Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

Η υπευθυνότητα προϋποθέτει ελευθερία...


† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
 Περί της πτώσεως του ανθρώπου 
"...Γιατί όμως ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπο από τη φύση του αναμάρτητο; Γιατί τότε ο άνθρωπος θα έμενε εξαναγκα­στικά σε κοινωνία με τον θεό και αυτό δεν θα ήταν έκφρα­ση αγάπης προς τον Δημιουργό του. «Διότι και εσύ τους δούλους δεν τους θεωρείς φίλους, όταν τους κρατάς δέσμι­ους, αλλ' όταν τους ιδής εκουσίως να εκτελούν τα καθήκο­ντα προς σε. Και εις τον Θεόν λοιπόν δεν αρέσει ό,τι φαίνε­ται εξ ανάγκης, αλλ' αυτό που επιτυγχάνεται διά της αρετής. Η δε αρετή επιτυγχάνεται με την ελευθέραν βούλησιν και όχι με αναγκαιότητα... Αυτός λοιπόν που κατηγορεί τον ποιητήν, διότι δεν μας έκαμεν εκ φύσεως αναμαρτήτους, δεν προτιμά τίποτε άλλο παρά την άλογον φύσιν από την λογικήν, και αυτήν που δεν κινείται και δεν έχει ορμήν από την προαιρετικήν και έμπρακτον» (Μ. Βασίλειος)."
*****
Ο άνθρωπος είναι τρεπτός και αλλοιωτός. Η άλογη δημιουργία δεν μπορεί να μεταβληθεί από την αρχική της θέση· «ο ουρανός και η γη έχει μπει σε τάξη από την αρχή της δημιουργίας, και ο ήλιος, η σελήνη και η γη» δεν έχουν «δικό τους θέλημα»· «Συ όμως γι' αυτό είσαι πλα­σμένος "κατ' εικόνα και ομοίωσιν", διότι όπως ο Θεός είναι αυτεξούσιος και κάνει ο,τι θέλει... έτσι και συ είσαι αυτεξούσιος και αν θέλεις καταστρέφεσαι. Η φύση σου μεταβάλλεται, εάν θέλεις να βλασφημήσεις, να κατασκευά­σεις δηλητήρια και να σκοτώσεις κάποιον, κανείς δεν σου αντιστέκεται και δεν σε εμποδίζει. Αν θέλει κάποιος, υπο­τάσσεται στο Θεό, βαδίζει το δρόμο της δικαιοσύνης (Β' Πέτρ, β' 21) και κυριαρχεί στις επιθυμίες του· διότι αυτός ο ίδιος ο νους είναι αντίπαλος, που μπορεί να κυριαρχεί με ρωμαλέο λογισμό στις ορμές της κακίας και στις αισχρές επιθυμίες» (Μακάριος ο Αιγύπτιος).
Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του και η υπευθυνότητα προϋποθέτει την ελευθερία. Γι' αυτό και στις πράξεις του ανθρώπου δεν υπάρχει εξαναγκασμός. Πηγή τους είναι η προσωπική βούληση. «Επειδή λοιπόν ο Θεός των πάντων εδημιούργησε την φύσιν μας ελευθέραν, τας ιδικάς του ιδιότητας φανερώνει και ενεργών κατά την ιδικήν του φιλανθρωπίαν, και γνωρίζων καλά και τα απόρρητα και τας ευρισκόμενος εις το βάθος της διανοίας μας σκέ­ψεις, προτρέπει, συμβουλεύει, προλαμβάνει την κακήν πράξιν όμως δεν επιβάλλεται αναγκαστικά, αλλά αφού επι­θέσει τα κατάλληλα φάρμακα, αφήνει να εξαρτάται το κάθε τι από την διάθεσιν του ασθενούς» (Χρυσόστομος).
