Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος (Ἰακ. δ΄, 10) μᾶς συμβουλεύει:
«Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὑψώσει ὑµᾶς». Δηλ. Ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ σᾶς ὑψώσῃ εἰς µὲν τὴν παροῦσαν ζωὴν διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἠθικῆς τελειοποιήσεως, εἰς δὲ τὴν µέλλουσαν διὰ τῆς αἰωνίου του δόξης καὶ µακαριότητος.
Ἔτσι εἶναι ἡ ταπείνωση, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀρετές.
• Ὁ θεῖος Χρυσόστομος στὴν Ζ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΡΑΞΕΙΣ» ἐπισημαίνει:
«Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὑψώσει ὑµᾶς». Δηλ. Ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ σᾶς ὑψώσῃ εἰς µὲν τὴν παροῦσαν ζωὴν διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἠθικῆς τελειοποιήσεως, εἰς δὲ τὴν µέλλουσαν διὰ τῆς αἰωνίου του δόξης καὶ µακαριότητος.
Ἔτσι εἶναι ἡ ταπείνωση, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀρετές.
• Ὁ θεῖος Χρυσόστομος στὴν Ζ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΡΑΞΕΙΣ» ἐπισημαίνει:
«Σὲ ἐξύβρισε κάποιος; Δέν πόνεσες! Σέ κατηγόρησε; Τίποτα δέν ἔπαθες! Σὲ
φθόνησε; Οὔτε ἔτσι ἔπαθες κάτι! Ἡ ἁπλότητα εἶναι ἕνας δρόμος πρὸς τὴν
εὐσέβεια. Κανένας δὲν εἶναι τόσο καλὸς στὴν ψυχή, ὅσο ὁ ἁπλός.
Γιατί ὅπως ἀκριβῶς στὸ σῶμα, ὁ μὲν στυγνὸς καὶ κατηφὴς καὶ
σκυθρωπός, ἀκόμη κι ἂν εἶναι καλός, περιορίζεται τὸ πολὺ τῆς ὡραιότητας,
ὁ δὲ πρᾶος, ποὺ ἔχει χαμογελαστὴ ὄψη, μεγαλώνει τὴν ὡραιότητα,
ἔτσι λοιπὸν συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ψυχή. Ὁ μὲν σκυθρωπὸς ἀκόμη κι ἂν ἔχη
μύρια κατορθώματα, τὴν ἐξαφανίζει, ὁ δὲ ἤρεμος κι ἁπλὸς ἀντίθετα τὰ
προβάλλει. Καὶ μπορεῖ κάποιος νὰ κάνη αὐτὸν φίλο μὲ σιγουριά, κι ἂν
κάποιος γίνη ἐχθρός, νὰ συμφιλιωθῆ».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τονίζει:
«Ἡ ἁπλότης εἶναι μία συνήθεια καὶ συμπεριφορὰ τῆς ψυχῆς ἀποίκιλη, ποὺ
δὲν κινεῖται σὲ κανένα κακὸ λογισμό. Ἡ ἀκακία εἶναι μία γλυκειὰ καὶ
χαρούμενη ψυχικὴ κατάστασις, ἀπηλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακὴ σκέψη καὶ
ὑπόνοια.
Πρῶτο γνώρισμα τῆς παιδικῆς ἡλικίας εἶναι ἡ ἀποίκιλη ἁπλότης. Ὅσο τὴν
εἶχε αὐτὴν ὁ Ἀδὰμ δὲν ἀντίκρυσε στὸν ἑαυτό του οὔτε ψυχικὴ γυμνότητα
οὔτε σωματικὴ ἀσχημοσύνη.
Καλὴ βέβαια καὶ ἀξιομακάριστη εἶναι ἡ ἁπλότης ποὺ ἔχουν μερικοὶ ἐκ
φύσεως. Ὄχι ὅμως τόσο, ὅσο ἡ ἁπλότης ποὺ ἀποκτήθηκε μὲ κόπους καὶ
ἱδρῶτες καὶ μὲ μετεγκεντρισμὸ τῆς πονηρᾶς φύσεως. Διότι ἡ μὲν πρώτη
εἶναι σκεπασμένη καὶ προφυλαγμένη ἀπὸ πολυποίκιλες μεταβολὲς καὶ πάθη,
ἐνῷ ἡ δευτέρα γίνεται πρόξενος τῆς τελείας ταπεινοφροσύνης καὶ
πραότητος. Καὶ ἡ μία δὲν ἔχει πολὺ μισθό, ἐνῷ ἡ ἄλλη ἔχει ἄπειρο καὶ
ἀπροσμέτρητο».
