Η
αγία και ένδοξος μάρτυς του Χριστού Σουσάννικ (Σιουσιάνικ) ήταν
θυγατέρα του αρχιστράτηγου του αρμενικού στρατού Βαρδάν, που κατήγαγε
ένδοξη νίκη κατά του Πέρση βασιλιά Γιασδεγέρδου Β’ (451). Είχε ζήσει με
ευσέβεια και φόβο Θεού παιδιόθεν και είχε νυμφευθεί τον Γεωργιανό
ηγεμόνα Βάρσκεν που ασκούσε την εξουσία του στην περιοχή Κάρτλι.
Είχε
κι αυτός λάβει χριστιανική ανατροφή, αλλά τον είχε προσελκύσει η αυλή
του Πέρση βασιλιά Περόζ στην Κτησιφώντα, οπότε δόθηκε ψυχή τε και σώματι
στον μαζδαϊσμό, αποκομίζοντας ως αντάλλαγμα μεγάλες τιμές εκ μέρους του
βασιλιά, ο οποίος τον έκανε αντιβασιλέα και του προσέφερε επιπλέον την
θυγατέρα του ως δεύτερη σύζυγο.
Όταν
έμαθε το νέο της εξωμοσίας του συζύγου της, η αγία Σουσάννικ έπεσε κατά
γης χύνοντας πικρά δάκρυα για τον δύστυχο εκείνο που είχε αρνηθεί τον
ζώντα Θεό για να λατρεύει την φωτιά. Παίρνοντας λοιπόν τους τρεις γιους
της και την κόρη της μετέβη στην εκκλησία για να προσευχηθεί. Όταν ήρθε
το βράδυ, αρνήθηκε να επιστρέψει στο παλάτι και κλείστηκε σε ένα σπιτάκι
κοντά στην εκκλησία για να κλάψει και να θρηνήσει.
Ο
Βάρσκεν έφθασε μετά από τρεις ημέρες και εξοργίστηκε μαθαίνοντας ότι η
γυναίκα του είχε εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία. Έστειλε σ’ αυτήν
ιερείς για να της πουν ότι τον είχε ντροπιάσει με την διαγωγή της.
Η
Σουσάννικ του αποκρίθηκε: «Ο πατέρας σου ανήγειρε ιερά προς τιμήν
μαρτύρων και ίδρυσε εκκλησίες κι εσύ κατέστρεψες όλο το έργο του.
Προσκαλούσε τους αγίους στο τραπέζι του κι εσύ προσκαλείς τους δαίμονες.
Να ξέρεις ότι δεν πρόκειται να συμμετέχω στην ασέβειά σου, ακόμη κι αν
με υποβάλεις στα χειρότερα μαρτύρια».
Έξαλλος
ο ηγεμόνας έστειλε σε αυτήν τον αδελφό του Γιόγικ και την συμβία του,
για να την πιέσουν να επιστρέψει στο παλάτι με την απειλή να την σύρουν
με την βία. Εκείνη τους απάντησε: «Νομίζετε πως δεν ήμουν παρά μόνο
σύζυγός του; Είχα την ελπίδα να τον οδηγήσω με τον κοινό μας βίο στην
γνώση του αληθινού Θεού. Αφού έχουν έτσι τα πράγματα κι εσείς
συμμερίζεστε την ασέβειά του, δεν σας θεωρώ πια συγγενείς μου».
Υποχωρώντας
τελικά στις ικεσίες τους δέχτηκε να τους ακολουθήσει, παίρνοντας μαζί
της το Ευαγγέλιο που είχε ποτίσει με τα δάκρυά της και τις διηγήσεις για
τους άγιους μάρτυρες. Επιστρέφοντας στο παλάτι δεν εγκαταστάθηκε πάλι
στα διαμερίσματά της, αλλά διάλεξε ένα μικρό δωμάτιο, παρακαλώντας τον
Θεό να έλθει σε βοήθειά της στην ομολογία του Ονόματός του.
Δύο
ημέρες αργότερα, ο σύζυγός της παρέθεσε δείπνο προς τιμήν του Γιόγικ
και της γυναίκας του, που ζήτησαν να παρευρίσκεται σ’ αυτό και η αγία. Η
Σουσάννικ πήγε, αλλά δεν έδειξε την παραμικρή όρεξη για φαγητό και όταν
η κουνιάδα της προσέφερε σ’ αυτήν λίγο κρασί, εκείνη της το πέταξε στο
πρόσωπο.
