Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι τὸ φάρμακον τῶν ἁμαρτημάτων μας

Κυριακὴ τῶν Ἁγ. Πατέρων Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου (Τίτ. γ΄ 8-15) Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι τὸ φάρμακον τῶν ἁμαρτημάτων μας Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Πατριάρχου Κων/πόλεως
Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ μίλησε γιὰ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀνέκφραστη καὶ ἄφατη πρόνοιά Του πρὸς ἐμᾶς καὶ ἀφοῦ ἀνέφερε ποιοὶ ἤμασταν πρῶτα καὶ ποίους μᾶς ἔκανε, μετὰ προσθέτει καὶ τὰ ἑξῆς:

«Νὰ τοὺς προτρέπης σὲ ἐλεημοσύνη σὲ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη καὶ νὰ πρωτοστατοῦν σὲ ἔργα καλά». Παρόμοια γράφει καὶ πρὸς τοὺς Κορινθίους: «γνωρίζετε ὅτι ὁ Κύριος ἐπτώχευσε, ἐνῷ ἦτο πλούσιος, ὥστε νὰ πλουτίσουμε ἐμεῖς μὲ τὴν δική Του πτωχεία» (Β΄ Κορ. 8:9). Δηλαδή, νὰ βοηθοῦν τοὺς ἀδικημένους, καὶ ὄχι μόνον μὲ χρήματα, νὰ τοὺς προστατεύουν καὶ νὰ τοὺς ὑπερ­ασπίζωνται, ὅπως καὶ τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ ὅλους ὅσοι ὑποφέρουν καὶ νὰ τοὺς φροντίζουν. Καὶ νὰ μὴ περιμένουν ἐκείνους ποὺ εἶναι σὲ ἀνάγκη νὰ ἔλθουν πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι, μὲ δική τους πρωτοβουλία νὰ ἐνδιαφέρωνται καὶ νὰ ἀναζητοῦν ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Διότι ἔτσι κάνει ὅποιος δείχνει τὴν φροντίδα του καὶ ἐργάζεται τὸ ἀγαθὸ μὲ πολλὴ προθυμία. Διότι, τὸ κέρδος τῆς εὐεργεσίας εἶναι μᾶλλον σὲ ἐκεῖνον ποὺ εὐεργετεῖ παρὰ σὲ ἐκεῖνον ποὺ εὐεργετεῖται. Διότι ἔτσι ἀποκτοῦν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Διότι σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει: «Δὲν ἐπιζητῶ τὰ δῶρα, ἀλλὰ τὸν καρπὸ ποὺ πληθαίνει γιὰ λογαριασμό σας» (Φιλιπ. 4, 17). Καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ Ἀποστολικοῦ κηρύγματος, ὅταν οἱ πιστοὶ πουλοῦσαν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ κατέθεταν τὰ χρήματα στὰ πόδια τῶν Ἀποστόλων, γιὰ νὰ τὰ διαχειρισθοῦν ἐκεῖνοι, ὅπως ἤξεραν, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν πιστῶν. Βλέπεις ὅτι οἱ Ἀπόστολοι περισσότερο μεριμνοῦσαν γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἔδιναν, παρὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔπαιρναν· διατί, ἐὰν φρόντιζαν μόνον γιὰ τοὺς φτωχούς, δὲν θὰ ἔκαναν λόγο γιὰ τὸν Ἀνανία καὶ τὴν Σαπφείρα, ὅταν κράτησαν μέρος τῶν χρημάτων γιὰ τὸν ἑαυτό τους (Πράξ. 5), οὔτε θὰ νουθετοῦσε ὁ Παῦλος νὰ μὴ προσφέρωνται αὐτὰ μὲ στενοχώρια καὶ ἀναγκαστικὰ (Β΄ Κορ. 9:7). Τί λοιπόν, πές μου, δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Χριστός, ποὺ ἔθρεψε ἀπὸ πέντε ἄρτους πέντε χιλιάδες καὶ ἀπὸ ἑπτά, τέσσερεις χιλιάδες, νὰ θρέψη τὸν ἑαυτό Του, καὶ ὅσους ἦσαν μαζί Του; Γιὰ ποιὸ λόγο τρεφόταν ἀπὸ γυναῖκες; Γιατί λέγει: «Τὸν ἀκολουθοῦσαν γυναῖκες ποὺ Τὸν ὑπηρετοῦσαν» (Μᾶρκ. 15: 41). Γιὰ νὰ μᾶς διδάξη ὅτι φροντίζει ὅσους καταγίνονται σὲ ἔργα ἀγαθὰ καὶ ἐλεημοσύνης.
