Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ὁ πανοσιολογιώτατος Καθηγούμενος τοῦ Ξενοφῶντος
Εὐδόκιμος γεννήθηκε τό ἔτος 1906 στήν Ἀμφίκλεια (Δρύμια)
Λοκρίδος. Ὠνομαζόταν κατά κόσμον Εὐστάθιος Σκουφᾶς τοῦ
Δημητρίου καί τῆς Χρυσούλας. Γιά τήν ζωή του στόν κόσμο δέν
ὑπάρχουν στοιχεῖα, γιατί ὁ Γέροντας δέν μιλοῦσε εὔκολα γιά
τόν ἑαυτό του. Φαίνεται ὅτι εἶχε εὐλάβεια καί ζοῦσε
προσεκτική ζωή. Ἐξωμολογεῖτο καί ἐκκλησιάζετο. Ἔκανε τήν
στρατιωτική του θητεία μέ τόν βαθμό τοῦ Λοχία. Ὅταν
ἀπεφάσισε νά γίνη μοναχός, πῆγε πρῶτα στήν Μονή
Ὀλυμπιώτισσας, ἀλλά δέν ἀναπαύτηκε λόγῳ τῶν πολλῶν
ἐπισκεπτῶν καί κυρίως τῶν γυναικῶν. Σκέφτηκε τότε νά μονάση
στό Ἅγιον Ὄρος καί συμβουλεύτηκε τόν Πνευματικό του. Ἐκεῖνος
τόν ἀπέτρεψε δυστυχῶς λέγοντάς του ὅτι ἐκεῖ πᾶνε ὅλοι οἱ
ἐγκληματίες.
Ὁ νεαρός Εὐστάθιος ὅμως δέν ἐπηρεάστηκε. Ἀκολουθώντας
τήν θεϊκή φωνή πού τόν καλοῦσε νά ἀφιερώση τόν ἑαυτόν του
στόν Θεό, ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος τό ἔτος 1929 σέ ἡλικία εἴκοσι
τριῶν ἐτῶν, μαζί μέ ἕναν συστρατιώτη του. Φαίνεται πώς δέν
ἐγνώριζε κάποιον μοναχό καί δέν εἶχε προτίμηση ποῦ νά
ἐγκαταβιώση. Τότε τά Μοναστήρια ἦταν ἐπανδρωμένα καί δέν
κρατοῦσαν εὔκολα νέους γιά μοναχούς. Πῆγε ἀρχικά στήν Μονή
Ξηροποτάμου, ἀλλά δέν τόν δέχθηκαν καί ἔφθασε στοῦ
Ξενοφῶντος. Ἐκεῖ, παρ᾿ ὅλο πού δέν εἶχαν ἀνάγκη ἀπό ἄλλους
μοναχούς, τόν θεώρησαν χρήσιμο γιά βαρειά διακονήματα
ἐπειδή τόν εἶδαν σωματώδη καί ρωμαλέο. Τόν κράτησαν καί τόν
ρώτησαν ἄν μπορῆ νά βοηθᾶ στό μαγειρεῖο. Τοῦ ἔδωσαν ἕνα
ζωστικό καί ἔμεινε πέντε χρόνια στό διακόνημα. Στό
Μοναστήρι προσῆλθε στίς 4 Φεβρουαρίου 1929 καί μετά ἀπό ἕνα
χρόνο δοκιμῆς, στίς 16 Μαρτίου 1930, ἐκάρη μοναχός μέ τό
ὄνομα Εὐδόκιμος. Πράγματι τοῦ ταίριαζε αὐτό τό ὄνομα, γιατί
εὐδοκίμησε σέ ὅλα τά διακονήματα πού τοῦ ἀνέθεσαν καθώς
ἦταν ἡ τάξη στά παλαιά κοινόβια, πέρασε ἀπ᾿ ὅλα τά
διακονήματα. Ἔκανε στήν συνέχεια ἄλλα πέντε χρόνια
Ἐκκλησιαστικός. Ξυπνοῦσε πολύ ἐνωρίς, ἑτοίμαζε τήν
Ἐκκλησία καί κράτησε τήν καλή συνήθεια νά κατεβαίνη πρίν ἀπ᾿
ὅλους στήν Ἐκκλησία σ᾿ ὅλη τήν μοναχική του ζωή.
Ἔκανε
καθαρή καί τακτική ἐξαγόρευση στόν π. Πολύκαρπο, ὁ ὁποῖος
ἦταν σέ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς. Ἔλεγε ἀργότερα: «Ἡ
καθημερινή ἐξαγόρευσή μου μέ βοήθησε νά σώσω τήν μοναχική
μου ἀκρίβεια».
Εἶχε
πράγματι μοναχική ἀκρίβεια καί κάποτε πού τόν ρώτησαν, ἄν
ἐπιτρέπεται οἱ μοναχοί νά κολυμβοῦν στήν θάλασσα, ἀπάντησε:
«Στά χρόνια μας (ὅταν δηλαδή ἦταν νέο καλογέρι) καί νά
κοιτάξης τήν θάλασσα ἐθεωρεῖτο ἁμαρτία».
Ἐν
συνεχείᾳ ἐργάσθηκε στό βουνό ἀρκετά χρόνια ὡς ὑπεύθυνος
τῶν δασεργατῶν. Ἐκτός ἀπό μουλάρια τό Μοναστήρι εἶχε καί
βόδια μέ τά ὁποῖα ἔσυραν τούς κομμένους κορμούς τῶν δένδρων.
Ἦταν πολύ κοπιαστική ἐργασία, στήν ὁποία συμμετεῖχε
πρῶτος καί καλύτερος ὁ πατήρ Εὐδόκιμος. Ἔκανε καί ὑπεύθυνος
στήν φύλαξη τῶν ταύρων (ταυριά). Ἦταν βιαστής μοναχός καί ὅταν
ἐργαζόταν ἔλεγε τήν εὐχή.
