Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Μας λείπει κάτι ή Κάποιος;


 

Έχουμε την εντύπωση πως κάτι μας λείπει. Έχουμε την αίσθηση πως στερούμαστε κάτι. Έχουμε τη γνώμη πως αν είχαμε αυτό ή εκείνο, θα είμαστε στα σίγουρα ευτυχισμένοι…
Και τρέχουμε αδιάκοπα για την ανεύρεση αυτού του «κάτι». Και κοπιάζουμε για να τα’ αποκτήσουμε. Και μοχθούμε τόσο πολύ γι’ αυτό.

Ο μαθητής τρέχει για τον μεγαλύτερο βαθμό. Ο οικογενειάρχης για ν’ αγοράσει δικό του σπίτι. Ο εργοδότης γα να κερδίσει περισσότερα. Ο αθλητής για το κάτι παραπάνω στην επίδοσή του, για το πανελλήνιο ή και το παγκόσμιο ρεκόρ. Ο καλοφαγάς… για καλύτερες γεύσεις! Ο αλκοολισμός για το… παραπάνω ποτήρι! Ο πλούσιος για το… κότερο! Ο γλεντζές για ένα ακόμη πιο… κεφάτο ξενύχτι! Ο χαρτοπαίχτης και ο τζογαδόρος για μια… καλύτερη ζαριά!
Μερικά απ’ αυτά που αναζητούμε στη ζωή, αυτό το «κάτι» οπωσδήποτε είναι θεμιτό και πρέπει να το κατακτήσουμε. Για παράδειγμα, γιατί ο μαθητής να μην επιδιώκει το κάτι παραπάνω στη βαθμολογία του ή ο οικογενειάρχης σπίτι για να στεγάσει τη φαμελιά του ή ο αθλητής την τρανότερη νίκη εκεί στο στίβο που μοχθεί;
Όμως, αλλού είναι το πρόβλημα. Να, όπως τίθεται σε τούτο το ερώτημα: Άραγε γιατί όταν αποκτούμε αυτό το «κάτι», όταν πλούσια το έχουμε και πάλι δεν είμαστε ικανοποιημένοι και βλέπουμε πως, πάλι κάτι μας λείπει; Κι όταν κι αυτό απλόχερα μας δίνεται, γιατί τρέχουμε και για ένα ακόμη «κάτι» παραπάνω;
Τα έχουμε φορτώσει όλα στην κοινωνία μας, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα. Την κοινωνία της αφθονίας, της ύλης, της διαφήμισης, του καταναλωτισμού, της χλιδής. Και δεν είναι λάθος. Γιατί μας δημιουργεί ανάγκες ακόμη κι όταν δεν έχουμε. Να τρέχουμε να βρούμε αυτό το «κάτι παραπάνω», ακόμη κι όταν είμαστε σ’ αυτά τα όρια του κορεσμού ή κι όταν ακόμη τα έχουμε ξεπεράσει! Όμως στην ουσία αυτή η κοινωνία δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να μας αποκαλύπτει ή και να μας μεγεθύνει αυτό το βαθύτερο πρόβλημα που έχουμε. Την αναζήτηση του «κάτι»…
Το πράγμα είναι απλό. Ο άνθρωπος απ’ τη μέρα που γεννιέται έχει ένα κενό μέσα του. την αναζήτηση του Θεού. Ναι!
Στ’ αλήθεια του λείπει ο Θεός απ’ την ύπαρξή του. θα λέγαμε πως, ακόμη και κατά Θεία οικονομία έχουν γίνει έτσι τα πράγματα, ώστε ο άνθρωπος να μην μπορεί να ευτυχήσει, στηριζόμενος σε μάταια πράγματα, στη φθαρτή ύλη, αλλά κοντά Του μόνο. Διαφορετικά θα είχανε θεοποιηθεί η ματαιότητα, η φθορά, η διαφθορά.
Συνεπώς δεν μας λείπει κάτι, αλλά κάποιος. Ο Θεός ο ίδιος, φίλοι!
Να γιατί τρέχουμε τόσο πολύ, δίχως αποτέλεσμα. Γιατί με την ύλη, ό,τι μάταιο και φθαρτό, ασφαλώς το πρόβλημα δεν λύνεται. Το γνωρίζουμε καλά αυτό, το ζούμε. Αντίθετα μεγαλώνει. Και η λύση δεν είναι περισσότερες διασκεδάσεις, περισσότερη ηδονή, περισσότερη χλιδή στη ζωή μας. Αυτά μεγαλώνουν λίγο-λίγο το κενό, μέχρι που γίνεται καταβόθρα κάτω απ’ τα πόδια μας! Η λύση είναι να μικρύνουμε τις αποστάσεις μ’ Εκείνον, να πορευθούμε πιο πολύ κοντά Του, να Τον ζήσουμε. Αυτός δε να είναι η ζωή, η αγάπη, ο πλούτος, τα παν για μας.
Ο Τζιοβάννι Παπίνι, έχει γράψει κάπου τούτο το υπέροχο:
«Μας βασανίζει η νοσταλγία Σου, μονάχα η δική Σου.
Όποιος πεινά μήπως του λείπει μόνο το ψωμί; Όχι! Συ του λείπεις.
Εκείνος που διψά, μήπως του χρειάζεται μόνο το νερό; Όχι! Εσένα διψά.
Όποιος λαχταρά να βρει την αλήθεια, Εσένα ψάχνει να βρει, που είσαι η αλήθεια.
Όποιος ποθεί τη γαλήνη, Εσένα ποθεί που είσαι η ανάπαυση για την ανήσυχη καρδιά.
Ο ουρανός και η γη, η ευτυχία και η δυστυχία, ο πόνος και η χαρά, τα δάκρυα και τα χαμόγελα, όλα Εσένα επικαλούνται Χριστέ μου»!
Κάποτε ένας ασκητής, στερημένος απ’ τα πάντα σε τούτη τη ζωή, πλην των ελαχίστων εκείνων που του ήταν απαραίτητα για να επιβιώσει, βρέθηκε Χριστουγεννιάτικες μέρες, σε μια μεγαλούπολη. Κατάφορτες κι ελκυστικές οι βιτρίνες, πουλούσαν τα πάντα. Πλανόδιοι πωλητές, καταστηματάρχες και έμποροι, έδειχναν στους περαστικούς το πλήθος των εμπορευμάτων που πουλούσαν. Άραγε αν είμαστε στη θέση του Ασκητή, στερημένοι από τόσα υλικά, τι θα κάναμε; Αλλ’ ας δούμε καλύτερα τι έκανε εκείνος. Αφού είδε όλα αυτά, μονολόγησε και είπε: «Δόξα τω Θεώ! Πόσα πράγματα υπάρχουν που δεν τα έχω ανάγκη…»!!!
Απορείτε; Κι εγώ το ίδιο, μέχρι που σκέφθηκα τούτο: Μα αφού είχε το Παν στη ζωή του, που είναι ο Θεός, τι θα μπορούσε να θέλει όλα τ’ άλλα;