Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Α΄ Κορ. α΄ 10-17)
«Μή ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα»
Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
«Μή ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα»
Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἔλεγα πάντοτε, ὅτι δηλαδὴ
οἱ ἐπιπλήξεις πρέπει νὰ γίνωνται προσεκτικά, σιγὰ καὶ σταδιακὰ καὶ μὲ
ἠρεμία, τοῦτο κάνει ἐδῶ καὶ ὁ Παῦλος. Ἐπειδὴ δηλαδὴ πρόκειται νὰ εἰσέλθη
εἰς θέμα, τὸ ὁποῖο εἶναι πλῆρες πολλῶν κινδύνων καὶ ἱκανὸν νὰ
καταστρέψη ἐκ θεμελίων τὴν Ἐκκλησίαν, γράφει μὲ προσήνειαν καὶ πραότητα,
καὶ πολλὴν ταπείνωσιν.
Λέγει δηλαδή, ὅτι τοὺς παρακαλεῖ, καὶ
μάλιστα διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὡσὰν οὔτε αὐτὸς μόνος νὰ ἤρκει νὰ
τοὺς ἀπευθύνη αὐτὴν τὴν παράκλησιν καὶ νὰ τοὺς πείση. Καὶ τί σημαίνει
«παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ;» Ὅτι
παίρνω τὸν Χριστὸν σύμμαχον καὶ βοηθόν μου καὶ μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ
σεβασμόν, διὰ νὰ μὴ ἀρνηθοῦν νὰ ἀκούσουν ἀπὸ ἀναίδειαν καὶ ἀναισχυντίαν
τὸ ἀδικημένον καὶ ὑβρισμένον Ὄνομά Του, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία καθιστᾶ
τοὺς ἀνθρώπους θρασεῖς. Ἔτσι, ἐὰν ἐπιπλήξης ἄνθρωπον εὐθέως καὶ ἐντόνως,
τὸν κάμης σκληρὸν καὶ ἀδιάντροπον, ἐὰν ὅμως μὲ προσοχὴν καὶ ταπεινὰ τὸν
κάμεις νὰ ἐντραπῆ, ματαιώνεις τὴν ἀθυροστομίαν, κάμπτεις τὸν
αὐχένα του, καὶ τὸν κάμεις νὰ σκύψη τὴν κεφαλὴν ἀπὸ ἐντροπήν. Τοῦτο
ἀκριβῶς ἐφαρμόζει καὶ ὁ Παῦλος, καὶ κατὰ πρῶτον, τοὺς παρακαλεῖ, διὰ τοῦ
ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τί εἶναι τέλος πάντων, αὐτὸ τὸ ὁποῖον τοὺς
παρακαλεῖ; «Νὰ λέγετε ὅλοι τὴν ἰδίαν ὁμολογίαν καὶ νὰ μὴ ὑπάρχουν μεταξὺ
σας σχίσματα». Καὶ μόνον ἡ λέξις εἶναι ἀρκετὴ εἰς κατηγορίαν, διότι μὲ
τὸ νὰ πῆ «σχίσμα» αὐτὸ τὸ ἓν καὶ ὅλον χάνεται καὶ διαφθείρεται, διότι
ἐὰν αὐτὸ διαιρεθῆ σὲ πολλὰ τμήματα, δὲν ὑπάρχει τὸ ὁλόκληρον, καὶ τὸ ἕν.
Τέτοια εἶναι ἡ φύσις τῶν σχισμάτων.