Κάποτε,
σ᾿ ἕνα βαρύ χειμῶνα, ἀποκλείστηκε στό βουνό ἀπό τά χιόνια
μέ τόν βοηθό του, ἕνα κοσμικό ἐργάτη. Φρόντιζαν τά ταυριά καί
ἔμεναν σ᾿ ἕνα σπίτι χωρίς Ἐκκλησία στήν θέση «Ζαχαρᾶ». Οἱ
προμήθειές τους τελείωσαν καί ἔπρεπε νά πάη κάποιος νά φέρη
τρόφιμα. Προθυμοποιήθηκε νά πάη ὁ ἐργάτης, ἀλλά ὁ πατήρ
Εὐδόκιμος δέν τόν ἄφησε λέγοντάς του: «Ἐσύ ἔχεις γυναῖκα καί
παιδιά· θά πάω ἐγώ πού δέν ἔχω ὑποχρεώσεις κι ἄν χαθῶ κανείς
δέν θά μέ κλάψει». Ξεκίνησε τό πρωΐ χωμένος μέσα στά χιόνια,
πῆρε ὅ,τι μποροῦσε νά σηκώση στήν πλάτη του, καί γύρισε μέ πολύ
κόπο τό σούρουπο. Ὁ ἐργάτης ὅλη τήν ἡμέρα κοίταζε τόν δρόμο.
Ὅταν ἐπιτέλους τόν εἶδε νά πλησιάζη, χάρηκε καί τοῦ φάνηκε
ὅτι εἶχε φῶς μαζί του. Ὅταν πλησίασε ὅμως εἶδε μόνο τό
πρόσωπό του νά λάμπη, χωρίς νά κρατᾶ φῶς, καί τοῦ τό
ἐξωμολογήθηκε. «Πᾶψε», τοῦ εἶπε, «θά μοῦ πεῖς ὅτι εἶμαι καί
ἅγιος». Καί δέν ἔδωσε σημασία.
Γιά
ἕνα χρονικό διάστημα ἀπό 1–12–1945 μέχρι 13–4–1946 ἀπῆλθε
οἰκειοθελῶς τῆς Μονῆς, ἄγνωστο γιά ποιό λόγο, καί σύντομα
ἐπανῆλθε.
Ὅταν
ἀργότερα δημιουργήθηκε πρόβλημα στή διοίκηση τῆς Μονῆς
καί δέν μποροῦσε νά σταθεροποιηθῆ κάποιος Ἡγούμενος, ἀφοῦ
σέ ἕνα χρόνο ἄλλαξαν ἑπτά Ἡγουμένους, ἔφθασαν καί στόν π.
Εὐδόκιμο πού μέχρι τότε ἦταν ἁπλός μοναχός καί ἐργαζόταν στό
βουνό. Τόν εἶχαν κάνει πρίν προϊστάμενο καί ἄρχισε νά βάζη
τάξη στό Μοναστήρι. Τοῦ πρότειναν, νά χειροτονηθῆ παπᾶς καί
νά τόν κάνουν Ἡγούμενο, ἀλλά δέν δεχόταν. Κατώρθωσε ὅμως ὁ
Ἡγούμενος τοῦ Διονυσίου Γαβριήλ, τόν ὁποῖον
συμβουλευόταν καί θαύμαζε, νά τόν πείση νά δεχθῆ. Ἔτσι
χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στίς 15–11– –1953 καί ἐνθρονίστηκε
Ἡγούμενος στίς 14–12–1953.
Μετά τήν ἐκλογή του σέ Ἡγούμενο κάποιος τόν εἰρωνεύτηκε: «Σύ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἤ ἕτερον προσδοκῶμεν;»[1].
Δέν τοῦ ἀπάντησε, ἀλλά εἶπε μέσα του: «Θά σέ βολέψω». Αὐτός ὁ
μοναχός ἦταν καί Ἀντιπρόσωπος καί ἔλυνε καί ἔδενε. Αὐτός
ἦταν ἡ αἰτία πού δέν στέριωνε Ἡγούμενος. Ὁ παπα–Εὐδόκιμος
τόν ἔβγαλε ἀπό Ἀντιπρόσωπο καί ἡσύχασε τό Μοναστήρι.
Φαίνεται
ὅτι ὁ παπα–Εὐδόκιμος ἦταν ὁ κατάλληλος νά γίνη Ἡγούμενος,
γιατί βοήθησε τό Μοναστήρι του. Ὁ ἴδιος ἀργότερα ἔλεγε μέ
ταπείνωση: «Μπορεῖ πνευματικά νά μή βοήθησα τό Μοναστήρι,
ἀλλά ὑλικά τό βοήθησα». Ἦταν παράδειγμα γιά ὅλους τούς
πατέρες καί ἦταν πρῶτος στά διακονήματα καί στίς
ἀκολουθίες. Ἐπειδή οἱ πατέρες ἦταν λίγοι καί ἡλικιωμένοι,
ὁ ἡγούμενος Εὐδόκιμος ἔκανε τόν μάγκιπα (φούρναρη), τόν
μάγειρα, τόν Ἐκκλησιαστικό, τόν Ἐφημέριο. Δέν σταματοῦσε
καθόλου. Θυσίαζε τόν ἑαυτό του καί ἐστερεῖτο τόν ὕπνο γιά νά
προλαβαίνη τίς δουλειές. Ὡς Ἡγούμενος δέν ἄλλαξε τήν
συμπεριφορά του. Τό κελλί του ἦταν ἁπλό καί ἔμενε μαζί μέ
τούς ὑπόλοιπους ἱερεῖς σέ μία πτέρυγα κοντά στό παρεκκλήσι
τῆς Ἁγίας Εὐφημίας. Ὅταν πήγαινε κάποιος γιά μία ὑπόθεση
στόν Ἡγούμενο, τόν δεχόταν στό κελλί του. Σέ ὅλα τά χρόνια καί
τά στάδια τῆς καλογερικῆς του εἶχε ὡς ἀρχή, ὅποιος τοῦ
κτυποῦσε τήν πόρτα, ὅποια ὥρα καί νά ἦταν, ἀκόμη καί νά
κοιμόταν, πεταγόταν ἀμέσως καί ἄνοιγε. Ἔλεγε: «Τόν ὕπνο τόν
ξαναβρίσκω, τόν ἀδελφό τόν ξαναβρίσκω;». Ἦταν σάν μάννα πού
φρόντιζε γιά ὅλους. Καί καλόγεροι ταλαιπωρημένοι ἀπό ἄλλα
Μοναστήρια εὕρισκαν καταφύγιο κοντά του καί τούς ἐργάτες
ἐξυπηρετοῦσε μέ ἀγάπη. Τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του δέν τήν
κλείδωνε. Ἦταν ἀνοιχτή γιά ὅλους.
