Στις 18 Ιουλίου η Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη της Οσιομάρτυρος Μεγάλης Δούκισσας Ελισάβετ Φεόντοροβνα Ρομάνοβα.
Πάνω από τη μικρή ρωσική πόλη Αλαπάεβσκ σουρούπωνε. Η μέρα
καταλάγιαζε, αφήνοντας χώρο για τη σιωπή της νύχτας. Πλησίαζε η ώρα
της ανάπαυσης. Αλλά οι κάτοικοι στα περίχωρα του Αλαπάεβσκ, τον Ιούλιο
του 1918, ήταν ανήσυχοι. Η επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου
τους φαινόταν ως μια εξέγερση της ανθρωπότητας ενάντια στον Θεό και
στην πίστη των πατέρων. Στη διάρκεια αυτής της γενικευμένης σύγχυσης,
έγιναν ξαφνικά αυτόπτες μάρτυρες ενός ανεξήγητου για τον ανθρώπινο νου
φαινομένου. Για τρείς ημέρες άκουγαν ότι από το εγκαταλελειμμένο
ορυχείο Νόβαγια Σελίμσκαγια έφταναν ήχοι ψαλμωδίας.
Τα λόγια των προσευχών που έφταναν στα αυτιά των κατοίκων,
ταίριαζαν με την αναστάτωση που ένιωθαν στις ψυχές τους οι απλοί
άνθρωποι. Περίπου για ένα χρόνο η Πατρίδα τους καιγόταν στη φωτιά της
επαναστατικής αναταραχής. Οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς να ξέρουν τι θα
τους φέρει η επόμενη μέρα. Δεν ήταν σίγουροι αν θα ζουν την επόμενη
μέρα ή αν θα παραστούν ενώπιον της Κρίσης του Θεού. Κάθε μέρα
προσεύχονταν και πίστευαν βαθιά ότι η ορθοδοξία θα επιβιώσει παρόλες
τις δυσκολίες.
Και ξαφνικά, από κάπου κάτω από τη γη, άρχισε να ακούγεται ο ήχος
γνωστής σε όλους προσευχής: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου… Και ευλόγησον
την κληρονομίαν Σου…». Η ψαλμωδία τη μια δυνάμωνε και την άλλη
έσβηνε. Κάποιες φορές, φαινόταν ότι σταματούσε, αλλά όταν νύχτωνε πάλι
άρχιζε. Αυτό συνεχιζόταν για τρείς μέρες. Ύστερα, οι άνθρωποι άκουσαν
τον Χερουβικό Ύμνο που θύμιζε το γεγονός της Εισόδου του Κυρίου στην
Ιερουσαλήμ για τα εκούσια σταυρικά Του πάθη. «Οι τα χερουβείμ
μυστικώς εικονίζοντες… και τη ζωοποιώ Τριάδι τον Τρισάγιον ύμνον
προσάδοντες…» - ακουγόταν από το βάθος του ορυχείου η ψαλμωδία μιας
καθαρής και ήρεμης γυναικείας φωνής.
Ήταν λες και, ακριβώς εδώ και τώρα, συνέβαινε κάτι πολύ σπουδαίο.
Ήταν ως εάν εκείνη τη στιγμή, όχι ένας άνθρωπος αλλά ο όλος ο λαός
μιας χώρας που καταστρέφεται επαναλάμβανε τον αναστεναγμό της
προσευχής. «Πάσαν νυν βιοτικήν … αποθώμεθα μέριμναν…» - ακούστηκε
από τα έγκατα της γης ακολουθώντας το βραδινό σούρουπο για να
ακολουθήσει μια τρομακτική σιγή. Πέρασε μία ώρα, δύο, τρείς … και από
το ορυχείο δεν ακούστηκε κανένας ήχος πια.
Οι ντόπιοι καταλάβαιναν ότι ακούν ψαλμωδίες ζωντανών ανθρώπων.
Ήξεραν ότι λίγες μέρες πριν, σε αυτό το μέρος, είχε επιβληθεί σκληρή
τιμωρία εναντίον αυτών που έμεναν αφοσιωμένοι στην πίστη και στην
Πατρίδα τους και για αυτό τους είχαν εκτελέσει με βάναυσο τρόπο. Τόσο
που δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι κάποιος από τους εκτελεσθέντες θα
μπορούσε να επιβιώσει παρόλο που τους έριχναν στη βραχώδη άβυσσο του
ορυχείου.
