Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου: Τήν ἄλλη μέρα ἔδωσαν μάχη μέ τούς Τούρκους. Ἐφονεύθησαν ὅλοι, πλήν τοῦ θείου μου...


Κυριακή τοῦ Ἀσώτου:Ἀπόστολος-Εὐαγγέλιο-Ὁμιλία γέροντος ...
«Ἕνας θεῖος μου ἦταν στρατιώτης στή Μ. Ἀσία. Ἡ ἐνοματία του, ἦταν καμιά δεκαριά ἄντρες, πῆγαν σέ ἕνα τουρκικό πορνεῖο. Ὁ θεῖος μου δέν ἔκανε τίποτε, δηλαδή εἶχε τό φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅ ἴδιος μοῦ τό ἔλεγε, δέν ἔκανε τίποτε, κάθησε ἥσυχα καί δέν ἐπόρνευσε. Μάλιστα ἔζησε κάπου 90 τόσα χρόνια, πῶς συνέπεσε, ὁ τελευταῖος πνευματικός -γιατί πάντα ἐξομολογεῖτο- ἐξομολογήθηκε σέ μένα ὁ θεῖος ὁ Χρῆστος! [συγκίνηση]. Λοιπόν, ἀκοῦστε. Τήν ἄλλη μέρα ἔδωσαν μάχη μέ τούς Τούρκους. Ἐφονεύθησαν ὅλοι, πλήν τοῦ θείου μου. Εἶχε τό σημεῖο!

Θέλετε πιό πολλά; Σᾶς παραπέμπω σέ ἐκείνη τήν πανωφέλιμη ἱστορία, διήγηση τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ ἀπό στρατιωτῶν, πού γιορτάζει στίς 24 Δεκεμβρίου. Ἀνοῖξτε τό συναξαριστή σας καί θά δεῖτε γι’ αὐτό τό στρατιώτη. Στρατιώτης ἦταν, τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, ἐναντίον τῶν Βουλγάρων. Καί ὅμως, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά κάνει τήν ἁμαρτία, ἦταν ὁ μόνος πού σώθηκε. Ὁ δέ ἑλληνικός στρατός, ὁ βυζαντινός στρατός, εἶχε ὑποστεῖ ἀπό τούς Βουλγάρους πανωλεθρία. Γιατί σέ ἕνα πανδοχεῖο πού εἶχε πάει, ποιός ξέρει …, οἱ ἄλλοι στρατιῶτες, σοῦ λένε: «Δέν βαριέσαι, ὅ,τι βρῶ μπροστά μου … ». Ὁ Θεός νά φυλάξει! Τό λέω πολλές φορές στά νέα παιδιά μας: «Θέλεις νά σέ φυλάξει ὁ Θεός; Πρόσεξε δύο ἁμαρτήματα, τή βλασφημία τῶν Θείων καί τήν πορνεία, εἰδικά σέ πολεμική περίοδο». Προσέξτε πολύ, εἶναι δύo ἁμαρτήματα πού δέν ἀνέχεται ὁ Θεός.
Καί ἐκεῖ ἐκστρατεύουν, σταμάτησαν σέ ἕνα χάνι, ἐκεῖ ὁ Νικόλαος ἔφαγε μέ τόν πανδοχέα καί ἦρθε ἡ κόρη τοῦ πανδοχέα νά σερβίρει, ἡ ὁποία κοίταξε τό νεαρό στρατιώτη, τῆς ἄρεσε, καί μετά, ὅταν πῆγε νά κοιμηθεῖ, πῆγε στό δωμάτιό του, τοῦ κτύπησε τήν πόρτα, γιά νά κάνει ἁμαρτία. Τότε τῆς λέει: «Κοπέλα μου, δέ λυπᾶσαι πρῶτα-πρῶτα τή δική σου παρθενία, ὕστερα δέ λυπᾶσαι ἐμένα, πού πηγαίνω στόν πόλεμο καί ὁ Θεός δέ θά μέ φυλάξει, ἄν πορνεύσω;». Πράγματι, τό κατενόησε καί ἔφυγε. Εἶχαν μείνει καί τό δεύτερο βράδυ. Καί ξαναπῆγε, γιατί νικήθηκε ἀπό τόν πονηρό. Τή δεύτερη φορά ὁ ὅσιος Νικόλαος τήν ἔδιωξε: «Φύγε ἀπό ‘δῶ!», κατά τό «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ!». Τήν προηγούμενη τῆς μάχης εἶδε ἕνα περίεργο, ζωντανό ὄνειρο. Εἶδε κάποιον νά εἶναι σέ ἕνα θρόνο καί τοῦ λέει: «Νικόλαε, -ἦταν ὁ Χριστός ἐπί τοῦ θρόνου–, τοῦ λέει, Νικόλαε, τί βλέπεις;». Εἶχε τό ἕνα πόδι πάνω στό ἄλλο. Τοῦ εἶπε: «Βλέπεις αὐτό;». Μετά ἄλλαξε τά πόδια. Τοῦ λέει: «Τί βλέπεις;». «Βλέπω αὐτό». «Λοιπόν, θά νικᾶ ὁ βυζαντινός στρατός στήν ἀρχή, μετά ὅμως θά ὑπερφαλαγγιστεῖ ἀπό τούς Βουλγάρους. Γύρισε πίσω σου νά δεῖς. Μία πεδιάδα γεμάτη ἀπό μνήματα. Τί ἄλλο βλέπεις;». «Βλέπω ἕναν τόπο ὅσο γιά ἕνα μνῆμα, ἀλλά δέν εἶναι μνῆμα». «Θά ἦταν τό μνῆμα σου, ἄν εἶχες πέσει στόν πειρασμό ἐκεῖνο στό πανδοχεῖο. Θά σωθεῖς ἐσύ, πολλοί θά φονευθοῦν». Ἔγινε ἡ μάχη, ὅπως τά εἶπε ὁ Κύριος. Τόσο συνεκλονίσθη ἀπό αὐτό, ὥστε ὁ νεαρός Νικόλαος, ὁ στρατιώτης, ἔγινε μοναχός, ἔγινε ἡγούμενος καί λέγεται ὁ ὅσιος Νικόλαος ὁ ἀπό στρατιωτῶν.
Βλέπετε πῶς σώζει ὁ Θεός ἐκείνους πού θά φύγουν μακριά ἀπό τήν πορνεία;».