«Δέν μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ ρόκ μουσική εἶναι μία μουσική παρακμῆς. Εἶχα πεῖ σέ ἕναν πού φοιτᾶ στό Μουσικό Τμῆμα τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καί τοῦ εἶπα γι΄ αὐτή τή μουσική, καί μοῦ εἶπε:
«Δέν ἔχετε καθόλου δίκιο», καί ἄρχισε νά μοῦ ἀραδιάζει σάν φρεσκοφοιτητής, μέ μιά ἀλαζονεία του …, καί με –προσέξτε- μέ «βούλωσε», μέ κόλλησε στόν τοῖχο, μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔλεγε, ναί, ναί … Καί ἐγώ τόν ἄφησα νά πιστεύει αὐτά, δηλαδή νά μένει στήν πλάνη του, γιατί αὐτό τοῦ πρέπει καί αὐτό τοῦ ἀξίζει. Ἄν εἴχαμε καλλιεργηθεῖ μουσικῶς, ὅπως εἶναι καθ’ ἡμᾶς ἡ βυζαντινή μουσική καί ἀκόμη καί ἡ κλασική μουσική, δηλαδή μία μουσική πού μποροῦσε, ὅταν τήν ἔπαιζε ὁ Ὀρφέας, νά μαζεύει τά ζῶα γύρω του καί ὄχι νά τρέπονται σέ φυγή, σᾶς ἐρωτῶ:
Θά φτάναμε νά λέμε ὅτι, ἔστω καί ἄν δέν εἶχε σατανικούς στίχους ἡ ρόκ μουσική, ἄν μπορούσαμε νά τήν ἀκοῦμε; Αὐτό δείχνει πόσο χαμηλά εἶναι τά καλλιτεχνικά μας αἰσθήματα! Καί αὐτό εἶναι σέ ὅλους τούς τομεῖς, στή ζωγραφική, ποίηση, λογοτεχνία, εἶναι ὅλα πολύ-πολύ χαμηλά. Ἐγώ θά σᾶς ἔλεγα: Καλλιεργηθεῖτε μουσικῶς καί τότε θά καταλάβετε!».