Πέρασαν τρείς μήνες μετά από αυτά τα τραγικά γεγονότα. Όταν έσκαψαν το
ορυχείο, ανάμεσα στις πέτρες βρήκαν σώματα ανθρώπων που είχαν
ενταφιαστεί ζωντανοί. Ήταν ακρωτηριασμένοι και τραυματισμένοι τόσο που
δεν μπορούσες να τους αναγνωρίσεις. Αλλά, ανάμεσα στους άλλους,
ξεχώριζε μια γυναίκα με μοναχική ενδυμασία. Στο στήθος της είχε την
εικόνα του Σωτήρα. Το πρόσωπό της είχε μια αγγελική ηρεμία και τα
δάχτυλα του δεξιού χεριού της ήταν όπως όταν είναι για να κάνουμε τον
σταυρό. Έτσι ανακομίστηκε το σώμα της Αγίας Μεγάλης Δούκισσας Ελισάβετ
Φεόντοροβνα που αγόγγυστα είχε ανεβεί τον προσωπικό της Γολγοθά και
που είχε παραδώσει την αθάνατη ψυχή της στον Θεό.
* * *
Η ζωή της νυν τιμώμενης Αγίας ήταν γεμάτη από επεισόδια και τομές.
Να σημειώσουμε τις αναζητήσεις της που είχαν ως αποτέλεσμα την
ανακάλυψη της αληθινής πίστης. Και η μοναχική της κουρά ήταν ξεχωριστό
γεγονός στη ζωής της. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην προσφορά βοήθειας
σε πάσχοντες ανθρώπους. Η δε συγκρότηση της μοναχικής κοινότητας
στην καρδιά της Μόσχας δεν ήταν μικρή υπόθεση. Όλα τα παραπάνω από το
βίο της Δούκισσας Ελισάβετ είναι μόνο ένα μικρό δείγμα για το μεγαλείο
του χριστιανικού της ανδραγαθήματος. Δεν είναι εύκολο να φανταστούμε
πως μια εγγονή της βασίλισσας της Αγγλίας, η πριγκίπισσα
Έσσης-Νταρμστάτ Έλλα, που είχε ανατραφεί σε αριστοκρατική οικογένεια,
θα έστηνε ρωσικό μοναστήρι και θα είχε μαρτυρικό θάνατο από τα χέρια
στρατευμένων θεομάχων.
Ο δρόμος της χριστιανικής της σταυροφορίας άρχισε τη στιγμή που η
Δούκισσα επισκέφτηκε τους Αγίους Τόπους, όπου είχαν ξετυλιχθεί τα
γεγονότα της ευαγγελικής ιστορίας. Τότε αποφάσισε να εγκαταλείψει την
λουθηρανική πίστη και να γίνει ορθόδοξη. Τη δεδομένη στιγμή αυτή η
απόφαση σηματοδοτούσε άρνηση της οικογενειακής παράδοσης πολλών
αιώνων, αλλά η Ελισάβετ Φεόντοροβνα έμεινε ακλόνητη.
Στην επιστολή προς τον πατέρα της είχε γράψει: «Συνεχώς σκεφτόμουν
και διάβαζα και προσευχόμουν στο Θεό να μου υποδείξει το σωστό δρόμο,
και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι μόνο σε αυτή τη θρησκεία μπορώ να βρω
την αληθινή και ισχυρή πίστη στο Θεό, την οποία πρέπει να διαθέτει
ένας άνθρωπος ώστε να είναι καλός χριστιανός». Το να δεχτούν γονείς
στρατευμένοι στον προτεσταντισμό μια τέτοια απόφαση της κόρης τους,
ήταν μεν δύσκολο, αλλά σύντομα την αποδέχτηκαν.
Από πολύ μικρή ηλικία, η καρδιά της Έλλας ήταν γεμάτη από
συμπάσχουσα αγάπη για τους ανθρώπους. Η αποδοχή της ορθοδοξίας
ενδυνάμωσε αυτή την επιθυμία της νεαρής Δούκισσας να βοηθάει τους
πάσχοντες. Αφιέρωνε τον εαυτό της στο να υπηρετεί αυτούς που
βασανίζονταν από διάφορες ασθένειες και έτσι ανέλαβε τη Διεύθυνση
Ερυθρού Σταυρού της Μόσχας.
Με το να συμπάσχει στις τραγωδίες των απλών ανθρώπων, και με το να
προφέρει χέρι βοήθειας σε όσους την έχουν ανάγκη με την πρώτη έκκληση,
άραγε είχε φανταστεί η Ελισάβετ Φεόντοροβνα, πόσο τραγικός δρόμος
ζωής την περίμενε.