Στὸ βιβλίο γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο Τσαλίκη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἀναφέρεται γιὰ τὴν ταπείνωση τοῦ Ἁγίου τὸ ἑξῆς ἐντυπωσιακὸ γεγονός:
«Νά σᾶς πῶς τώρα τί ἁπλότητα εἴχαμε ἐκεῖνα τά χρόνια; Θά γελάσετε. Μοῦ λέει κάποτε ὁ Διοικητής μου – ἦταν Συνταγματάρχης –
“δέν μοῦ λές, παιδί μου, Ἰάκωβε, τί ὥρα εἶναι;”. Τώρα ἐγώ πού δέν ἤξερα
τήν ὥρα τί νά τοῦ πῶ; Γιά νά μή τοῦ πῶ ὅτι δέν ξέρω, σκέφθηκα ἄς τοῦ πῶ
μιά ὥρα (καί) αὐτός θά κοιτάξη τό ρολόϊ. Κοιτάζω, βλέπω δύο δεῖχτες. Ὁ
μεγάλος (πού) λέει τήν ὥρα καί ὁ μικρός (τά λεπτά).
– Ἡ ὥρα εἶναι τέσσερις.
– Πάρε τό κορίτσι, μοῦ λέει, νά μᾶς πῆ τήν ὥρα.
– Μέ κορίτσια ἐγώ δέν μιλάω, κύριε Συνταγματάρχα. Ἐγώ ἔχω προορισμό, θά πάω στό Μοναστήρι, ἐγώ ἀπό παιδί μέ κορίτσια δέν μιλάω.
– Καλά, μοῦ λέει, πάρε τό 14 στό τηλέφωνο. (Αὐτός ἦταν ὁ ἀριθμός γιά τήν ὥρα).
» Παίρνω καί λέει ἀπό μέσα μιά λεπτή κοριτσίστικη φωνή, εἴκοσι. Τό παρατάω ἀμέσως κάτω.
– Τί εἶπε, μοῦ λέει ὁ Διοικητής, τό κορίτσι;
– Μέ συγχωρεῖτε, κύριε Διοικητά, μιά κοπέλλα φώναξε εἴκοσι.
» Κατάλαβε αὐτός ὅτι ἡ ὥρα ἦταν 8.00΄. Καί πόσα καί πόσα (ἄλλα τέτοια γεγονότα!).
» Ἀλλά ἐκεῖνα τά χρόνια μπορεῖ νά ἤμασταν ἁπλά παιδιά καί φτωχοί
ἄνθρωποι, ἀλλά εἴχαμε τιμή καί ἠθική. Ὅ,τι μᾶς λέγαν οἱ γονεῖς μας τό
κάναμε».
• Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη:
«Δύο ἀδέλφια πῆγαν μαζὶ στὴν ἔρημο καὶ ἀσκήτευαν στὴν ἴδια καλύβη. Ὁ
διάβολος, φθονώντας τὴν ἀγάπη τους, βάλθηκε νὰ τοὺς χωρίσει.
Ἕνα βράδυ ὁ νεώτερος πῆγε ν’ ἀνάψει τὸ λυχνοστάτη, τὸν ἀναποδογύρισε καὶ
χύθηκε τὸ λάδι. Ὁ μεγαλύτερος θύμωσε καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα μπάτσο.
Τότε ὁ πιὸ μικρός, χωρὶς νὰ ταραχτεῖ, ἔσκυψε, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ εἶπε ταπεινά:
– Συγχώρησε τὴν ἀπροσεξία μου, Ἀδελφέ. Τώρα ἀμέσως θὰ ἑτοιμάσω ἄλλο.
Τὴν ἴδια νύχτα ἕνας εἰδωλολάτρης ἱερεύς, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται μέσα στὸ
εἰδωλεῖο, ἄκουσε τὰ δαιμόνια νὰ κάνουν δικαστήριο μεταξύ τους. Ἕνα ἀπ’
αὐτὰ ὁμολόγησε ντροπιασμένο στὸν ἀρχηγό του: «Πηγαίνω καὶ κάνω ἄνω κάτω
τοὺς Μοναχούς. Μὰ τί φταίω, ὅταν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς γυρίζει καὶ βάζει
στὸν ἄλλο μετάνοια καὶ μοῦ καταστρέφει ὅλη τὴ δουλειά;».
Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ εἰδωλολάτρης, ἔγινε εὐθὺς χριστιανὸς κι’ ἀποτραβήχτηκε
στὴν ἔρημο. Σ’ ὅλη του τὴ ζωή κράτησε στὴν καρδιά του τὴν ταπείνωση καὶ
στὸ στόμα του εἶχε διαρκῶς πρόχειρο τὸ «συγχώρησόν με».