Κι ἀφοῦ τοὺς ἐπιπλήττει πρῶτα ἔντονα,
μετὰ μετριάζει τὸν λόγον καὶ λέγει: «Νὰ εἶσθε ἑνωμένοι μὲ τὸν ἴδιον
Πνεῦμα καὶ μὲ ἰδίαν γνώμην», καὶ ἐπειδὴ εἶπεν «ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε», διὰ
νὰ μὴ νομισθῆ ὅτι αὐτὸ λέγεται γιὰ τὰ ἁπλὰ καὶ καθημερινά, ἀλλὰ διὰ τὴν
κατάρτιση τῆς πίστεως καὶ τὴν σύμφωνον γνώμην καὶ ὁμόνοιαν εἰς τὴν
κατήχησιν καὶ τὸ δόγμα. Διότι εἶναι δυνατὸν νὰ συμφωνῆ κάποιος μὲ τὴν
διάνοιαν, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν θέλησιν καὶ τὴν διάκρισιν, ἐμπράκτως, δηλαδὴ
νὰ ἔχουμε τὴν ἰδίαν πίστιν, ἀλλὰ νὰ μὴ εἴμεθα ἑνωμένοι μὲ τὴν ἀγάπη,
διότι ἐκεῖνος ποὺ διχογνωμεῖ, δὲν ἔχει διορθωθῆ, οὔτε τελειωθῆ καὶ
συμφιλιωθῆ μὲ Αὐτόν, ὥστε νὰ ὁμοφρονῆ. Τοῦτο λοιπὸν συνέβη καὶ τότε, ὁ
ἕνας προτιμοῦσε τὸν ἕνα καὶ ὁ ἄλλος τὸν ἄλλον καὶ ἔτσι προέκυπταν
διχογνωμίες καὶ σχίσματα, ὄχι κατὰ τὴν πίστιν, ἀλλὰ κατὰ τὴν προαίρεσιν
καὶ τὴν ἄποψιν καὶ τὴν γνώμην, μὲ διάθεσιν νὰ ἀντιμάχεται γιὰ τὰ
πρωτεῖα, ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀπὸ ὑψηλοφροσύνη.
Καὶ ἐπειδὴ χωρὶς μάρτυρες, ὁ
κατηγορούμενος ἀπορρίπτει μὲ ἀναίδειαν τὴν κατηγορίαν, πρόσεξε τώρα πῶς ὁ
μακάριος Παῦλος εἰσάγει τοὺς μάρτυρες, στὸν λόγον του, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε
νὰ ἀρνηθοῦν ὅσα τοὺς ἔγραφε: «Διότι ἐπληροφορήθην», τοὺς λέγει,
«ἀδελφοί μου, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Χλόης», καὶ οὔτε τὸ λέγει αὐτὸ ἀπὸ
τὴν ἀρχήν, ἀλλὰ πρῶτα ἀναφέρει τὴν ἀφορμὴν καὶ ἀφοῦ πρῶτα ἐπίστευσε ὁ
ἴδιος ἐκείνους ποὺ τοῦ τὸ ἀνέφεραν, διότι διαφορετικά, οὔτε ποὺ θὰ τοὺς
ἀνέφερε τὸ πρᾶγμα, διότι ὁ Παῦλος δὲν θὰ τὸ ἀνέφερε ἔτσι ἐπιπόλαια, οὔτε
θὰ ἐπίστευε σὲ ὅσα ἐπληροφορήθηκε ἀδιάκριτα καὶ ἀφελῶς καὶ φανῆ ὅτι ἡ
κατηγορία προέρχεται ἀπὸ ἐκείνους. Οὔτε ὅμως ἀποσιωπᾶ τὸ γεγονός, σὰν νὰ
μὴ συνέβη, ἢ ὅτι τοὺς μέμφεται ἀπὸ μόνος του.
Κι ἀφοῦ τοὺς φανέρωσε τὸ ἁμάρτημα, εἰς τὸ ὁποῖον ἐξέπεσαν, ὅμως τίποτε δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ τοὺς ὀνομάζει ἀδελφούς.
Καὶ πρόσεξε τὴν σύνεσίν του. Δὲν μίλησε γιὰ κάποιο συγκεκριμένον
ἄτομον, ὀνομαστικά, ἀλλὰ γενικά, ἀπὸ τὸ περιβάλλον τῆς Χλόης, ὥστε νὰ
μὴν στραφοῦν ἐχθρικὰ ἐναντίον κάποιου, τοῦ ἑνὸς ποὺ τοῦ τὸ διεμήνυσε καὶ
ἔτσι καὶ ἐκεῖνον ἐκάλυψε καὶ προστάτευσε καὶ τὴν κατηγορίαν ἀποκάλυψε.