Πώς θα εγνώριζε ο άνθρωπος πώς ήταν τρεπτός και όχι άτρεπτος; Γιά να το γνωρίζει αυτό "και να συστέλλεται, και να μένει εις εκείνην την καλήν και θείαν κατάστασιν" (Ίω. Δαμασκηνός) του εδόθη μία απαγορευτική εντολή:. «Και είπεν ο Θεός· ιδού δέδωκα ύμίν πάντα χόρτον σπόριμον σπείρον σπέρμα, ο έστιν επάνω πάσης της γης, και παν ξύλον, ο έχει εν εαυτώ καρπόν σπέρματος σπορίμου, υμίν έσται εις βρώσιν...» (Γέν. α' 29). «Και ενετείλατο Κύριος ο Θεός τω Αδάμ λέγων από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν κα­λόν και πονηρόν, ου μη φάγεσθε απ' αυτού· η δ' αν ημέρα φάγητε απ' αυτού, θανάτου αποθανείσθε" (Γέν. β' 16-17).
Κάνοντας ο Θεός τον άνθρωπο τρεπτό, δίδοντας του την ελευθερία να αποφασίζει για τη θέση που θα κρατήσει ακόμη και απέναντι στο Δημιουργό του, δεν επέτρεψε να εξαρτάται το παν από τη φύση του άνθρωπου. Ταυτόχρονα όμως «δεν επέτρεψεν ολόκληρον το φορτίον να το αναλά­βει η προαίρεσις, διά να μη αποκάμει από τους κόπους της αρετής· αλλά υποδεικνύει εις αυτήν η συνείδησις τι πρέπει να πράξει, διά δε την εργασίαν των υποδεικνυομένων μόνη της αυτή αναλαμβάνει τους κόπους» (Χρυσόστομος).   
Ο άνθρωπος εδημουργήθη διά του Λόγου του Θεού "κατ' εικόνα Του". Μέσα στη φύση του ανθρώπου εμφυτεύθηκε κάτι από τη λογικότητα του Λόγου, ώστε ο άνθρω­πος να έχει «τρόπον τινά μερικός σκιάς του Λόγου και να γίνει λογικός και να δυνηθεί να παραμείνει εις την ευτυχίαν, ζων τον αληθινόν και πράγματι παραδείσιον βίον των αγίων. Επειδή πάλιν εγνώριζεν ότι η θέλησις των ανθρώ­πων έχει την δυνατότητα να κλίνει και προς τα δύο, επρόλαβε και εξησφάλισε με νόμον και τόπον την χάριν που τους έδωσε. Τους έβαλε δηλαδή εις τον παράδεισον και τους έδωσε νόμον. Ώστε εάν φυλάξουν την χάριν, και πα­ραμείνουν καλοί, να ζουν εις τον παράδεισον χωρίς λύπας και πόνους και μέριμνας και εκτός αυτού να έχουν και υπόσχεσιν της ουρανίου αφθαρσίας» (Μ. Αθανάσιος).
Ο νόμος που εδόθη στον άνθρωπο ήταν πράξη φιλαν­θρωπίας του Θεού. Εχάρισε στον άνθρωπο την απόλαυση του παραδείσου και του έδωσε μία μόνη απαγόρευση «διά να ημπορεί να γνωρίζει, ότι ευρίσκεται κάτω από Δεσπότην, εις τον όποιον αρμόζει να υπακούει και να υποχωρεί εις τας εντολάς Εκείνου (Χρυσόστομος).
Με τη θέληση του ο άνθρωπος αρνήθηκε αυτή τη "Δεσποτεία" και εγκατέλειψε την θέση που ο Θεός του έδωσε μέσα στη δημιουργία. Δεν θέλησε κανένα κέντρο αναφοράς έξω από τον εαυτό του και μετέβαλε ο ίδιος τον εαυτό του σε εγωϊστικό όν, μακρυά από την κοινωνία αγάπης με τον Θεό και έξω από τη θέση ευθύνης για τη δημιουργία. Έπαυσε πλέον να πλησιάζει τη δημιουργία με αίσθηση ευθύνης· μο­ναδικό μέλημα του ήταν το τι μπορούσε να αποσπάσει για δικό του όφελος. Έτσι στην προσπάθεια του να φθάσει τον σκοπό του χωρίς τον Θεό, έχασε το πάν και απόκτησε συ­ναίσθηση μόνο τής γυμνότητας του!
«Και είπεν ο όφις τη γυναικί, ου θανάτω αποθανείσθε, ήδει γαρ ο Θεός, ότι η αν ημέρα φάγητε απ' αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν. Και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίον εστί του κατανοήσαι, και λαβούσα από του καρ­πού αυτού έφαγε· και έδωκε και τω ανδρί αυτής, και έφαγον. Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο, και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν, και έρραψαν φύλλα συκής και εποίησαν εαυτοίς περιζώματα» (Γεν. γ' 4-7).
