Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

Ζήλος Χριστού «κατ’ επίγνωσιν»

«Μαρτυρώ αυτοίς ότι ζήλον Θεού έχουσιν, αλλ’ ου κατ’ επίγνωσιν» (Ρωμ. 10:2)
Πολλές είναι οι μορφές με τις οποίες παρουσιάζεται στην πράξη η χριστιανική πίστη και διδασκαλία. Άλλες μορφές γνήσιου βιώματος του Ευαγγελίου. Άλλες νοθευμένες ή αρρωστημένες μορφές. Μερικές μόνο κατ’ όνομα χριστιανικές. Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι που θέλοντας να ζήσουν καθώς τον θέλουν αυτοί το Χριστιανισμό ή καθώς τους συμφέρει, δημιουργούν ένα Χριστιανισμό κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους. Στις επιθυμίες και τις προσωπικές τους αντιλήψεις.

Αφαιρούν ορισμένα εντάλματα ή τα θεωρούν δευτερεύοντα. Ερμηνεύουν κατά τις αδυναμίες τους τη χριστιανική διδασκαλία. Προσθέτουν γνώμες δικές τους και, επειδή συχνά τις επαναλαμβάνουν, τρέφουν την αυταπάτη πως αυτό είναι η αλήθεια. Ζουν μέσα σ’ ένα δικό τους κόσμο ψεύτικο και νομίζουν, χωρίς να το ελέγχουν, χωρίς να δέχονται αντιρρήσεις, πως αυτός είναι ο γνήσιος Χριστιανισμός.
Συνήθως είναι θεωρίες που επιστρατεύουν, για να δικαιολογήσουν ορισμένες παραβάσεις του Νόμου του Θεού ή την επιθυμία τους να δουλεύουν σε κάποιο αμαρτωλό πάθος.
Υπάρχουν όμως ανάμεσα στους χαρακτηριζόμενους σαν πιστούς ανθρώπους, ανάμεσα στους λεγόμενους συντηρητικούς, αν θέλετε, στους ανθρώπους της Εκκλησίας και πολλοί που, ενώ έχουν την συναίσθηση πως είναι προσαρμοσμένοι στις αντιλήψεις και εντολές της Εκκλησίας δε ζουν με γνησιότητα το Χριστιανισμό.
Μπορεί να είναι και να θεωρούνται καλοί χριστιανοί. Επιτελούν τα καθήκοντά τους με ζήλο. Αγανακτούν, αν κάποιος τους θίξει την πίστη τους. Εντούτοις, αν το προσέξει κανένας, έχουν μια ακρότητα ή μονομέρεια. Και είναι δύο κυρίως οι μορφές που εκδηλώνεται αυτός ο λανθασμένος τρόπος ευαγγελικής ζωής.
Ο ένας είναι να περιορίζεται κανένας στην ηθική ζωή και στην επιδίωξη της αρετής μόνο. Η λατρεία, η μυστηριακή ζωή, οι εκκλησιαστικές ακολουθίες τοποθετούνται σε δευτερεύουσα τελείως μοίρα. Και ενώ ξεκινούν με σωστή τοποθέτηση, καταντούν σε μονομέρεια. Υπερτιμούν το ανθρώπινο στοιχείο. Δεν υπολογίζουν όσο πρέπει την παντοδυναμία της Θείας Χάριτος. Δεν έχουν συνειδητοποιήσει το βασικό λόγο του Κυρίου «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Όλες τις εξωτερικές εκδηλώσεις, από τις ευκαιρίες λατρείας ως τις εκδηλώσεις της σεμνότητας, τις θεωρούν τύπους. Τύπους χωρίς ουσία. Ενώ αυτοί διακηρύττουν πως έχουν στραφεί στην ουσία. Δεν είναι τυπολάτρες. Ελέγχουν μόνο την καρδιά και τις διαθέσεις. Είναι τίποτε γι’ αυτούς η εμφάνιση και η επιφάνεια. Το βάθος, το αμφίβολο κάποτε βάθος, έχει αξία γι’ αυτούς. Και με τη δικαιολογία αυτή καλύπτουν κάθε είδους ενέργειες εν ονόματι αυτών των, καθώς λένε, εσωτερικών διαθέσεων. Της καρδιάς. Της προσωπικής σχέσεως με το Θεό, έτσι καθώς την καταλαβαίνουν και επιθυμούν οι ίδιοι.
Σε αντίθεση με αυτό βρίσκεται ο άλλος. Ο πιο συνηθισμένος ίσως. Πρόκειται για τους ανθρώπους εκείνους που εύκολα επιτελούν όλα τα τυπικά καθήκοντα, αλλά η «καρδιά» τους πόρρω απέχει από το Θεό. Είναι αυτοί που και στο Ναό προσέρχονται, και αγιασμούς ίσως κάνουν στο σπίτι τους ή ευχέλαια, που δε λείπουν από τις λιτανείες. Αυτοί που επιδεικνύουν το σεβασμό τους και προς τον Άγιο, τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον προστάτη και πρεσβευτή μας στο Θεό. Εκδηλώνουν με κάθε τρόπο αυτό τους το σέβας μέχρι λατρείας. Κεριά, παρακλήσεις, μετάνοιες. Πιστεύουν ότι αυτός μπορεί με τις προσευχές του να τους προστατεύσει. Χαλούν τον κόσμο, για να πάρουν ένα φυλαχτό ή λίγο λάδι από την κανδήλα του.