Το 1905, από έκρηξη βόμβας που πέταξε ένας τρομοκράτης, πεθαίνει ο
άντρας της – ο Δούκας Σέργιος Αλεξάνδροβιτς. Ο θάνατος του συζύγου της
συνετέλεσε ώστε η ολοφυρόμενη χήρα να αλλάξει ριζικά τον τρόπο της
ζωής της. Ο πρωτοπρεσβύτερος Μιχαήλ Πόλσκιϊ διηγούταν για αυτήν την
περίοδο της ζωής της: «Ο τρόμος που βίωσε άφησε στην ψυχή της μια πολύ
βαθιά πληγή η οποία επουλώθηκε μόνο τότε, όταν έστρεψε το βλέμμα της
σε αυτά που δεν είναι εκ του κόσμου τούτου».
Ακολουθώντας τις εντολές του Χριστού, μοίρασε μέρος της περιουσία
της στους πλησιέστερους συγγενείς, ένα μέρος το επέστρεψε στο δημόσιο,
και με τα περισσότερα από τα χρήματα που έμειναν, αγόρασε ένα κτήμα
στο κέντρο της Μόσχας, όπου ίδρυσε την Ιερά Μονή του Ελέους των Αγίων
Μάρθας και Μαρίας. Εκεί, το 1909, έλαβε τη μοναχική κουρά. Στις
επιστολές της η Ελισάβετ Φεόντοροβνα αποκαλύπτει τις συναισθηματικές
αναζητήσεις που την ενθάρρυναν να εγκαταλείψει τον κόσμο. «Το δέχτηκα
όχι ως σταυρό, αλλά ως δρόμο που έχει άφθονο φως, δρόμο που μου
υπέδειξε ο Κύριος. Νυμφεύομαι τον Χριστό και το έργο Του. Ό,τι μπορώ
το δίνω σε Αυτόν και στον πλησίον» - γράφει η Δούκισσα. Σε αυτά τα
βαθιά λόγια βρίσκεται το κλειδί για να κατανοήσουμε την πληρότητα της
πραγματικής μοναχικής άσκησης.
Η μοναστική δραστηριότητα της Δούκισσας Ελισάβετ ήταν πολύπλευρη.
Δημιούργησε στη Μονή το καλύτερο στην πόλη χειρουργικό νοσοκομείο και
βιβλιοθήκη για τους φτωχούς και άνοιξε σχολείο για δυσπροσάρμοστους
εφήβους. Όταν η χώρα βίωνε τον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο, η Δούκισσα άνοιξε
κοντά στο Νοβοροσσίϊσκ στρατιωτικό νοσοκομείο για τραυματίες
στρατιώτες.
Η ελεημοσύνη και η απλότητα της Αγίας Ελισάβετ δεν είχαν όρια. Έχει
διατηρηθεί η ανάμνηση ενός γεγονότος, όταν η Δούκισσα έπρεπε να
επισκεφτεί ένα ίδρυμα για μικρά ορφανά κορίτσια. Όλοι ετοιμάζονταν να
δεχτούν αντάξια την ευεργέτιδά τους. Στα κορίτσια είπαν: «Όταν μπει η
Μεγάλη Δούκισσα, όλοι με μια φωνή να πείτε ‟Γεια σας!ˮ και φιλήστε
το χέρι». Όταν η Ελισάβετ Φεόντοροβνα πέρασε το κατώφλι, άκουσε τη
χορωδία των παιδικών φωνών: «Γειά σας και φιλήστε το χέρι!» και όλα
άπλωσαν τα χέρια τους προς τη Δούκισσα. Οι νηπιαγωγοί τρόμαξαν: τώρα
τι γίνεται! Αλλά η Μεγάλη Δούκισσα δάκρυσε, πλησίασε στο καθένα από τα
κορίτσια και τους φίλησε τα μικρά παιδικά χεράκια τους.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 παραβίασε τον ήρεμο ρυθμό της
πνευματικής και ιεραποστολικής ζωής της Μονής των Αγίων Μάρθας και
Μαρίας. Στην αυγή αυτής της τραγικής εποχής, η Μεγάλη Δούκισσα
Ελισάβετ, αναλογιζόμενη την προοπτική που θα είχε η επικείμενη ζωή της
αυτοκρατορίας, απευθύνει επιστολή στον Νικόλαο Β’, στην οποία
ανάμεσα στα άλλα έγραφε και τα εξής λόγια: «Όλους εμάς σύντομα θα μας
πάρουν μεγάλα κύματα. <...> Όλες οι τάξεις, από τις κάτω έως τις
άνω, ακόμα και αυτοί που είναι τώρα στον πόλεμο, έφτασαν στα όρια!