Φοροῦσε
τά ἴδια ροῦχα, ἁπλά, καλογερικά, λίγο λερωμένα. Ἀκόμη καί
τά παπούτσια του, ὅταν χαλοῦσαν, δέν ἀγόραζε καινούργια ἀλλά
τά μπάλωνε ὁ ἴδιος, καί γι᾿ αὐτό μερικοί τόν ἀποκαλοῦσαν
ἐμπαικτικά «Τσαρούχα». Δέν ἀγάπησε τίς μεγαλοπρέπειες καί
δέν τόν συγκινοῦσαν τά πολυτελῆ ἄμφια. Σπάνια φοροῦσε τόν
ἡγουμενικό μανδύα. Μία φορά πού τοῦ ἔδωσαν νά φορέση μανδύα,
ἀστεϊζόμενος εἶπε: «Δέν κρυώνω». Ὅταν ἔβλεπε κάποιον
καλόγερο νά φορᾶ ἐπίσημο φαρδομάνικο ράσο, τοῦ ἔλεγε: «Ἔ,
κακομοίρη μου (συνήθης ἔκφρασή του) ἤ Ἀρχιμανδρίτης τοῦ
Πατριαρχείου εἶσαι ἤ προϊστάμενος Ἰδιορρυθμίτης».
Ὡς
Ἡγούμενος ἀγωνίστηκε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις νά βοηθήση
οἰκονομικά τό Μοναστήρι πού εἶχε μεγάλες ἀνάγκες. Γιά νά μήν
ξοδεύωνται ἄσκοπα χρήματα, πήγαινε ὁ ἴδιος στήν
Θεσσαλονίκη νά προμηθευτῆ τά ἀναγκαῖα τρώγοντας τό πιό
φθηνό φαγητό στό φθηνότερο Ἑστιατόριο. Δέν κυκλοφοροῦσε σάν
Ἡγούμενος ἐπίσημα, ἀλλά σάν ἁπλός καλόγερος. Ἐπέστρεφε
στήν Οὐρανούπολη καί ἀπό ἐκεῖ μερικές φορές γύριζε στό
Μοναστήρι πεζοπορώντας 7–8 ὧρες, γιά νά μήν πληρώση
εἰσιτήριο στό καράβι. Κάποτε βγῆκε στήν Θεσσαλονίκη καί
ἐπέστρεφε ἔχοντας μαζί του πολλά χρήματα. Στήν Οὐρανούπολη
ἔχασε τό καράβι. Οἱ Οὐρανοπολίτες ζήτησαν 12 δραχμές γιά νά
τόν μεταφέρουν στοῦ Ξενοφῶντος. Αὐτός τούς εἶπε 10. Δέν
συμφώνησαν καί ἦρθε στό Μοναστήρι του μέ τά πόδια, γιά νά μήν
πληρώση 2 δραχμές παραπάνω. Τά χρήματα καί τήν περιουσία τῆς
Μονῆς τά θεωροῦσε ἱερά, ὅτι ἀνῆκαν στόν Ἅγιο καί γι᾿ αὐτό ὁ
ἴδιος φοβόταν νά τά ξοδεύη ἄσκοπα. Εἶχε τήν αἴσθηση ὅτι ἦταν
διακονητής τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἔκανε καί ἔργα. Ἔκτισε τά
χωρίσματα μεταξύ τῶν πτερύγων γιά προστασία ἀπό τήν φωτιά.
Αὔξησε τά ὑποστατικά τῆς Μονῆς. Ἀπό δέκα ἑπτά μουλάρια πού
βρῆκε τά ἔκανε ἑβδομῆντα. Ἦταν Ἡγούμενος καί δούλευε σάν
ἐργάτης. Κάποτε ἕνας ἐργάτης ἔβγαζε ρακί καί πῆρε φωτιά ἡ
σκεπή. Φώναξε τόν Ἡγούμενο. Ἔτρεξε ὁ ἴδιος. Δέν κάλεσε
κανέναν ἄλλον. Εἶπε στόν ἐργάτη: «Μή φοβᾶσαι». Ἔσβησε τήν
φωτιά μόνος του καί δέν εἶπε σέ κανέναν τίποτε.
Γύριζε
στό Μοναστήρι καί ἔβλεπε στό Δοχειό ἄν λείπη κάτι. Ψάρια δέν
ἀγόραζε. Ἔρχονταν μερικές φορές Ἰταλοί ψαράδες μέ
φουσκωτές βάρκες καί γέμιζαν τό Δοχειό μέ ροφούς. Ἔκαναν καί
παστούς ροφούς καί ὁ Ἡγούμενος τούς ἔδινε «κρασοράκι» (κρασί
καί ρακί). Ἦταν καλός στό κουμάντο, ἄν καί μερικοί
προϊστάμενοι τόν θεωροῦσαν σφιχτό.
Κάποιος προϊστάμενος μαγείρευε μόνος του στό κελλί καί ὁ Ἡγούμενος τό κατάλαβε. Τοῦ εἶπε:
–Κακομοίρη, οἱ μυρουδιές ἔφθασαν μέχρι τό μαγειρεῖο.
–Ἅμα βάλης τέτοια φαγητά στήν τράπεζα, θά σταματήσω νά μαγειρεύω στό κελλί.
–Ἅμα βάλω τέτοια φαγητά, θά τό ρίξουμε ἔξω τό Μοναστήρι.
Ὁ
Ἡγούμενος Εὐδόκιμος ἦταν ἔξυπνος, εὔστροφος, δίκαιος καί
εὐθύς στά λόγια καί στά ἔργα του. Κάποτε ἔκλεψε κάποιος ξύλα
καί αὐτός ἀκολουθώντας τά ἴχνη τῶν ζώων βρῆκε τά κλεμμένα
ξύλα. Δέν ζήτησε τίποτε, δέν τόν μάλωσε, μόνο τοῦ εἶπε:
«Εὐλογημένε, γιατί δέν μοῦ εἶπες ὅτι ἔχεις ἀνάγκη ἀπό ξύλα
νά σοῦ δώσω;».
Κάποτε
ἦρθε ἕνας ἔμπορος νά ἀγοράση τούς ταύρους πού ἔτρεφε ἡ Μονή.
