Στὴν
Παλαιά, ὅπως καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
συνοδεύεται ἀπὸ ὁρατὴ καὶ αἰσθητὴ ἐκδήλωση. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὅπως
περιγράφει τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἦλθε ὡς «πνοὴ βιαία».
Μετὰ ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ καὶ ὁρμητικὸ αὐτὸν ἄνεμο, «διαμεριζόμεναι γλῶσσαι
ὡσεὶ πυρὸς» κάθισαν σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ τοὺς μαθητές, προδηλώνοντας τὴν
παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα τους (Πράξ. 2,2).
Τὰ
σημεῖα αὐτὰ εἶχαν προτυπωθεῖ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὁ προφήτης Ἠλίας,
πληγωμένος ἀπὸ βαθειὰ λύπη γιὰ τὴν ἀποστασία τοῦ Ἰσραήλ, εἶχε ἀποσυρθεῖ
σὲ σπήλαιο καὶ θρηνοῦσε πικρὰ ἐνώπιόν του Θεοῦ. Ἀλλὰ ὁ Κύριος τοῦ
ὑπέδειξε νὰ ἀνεβεῖ στὴν κορυφὴ τοῦ ὅρους, ὅπου τοῦ ἀποκάλυψε τὴν
παρουσία Του. Πρῶτα φύσηξε ἰσχυρὸς ἄνεμος ποὺ συνέτριβε τὰ βράχια,
ἔπειτα ἀκολούθησε συσσεισμὸς καὶ στὴ συνέχεια πῦρ· ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε
ἀκόμη τὴν ἐμφάνισή Του. Τότε ἦλθε σὰν λεπτὴ αὔρα, ἡ γαλήνια, ἁπαλὴ φωνὴ
τοῦ Θεοῦ (Γ΄ Βασ. 19,11-12).
Ὥστε τὴν παρουσία τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ προαναγγέλλει τὸ σημεῖο ποὺ
προηγεῖται αὐτῆς· ὁρμητικὸς ἄνεμος, ἰσχυρὸς σεισμὸς καὶ φωτιά. Μὲ ἄλλα
λόγια, ἡ ὁδὸς τοῦ Κυρίου πρέπει νὰ προετοιμασθεῖ καὶ νὰ διασαφηνισθεῖ,
γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε σάρκες νὰ ἀντιληφθοῦμε καὶ νὰ
ἀναγνωρίσουμε τὴν ταπεινὴ καὶ φωτεινὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ
μὲ τὴν ἔλευσή Του, νὰ μεταποιηθοῦμε σὲ πνευματικὲς ὑπάρξεις.
Στὸ
Εὐαγγέλιο ἡ ὁδὸς τοῦ Κυρίου προπαρασκευάζεται συχνὰ μὲ «σκληροὺς
λόγους». Γιὰ παράδειγμα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀποκαλοῦσε τὰ τέκνα
τῶν Ἑβραίων «γεννήματα ἐχιδνῶν» (Λουκ. 3,7). Ἡ φράση αὐτὴ ἑρμηνευόταν
ἀπὸ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο ὡς ἑξῆς: Μὲ τὸν βαρὺ αὐτὸ χαρακτηρισμὸ ὁ Τίμιος
Πρόδρομος παρηγοροῦσε (Λουκ. 3,18) τὸν λαὸ μέσα ἀπὸ τὴ συντριβὴ ποὺ τοῦ
προξενοῦσε. Ἡ συντριβὴ ταπεινώνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ
ταπείνωση τὴν διευρύνει, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὴ
χάρη τοῦ Παρακλήτου, ποὺ εἶναι καὶ ἡ μόνη ἀληθινὴ παρηγοριά.
Ὅλοι οἱ σκληροὶ λόγοι, τότε, μποροῦν νὰ ἐννοηθοῦν μέσω τῶν λόγων τοῦ
ἀποστόλου Παύλου: «Τὶς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με, εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ
ἐμοῦ;» (Β’ Κορ. 2,2) Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Βαπτιστής, ὁ Ἀπόστολος φέρνει τὰ πνευματικά του τέκνα σὲ συντριβή,
προκαλώντας μέσα τους τὴ συναίσθηση ὅτι ἡ ζωή τους δὲν εἶναι, ὅπως θὰ
ὄφειλε. Τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση, καί, μὲ τὴ βοήθειά της, στὴ Χάρη.
