1. Στον εκκλησιασμό. Τώρα τελευταία δεν πάνε πολλοί χριστιανοί στην εκκλησία και δικαιολογούνται ότι ακούνε από το ραδιόφωνο. Αυτό κατά βάθος είναι μια οκνηρία. Γιατί για να πάει ο άλλος στην εκκλησία χρειάζεται κάποιος κόπος, να σηκωθεί, να πλυθεί, να ντυθεί, να χτενιστεί, να σταθεί μια δυο ώρες στη Θεία Λειτουργία. Ένας κόπος είναι και η οκνηρία του η πνευματική, μολονότι δεν είναι άπιστος, τον κάνει να μην αγαπά τον εκκλησιασμό.
2. Στην προσευχή. Ξέρουμε όλοι ότι η προσευχή είναι μια συνομιλία με το Θεό, όμως δεν την αγαπούμε. Όταν κάποιο εξέχον πρόσωπο μας ορίσει κάποια συνάντηση, προσπαθούμε να είμαστε συνεπείς. Αν σ’ εκεινες τις συναντήσεις έχουμε συνέπεια, πόσο μάλλον πρέπει να είμεθα συνεπείς στη συνάντησή μας και στη συνομιλία μας με το Θεό. Η ψυχή που αγαπά τον Θεό είναι επίμελής στην προσευχή.
3. Αμέλεια δείχνουμε και στη μελέτη της Αγίας Γραφής. Είδατε τι λέει ο απόστολος Πέτρος; «Ὡς ἀρτιγέννητα βρέφη τὸ λογικὸν γάλα ἐπιποθήσατε, ἵνα αὐξηθῆτε εἰς σωτηρίαν». Να αγαπήσουμε, λέει, την Αγία Γραφή και να έχουμε επιθυμία να τη μελετάμε, όπως το βρέφος επιθυμεί να πιεί το γάλα της μάνας του.
4. Αμέλεια στην εξομολόγηση. Αναβάλλουμε συνεχώς.
5. Αμέλεια στη Θεία Κοινωνία. Δεν κοινωνούμε με τόσο προθυμία και ζήλο, όσο έπρεπε να έχουμε.
6. Αμέλεια στην ιεραποστολή. Δεν προσπαθούμε να κερδίσουμε και άλλες ψυχές στο Χριστό. Όχι τόσο δια του λόγου, αλλά δια του παραδείγματός μας.
Σε μια εποχή δραστηριότητος έχουμε στα πνευματικά αμέλεια συνεχή, οκνηρία και ύπνο, λες και μας τσίμπησε όλους η μύγα τσετσέ της Αφρικής. Τα όμορφα τροπάρια της Εκκλησίας μας προσπαθούν να εκτινάξουν αυτήν την αμέλεια. Ένα απ’ αυτά λέει «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; Τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι».
Την αμέλεια, που έρχεται σ’ όλους τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, πρέπει να καταπολεμήσουμε. Μεγάλα πνεύματα κινδύνεψαν να πέσουν σ’ αυτήν. Ακόμα και ο προφήτης Ηλίας. «Πάρε με» είπε στο Θεό «δεν θέλω να ζω. Δεν υπάρχουν αφτιά για ν’ ακούσουν. Έμεινα μόνος». Και ο Θεός του απάντησε «Τι είναι αυτά που λες, Ηλία; Σε τι ακηδία και πένθος έφτασες; Ρίξε μια ματιά γύρω σου και θα δεις 6 χιλιάδες ψυχές είναι που δεν προσκύνησαν τον Βάαλ».
Ο δαίμων της αμελείας πολεμεί πολύ τον άνθρωπο. Θέλει να βρίσκεται σε κατάσταση οκνηρίας, για να μην σωθεί. Αυτή η αμέλεια τιμωρείται από το Θεό. Και η τιμωρία αυτή εικονίζεται στην παραβολή των πέντε μωρών παρθένων. Αυτές δεν κάνανε σε κανέναν άνθρωπο κακό. Μόνο που ήταν αμελείς. Όταν είδαν ότι το λάδι τους τελείωνε, δεν πήγαν εγκαίρως στον έμπορο για ν’ αγοράσουν. Αδιαφόρησαν, αμέλησαν, δεν κουράστηκαν. «Ε» θα είπαν «όταν τελειώσει, θα ψάξουμε και θα βρούμε». Ξέρετε πώς έκαναν αυτές. Σαν τον οδηγό που είναι αμελής. Όταν κάνει μακρινό ταξίδι δεν φροντίζει να ανεφοδιαστεί με βενζίνη και μένει στου δρόμου τα μισά. Αυτό κάνουμε κι εμείς. Ενώ έχουμε να κάνουμε μακρινό ταξίδι και να διανύσουμε δρόμο μακρύ, δεν ανεφοδιαζόμαστε με πνευματικά αγαθά, με τα Μυστήρια της Εκκλησίας και με την προσευχή, για να συνεχίσουμε το δρόμο.