Πονηρά σκεφτόμενος, γιά νά κερδίση παρανόμως, ἔκλεισε γιά
δύο μέρες τούς ταύρους στόν σταῦλο νηστικούς χωρίς νερό καί τούς
ἔφερε στό Μοναστήρι τή νύχτα γιά νά τούς
ζυγίσουν. Ὁ Ἡγούμενος, ὅταν τούς εἶδε, κατάλαβε τί εἶχε
συμβῆ, κάλεσε ἕναν ἐργάτη, καί τά μεσάνυχτα τάϊσαν τούς
ταύρους πίτουρα μέ ἁλάτι. Τά ζῶα δίψασαν. Ἔπειτα τά πότισαν,
ἤπιαν πολύ νερό καί ἦρθαν στά κιλά τους. Ὅταν εἶδε ὁ ἔμπορος
τούς ταύρους μέ φουσκωμένες τίς κοιλιές, εἶπε: «Μέχρι τώρα
ὅλους τούς ξεγελοῦσα. Αὐτόν τόν καλόγερο (Ἡγούμενο
Εὐδόκιμο) δέν μπόρεσα νά τόν ξεγελάσω». Γιά νά μήν ἐπιβαρύνη
τήν συνείδησή του μέ ἁμαρτία ὁ ἔμπορος καί ἐπειδή ἡ
ἀδικία ἀφοροῦσε τά συμφέροντα τῆς Μονῆς ὁ Ἡγούμενος δέν τήν
ἀνέχθηκε.
Πούλησε
κτῆμα τῆς Μονῆς καί οἱ δικηγόροι τοῦ πρότειναν νά τοῦ δώσουν
μερίδιο ἀπό τά χρήματα. Ἀπάντησε: «Ὅ,τι ζήτησα εἶναι γιά τό
Μοναστήρι μου. Γιά τόν ἑαυτό μου δέν θέλω τίποτε, γιατί εἶμαι
καλόγερος καί οἱ καλόγεροι δέν ἔχουν τίποτε δικό τους».
Ὁ
ἡγούμενος Εὐδόκιμος κρυφά ἔκανε πολλές ἐλεημοσύνες.
Ὅταν ἔβγαινε ἔξω, ἔπαιρνε τό πορτοφόλι του γεμᾶτο καί τό
μπλόκ τῶν ἀποδείξεων. Ὅποιος φτωχός τοῦ ζητοῦσε χρήματα τοῦ
ἔδινε. Ὅποιος εἶχε ἀνάγκες μεγαλύτερες τοῦ ἔκοβε μία
ἀπόδειξη λέγοντας: «Ὅταν μπορέσης, τά γυρίζεις». Ἔκανε
δέματα μέ τρόφιμα, τά ἔπαιρνε μαζί του καί τά ἔδινε σέ φτωχές
οἰκογένειες. Βοήθησε φτωχό μαθητή ἀπό τά χωριά τῆς
Χαλκιδικῆς νά σπουδάση. Σήμερα εἶναι καθηγητής
Πανεπιστημίου καί εὐγνωμονεῖ τόν ἡγούμενο Εὐδόκιμο.
Μεταξύ τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἡγουμένου ξεχώριζε καί ἡ τελεία ξενιτεία του. Δέν εἶχε καμμία ἐπικοινωνία
μέ τούς κατά σάρκα συγγενεῖς του. Κάποτε πού τούς ἔστειλε
ἐπιστολή γιά κάποια ἀναγκαία ὑπόθεση, αὐτοί οὔτε κἄν τόν
θυμόνταν.
Στίς
δογματικές του πεποιθήσεις ἦταν ἀκριβής φύλακας τῶν
Ὀρθοδόξων παραδόσεων. Συμφώνησαν μέ ἄλλους Ἡγουμένους νά
κόψουν τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου. Οἱ ἄλλοι μετά ἀπό ἕνα
διάστημα ἄρχισαν νά μνημονεύουν. Στόν γέροντα Εὐδόκιμο
ἦρθε Πατριαρχική Ἐξαρχία μέ Πρόεδρο τόν Σταυρουπόλεως
Μάξιμο. Ἀφοῦ ἐξήγησε τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ἔκοψε τό
μνημόσυνο, τόν ρώτησε ὁ Πρόεδρος τῆς Ἐξαρχίας:
–Γιά φαγητό ἤ γιά δουλειά; ἀπάντησε.
–Πῶς μιλᾶς ἔτσι, τοῦ εἶπε θυμωμένος ὁ Δεσπότης, δέν ξέρεις ὅτι τό μπαστούνι πού κρατᾶς μπορῶ νά σοῦ τό πάρω;
–Πᾶρτε
το, ἀπάντησε καί παρέδωσε τό χασδράνι. Ἐδῶ δέν ἦρθα γιά νά
κάνω τόν Ἡγούμενο, ἀλλά γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μου.
Ἔτσι
στίς 10–3–1974 μέ Πατριαρχική ἀπόφαση ἔγινε ἔκπτωτος τοῦ
Ἡγουμενικοῦ ἀξιώματος. Ὕστερα ὁ τότε πολιτικός
Διοικητής κ. Δ. Κριεκούκιας μέ τό ὑπ᾿ ἀριθμ. Φ. 26/12/15. 6.
1974 ἔγγραφό του διέταξε «τήν ἀπομάκρυνσιν τοῦ Ἡγουμένου π.
Εὐδοκίμου ἐκ τῆς Ἱερᾶς αὐτοῦ μετανοίας, ἐπειδή οὗτος
παραμένει εἰς τάς ἰδίας αὐτοῦ πνευματικάς θέσεις». Ἀλλά ἡ
διαταγή του δέν ὑλοποιήθηκε.
Στό διάστημα αὐτό μετά τήν ἔκπτωσή του ἀπό Ἡγούμενος συνέχισε νά βοηθᾶ τό Μοναστήρι στά διάφορα διακονήματα. Ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης σωματικῆς ἀντοχῆς. Ἡ Μονή τότε ἐστερεῖτο ἐφημερίου
καί λειτουργοῦσε τίς καθημερινές ὁ παπα–Ἰωαννίκιος ἀπό τήν
Σκήτη τοῦ Ξενοφῶντος καί τίς Κυριακές καί ἑορτές ὁ
γερω–Εὐδόκιμος. Συνέβη νά λείπη στήν Θεσσαλονίκη. Τό πρωΐ τοῦ
Σαββάτου ἦλθε στήν Οὐρανούπολη καί, ἐπειδή δέν εἶχε
συγκοινωνία, ἦρθε μέ τά πόδια (8 ὧρες πορεία)· ἔκανε τόν
ἐφημέριο στήν ἀγρυπνία καί τήν Κυριακή τό πρωΐ λειτούργησε
κανονικά, ἐνῶ ἦταν τότε ἄνω τῶν 70 ἐτῶν.
