Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

”Νά δῆς πώς κα­νε­ίς δέν θἄρ­θη­”. Πράγ­μα­τι, δέν ἦρ­θε κα­νε­ίς ἐ­κε­ί­νη τήν ἡ­μέ­ρα καί ξα­νά δέν εἶ­δα στόν ὕ­πνο μου τέ­τοι­α πράγ­μα­τα».

με’. Δι­α­βο­λι­κός πό­λε­μος γιά τήν ἀ­κο­λου­θί­α
Δι­η­γή­θη­κε Γέρων: «Ἀ­πό νέ­ος μο­να­χός βί­α­ζα τόν ἑ­αυ­τό μου καί δέν κα­θό­μουν πο­τέ στό στα­σί­δι. Αἰ­σθα­νό­μουν τό σῶ­μα μου σάν νε­κρό. Οὔ­τε νύ­στα­ζα οὔ­τε πει­νοῦ­σα οὔ­τε δι­ψοῦ­σα. Δέν ἔβγαι­να πο­τέ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ­χρι νά τε­λει­ώ­ση ἡ ἀ­κο­λου­θί­α. Ὁ δι­ά­βο­λος ὅ­μως, πού θέ­λει οἱ κα­λό­γε­ροι νά βγα­ί­νουν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, μέ φθό­νη­σε. Κάποτε πού ἤ­μουν στήν ἀ­κο­λου­θί­α ὄρ­θιος στό στα­σί­δι καί προ­σευ­χό­μουν μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι, ἦρ­θε καί στά­θη­κε μπρο­στά μου. Κρα­τοῦ­σε ἕ­να κα­λά­μι κο­ύ­φιο καί μέ αὐ­τό φύ­ση­ξε στό αὐ­τί μου. Ἔ­νι­ω­σα ἕ­ναν κρύ­ον ἀ­έ­ρα καί ξε­πά­για­σα, ἄν καί ἦ­ταν Ἰ­ο­ύ­λιος μῆ­νας.
»Τήν ἑ­πο­μέ­νη μέ­ρα μοῦ προ­ξέ­νη­σε τέ­τοι­α ζέ­στη, πού νό­μι­ζα ὅ­τι θά σκά­σω, θά πε­θά­νω. Καί στίς δύο φο­ρές ὅ­μως ἔ­κα­να ὑ­πο­μο­νή καί δέν βγῆ­κα ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
»Τήν τρί­τη μέ­ρα, ἐ­νῶ πά­λι προ­σευ­χό­μουν στό στα­σί­δι, βλέ­πω πλῆ­θος μο­να­χῶν μέ­σα στό Κα­θο­λι­κό. ”Περίεργο πρᾶγ­μα­”, σκέ­φτη­κα. ”Τόσους μο­να­χο­ύς δέν ἔ­χου­με στό Μο­να­στή­ρι, γιορτή δέν εἶ­ναι, τί γί­νε­ται;”.
»Προ­χω­ροῦ­σε ἡ ἀ­κο­λου­θί­α καί τε­λε­ί­ω­σε ἡ Η’ ᾠδή ἀ­πό τόν κα­νό­να τῆς ἁ­γί­ας Μα­ρί­νης πού ἦ­ταν ἡ μνή­μη της. Πῆ­ρε ὁ πα­πᾶς τό θυ­μια­τό καί στήν Θ’ ᾠδή ἄρ­χι­σε νά θυ­μι­ά­ζη. Τότε βλέ­πω ἐ­κεῖ­νο τό πλῆ­θος τῶν μο­να­χῶν συ­νω­στι­σμέ­νοι νά βγα­ί­νουν σάν τά πρό­βα­τα ἔ­ξω. Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἦρ­θε πρό­σω­πο μέ πρό­σω­πο μα­ζί μου καί μοῦ εἶ­πε:
–Μω­ρέ, δέν μέ βλέ­πεις; Ὅ­λοι φε­ύ­γουν, ἐ­σύ τί κά­θε­σαι ἐ­δῶ;
–Ἄ­κου­σε, τοῦ λέ­ω. Ἄν δέν ἀ­κο­ύ­σω τήν ἀ­πό­λυ­ση τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως ἀ­πό τήν θέ­ση μου δέν βγα­ί­νω.
»Ἔ­φυ­γε καί αὐ­τός. Εἶ­δα τό­τε ἀ­πό το­ύς 80 μο­να­χο­ύς πού ἦ­ταν στή Ἐκ­κλη­σί­α, οὔ­τε 10 δέν εἶ­χαν με­ί­νει. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἦ­ταν δα­ί­μο­νες καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν, για­τί δέν ὑ­πέ­φε­ραν νά ἀ­κοῦ­νε τό ὄ­νο­μα τῆς Πα­να­γί­ας στήν ”Τι­μι­ω­τέ­ρα” πού εἶ­χε ἀρ­χί­σει».

μς΄. Ἀ­πο­κα­λύ­ψεις πει­ρα­σμι­κές στόν ὕ­πνο
Δι­ή­γη­ση Γέροντος: «Ὅ­ταν ἤ­μουν νέ­ος κα­λό­γε­ρος, ἐμ­φα­νι­ζό­ταν στόν ὕ­πνο μου κά­ποι­ος καί μέ προ­ει­δο­ποι­οῦ­σε ὅ­τι σή­με­ρα θά ἔρ­θουν τό­σοι ἐ­πι­σκέ­πτες. Ἔ­λε­γα στόν Γέροντα: ”Σήμερα θά ἔρ­θουν δύο ἄν­θρω­ποι, νά βά­λου­με λί­γο φα­γη­τό πα­ρα­πά­νω;”, καί ὄν­τως ἔρ­χον­ταν. Αὐ­τό ἐ­πα­να­λή­φθη­κε δύ­ο–τρεῖς φο­ρές. Ὁ Γέροντας τό κα­τά­λα­βε καί  μοῦ εἶ­πε νά μήν τά πι­στε­ύ­ω, καί, ὅταν θἄρ­θη ἄλ­λη φο­ρά, νά γυ­ρί­σω τήν πλά­τη μου καί νά μή δώ­σω ση­μα­σί­α. Καί ὄν­τως με­τά ἀ­πό με­ρι­κές μέ­ρες τόν ξα­να­εῖ­δα∙ ἔ­κα­να ὅ­πως μοῦ εἶ­πε ὁ Γέροντας καί γύ­ρι­σα τήν πλά­τη. Τό πρωΐ τό ἀ­νέ­φε­ρα στόν Γέροντα καί μοῦ εἶ­πε: ”Νά δῆς πώς κα­νε­ίς δέν θἄρ­θη­”. Πράγ­μα­τι, δέν ἦρ­θε κα­νε­ίς ἐ­κε­ί­νη τήν ἡ­μέ­ρα καί ξα­νά δέν εἶ­δα στόν ὕ­πνο μου τέ­τοι­α πράγ­μα­τα».