέχτηκε μὲ χαρὰ τὸ φαγητό. Ἦταν εὐγενὴς μὲ μιά εὐγένεια βαθιὰ ἐσωτερική, ποὺ δὲν εἶχε σχέση μὲ τυπικότητες. Ἡ εὐγένεια δὲν τὸν ἐμπόδιζε νὰ εἶναι ἀληθινός, αὐθόρμητος καί, χωρὶς πολύπλοκα λεκτικὰ τεχνάσματα καὶ ἐπιφανειακοὺς δισταγμούς, κάθισε στὸ τραπέζι. (Ποιὸς ξέρει πότε θὰ θυμόταν νὰ ξαναφάει).
Αὐτὴ ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ ἀμεσότητα σὲ κέρδιζε ἀμέσως. Γιατί ἡ ἀλήθεια ἔχει ἕνα δικό της κώδικα ἐπικοινωνίας.

ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019