Ἀγαποῦσε
πολύ τήν Μονή τῆς μετανοίας του, πού ἦταν γι᾿ αὐτόν ὁ
ἐπίγειος παράδεισος. Αἰσθανόταν σάν τόν Ἀδάμ πού φυλάει καί
καλλιεργεῖ τόν παράδεισο. Ἀλλά ἔμελλε νά βρεθῆ ἐκτός τῆς
Μονῆς του ἀπό τίς 24–10–1977 τρία χρόνια μετά τήν ἀνωτέρω
διαταγή. Δέν στενοχωρήθηκε τόσο πού ἔχασε τό ἀξίωμα τοῦ
Ἡγουμένου, ἀλλά ὑπέφερε πολύ πού ἦταν ἐξόριστος ἀπό τό
Μοναστήρι του γιά τό ὁποῖο τόσους ἱδρῶτες ἔχυσε καί στό
ὁποῖο εἶχε ζήσει 48 χρόνια, ἐκ τῶν ὁποίων τά 20 ὡς
Ἡγούμενος.
Μέ
πίκρα καί πόνο ἐγκαταβίωσε στήν γειτονική Μονή τοῦ
Δοχειαρίου καί ἔγινε ὑποτακτικός σέ ἕνα ἁπλό μοναχό. Τοῦ
ἔκανε ὑπακοή καί, ὅταν ἐκεῖνος τόν ἐπέπληττε δημοσίως γιά
κάτι, ταπεινά ἔλεγε «εὐλόγησον». Ἀπό αὐτό φαίνεται τό
μέγεθος τῆς ταπεινοφροσύνης του.
Γιά
νά ἁπαλύνη τήν ὀδύνη του, στίς ἀρχές πήγαινε κάθε μέρα μέ τό
καραβάκι στήν Δάφνη. Ἤθελε νά βλέπη τό Μοναστήρι του ἔστω καί
ἀπό μακρυά. Ὅταν τό ἔβλεπε, ἔκλαιγε καί ἔλεγε: «Ἐκάθισεν
Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου…». Ἄλλες φορές διασκεδάζοντας
τόν πόνο του ρωτοῦσε σάν νά μήν ἤξερε: «Ποιό εἶναι αὐτό τό
Μοναστήρι;».
Πολλές
φορές, ὡς ἐξόριστος πού ἦταν, αἰσθανόταν νά τόν πνίγη ἡ
ἀδικία καί τοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός του νά διαμαρτυρηθῆ. Ἀλλά
κάποτε πού διάβαζε τήν Φιλοκαλία βρῆκε ἕνα χωρίο πού τόν
ἔκανε νά παραιτηθῆ ἀπό κάθε ἐνέργεια. Ἔκαψε καί τήν
ἀλληλογραφία του μέ κάποιους παλιούς ἐχθρούς του, τούς
συγχώρεσε καί αἰσθάνθηκε πολύ ἀνάλαφρος καί χαρούμενος.
Τοῦ
πρότεινε γνωστός του ἐργάτης νά τοῦ παραχωρήση ἕνα κτῆμα μέ
συμβόλαιο, νά κάνη ἔρανο καί νά κτίση Μοναστήρι, ἀλλά δέν
δέχτηκε: «Κτήματα βρίσκουμε πολλά, ἀλλά Ἅγιον Ὄρος δέν
ὑπάρχει ἄλλο», εἶπε. Προτίμησε νά παραμείνη ἐξόριστος στό
Ἅγιον Ὄρος, νά ὑποταγῆ στόν τελευταῖο ἰδιορρυθμίτη μοναχό
καί ἀπό Ἡγούμενος μέ χαρά νά κάνη τόν Ἐκκλησιαστικό.
Ἔλεγε: «Τό διακόνημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ εἶναι τό
καλύτερο, γιατί ὁ Ἐκκλησιαστικός εἶναι συνέχεια μέ τούς
Ἁγίους, ἀφοῦ κάθε λίγο ἀνάβει τά καντήλια τους».
Σέ
μία πανήγυρη ὁ Τυπικάρης τοῦ εἶπε ν᾿ ἀνάψη τόν Πολυέλεο
καί ἔκανε ὑπακοή. Ξαφνικά τοῦ λέει δυνατά μπροστά στόν κόσμο:
«Βρέ παλιοτσαρούχα, τώρα σοῦ εἶπα νά τόν ἀνάψης;». Δέχθηκε
σιωπηλά τήν προσβολή, ἔκανε ὑπακοή καί εἶπε μέσα του:
«Ὑπομονή, Εὐδόκιμε».
Ὅταν
ἡ Ἱερά Μονή Δοχειαρίου ἔγινε κοινόβιο, ἡ στάση τοῦ
προηγουμένου Εὐδοκίμου ἦταν διακριτική. Ὅταν ὁ Ἡγούμενος
τοῦ ζητοῦσε τήν γνώμη του, τήν ἔλεγε μέ σεβασμό καί ταπείνωση
ἀποκαλώντας τόν Ἡγούμενο «Ἅγιε Καθηγούμενε», καί τοῦ
ἔβαζε μετάνοια. Οἱ συμβουλές του ἦταν γιά πρακτικά μοναχικά
θέματα. Ἔλεγε στόν Ἡγούμενο νά οἰκονομῆ τούς πατέρες καί
νά βάζη λίγο λάδι στό φαγητό τους, ὅταν ἔκαναν βαρειές
δουλειές. Γιά τόν ἑαυτό του παρεκάλεσε νά μήν πηγαίνη στήν
τράπεζα, ἀλλά νά τρώη στό κελλί του. Δέν τό ἔκανε ἀπό
ἰδιορρυθμία, ἀλλά ἐπειδή τοῦ ἀρκοῦσε νά τρώη μία φορά τήν
ἡμέρα. Ὅμως στήν ἀκολουθία καί στίς ἀγρυπνίες πάντα
κατέβαινε καί ἔψαλλε ὅσο τόν βοηθοῦσε ἡ φωνή του, ὅταν τοῦ
ἔλεγε ὁ Τυπικάρης. Ἐπίσης συμβούλευε «νά καθαρίσουν τήν
περιοχή γύρω ἀπό τό Μοναστήρι, ὥστε, ἄν καῆ τό δάσος, νά μήν
καῆ καί τό Μοναστήρι, καί ἄν πάρη φωτιά τό Μοναστήρι, νά
γλυτώση τό δάσος». Τοῦ ἀνέθεσαν τό διακόνημα τοῦ Δασάρχη καί
παρά τήν ἡλικία του καθάριζε τά μονοπάτια πρός τίς
γειτονικές Μονές καί πρός Καρυές.