Η αμέλεια είναι το μεγαλύτερο όπλο του διαβόλου
Δημιουργεί πολλά θύματα, γι’ αυτό πρέπει να την πολεμήσουμε εγκαίρως. Να είμαστε δραστήριοι όχι μόνο στον υλικό τομέα αλλά και στον πνευματικό. Γιατί, τι το όφελος να είμαστε εργατικοί στα υλικά και οκνηροί στα πνευματικά; Ο σατανάς με την αμέλεια προσπαθεί να κερδίσει έδαφος. Δημιουργεί μιαν υποτονία στον άνθρωπο. Τον κάνει να αδιαφορεί για όλα τα πνευματικά και τον οδηγεί σε μια νέκρωση πνευματική. Τον κάνει νεκρό άταφο και άχρηστο για κάθε πνευματικό αγώνα. Γι’ αυτό χρειάζεται πολύ προσοχή, προσευχή και αγώνα.
Λένει ότι κάποτε ο διάβολος κάλεσε τα όργανά του, κάλεσε τους πράκτορές του, που εργάζονταν πάνω στη γη και ζήτησε να μάθει τα αποτελέσματα των εργασιών τους. Παρουσιάστηκε ο πρώτος δαίμων και είπε «Σ’ έναν όμιλο χριστιανών, που περνούσε κάποιο ερημικό μέρος τραγουδώντας και ψάλλοντας, ξεσήκωσα τα λιοντάρια και τις τίγρεις και τους κατεσπάραξαν. Τώρα, τα κόκκαλά τους βρίσκονται κατάσπαρτα στην έρημο». «Δεν έκανες τίποτε» του είπε θυμωμένα ο αρχηγός του. «Τι καυχάσαι, που εξήγειρες τα θηρία εναντίον του σώματος των χριστιανών, αφού οι ψυχές τους σώθηκαν και πήγαν στον παράδεισο;». Ο δεύτερος δαίμων παρουσιάστηκε και είπε «Ταξίδευε ένα καράβι σ’ ένα μεγάλο ωκεανό. Κι είχε μέσα φλογερούς χριστιανούς και ιεραποστόλους. Ξεσήκωσα τότε μεγάλη φουρτούνα εναντίον τους και πάει, χάθηκε το καράβι. Πνίγηκαν όλοι». «Δεν κατόρθωσες τίποτε» είπε ο διάβολος «Έπνιξες τα σώματά τους, αλλά οι ψυχές τους σώθηκαν και έφυγαν από κοντά μας».
Παρουσιάστηκε και ο τρίτος δαίμων και είπε «Εγώ δεν ξεσήκωσα ούτε θηρία ούτε κύματα εναντίον των χριστιανών, αλλά έκανα κάτι άλλο. Υπήρχε μια εκλεκτή ψυχή, που αγαπούσε το Θεό, προσευχόταν, μελετούσε την Αγία Γραφή, προσπαθούσε να σώσει και άλλες ψυχές. Εγώ χρόνια προσπαθούσα να τη ρίξω στην αμέλεια, να την κάνω να κουραστεί και ν΄ αδιαφορήσει και να πει «Φτάνει πια. Βαρέθηκα. Δεν χρειάζεται άλλος αγώνας». Πέρασαν δέκα χρόνια και το κατόρθωσα. Αυτή τη στιγμή την έκανα δική μου και βρίσκεται κάτω από την εξουσία μου». Ενθουσιάστηκε ο σατανάς με το κατόρθωμα αυτού του διαβόλου και του έδωσε το βραβείο. «Μπράβο» του είπε «εσύ πέτυχες το πιο μεγάλο κατόρθωμα». Χρειάζεται υπομονή, εργατικότητα, αύξηση καθημερινή του ζήλου μας, προσοχή και αγώνα συνεχή, για να μη μας καταλάβει η πνευματική τεμπελιά και έρθει ο πνευματικός θάνατος της ψυχής μας.
