Κάποτε
ἤσουν ἀσήμαντος, δὲν εἶχες τίποτε καὶ δὲ γνώριζες τίποτε. Μετὰ ἔγινες
γνωστός, μορφωμένος καὶ ἀπέκτησες κάποια περιουσία. Δοξάζεις καὶ
εὐχαριστεῖς τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος σοῦ ἔδωσε ὅλα αὐτά, μόνο γιὰ νὰ δείξει
ἐπάνω σου τὴ δύναμη καὶ τὸ ἔλεός Του;
Μόνο
μὲ τοὺς δικούς σου κόπους δὲ θὰ μποροῦσες νὰ προχωρήσεις, ἀλλὰ θὰ
ἔμενες ἐκεῖ ὅπου ἤσουν. Μπορεῖ νὰ κατέβαινες καὶ πιὸ χαμηλά.
Θυμήσου
πῶς βαθμηδὸν ἀποκτοῦσες τὴν ἱκανότητα νὰ σκέφτεσαι καὶ νὰ μιλᾶς. Σκέψου
πῶς χαιρόνταν οἱ γονεῖς σου, ὅταν ἄρχισες νὰ προφέρεις τὶς πρῶτες σου
λέξεις καὶ πόσο εὐτυχισμένοι ἦταν!
Τώρα
ὅμως τὰ ἔχεις ξεχάσει καὶ θεωρεῖς δεδομένη τὴν ἱκανότητά σου νὰ
σκέφτεσαι καὶ νὰ μιλᾶς, γιατί ὁ Κύριος σὲ προίκισε μὲ ὀξὺ νοῦ καί σοῦ
ἔδωσε τὸ χάρισμα τοῦ λόγου. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο σὲ τιμωρεῖ, γιὰ νὰ σὲ
διορθώσει. Νὰ εἶσαι εὐγνώμων πρὸς τὸ Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του.