Κάποια
φορά ἕνας λαϊκός στήν Δάφνη τοῦ εἶπε ὅτι ἔδωσε 80.000 δραχμές
στόν πρώην Προσμονάριο τῆς Μονῆς Δοχειαρίου γιά τίς ἀνάγκες
τῆς Μονῆς. Ὁ διακριτικός Γέροντας πρός στιγμήν δέν μίλησε γιά νά
μή σκανδαλίση τόν δωρητή, ἀλλά ἔκανε τό ἑξῆς:
Ἐπιστρέφοντας στήν Μονή βρῆκε τόν πρώην Προσμονάριο καί τοῦ
εἶπε: «Πάτερ, στήν Δάφνη συζητοῦν ὅτι κάποιος σοῦ ἔδωσε 80.000
δραχμές γιά τήν Μονή. Τί θά γίνει ἅμα τό μάθη ὁ Ἡγούμενος; Ἄν
θέλης κράτησε 5.000 δραχμές καί δῶσε μου τά ὑπόλοιπα καί τά
δίνω ἐγώ στόν Ἡγούμενο. Ἡ εὐθύνη εἶναι δική μου». Πράγματι
τοῦ ἔδωσε τά χρήματα καί ὁ γερω–Εὐδόκιμος τά ἔδωσε στόν
Ἡγούμενο λέγοντάς του: «Ἅγιε Καθηγούμενε, πάρε αὐτά τά
χρήματα γιά τό Μοναστήρι. Κάποιος μοῦ τά ἔδωσε. Ἄν μάθης ὅτι
ἦταν περισσότερα, τά κράτησα ἐγώ». Ἔτσι μέ τήν διακριτική
του παρέμβαση τακτοποιήθηκε τό θέμα. Ἦταν ἄνθρωπος «εἰς
οἰκοδομήν καί οὐκ εἰς καθαίρεσιν».
Εἶχε
μία πνευματική ἀρχοντιά καί εὐαισθησία αὐτός ὁ ἄξεστος καί
ἀγροῖκος ταυριάρης. Κανείς δέν τόν εἶδε ὀργισμένο. Μέ ὅλους
τούς μοναχούς ἦταν πολύ φιλικός καί εὐχάριστος. Μέ κανέναν
δέν εἶχε παρεξηγηθῆ. Συμβούλευε καί στούς ἄλλους, ὅταν
γίνωνται παρεξηγήσεις, νά μήν καθυστεροῦν, ἀλλά νά
συμφιλιώνωνται ἀμέσως βάζοντας μετάνοια. Ἀπέφευγε τήν
ἀργολογία καί τήν κατάκριση. Ἦταν σιωπηλός καί
ὀλιγόλογος. Δέν εἶχε χάρισμα λόγου, ἀλλά περισσότερο
δίδασκε μέ τό παράδειγμά του· ὅ,τι ἔλεγε ὅμως ἔβγαινε ἀπό τήν
πεῖρα του καί ὁ λόγος του εἶχε βαρύτητα. Πάντοτε ζοῦσε στήν
ἀφάνεια, στό περιθώριο καί ἤθελε νά εἶναι ἀπαρατήρητος.
Ἦταν τόσο ἡσυχαστικός, πού, ὅταν ἀργότερα ἀνοίχτηκαν οἱ
δρόμοι, μόλις ἄκουγε αὐτοκίνητο κρυβόταν μέσα στό δάσος. Ὡς
χαρακτήρας ἦταν σκληρός μέ τόν ἑαυτό του καί ἀπότομος.
Ἐξωτερικά ἦταν πάντα ἀτημέλητος, μέ ράσα παλαιά καί ὄχι
τόσο καθαρά. Ἀλλά εἶχε ἐσωτερική καθαρότητα καί τά μάτια
του πρόδιδαν εὐσπλαχνία και συμπάθεια. Τά γένια του ἦταν πυκνά
καί τό πρόσωπό του ἡλιοκαμένο καί αὐλακωμένο ἀπό ρυτίδες.
Τά μαλλιά του ἀσπροκίτρινα καί μαδημένα, πάντα ἀτημέλητα
καί ἄδετα.
Ἦταν
ἀκτήμων. Τά χρήματα ἀπό τήν σύνταξη τοῦ ΟΓΑ πού ἔπαιρνε, τά
ξόδευε ἀγοράζοντας ἀπό τήν Δάφνη λάδι γιά τά καντήλια,
χυμούς καί γλυκίσματα γιά τούς πατέρες τῆς Μονῆς. Τά μοίραζε ὁ
ἴδιος τήν ὥρα τοῦ διακονήματος, γιά νά δώση μία ἀναψυχή στούς
κοπιῶντες πατέρες. Ἀπ᾿ τό μουράγιο πήγαινε στά χωράφια σάν
μικρό παιδί καί τά μοίραζε γιά νά ἔχη καί ὁ ἴδιος συμμετοχή μέ
αὐτό τόν τρόπο σέ ὅ,τι γινόταν.
Παρόλο
πού κερνοῦσε γλυκά τούς πατέρες, αὐτός δέν ἔτρωγε λέγοντας:
«Ἐμεῖς οἱ παλαιοί δέν μάθαμε νά τρῶμε γλυκά. Κι ἄν βλέπαμε
μισό λουκούμι πεταμένο, στενοχωριόμασταν καί τό
θεωρούσαμε ἁμαρτία. Σήμερα βλέπω ἕνα σωρό γλυκά. Καί τά
τρῶνε οἱ πατέρες καί τά πετᾶνε εὔκολα».
Γιά
τόν ἑαυτό του δέν ζητοῦσε τίποτε οὔτε εἶχε παράπονο ἀπό
κανέναν. Ἔλεγε στόν μάγειρα νά μήν τοῦ μαγειρεύη ἰδιαίτερο
φαγητό, ἀλλά νά τοῦ στέλνη λίγο ζουμί ἀπό τό φαγητό τῶν
πατέρων. Τοῦ πήγαιναν καί ἕνα ποτήρι κρασί, πού τόν κρατοῦσε
κάπως, γιατί στά γηρατειά του ἦταν καταβεβλημένος. Ὅταν
ἤθελε νά τοῦ προσφέρη ρακί ὁ πορτάρης, τοῦ ἔλεγε 3–1. Δηλαδή
νά τό ἀραιώση μέ τρία μέρη νερό.