Ο
Βάρσκεν, εκτός εαυτού, αφού την καθύβρισε, την έριξε κατά γης και την
κτύπησε ανελέητα με ένα σκάλευθρο, πληγώνοντάς την σοβαρά στο μάτι. Εν
συνεχεία, έπεσε πάνω της σαν θηρίο γρονθοκοπώντας την και σέρνοντάς της
από τα μαλλιά. Μόλις που πρόλαβε ο Γιόγικ να γλυτώσει την αμνάδα του
Θεού από τα νύχια αυτού του άγριου λύκου.
Κείτονταν
στην γη μισοπεθαμένη, ενώ ο Βάρσκεν συνέχιζε να την βρίζει κατηγορώντας
την ότι είχε ντροπιάσει το σπίτι του. Την έδεσε από το πόδι σε μια
βαρειά αλυσίδα και την έκλεισε σε ένα κελλί απαγορεύοντας να την
επισκεφθεί οποιοσδήποτε. Ο πνευματικός της ωστόσο κατάφερε να μπει εκεί
και βλέποντας τις πληγές της ξέσπασε σε κλάματα.
Η
Σουσάννικ του είπε: «Μην κλαις, Πάτερ, γιατί η νύχτα αυτή είναι η αρχή
της χαράς μου!» Αρνήθηκε να της καθαρίσει το ματωμένο πρόσωπο λέγοντας:
«Άφησέ το, Πάτερ, γιατί το αίμα αυτό χύθηκε για να ξεπλύνει τις αμαρτίες
μου».
Αρνούμενη
κάθε τροφή, δέχτηκε μόνο να γευθεί λίγο κρασί. Εν τω μεταξύ, ο ηγεμόνας
κάλεσε τον πνευματικό και τον διέταξε να αφαιρέσει από την Σουσάννικ
όλα τα κοσμήματά της, πράγμα που η αγία δέχτηκε με χαρά και ανακούφιση.
Καθώς
πλησίαζε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κλείστηκε στο σπίτι της κοντά στην
εκκλησία και επιδόθηκε στην νηστεία και την προσευχή. Την Μεγάλη
Δευτέρα, όταν ο Βάρσκεν επέστρεψε από μία μάχη κατά των Ούννων που
απειλούσαν να εισβάλουν από βορρά στην Περσία, ζήτησε να του φέρουν την
Σουσάννικ.
Έσυραν
την πριγκίπισσα μέσα στην λάσπη και τ’ αγκάθια, σαν να επρόκειτο για
πτώμα, κι όταν την παρουσίασαν στον σύζυγό της που ξεστόμιζε κατάρες και
βλασφημίες, εκείνος διέταξε να την υποβάλουν σε τριακόσιους ραβδισμούς.
Εκείνη
υπέμεινε αγόγγυστα το μαρτύριο και μόνο στο τέλος, ενώ το αίμα της
έτρεχε ποτάμι, είπε απλά: «Δύστυχε, αν δεν λυπάσαι εμένα, λυπήσου
τουλάχιστον τον εαυτό σου». Ο Βάρσκεν πρόσταξε τότε να της δέσουν μια
αλυσίδα στον λαιμό και να την κλείσουν σε ένα μπουντρούμι μέχρι να
πεθάνει.
Ένα
μεγάλο πλήθος ανδρών και γυναικών που θρηνούσε, ακολούθησε την πομπή
που οδηγούσε την πριγκίπισσα στο φρούριο, ενώ ο Βάρσκεν έφιππος συνέχιζε
να την καθυβρίζει. Η Σουσάννικ τους είπε: «Μην κλαίτε, αδελφοί και
αδελφές μου, αλλά προσευχηθείτε για μένα, αφού δεν πρόκειται να με δείτε
ξανά ζωντανή».