Πρόσεχε δὲ καὶ τὸν Προφήτη, ὅταν ἔδινε τὴν ἄριστη ἐκείνη συμβουλὴ στὸν Ναβουχοδονόσορα, ὅτι δὲν φρόντιζε μόνον γιὰ τοὺς φτωχούς. Γιατί δὲν εἶπε: «δῶσε στοὺς πτωχούς», μόνο. Ἀλλὰ τί; «Ἐξάλειψε τὶς ἁμαρτίες σου μὲ ἐλεημοσύνες, καὶ τὶς ἀδικίες σου μὲ φιλανθρωπία πρὸς τοὺς πτωχοὺς» (Δαν. 41, 24). Καὶ πάλιν, ὁ Χριστὸς λέγει: «πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δῶσε τὰ χρήματά σου στοὺς πτωχοὺς καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσης» (Ματθ. 19: 21).
Ἐπειδή, λοιπόν, τὰ χρήματα εἶναι ἐμπόδιο, γι’ αὐτὸ πρόσταξε νὰ τὰ δίνουμε στοὺς φτωχούς, διδάσκοντας ἔτσι τὴν ψυχὴ νὰ εἶναι φιλεύσπλαγχνη καὶ συμπονετική, νὰ περιφρονῆ τὰ χρήματα καὶ νὰ ἀποφεύγη τὴν πλεονεξία. Γιατί ὅποιος μαθαίνει νὰ δίνη σὲ ὅποιον δὲν ἔχει, θὰ συνηθίση, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, νὰ μὴ παίρνη καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν. Κι αὐτὸ μᾶς κάνει ὅμοιους μὲ τὸν Θεό, (ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε καὶ εἶναι ἐλεήμων).
Καὶ παρ’ ὅλο ποὺ ἡ νηστεία, ἡ χαμαικοιτία καὶ ἡ παρθενία ἔχουν πιὸ δύσκολο κόπο ἀπ’ αὐτήν, ὅμως τίποτε δὲν εἶναι τόσο ἰσχυρὸ καὶ δυνατὸ στὸ νὰ σβήνη τὴν φωτιὰ τῶν ἁμαρτημάτων μας, ὅσο ἡ ἐλεημοσύνη. Αὐτὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα, αὐτὴ στήνει τοὺς ἐραστάς της κοντὰ στὸν Βασιλέα. Καὶ εὐλόγως. Γιατί ἡ νηστεία, ἡ παρθενία καὶ ἡ χαμαικοιτία μένει γύρω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὴν ἀσκεῖ, καὶ κανένα ἄλλον δὲν ἔσωσε, ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως ἁπλώνεται καὶ ἀγκαλιάζει ὅλους, ὅλα τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, οἱ πράξεις ἐκείνων ποὺ ἁπλώνονται σὲ πολλούς, ὠφελοῦν περισσότερους καὶ εἶναι πολὺ μεγαλύτερες παρὰ ἐκεῖνες ποὺ στέκονται στὸν ἕνα.
Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι μητέρα τῆς ἀγάπης, ποὺ χαρακτηρίζει τὸν χριστιανισμό, ποὺ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλα τὰ θαύματα, καὶ μὲ τὴν ὁποία ἀναδεικνύονται οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ· αὐτὴ εἶναι τὸ φάρμακο τῶν ἁμαρτημάτων μας, καθαρισμὸς τῆς ρυπαρῆς ψυχῆς μας, κλῖμαξ ποὺ ἀνεβάζει στὸν οὐρανό. Αὐτὴ μᾶς συνδέει μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ μᾶς σκεπάζει καὶ μᾶς πλουτίζει (πνευματικά).
Στὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων ὅλοι οἱ πιστοὶ εἶχαν μία ψυχή, «ἦν γὰρ ἁπάντων ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία καὶ Χάρις ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς, καὶ μετὰ πολλῆς ὠφελείας δι­ῆγον». Πρόσεχε τὸν καρπὸ τῆς ἐλεημοσύνης: τὰ φράγματα καὶ τὰ ἐμπόδια ἐξαλείφθησαν καὶ οἱ ψυχές τους ἑνώθησαν· «ὅλοι εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή». Καὶ τοῦτο ἔχει πολὺ μεγάλο κέρδος.