Για την πνευματικότητα, που πρέπει να αναπτύξουμε, υπάρχει κι ένα άλλο παράδειγμα πιο ωραίο απ’ αυτό που σας είπα. Κάποτε ήταν τρεις εκλεκτοί νέοι. Διακρίνονταν για το ζήλο, την ανδρεία και την εργατικότητά τους. Υπηρετούσαν στο στράτευμα και πολλές φορές παρασημοφορήθηκαν για την ανδρεία τους από το βασιλιά. Μια μέρα αυτοί οι νέοι μπήκαν σ’ ένα πανέμορφο και αρωματώδες δάσος. Ήταν άνοιξη, τα πουλιά κελαηδούσαν και αυτοί μαγεμένοι από την ομορφιά, προχωρούσαν δυο τρεις μέρες χωρίς να μιλούν καθόλου, μόνο θαύμαζαν την όμορφη φύση. Ὀταν βγήκαν από το δάσος, αναστέναξαν και είπαν «Τι κρίμα που τελείωσε τόσο γρήγορα το ωραίο αυτό δάσος». Και ρώτησε ο ένας τον άλλο τι αισθανόταν και τι σκεφτόταν, όταν περνούσαν αμίλητοι τ’ όμορφο δάσος. Και οι τρεις το ίδιο είπαν. «Αν το δάσος είναι τόσο ωραίο, πόσο ωραιότερος θα είναι ο Παράδεισος;».
Αποφάσισαν τότε και οι τρεις να ξαναμπούν σ’ ένα άλλο όμορφο δάσος. Ποιο; Να μπουν σε κάποια μοναχική ή ιεραποστολική αδελφότητα. Να αναπνέουν τον καθαρό αέρα της πίστεως. Ν’ ακούν τα όμορφα τραγούδια, να συνομιλούν με το Θεό διά της προσευχής και να ευχαριστιούνται μέσα σ’ αυτόν το μικρό παράδεισο, μέχρι να τους αξιώσει ο Θεός να φτάσουν στο μεγάλο Παράδεισο του Θεού. Μια αδελφότητα είναι ένας μικρός παράδεισος. Άλλο εμείς αν δεν το εκτιμούμε.
Οι τρεις, λοιπόν, στρατιώτες έφυγαν από το στρατό και βρήκαν μια αδελφότητα και δούλευαν εκεί. Πέρασαν 3 -4 χρόνια και νάτος ο δαίμονας, όχι της φυλαργυρίας ή της πλεονεξίας ή της λαιμαργίας αλλά της αμέλειας. Και τους ψιθύρισε στο αφτί. «Ε, τι κάνετε κάθε μέρα. ‘Πάτερ ημών’, προσευχές, καμπάνες, Γραφές. Δεν βαρεθήκατε ακόμα; Αφήστε τα αυτά. Τσάμπα κουράζεστε». Και κατόρθωσε ο δαίμονας της αμέλειας να κερδίσει τους δύο. Και αποφάσισαν να φύγουν από την αδελφότητα και να πάνε μέσα στον κόσμο, μέσα στη σαχάρα του βίου. Αλλά πριν φύγουν, θεώρησαν σωστό να το πουν στον τρίτο, το μεγαλύτερο, που τον σέβονταν ιδιαιτέρως και του πρότειναν να πάει μαζί τους.
Μόλις το άκουσε ο τρίτος φίλος τους, απόρησε. «Φεύγετε» τους είπε «απ’ αυτό τον όμορφο παράδεισο;». «Ναι» είπαν «δεν μπορούμε να παραμείνουμε άλλο εδώ, γιατί δεν έχουμε καμιά χαρά. Τα βαρεθήκαμε όλα. Δεν μας κάνουν εντύπωση ούτε οι προσευχές ούτε το Ευαγγέλιο ούτε η συντροφιά. Ζούμε σε μια σαχάρα. Καλύτερα να φύγουμε απ’ εδώ, γιατί κολαζόμαστε. Να πάμε στον κόσμο να παντρευτούμε, να κάνουμε οικογένειες και να χαρούμε λίγο τη ζωή».