Την
έκλεισαν σε ένα φοβερό, σκοτεινό κελλί και την άφησαν δίχως τροφή. Την
τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα, ο ηγεμόνας έστειλε έναν δεσμοφύλακα να δει
αν ζούσε ακόμη, κι εκείνος τον πληροφόρησε ότι ήταν περισσότερο νεκρή
παρά ζωντανή, αφού δεν έτρωγε τίποτε. Αδυσώπητος ο Βάρσκεν απάντησε:
«Αδιάφορο, αφήστε την να πεθάνει από την πείνα».
Ο
Γιόγικ κατάφερε τον αδελφό του να επιτρέψει να της λύσουν τα δεσμά που
έσφιγγαν τον λαιμό, αλλά η Σουσάννικ δεν άφησε να σπάσουν την αλυσίδα
που είχε στα πόδια. Έμεινε έτσι αλυσοδεμένη για έξι χρόνια στο φρούριο,
φωτίζοντας τον ολέθριο εκείνο τόπο με την προσευχή της, τις νηστείες και
τις αγρυπνίες της και επιτελώντας πολλά θαύματα προς όφελος του λαού,
που ερχόταν από παντού να ζητήσει τις προσευχές της.
Όταν
ανήγγειλαν στην μακαρία ότι τα παιδιά της είχαν κι αυτά μεταστραφεί
στον μαζδαϊσμό, απευθύνθηκε στον Θεό χύνοντας άφθονα δάκρυα: «Κύριε, δεν
ήσαν δικά μου, αλλά δώρα προερχόμενα από σένα. Ας γίνει το θέλημά σου».
Στο
τέλος του έκτου χρόνου, ο Βάρσκεν προσπάθησε να την φέρει πίσω στο
παλάτι, αλλά εκείνη αρνήθηκε όπως και την πρώτη φορά. Υπενθυμίζοντάς του
ότι δεν επρόκειτο να βγει ζωντανή από το φρούριο, προσέθεσε: «Αν
μπορείς να ανασταίνεις τους νεκρούς, τότε βγάλε με».
Οι
φοβερές συνθήκες του εγκλεισμού της, όπως και το ανθυγιεινό κλίμα της
περιοχής εκείνης, που δεν επέτρεπε στους κατοίκους να ζούνε πολλά
χρόνια, κατέστρεψαν την υγεία της πριγκίπισσας, τα πόδια της οποίας
επιπλέον, λόγω της μακράς ορθοστασίας, ήσαν γεμάτα σκουληκιασμένες
πληγές. Μία ημέρα πήρε ένα σκουλήκι στο χέρι της και δείχνοντάς το στον
πνευματικό της είπε: «Δεν είναι προτιμότερο να φαγωθεί κανείς εδώ κάτω
από θνητά σκουλήκια, παρά να γίνει λεία του ακοίμητου σκώληκα στην
αιωνιότητα;»
Καθώς
πλησίαζαν οι τελευταίες ημέρες της, έστερξε να δεχθεί τον κουνιάδο της
Γιόγικ και την οικογένειά του, την οποία και ευλόγησε. Κατόπιν
αποχαιρέτησε συγκινητικά τους επισκόπους, τους αξιωματούχους και τους
ανθρώπους του λαού που είχαν συγκεντρωθεί γύρω της.
Αφού
κοινώνησε, παρήγγειλε στον πνευματικό της να ενταφιασθεί στο μέρος
εκείνο όπου είχε υποστεί τις πρώτες δοκιμασίες της και, ευχαριστώντας
τον Θεό που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους εν τη φιλευσπλαχνία του,
εκοιμήθη για να βασιλεύσει μαζί με τον Χριστό εν τη Βασιλεία του εις
τους αιώνας (17 Οκτωβρίου 466 ή 472).
Λίγο αργότερα, ο βασιλιάς της Ιβηρίας διεξήγαγε νικηφόρα εκστρατεία εναντίον του ασεβούς Βάρσκεν και έβαλε να τον κρεμάσουν.
Μία
εκκλησία προς τιμήν της αγίας Σουσάννικ κτίσθηκε στο Τσούρταγκ ενώ,
όταν η πόλη αυτή πέρασε στα χέρια των Αρμενίων (586), τα τίμια λείψανα
της πριγκίπισσας-μάρτυρος μεταφέρθηκαν στην Τιφλίδα, όπου τιμώνται
ακόμη.
Από
το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δωδέκατος, Αύγουστος, σελ. 321. Ίνδικτος,
Αθήναι 2009.