…Καὶ ὅπως κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πιάση εὔκολα ἐκεῖνον ποὺ φεύγει τρέχοντας γυμνός, ἐνῷ εὔκολα συλλαμβάνεται καὶ σύρεται ἐκεῖνος ποὺ φορᾶ πολλὰ ἐνδύματα καὶ φέρει πολλὲς ἀποσκευές, ἔτσι γίνεται μὲ τὸν πλούσιο καὶ τὸν φτωχό. Οἱ πολλὲς μέριμνες καὶ φροντίδες δημιουργοῦν πολλὴ στενοχωρία, ὀργὴ καὶ παροξυσμοὺς καὶ ὅλα αὐτὰ παραχώνουν τὴν ψυχὴ στὴν γῆ. Ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου καὶ ὁ πλοῦτος χρειάζεται πολλὴ εὐρυχωρία, κι εἶναι ἀγκάθια, ἐμπόδια, φραγμοὶ καὶ κωλύματα μὲ μύρια σκάνδαλα. Στενὸς εἶναι ὁ δρόμος γι’ αὐτοὺς ποὺ θλίβονται, ποὺ δὲν βαστάζουν φορτία, παρὰ μόνον αὐτὰ ποὺ μεταφέρονται στὸν οὐρανό, διὰ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τῆς καλωσύνης, τῆς πραότητος καὶ ἐπιείκειας. Ἐὰν βαστᾶς αὐτά, εὔκολα θὰ μπορέσης νὰ περάσης στὴν οὐράνιο βασιλεία. Κατενόησε πῶς διασώθηκαν οἱ τρεῖς παῖδες ἐν τῇ καμίνῳ (Δαν. 3: 19-33), οἱ ὁποῖοι ἐνέπεσαν σὲ ἐκείνην τὴν γέενναν τοῦ πυρὸς δεδεμένοι τὰς χεῖρας καὶ πόδας ὅλοι μαζί, καὶ πολλὴν εὑρῆκαν ἀνάπαυσι καὶ εὐρυχωρία, ἀλλὰ ὄχι καὶ ὅσοι τοὺς περιστοίχιζαν ἐκ τῶν ἔξω. Κάτι τέτοιο θὰ γίνη καὶ τώρα, ἐὰν θέλουμε νὰ σταθοῦμε μὲ γενναιότητα στοὺς ἐπερχόμενους πειρασμοὺς καὶ μὲ ἀνδρεία.
Ἂν ἔχουμε τὶς ἐλπίδες μας στὸν Θεό, θὰ βρεθοῦ­με σὲ χῶρο εὐρύχωρο καὶ ἀσφαλῆ. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ μᾶς πιέζουν καὶ κατατρέχουν καὶ ἐκβιάζουν, θὰ χαθοῦν, διότι «ὅποιος ἀνοίγει λάκκο, θὰ πέσει ὁ ἴδιος μέσα», λέγει ἡ Γραφὴ (Σοφ. Σειρ. 27:26). Καὶ ἂν μᾶς δέσουν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ἡ θλῖψις αὐτὴ θὰ τὰ λύση. Πρόσεξε τὸ θαυμάσιο τοῦ Θεοῦ: ἐκείνους ποὺ ἔδεσαν οἱ ἄνθρωποι, τοὺς ἔλυσε ἡ φωτιὰ καὶ τοὺς ἔσπασε τὰ δεσμά. Τοὺς ἐλευθέρωσε καὶ ἔγινε χῶμα, ὅπου ἐκεῖνοι πατοῦσαν. Καὶ πολὺ δίκαια, γιατί εἶχαν ριφθῆ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι, λοιπόν, εἴμεθα σὲ θλίψεις καὶ δοκιμασίες, ἕνεκα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, ἂς ἔχουμε αὐτὰ τὰ παραδείγματα.
Ἀλλὰ νά, λέγει, ἐκεῖνοι ἀπαλλάχθηκαν τῆς μεγάλης θλίψεως, ἐμεῖς ὅμως ὄχι. Καὶ σωστά, διότι ἐκεῖ­νοι δὲν μπῆκαν στὸ καμίνι γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πεθάνουν. Διότι ἔλεγαν «ἔστι Θεὸς ἐν οὐρανοῖς ὅστις ρύσεται ἡμᾶς· καὶ ἂν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν» (Δαν. 3: 17, 18). Ἐμεῖς ὅμως, διαπραγματευόμαστε τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν παιδαγωγία Του ποὺ Ἐκεῖνος ὅρισε εἰς ἐμᾶς, θέτουμε χρονικὰ περιθώρια καὶ λέγουμε «ἐὰν μέχρι τότε δὲν μᾶς ἐλεήση». Διὰ τοῦτο καὶ δὲν ἀπαλλασσόμεθα. Οὔτε καὶ ὁ Ἀβραὰμ πήγαινε νὰ θυσιάση τὸν υἱό του μὲ σκοπὸ νὰ τὸν λάβη σῶο, ἀλλὰ ὡς σφάγιον τὸν προσέφερε στὸν Θεό, καὶ ἐντελῶς ἀπροσδόκητα τὸν ἔλαβε σῶο. Καὶ ἐσύ, λοιπόν, ὅταν πέσης σὲ θλίψη καὶ πειρασμό, μὴ ἀνυπομονῆς νὰ ἀπαλλαγῆς γρήγορα, μὴ βιάζεσαι νὰ τὸν διώξης, ὁπλίσου μὲ κάθε ὑπομονή, καὶ τότε, θὰ ἀπαλλαγῆς τῆς θλίψεως, ἐν τάχει. Διατί, γι’ αὐτὸ τὴν στέλνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ σὲ παιδεύση καὶ διδάξη. Ὅταν λοιπόν, ἐκ προοιμίου, ἔχωμε τέτοια διάθεσιν, νὰ ὑπομείνωμε τὸν ὅποιον πειρασμό, καὶ δὲν χάσουμε τὸ θάρρος μας, τότε, μᾶς ἐλευθερώνει ὁ Θεός, σὰν νὰ ἔχουμε κατορθώση τὸ πᾶν.