Αναστέναξε ο καλός φίλος και τους είπε: «Εγώ, αδέλφια μου, έχω μέσα μου χαρά και καθημερινά γίνεται μεγαλύτερη». «Πώς» του είπαν «εσύ έχεις χαρά εδώ, που εμείς έχουμε στενοχώρια και θέλουμε να πάρουμε τις βαλίτσες μας και να πάμε στον κόσμο;». «Έχω χαρά και αυξάνεί, γιατί καθημερινά διαβάζω τρία γράμματα». «Ποια γράμματα διαβάζεις» του είπαν «αφού εσύ δεν ξέρεις γράμματα».
«Από το πρωί, που θα βγει ο ήλιος, μέχρι να νυχτώσει, διαβάζω το μαύρο γράμμα και όσο το διαβάζω, τόσο κλαίω κι αισθάνομαι χαρά. Αυτό το γράμμα έχει μέσα τ’ αμαρτήματά μου. Τα αμαρτήματα που έκανα μικρός, μεγάλος, όταν ήμουν στρατιώτης. Τα θυμάμαι και κλαίω και ζητώ το έλεος του Θεού. Μαύρο γράμμα είναι η ώρα του θανάτου μου. Μαύρο γράμμα είναι η κόλαση. Αυτά τα βλέπω και τα διαβάζω και λέω να γλιτώσω από την καταστροφή τη μεγάλη. Να σώσω την ψυχή μου. Το δεύτερο γράμμα, που είναι κόκκινο, το διαβάζω τρεις ώρες τα μεσάνυχτα. Έχει τα Πάθη του Χριστού. Το Αίμα που έχυσε ο Χριστός για μένα και λέω ‘Αν ο Χριστός έχυσε το Αίμα Του για μένα, εγώ τι πρέπει να κάνω για τη δική μου σωτηρία;’ Και το τρίτο γράμμα, που είναι χρυσό, είναι ο Παράδεισος. Είναι το δάσος που περάσαμε. Εκείνον σκέπτομαι και λαχταρώ. Το πρώτο γράμμα είναι σκοτεινό, το δεύτερο είναι κόκκινο και το τρίτο χρυσό. Όταν τα σκέπτομαι αυτά τα γράμματα, πότε τ’ αμαρτήματά μου, πότε τι εστοίχισε η σωτηρία μου στον Χριστό, πότε τι μ’ επιφυλάσσει ο Κύριος στο μέλλον, συγκινούμαι και μένω σ’ αυτόν τον τόπο, για να βρω το έλεος του Θεού».
Έτσι, κατόρθωσε να τους κρατήσει και τους δύο και όταν έφυγαν από το κελί του ακούστηκε βρόντος, κρότος δυνατός, μούγκρισε ο σατανάς και έλεγε: «Αχ, κατορθώσατε και φύγατε από τα χέρια μου». Και μέσα στην αδελφότητα κινδύνευαν να χαθούν από την αμέλεια. Όσοι φεύγουν από τις αδελφότητες, δεν φεύγουν γιατί τους φταίει ο ένας ή ο άλλος, αυτά είναι προφάσεις, αλλά από αμέλεια. Αυτή εργάζεται σκληρά και διώχνει τη χαρά και το μεγαλείο από την ψυχή.
Ο αμελής είναι σκυθρωπός, ενώ ο επιμελής χαρούμενος. Ο επιμελής και αγωνιστής με την εργασία του αντιμετωπίζει και νικά τα προβήματα και έχει τη χαρά των αγγέλων. Πολεμά χαμογελώντας, ενώ ο τεμπέλης και οκνηρός, έχει προσωρινή την ανάπαυση της σαρκός και μπορεί μεν να πει στην ψυχή του «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου», αλλά δεν έχει μέσα του χαρά αλλά έλεγχο εσωτερικό και είναι δύσθυμος.
Εσείς πρέπει να λάμπετε από χαρά. Μέλισσες να είστε και όχι κηφήνες. «Ἐργάζεσθε» λέει η Αγία Γραφή «ἕως ἡμέρα εστί, ὅτι ἔρχεται νῦξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι». Άντε, κάτω στα νεκροταφεία, είναι χιλιάδες άνθρωποι, αλλά ουδείς πλέον εργάζεται. Η αμέλεια είναι τόσο φοβερή, μοιάζει με τους τερμίτες. Οι τερμίτες είναι μυρμήγκια μεγάλα της Αιγύπτου. Βρίσκονται κάτω στα ξύλινα υπόγεια των σπιτιών και τρώνε συνεχώς το θεμέλιο του σπιτιού, μέχρι που πέφτει η οικοδομή ολόκληρη.