Γιατί ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Ἰακ.
4,6·- Α΄ Πετρ. 5,5). Στὴ συνέχεια, ὅπως λέγεται στὴν πρώτη εὐχὴ τῆς
χειροτονίας πρεσβυτέρου, ἀκολουθεῖ «ἡ θεία Χάρις, ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ
θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα».
Στὴ
ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ἕνας σκληρὸς λόγος ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴ «βιαία πνοή».
Ἐκδιηγεῖται τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ καὶ προξενεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου
βαθειὰ μεταμέλεια. Ἡ συντριβὴ αὐτὴ εἶναι ὁ πρόδρομος τῆς δωρεᾶς τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Διαλύει τὸν ὄγκο τῆς ρυπαρότητας ποὺ σκεπάζει τὴν
καρδιά. Συντρίβει τοὺς λίθους τῆς σκληρότητας τοῦ ἔσω ἀνθρώπου καὶ τὸν
βοηθᾶ νὰ ἀνακαλύψει τὴ «βαθειὰ καρδιά» του. Ὥστε ὁ ἄνθρωπος, ὅταν
ὑποβάλλεται σὲ τέτοιες δοκιμασίες, ὑφίσταται τὸν ἀρχέγονο «συσσεισμό»,
ποὺ εἶναι ὅμως ἀπαραίτητος, γιὰ νὰ τὸν διδάξει ὅτι μόνο ἕνα πράγμα τοῦ
χρειάζεται: ἡ ἀνακάλυψη τῆς καρδιᾶς του.
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος εἶχε ὁρισμένους δικούς του σκληροὺς λόγους. Γιὰ
παράδειγμα ἔλεγε: «Ἂν κάποιος δὲν ἔχει φθάσει τὸ μέτρο τῆς ὑποστατικῆς
προσευχῆς –δηλαδὴ νὰ φέρει μέσα του ὅλο τὸν Ἀδὰμ καὶ νὰ προσάγει ὅλο τό
ἀνθρώπινο γένος ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ στὴν προσευχὴ του ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου–
τότε ἄς μὴν τολμᾶ νὰ ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτὸ του χριστιανὸ χωρὶς φόβο καὶ
ντροπή».
Τέτοιοι λόγοι ἔχουν τὴ δύναμη νὰ μᾶς σώσουν. Στόχος τους εἶναι νὰ μᾶς
συγκλονίσουν. Ἡ χριστιανικὴ παράδοση τοῦ «συσσεισμοῦ» μᾶς βοηθεῖ νὰ
ἀνακαλύψουμε τὴ βαθειὰ καρδιά, χωρὶς τὴν ὁποία εἶναι ἀδύνατον νὰ
δεχθοῦμε ἀληθινά τό χάρισμα τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος
πάνω σέ κάθε σάρκα (Ἰωὴλ 2,28).
Ἔχουμε
ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἁπαλὴ ἐκείνη καὶ τόσο πολυτελῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καρδιά,
στὴν ὁποία ἀναπαύεται τὸ Πνεῦμα Του. Σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς ἀναφέρεται τὸ
τρίτο παλαιοδιαθηκικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς (Ἰεζεκ.
36,26). Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν εὐαίσθητη
αὐτὴ καρδιὰ ἀποβαίνει ἱκανὴ νὰ κατεργάζεται τὴ σωτηρία μας καὶ νὰ
προσκομίζει καινὴ ζωή, σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο λόγιο, «πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται
τὸ Ὄνομα Κυρίου, σωθήσεται» (Ἰωὴλ 3,5).
Στὴν
οὐσία προσπαθοῦμε νὰ ἐπωάσουμε τὴ «νέα ζωὴ» ποὺ φέρουμε στὸ στέρνο μας,
νὰ θραύσουμε τὸ κέλυφος ποὺ περικλείει τὴν καρδιά μας, ὥστε νὰ
ἐκπηγάσει ἡ νέα αὐτὴ ζωή.