<...> Τι άλλες τραγωδίες μπορούν να συμβούν ακόμα; Τι άλλα δεινά
μας περιμένουν ακόμα;»
Τα δεινά που ανέμενε η Αγία Δούκισσα ξεκίνησαν τον Απρίλιο του
1918. Την Τρίτη ημέρα του Πάσχα, στο μοναστήρι μπήκαν οπλισμένοι
άνθρωποι με σκοπό να συλλάβουν την Αγία ιδρύτρια της Μονής. Μαζί με
την Μεγάλη Δούκισσα συνέλαβαν και δύο αδελφές – τη Βαρβάρα και την
Αικατερίνη. Όπως και οι Άγιοι Βασιλομάρτυρες, οι μοναχές μεταφέρθηκαν
στην Αικατερινμπούργκ, και μετά, μαζί με άλλους συλληφθέντες
μεταφέρθηκαν στο Αλαπάεβσκ για την οριστική καταδίκη.
Στις 18 Ιουλίου του 1918, ξύπνησαν τους συλληφθέντες τη νύχτα, τους
έβαλαν σε κάρα και τους πήγαν στο χωριό Σινιάτσιχα σε ένα
εγκαταλελειμμένο ορυχείο. Τα τελευταία λόγια της Αγίας που είπε, πριν
πέσει στο γκρεμό, ήταν η φράση του Σωτήρα που την είπε όταν ανέβαινε
τον Γολγοθά: «Κύριε, συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν!».
Συνέχιζε να προσεύχεται για τους δολοφόνους της, αφήνοντας τον εαυτό
της στα χέρια του Θεού.
Όταν την έριξαν στο ορυχείο, η Δούκισσα επιβίωσε, αν και είχε πέσει
σε πέτρινη προεξοχή. Δίπλα της βρίσκονταν και μερικοί άλλοι άνθρωποι.
Ακόμα και εδώ, στο κατώφλι του θανάτου, η Ελισάβετ Φεόντοροβνα δεν
σταμάτησε να εκτελεί την υπόσχεση που είχε δώσει να υπηρετεί τους
ανθρώπους. Έβγαλε το μοναχικό κάλυμμα της κεφαλής, το έσκισε σε
λωρίδες και έδεσε την πληγή στο κεφάλι του Δούκα Ιωάννη
Κωνσταντίνοβιτς και συνέχισε να βοηθάει όσο μπορούσε και άλλους
επιζώντες.
Οι εξαγριωμένοι εκτελεστές, έχοντας πετάξει όλους τους συλληφθέντες
στο λάκκο, αποφάσισαν να τελειώσουν την αιματηρή εκτέλεση και άρχισαν
να πετάνε στο ορυχείο βόμβες. Εκτός από τις βόμβες με τις εκκωφαντικές
εκρήξεις, οι βασανιστές πέταξαν στο λάκκο προσανάμματα και έβαλαν
φωτιά. Αλλά από την φωτιά που άναψε ξαφνικά άρχισαν να ηχούν
ψαλμωδίες. Οι δολοφόνοι τρόμαξαν και κάποιοι από αυτούς έχασαν τα
λογικά τους, όντας μάρτυρες του γεγονότος ότι ο Κύριος με θαυμαστό
τρόπο έσωζε τις ζωές των μαρτύρων.
Τρείς μέρες η Αγία Δούκισσα, μαζί με άλλους μάρτυρες, πέρασε στο
ορυχείο χωρίς φαγητό και φως και δεν έπαψε να βοηθάει τους τραυματίες
και να προσεύχεται συνεχώς. Σε αυτό το εγκαταλελειμμένο ορυχείο,
αποδυναμωμένη, πέρασε στην αιώνια γαλήνη. Η αθάνατη ψυχή της, έχοντας
απελευθερωθεί από το σώμα και έχοντας ξεπεράσει το πέτρινο εμπόδιο,
πέταξε εις τα Ουράνια.
Την Αγία Οσιομάρτυρα Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ τιμούν όχι μόνο στην
Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην προτεσταντική εκκλησία την τιμούν βαθιά ως
γυναίκα που αφιέρωσε ολοκληρωτικά τη ζωή της στο ιεραποστολικό και
κοινωνικό έργο. Ο επικεφαλής των αγγλικανών, ο αρχιεπίσκοπος
Καντέρμπερι Τζάστιν Ουέλμπι, σε επιστολή του προς τον Αγιώτατο
Πατριάρχη Κύριλλο σημείωνε ότι «η Αγία Ελισάβετ είναι παράδειγμα
χριστιανικής ελεημοσύνης, προσφοράς και ανθεκτικότητας». Στη δυτική
όψη του Αββαείου του Ουέστμινστερ, ανάμεσα στα αγάλματα των μαρτύρων
της πίστης του 20ου αιώνα, βρίσκεται και το άγαλμα της Αγίας Μεγάλης Δούκισσας Ελισάβετ Φεόντοροβνα.
Μέχρι και σήμερα η Αγία Ελισάβετ παραμένει για μας οδοιπορικό
αστέρι που οδηγεί τους χριστιανούς προς τη σωτηρία με το παράδειγμα
της ηρωικής της ζωής.