Αυτό κάνει στην ψυχή μας η καταραμένη αμέλεια. Και βλέπεις μια κοπέλα, που είναι θερμή, είναι ζηλώτρια, δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για όλα, για την ψυχή της, για τη σωτηρία των άλλων και σιγά σιγά τη βλέπεις να αδιαφορεί. Και όταν τα μαλλιά της ασπρίσουν και γίνει 40, 50, 60 ετών, θέλει να πάει στον κόσμο, να παντρευτεί, για να βρει τη χαρά, που δεν τη βρήκε κοντά στο Χριστό. Μπουχτίζουν οι αμελείς ψυχές και φεύγουν από το Χριστό. Για να μη μας καταλάβει αυτός ο σατανάς της αμέλειας, που είναι φοβερός, ας δείξουμε μεγαλύτερο ζήλο σε όλα. Στην ανάγνωση της Αγίας Γραφής, στην προσευχή, στον πνευματικό αγώνα.
Ομολογώ και εγώ πολεμώ με το σατανά της αμέλειας, κάθε φορά που πάω να γράψω. Έχω γράψει 40 βιβλία με πάνω από 15 χιλιάδες σελίδες περιεχόμενο και μου λέει, να σαν να τον βλέπω, «Πάψε πια να γράφεις. Δεν βαρέθηκες;». Αυτό έπαθε κι ένας διάσημος ιεροκήρυκας. Ερχόταν ο δαίμων της απελπισίας και του έλεγε «Κατήχηση πας πάλι να κάνεις και διδασκαλία. Άστα αυτά. Δεν γίνεται τίποτε». Μια μέρα θύμωσε τόσο πολύ, που πήρε το καλαμάρι με το μελάνι και το πέταξε στον τοίχο λέγοντας «Σατανά της αμέλειας και αδιαφορίας, ξαφανίσου από μπροστά μου».
Δύο είναι φοβεροί δαίμονες στην ανθρώπινη ζωή. Ο ένας της αμέλειας και ο άλλος της απελπισίας. Συγγενεύουν αυτοί, ξαδέλφια είναι. Ο αμελής δεν κάνει τίποτε απολύτως. Κρύβει το τάλαντο, γίνεται άχρηστος και μετά τον καταλαμβάνει ο σατανάς της απελπισίας και τον αποτελειώνει. Αυτό έπαθε και ο Ιούδας. Δεν πρόσεχε τον εαυτό του, έπεσε στην αμέλεια και πρόδωσε το Χριστό και μετά οδηγήθηκε στην απελπισία και αυτοκτόνησε.
Εσείς, αφού με τη βοήθεια του Θεού αρχίσατε να τρέχετε το δρόμο της πιστεως, να εντείνετε τις δυνάμεις. Να κάνετε αυτό που κάνουν οι δρομείς. Τρέχουν συνεχώς, δεν κοιτάζουν ποτέ πίσω και όταν πλησιάζουν στο τέρμα, τρέχουν ακόμα περισσότερο. Κι εσείς το δρόμο αυτό της σωτηρίας, της παρθενίας, της ιεραποστολής, της αφοσιώσεως προς το Θεό που διαλέξατε, πρέπει να τρέχετε συνεχώς, χωρίς καμιά διακοπή. Πιστεύοντες και λέγοντες σαν το Μέγα Αντώνιο «Αυτή είναι η τελευταία μέρα της ζωής μου».
Υπάρχει ένα βιβλίο με τον τίτλο «Μόνο επτά ημέρες». Μιλά για κάποιον κοσμικό, αδιάφορο για τη σωτηρία του άνθρωπο. Άκουσε φωνή στον ύπνο του, το είδε στο όνειρό του ότι θα ζήσει μόνο επτά ημέρες. Το πίστεψε και άλλαξε, μόλις ξύπνησε, τελείως. Ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα. Η συμπεριφορά του απέναντι στη γυναίκα του, στα παιδιά του, στους συνεργάτες του, σ’ όλο το προσωπικό άλλαξε. Τον κοίταζαν όλοι με περιέργεια και με απορία, βλέποντας τον πρώτο αδιάφορο βίο με το δεύτερο μεγάλο ζήλο. Εκμεταλλευτόταν το κάθε λεπτό και προσπαθούσε αυτές τις ημέρες να κάνει ό,τι δεν έκανε σ’ όλη του τη ζωή. Διόρθωνε τα σφάλματα του παρελθόντος και πρόσεχε πολύ τον εαυτό του.