Γιατί όμως ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπο από τη φύση του αναμάρτητο; Γιατί τότε ο άνθρωπος θα έμενε εξαναγκα­στικά σε κοινωνία με τον θεό και αυτό δεν θα ήταν έκφρα­ση αγάπης προς τον Δημιουργό του. «Διότι και εσύ τους δούλους δεν τους θεωρείς φίλους, όταν τους κρατάς δέσμι­ους, αλλ' όταν τους ιδής εκουσίως να εκτελούν τα καθήκο­ντα προς σε. Και εις τον Θεόν λοιπόν δεν αρέσει ό,τι φαίνε­ται εξ ανάγκης, αλλ' αυτό που επιτυγχάνεται διά της αρετής. Η δε αρετή επιτυγχάνεται με την ελευθέραν βούλησιν και όχι με αναγκαιότητα... Αυτός λοιπόν που κατηγορεί τον ποιητήν, διότι δεν μας έκαμεν εκ φύσεως αναμαρτήτους, δεν προτιμά τίποτε άλλο παρά την άλογον φύσιν από την λογικήν, και αυτήν που δεν κινείται και δεν έχει ορμήν από την προαιρετικήν και έμπρακτον» (Μ. Βασίλειος).
«Διατί λοιπόν δεν με έκαμεν ο Θεός κύριον τής αρετής; "Αλλά πώς είπες; Νά σε φέρει εις τον ουρανόν ενώ κοιμάσαι και νυστάζεις και επιθυμείς την κακίαν και ζης τρυφηλήν ζω­ήν και τρώγεις υπερβολικώς; Αλλά τότε δεν θα απέφευγες την κακίαν. Εφ' όσον δηλαδή τώρα που υπάρχει απειλή ούτε έτσι απομακρύνεσαι από την πονηρίαν, εάν και τον ουρανόν σου προσέθετεν ως έπαθλον, πότε θα έπαυες να γίνεσαι ραθυμότερος και χειρότερος; Αλλ' ούτε και έκείνο θα έχεις να προβάλεις ως δικαιολογίαν, ότι δηλαδή έδωσε μεν τα αγαθά, αλλά δεν σε εβοήθησε, διότι σού υπόσχεται πολλήν την βοήθειαν» (Χρυσόστομος).
Η πτώση λοιπόν του άνθρωπου από τη θέση στην όποια τον είχε τοποθετήσει ο Δημιουργός δεν είναι αποτέλεσμα τις φύσεως άλλά τής προαιρέσεως του ανθρώπου. Ο Θεός δεν θέλησε να πλάσει τον άνθρωπο δίδοντας του τη φύση των αλόγων ζώων τον προίκισε με ελευθερία και με τη δυ­νατότητα να τραπεί προς το αγαθό, βοηθούμενος και από την έμφυτη συνείδηση του, η οποία τον ωθεί προς αυτό. Για να γνωρίζει ο άνθρωπος πως είναι τρεπτός και αλλοιωτός, και να αισθάνεται πώς βρίσκεται κάτω από τη δεσποτεία του Θεού, του δόθηκε από τον Δημιουργό του νόμος.
Όμως ο άνθρωπος έκανε την επιλογή του ενάντια στο θέλημα του Θεού και σύμφωνα με το θέλημα του Αντιδί­κου. Νόμισε πως όταν αυτονομηθεί, θα οδηγηθεί στην "γνώση" που θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει την κτιστή του πραγματικότητα και να εξομοιωθεί προς τον Θεό. Όχι με τον τρόπο που του είχε υποδείξει ο Θεός, οπότε το "καθ' ομοίωσιν" θα εδίδετο από τον Δημιουργό του, αλλά με αυτόματες τρόπον τινά διαδικασίες. Όμως το αποτέλεσμα ήταν τραγικό: το μόνο που εγνώρισε ο άνθρωπος μετά την αυτονόμηση του ήταν η ίδια η γυμνότητα του.
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
Μετενσάρκωση ή Ανάσταση; 
Ορθόδοξη θεώρηση του Κακού