Αν τους πεις πως δεν αρκεί αυτό, είναι έτοιμοι να διαμαρτυρηθούν. «Αυτοί οι μορφωμένοι, οι μοντέρνοι χριστιανοί θέλουν να μας χαλάσουν τη θρησκεία μας». Θρησκεία που για μερικούς έχει περιοριστεί σε μερικά έθιμα. Για την εξασφάλιση και διατήρησή τους μπορεί να θυμώνουν, να υβρίζουν, να κακολογούν. Αν ένα απλό έθιμο τέτοιο διαταραχτεί, επιτίθενται κατά του ιερέως, των επιτρόπων, δεν ξέρω ποιων άλλων και είναι δυνατό να μην πατήσουν στην εκκλησία για μήνες ή για χρόνια.
Άλλοι πάλι νομίζουν πως είναι ιερό τους καθήκον να απέχουν από τον εκκλησιασμό για χρόνια ολόκληρα, για να τιμήσουν – τι διαστρέβλωση του χριστιανικού πνεύματος! – το νεκρό τους. Απομακρύνονται από τη χάρη του Θεού, για να μη λυπήσουν τους ανθρώπους που προέπεμψαν κοντά στο Θεό. Ή ακόμη η σχέση τους με το Ναό περιορίζεται στο άναμμα του κεριού και στο δικαίωμα να λάβουν τον άρτο τους στη γιορτή. Αλίμονο σ’ εκείνον που κατά λάθος δε θα τους δώσει το αρτίδιο.
Όσο για την Εξομολόγηση ή τη Θεία Κοινωνία; Δεν την παραλείπουν. Αλλά για καλό. Απαιτούν να τους δεχτεί ο πνευματικός σε εξομολόγηση όλους, και είναι εκατοντάδες, την Μεγάλη Τετάρτη το πρωί. Καμιά συμμετοχή στο μυστήριο. Την ευχή επιζητούν. Για να πάνε έπειτα, «για το καλό» να μεταλάβουν. Αγανακτούν αν τους φέρει κάποιος αντίρρηση ή αμφισβήτηση στην ορθότητα των ενεργειών τους. Ο ζήλος τους όλος σ’ αυτό περιορίζεται. Γιατί είναι ζήλος κι αυτός. Αλλά όχι «ζήλος κατ’ επίγνωσιν». Όχι ζήλος Θεού.
Ο Θεός μάς θέλει ζηλωτές, αδελφοί μου. Μας θέλει να επιδιώκουμε με ζήλο και συστηματικότητα την υπακοή στο θέλημά Του. Την επιτέλεση των καθηκόντων μας. Αλλά με την καρδιά μας. Με πνεύμα θυσίας. Να περιφρονούμε ορισμένες απολαύσεις αμαρτωλές, για να κερδίσουμε τη χάρη και την ευλογία Του.
Ας το ζητούμε ειλικρινά και με συνέπεια. Θα μας στοιχίσει η εξασφάλιση της αγάπης του Θεού. Η χαρά της βασιλείας του Θεού κερδίζεται με πόνο, με θλίψεις, με βία. Με τη βία που θα εξασκήσουμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας.
Η γνήσια χριστιανική ζωή είναι τύποι και ουσία. Και πίστη και έργα. Και λατρεία και αρετή. Οι τύποι για τον καλό, το γνήσιο χριστιανό είναι το επιστέγασμα, το ξεχείλισμα μιας καρδιάς που αγαπά το Θεό και επιθυμεί να θυσιάσει ό,τι κακό, ό,τι ανήθικο, ό,τι αντιπνευματικό, για να αποκτήσει το Xριστό και την αγιότητα.
Τα έργα της αρετής εξ άλλου έχουν γι’ αυτόν πηγή και δύναμη την αγαθή και εσωτερική σχέση του με τον Κύριό του. Η επιτέλεση των λεγόμενων τυπικών καθηκόντων και εκδηλώσεων είναι ο τρόπος που θα ενωθεί με το Θεό. Η μυστηριακή ζωή δεν είναι τύποι «για το καλό» του Πάσχα και των Χριστουγέννων.
Ο εκκλησιασμός και η Θεία Κοινωνία είναι το μάνα που τρέφει την ψυχή του. Είναι το οξυγόνο που ζωογονεί το πνεύμα, την ύπαρξή του. Η Εξομολόγηση είναι η μυστική επικοινωνία και αναφορά του προς τον Κύριο που τον λυτρώνει. Τον λούζει στη χάρη Του.
Με αυτόν, αδελφοί μου, τον τρόπο θα γευτούμε τις χάρες και τις χάρες της πραγματικής χριστιανικής ζωής. Έτσι θα λάβουμε πείρα των αγαθών της Βασιλείας του Χριστού. Θαμπωμένοι και αναγεννημένοι με την πρώτη απόλαυση θα αισθανθούμε την ανάγκη, την έλξη της βαθύτερης, της μονιμότερης καλής σχέσεώς μας με το Θεό.
Θα ζούμε με ικανοποίηση και αγαλλίαση «ως εν ουρανώ και επί της γης». Όχι με την επιπόλαια γνωριμία του Ευαγγελίου και την επιφανειακή συμμόρφωσή μας στις απαιτήσεις του. Αλλά με την ολοκληρωτική διείσδυση στο πνεύμα του Χριστού. Με τον αγώνα για συνεπή ενάρετη ζωή. Με τη βαθιά επιθυμία, με τον ένθεο ζήλο να γνωρίσουμε και να ζήσουμε με γνησιότητα του Χριστού την αλήθεια.
2/7/1972
 Από το βιβλίο: Πολυκάρπου Βαγενά, Μητροπολίτου Κερκύρας, «Ελθέτω η βασιλεία σου», τ. Γ’, σελ. 88.