Και για μας ο χρόνος είναι μικρός, είναι λίγος – ιδιαίτερα σε μένα που είμαι γέροντας – και αυτόν το λίγο χρόνο πρέπει να τον εκμεταλλευτούμε. «Φείδου χρόνου» έλεγαν οι αρχαίοι. Εξετάστε τον εαυτό σας, ερευνήστε και όπου τον βρείτε αδιάφορο, χτυπήστε αλύπητα.
Βιάζετε τον εαυτό σας στην προσευχή, στη μελέτη της Αγίας Γραφής, στον εκκλησιασμό, στη Θεία Κοινωνία, στην απομάκρυνση της αντιπάθειας και της έχθρας από την ψυχή σας.
Αγωνιστείτε και παρουσιάστε τέτοια διαφορά, που να είναι έκδηλη στους αγγέλους, στους συνανθρώπους και σε σας. Και έτσι η χαρά που μας λείπει λόγω του ελέγχου της συνειδήσεώς μας, που δεν κάνουμε μεν το κακό, αλλά δεν κάνουμε και το καλό, που πρέπει να κάνουμε, θα γεμίσει την ψυχή μας.
Το πένθος του ανθρώπου είναι αυτό. Γιατί πολλά μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Μπορεί να δημιουργήσει έναν κόσμο ωραίο και ενώ γύρω του είναι Σαχάρα, αυτός να περπατά στο ωραίο αρωματώδες δάσος. Να ευγνωμονούμε το Θεό, που πιστέψαμε σ’ Αυτόν. Η πίστη μας είναι ζωντανή και αληθινή, δεν είναι παραμύθι.
Να ζούμε στον παράδεισο του Θεού και να μη θέλουμε να φύγουμε απ’ αυτόν.
Μακριά από το Θεό είναι Σαχάρα, καταστροφή και απώλεια. Να ζούμε ως πραγματικοί χριστιανοί.[...]
Έτσι και μεις πρέπει να προσέχουμε πολύ και να πολεμήσουμε το έβδομο θανάσιμο αμάρτημα της αμέλειας, που απ’ αυτό κατορθώνουν και εισορμούν μέσα μας όλοι οι δαίμονες. Ο δαίμων της υπερηφάνειας, της φιλαργυρίας, της ασέλγειας, της ακαθαρσίας.
Ας δώσει ο Θεός όλοι μας, και εγώ που σας μιλώ αυτή την ώρα και εσείς που με ακούτε, και μάλιστα εσείς που είστε νεότεροι, να αγωνιστείτε. Γιατί, ως επί το πλείστον, το γήρας μεταξύ των άλλων κακών, είναι σπάνιο πράγμα να βρεις γέροντα δραστήριο και ικανό.
Διότι τους γέροντες τους πιάνει μια κατάπτωση και μια αδιαφορία και αποσύρονται από τη ζωή και περιμένουν το θάνατο.
Σεις, που είστε στην ακμή της νεότητας, πρέπει να σας διακρίνει μεγάλος ζήλος για τη σωτηρία της ψυχής σας και να είστε πάντοτε πρόθυμοι. Πολεμήστε το δαίμονα της αμέλειας και μαζί μ’ αυτόν θα πολεμείτε το δαίμονα της απελπισίας και θα αισθάνεστε την παρουσία του Θεού, που θα είναι πάντοτε «μεθ’ ἡμῶν».
Ο δε Κύριος Ιησούς Χριστός είθε να σας χαριτώνει, να σας ενισχύει και να σας θεμελιώνει, μέσα στην αγάπη Του. «Εἰρήνη πᾶσι».
Πηγή: Ιεραποστολική συγκέντρωση γυναικών, με τον Μητροπολίτη Φλωρίνης π. Αυγουστίνο Καντιώτη, στο οικοτροφείο της «ΑΓΑΠΗΣ» στη Φλώρινα, στις 13-3-1978