Διότι ἀπέβλεπε στὸ συμφέρον ὅλων, καὶ τῶν μὲν καὶ τῶν δέ, ὥστε νὰ μὴ
χαθῆ κανείς, καὶ μὲ πολλὴν πραότητα τοὺς ἐπιτιμᾶ, γιὰ νὰ μὴ δημιουργήση
συγκρούσεις μεταξύ των.
«Ἔριδες», λέγει καὶ δὲν πρόκειται γιὰ
προσωπικὲς ὑποθέσεις ἀλλὰ γιὰ διδασκάλους ποὺ διαιροῦν τὴν Ἐκκλησίαν,
ποὺ εἶναι πολὺ σοβαρώτερο. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν ἀναφέρει τὰ ὀνόματά τους,
ἀλλὰ τοὺς καλύπτει μὲ τὸ ὄνομα τῶν Ἀποστόλων, διὰ νὰ κάμη τὸν λόγον
λιγότερο δυσάρεστο. Καὶ πρῶτος θέτει τὸ δικό του ὄνομα καὶ ἀποδοκιμάζει
τὸν ἑαυτόν του, περιφρονῶν δόξαν, ἐκθέτοντας ἑαυτὸν σὲ πιθανὴ ἐπίθεσι ἐκ
μέρους τους, ἐὰν ἀντιδροῦσαν σὲ ὅσα τοὺς καταμαρτυροῦσε. Βέβαια, δὲν
ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἐκεῖνοι ἁμάρταναν, λέγοντας «ἐγὼ εἶμαι τοῦ Παύλου ἢ
τοῦ Κηφᾶ ἢ τοῦ Ἀπολλώ», ἰδιοποιώντας τὸν διδάσκαλον, καὶ διὰ τοῦτο
προσθέτει «Ἐγὼ δὲ τοῦ Χριστοῦ», ὄχι βέβαια ὅτι αὐτὸ εἶναι λάθος, τὸ νὰ
εἶσαι τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀφιερώσης τὸν ἑαυτόν σου εἰς Αὐτόν, ἀλλὰ νομίζω
ὅτι αὐτὸ τὸ ἀνέφερε στὴν συνέχεια μόνος του, ὥστε νὰ φανερωθῆ πόσον
βαρὺ εἶναι τὸ ἁμάρτημα, νὰ περιορίζεται ὁ Χριστὸς καὶ νὰ κατατέμνεται –
καὶ νὰ μὴ ἀφιερώνουν ὅλον τὸν ἑαυτόν τους εἰς τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν,
ἀλλὰ νὰ ἐπιλέγουν προστάτες. Καὶ λέγει «ἔχει κομματιασθῆ ὁ Χριστός;»,
ποὺ σημαίνει «Κατεκομματιάσατε τὸν Χριστὸ καὶ διαιρέσατε τὸ Σῶμα Του».
Καὶ ὁ λόγος εἶναι γεμᾶτος θυμὸ καὶ ἀγανάκτησι.
Καὶ ἐρωτᾶ βέβαια, ἀλλὰ χωρὶς νὰ παρέχη
τὶς ἀπαντήσεις, καὶ τοῦτο γιὰ νὰ δείξη τὸ ὁμολογουμένως ἄτοπον τοῦ
πράγματος. Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς προχωροῦν καὶ λέγουν ὅτι
ὑπῆρχαν καὶ σχίσματα, διαμοιράζοντας τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.
Προχωρώντας στὴν ἐκρίζωσι τοῦ κακοῦ,
λέγει: «Μήπως ὁ Παῦλος ἐσταυρώθη διά σᾶς, ἢ μήπως εἰς τὸ ὄνομα τοῦ
Παύλου ἐβαπτισθήκατε;», φανερώνοντας τὸ ἄτοπον τοῦ πράγματος καὶ
θέλοντας νὰ δείξη ὅτι σὲ κανένα ἄνθρωπο δὲν ἀνήκει αὐτὴ ἡ τιμή.