Τήν
Μ. Σαρακοστή ἔκανε τριήμερη νηστεία κάθε ἑβδομάδα. Ἀπό
Δευτέρα μέχρι Τετάρτη τηροῦσε ἀσιτία. Τήν Τετάρτη
κοινωνοῦσε στήν Προηγιασμένη καί ὕστερα ἔτρωγε ψωμί καί
ἐλιές. Τήν Πέμπτη πάλι ἀσιτία. Τήν Παρασκευή κοινωνοῦσε στήν
Προηγιασμένη καί ἔτρωγε ψωμί καί ἐλιές, ἐνῶ τό
Σαββατοκύριακο ἔτρωγε λαδερό φαγητό. Αὐτό τό τυπικό τό
ἐπαναλάμβανε κάθε ἑβδομάδα τῆς Μ. Σαρακοστῆς.
Τό
κελλί του ἦταν πολύ φτωχικό καί λίγο ἀτημέλητο, ὅπως καί ὁ
ἴδιος. Κάποτε τό καθάρισαν οἱ πατέρες ἐν ἀγνοίᾳ του καί, ὅταν
τό εἶδε, εἶπε γελώντας: «Αὐτό πού κάνατε τώρα, ἔπρεπε νά τό
κάνετε μία φορά μετά τόν θάνατό μου. Τί θέλετε καί μπαίνετε
στόν κόπο ἄδικα;».
Γιά
σκέπασμα εἶχε τρεῖς κουβέρτες ραμμένες μεταξύ τους καί
πιασμένες στόν τοῖχο, γιά νά μήν πέφτουν ὅταν κοιμᾶται, καί
κρυώνη. Κοιμόταν ὅπως ἦταν. «Μόνο τά παπούτσια βγάζω»,
ἔλεγε. Δίπλα στό κελλί του ἦταν ἕνα Ἐκκλησάκι τῶν Τριῶν
Ἱεραρχῶν, μικρό καί κατανυκτικό. Κάθε μέρα ἄναβε τά
καντήλια, τά διατηροῦσε ἀκοίμητα μέ πολύ μεγάλες φλόγες.
Ἀπό
τίς μεγάλες του ἀντιπάθειες ἦταν οἱ γάτες, ἄν καί ἀγαποῦσε
πολύ τά ζῶα. Ἄν ἔβλεπε μοναχό νά χαϊδεύη γάτα, τοῦ ἔλεγε:
«Μή, κακομοίρη μου, δέν κάνει νά χαϊδεύης τίς γάτες. Εἶναι
μαλακό πρᾶμα». Ἐνῶ οἱ γάτες κοιμόνταν ἀμέριμνες, ὅταν
ἄκουγαν τά βήματά του καί τό μπαστούνι του στήν σκάλα ἔτρεχαν
πανικόβλητες νά κρυφθοῦν. Ἦταν ἕνα θέαμα πού προκαλοῦσε
γέλωτα. Κάποτε κατέβηκε στόν Ἀρσανᾶ καί ὑπῆρχε μία γάτα στό
μουράγιο στήν ἄκρη. Ὁ προηγούμενος Εὐδόκιμος προχωροῦσε μέ
τό μπαστούνι του, ἐνῶ ἡ γάτα μή μπορώντας νά ξεφύγη ἔπεσε στήν
θάλασσα καί βγῆκε κολυμπώντας. Ἔλεγε γελώντας: «Προτίμησε
νά αὐτοκτονήση».
Ὁ
προηγούμενος Εὐδόκιμος κατά τά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του
εἶδε ἕνα ὅραμα. Ἐνῶ ἦταν ξαπλωμένος, κάποιος τοῦ ἔδειξε σάν
σέ πίνακα ὅλες τίς ἁμαρτίες του. Τοῦ εἶπε μία φωνή:
–Οἱ ἁμαρτίες σου δέν ἔχουν καθαρισθῆ τελείως. Ρώτησε ὁ προηγούμενος:
–Καί πῶς θά διαγραφοῦν; Τότε πῆρε τήν ἀπάντηση:
–Μέ τήν εὐχή. Ἀπό τότε ἄρχισε νά λέη τήν εὐχή ἀβίαστα μέσα του.
Πάντα
κρατοῦσε στό χέρι του ἕνα 33άρι κομποσχοίνι, καί στήν
ἀκολουθία καί ἐκτός Ἐκκλησίας, καί ἔλεγε συνεχῶς τήν εὐχή.
Συνήθως τό κομποσχοινάκι του ἦταν φτιαγμένο μέ ἁπλούς
κόμπους, ὄχι κανονικά πλεγμένο, καί μερικές φορές μέ ἄσπρο
νῆμα.
Στήν
ἀκολουθία ἦταν πρῶτος. Στεκόταν στό πρῶτο στασίδι δεξιά τῆς
Λιτῆς κρατώντας τό κομποσχοινάκι του, ἔλεγε τήν εὐχή καί
κουνοῦσε τό κεφάλι του. Λόγῳ ἡλικίας σταμάτησε νά λειτουργῆ,
ὅπως συνηθίζουν οἱ παλαιοί Ἁγιορεῖτες. Ἔβαζε ὅμως
πετραχήλι καί ἔκανε τίς ἀκολουθίες, ὅταν ἔλειπε ὁ
Ἐφημέριος. Ὅταν ζητοῦσε κανείς τήν εὐχή του, εὐλογοῦσε
λέγοντας: «Θεός σχωρέσ᾿».
Ἀπό
τίς ἐλάχιστες στερεότυπες καί πολύ λιτές σέ λόγια ἀλλά
πλούσιες σέ βάθος διδασκαλίες του ἦταν καί οἱ ἑξῆς:
«Ὁ
νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό πιό γρήγορο πρᾶγμα στόν κόσμο. Γιά νά
μή μᾶς φεύγη ἐκεῖ πού δέν πρέπει, νά λέμε τήν εὐχή συνέχεια».
«Ἄν
ὁ μοναχός ἔχη ζήσει σωστά καί ἔχη ἀγωνισθῆ στά νειᾶτα του,
τότε τά γηρατειά του εἶναι μυσταγωγία καί ἀπόλαυση. Ὅπως τό
φορτωμένο καράβι πού φθάνει στό λιμάνι. Ἄν ὅμως ἔζησε
ἀμελῶς, τότε ἀλλοίμονό του».
Θέλοντας νά τονίση τήν ἀξία τῆς πείρας ἔλεγε σέ νεώτερο μοναχό: «Πές μου ὅσα ξέρεις, νά σοῦ πῶ ὅσα ἔπαθα».
Ἔλεγε
γιά τόν ὑπέρμετρο περισπασμό στά ἔργα: «Κακομοίρη μου, οἱ
δουλειές δέν τελειώνουν ποτέ. Ἐμεῖς θά τελειώσουμε. Καί ὁ
Μαθουσάλας πού ἔζησε τόσα χρόνια, ἄφησε μισές τίς δουλειές
του ὅταν πέθανε».
Λυπόταν πού οἱ ἄνθρωποι δέν πορεύονται σωστά καί δέν εἶναι εὐγνώμονες στόν Θεό.
Ὅταν
ἀνέφερε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε μέ εὐλάβεια «ὁ Ἅγιος
Θεός». Γιά τήν παντογνωσία τοῦ Θεοῦ ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Τί σέ
κάνω, Θεέ μου, καί δέν τό βλέπεις, καί τί σέ ἑτοιμάζω καί δέν τό
ξέρεις;».
Πολλές
φορές στίς συζητήσεις, ὅταν ἀναφερόταν στούς Ἁγίους,
κατανυσσόταν καί ἔτρεχαν τά δάκρυά του. Ἔλεγε: «Διάβασα τήν
Φιλοκαλία, τό Γεροντικό, τήν Κλίμακα καί ἄλλα βιβλία, ἀλλά
αὐτά πού θέλγουν καί εὐφραίνουν τήν ψυχή μου εἶναι οἱ Βίοι τῶν
Ἁγίων». Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του εἶχε περισσότερα δάκρυα.
Μέχρι
πού ἔπεσε στό κρεββάτι, κάθε μέρα κατέβαινε στήν ἀκολουθία
τήν ὥρα πού χτυποῦσε τό προειδοποιητικό καμπανάκι· μισή
ὥρα πρίν ἀπό τό «Εὐλογητός». Προσκυνοῦσε καί ἔπιανε ἕνα
γεροντικό στασίδι. Δέν περίμενε νά τελειώση ἡ ἀκολουθία
τίς καθημερινές, ἀλλά κάποια στιγμή ἔφευγε. Τίς Κυριακές
καθόταν μέχρι τέλους γιά νά κοινωνήση. Τήν ὥρα τοῦ κοινωνικοῦ
προσκυνοῦσε τίς εἰκόνες στά προσκυνητάρια καί τοῦ τέμπλου,
ἔμπαινε στό Ἱερό καί φοροῦσε τό πετραχήλι πού κρατοῦσε κάτω
ἀπό τήν μασχάλη του. Ἔπαιρνε συγχώρεση ἀπό τόν Ἡγούμενο καί
κοινωνοῦσε σάν τελευταῖος παπᾶς.
Ὅταν
ἔφθασε στά τελευταῖα του, ἡ Μονή Ξενοφῶντος τοῦ ζήτησε νά
ἐπιστρέψη στήν μετάνοιά του. Ἀρνήθηκε λέγοντας: «Μέ αὐτούς
ἐδῶ τούς πατέρες ἔζησα τόσα χρόνια καί λόγον
ἀντιευαγγελικόν δέν ἀνταλλάξαμε. Πῶς νά τούς ἀφήσω νά
γυρίσω πίσω; Ἄν τό κάνατε παλαιά, θά ἐρχόμουν. Τώρα ἔφθασα στό
τέλος». Καί ἔτσι ἀπέλαβε πλήρη τόν μισθό τοῦ ἐξορίστου.
Τήν
ἑβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς ἀρρώστησε καί οἱ πατέρες ἤθελαν
νά τόν βγάλουν ἔξω στό Νοσοκομεῖο. «Δέν θά προλάβετε», τούς
εἶπε.
Σταμάτησε
πλέον νά πίνη τό ποτηράκι τό κρασί πού τοῦ πήγαινε ὁ
διακονητής του. Τοῦ εἶχε πεῖ ἀπό παλαιά: «Νά ξέρης πώς, ἄν δέν
μπορῶ νά πίνω τό κρασί, θά πεθάνω».
Τόν
ρώτησε κάποιος μοναχός: «Γέροντα, εἶσαι τόσα χρόνια στό Ἅγιον
Ὄρος, τί κατάλαβες; Ποιό εἶναι τό νόημα τῆς μοναχικῆς
ζωῆς;». «Ἡ ταπεινοφροσύνη», ἀπάντησε.
Τίς τρεῖς τελευταῖες ἡμέρες δέν ἔφαγε τίποτε. Ἔπινε μόνο νερό. Τοῦ ἔκαναν Εὐχέλαιο καί, πρίν τελειώση, ἐκοιμήθη εἰρηνικά τήν 1η Ἰουλίου 1990, ἡμέρα Κυριακή.
Εἶχε
πῆ στούς πατέρες: «Ὅταν πεθάνω, μήν ψάξετε νά βρῆτε τίποτε
στό κελλί. Ὅ,τι ἔχω θά εἶναι στήν τσέπη μου». Πράγματι δέν
βρέθηκε τίποτε στό κελλί του παρά μόνο τό ράσο πού φοροῦσε.
Στήν
κηδεία του προΐστατο καλεσμένος ὁ Ἡγούμενος τοῦ
Ξενοφῶντος Ἀλέξιος. Τήν ἑπομένη τῆς θανῆς του ἦρθε καί ἡ ἄρση
τῆς ποινῆς του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ἐκοιμήθη
ὁ προηγούμενος Εὐδόκιμος παρεξηγημένος,
συκοφαντημένος, καταφρονημένος καί ἐξόριστος. Κανείς
ἐκτός τῆς Μονῆς πού τόν δέχτηκε ἐξόριστο, δέν ἐνδιαφέρθηκε
γι᾿ αὐτόν. Ἦταν ξεχασμένος ἀπ᾿ ὅλους. Πόνεσε στήν ζωή του,
«ἐταπεινώθη σφόδρα», κοπίασε πολύ γιά τό Μοναστήρι του καί
ἀγωνίσθηκε ὡς καλόγηρος. «Ὁ Ἅγιος Θεός», ὅπως ἔλεγε, κατά
τήν δικαιοσύνη Του καί κατά τό ἔλεός Του ἄς τοῦ δώση τήν θέση
πού τοῦ ἀξίζει στήν Βασιλεία Του. Ἀμήν.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
- . Ματθ. ια΄, 3.