«Ένας κακοποιός-ληστής, στην προσπάθεια του να πραγματοποιήσει κάποια ληστεία, τελικά συνελήφθη. Στο Δικαστήριο κλήθηκε ως μάρτυρας κάποιος άνθρωπος ο οποίος τον είχε δει να διαπράττει την ληστεία, την οποία και αποκάλυψε στο Δικαστήριο. Αποτέλεσμα της συγκεκριμένης μαρτυρίας ήταν να καταδικασθή και τελικά να φυλακισθή ο ληστής.
Ο ληστής έβαλε σκοπό, όταν βγει από τη φυλακή, να σκοτώσει εκείνο τον άνθρωπο, που η μαρτυρία του τον “έρριξε” στην φυλακή…
Μετά από μερικά χρόνια αποφυλακίσθηκε και έχοντας θεριέψει η εκδίκηση μέσα του, έμαθε που μένει ο άνθρωπος που κατέθεσε στο Δικαστήριο εναντίον του. Πήρε, λοιπόν, ένα μεγάλο μαχαίρι και μια νύχτα, μπήκε αθόρυβα στο σπίτι εκείνου, αφήνοντας την πόρτα ανοικτή και κρύφθηκε πίσω από ένα μεγάλο μπαούλο. Κατάλαβε ότι, ο νοικοκύρης δεν ήταν εκείνη την στιγμή στο σπίτι, οπότε έχοντας κρυφθή καλά περίμενε με υπομονή, ενώ άκουγε τι έλεγε η υπόλοιπη οικογένεια, η γυναίκα και τα τρία παιδιά του...
“Θα τους σκοτώσω όλους και όταν γυρίσει, θα τους βρει όλους σκοτωμένους”, συλλογιζόταν, “και έτσι θα τον κάνω να πονέσει πιο πολύ…”.
Ξημέρωνε Πάσχα. Η μητέρα ετοίμασε ένα φτωχικό τραπέζι και κάλεσε τα παιδιά της να φάνε. Το κοριτσάκι βλέποντας την πόρτα μισάνοιχτη, είπε: “Μαμά κάποιος μπήκε μέσα στο σπίτι. Μήπως είναι κάποιος κακός κλέφτης και μας σκοτώσει;;”.
“Όχι, μη λες κακά λόγια! Εμείς διαβάζουμε το Ευαγγέλιο, ο Χριστός πήρε μαζί του στον Παράδεισο τον ληστή. Πρέπει εμείς οι Χριστιανοί, να κάνουμε προσευχή, για όλους, και για τους κλέπτες και τους ληστές!!!”.
Ο ληστής, που από μικρό παιδί ήταν κλέπτης και άνομος, άκουγε τέτοια “περίεργα” λόγια για πρώτη φορά.
Μετά άκουσε τη μητέρα να λέει: “Παιδιά μου, αύριο είναι Πάσχα! Μεγάλη ημέρα! Θα πάμε στην Εκκλησία! Άντε, φάτε γρήγορα και πηγαίνετε για ύπνο. Προτού ξαπλώσετε, να κάνετε προσευχή για μένα, για τον μπαμπά που δουλεύει στα ξένα, για όλο τον κόσμο αλλά και για τους κακοποιούς…”!!
Ο ληστής συνέχισε να ακούει σαστισμένος…
Άρχισε την προσευχή πρώτα το αγοράκι, ο Σέργιος: “Θεέ μου, κάνε να είναι καλά η μαμά, ο μπαμπάς και οι κακοί άνθρωποι να μην πάνε στην κόλαση!”.
Ο ληστής, πρώτη φορά άκουγε να κάνουν προσευχή και γι' αυτόν και για όλους τους ομοίους τους…
Ύστερα άκουσε το κοριτσάκι να λέει: “Θεέ μου, έχε καλά τον πατερούλη μου και τους κακούς να τους πάρεις μαζί σου στον Παράδεισο, όπως τον ληστή επάνω στον σταυρό!”.
Ο ληστής, ακούγοντας τέτοια λόγια, άρχισε να κλαίει και το μαχαίρι του έπεσε από τα χέρια μαζί με την μανία του για εκδίκηση. Περίμενε λίγο και αφού κοιμήθηκαν όλοι, πήγε εκεί που κοιμόντουσαν τα παιδάκια. Πλησίασε τον Σέργιο, πήρε το χεράκι του και το φίλησε. Ύστερα άφησε μερικές λίρες κάτω από το μαξιλάρι του. Στο τραπέζι ευρήκε το Ευαγγέλιο, πήρε ένα μολύβι, και πριν φύγει, έγραψε: “Ήθελα να σας σκοτώσω όλους… Αλλά τα δικά σου λόγια και η προσευχή των παιδιών για εμένα, δεν με άφησαν να κάνω αυτό που ήθελα…”.
Την άλλη ημέρα γύρισε η οικογένεια από την Εκκλησία και το σπίτι γέμισε από παιδικές φωνές και τραγούδια! Τότε ο Σέργιος ανακάλυψε τις λίρες!! «Μητέρα, μητέρα, πολλά λεφτά!!!», φώναξε ο μικρός και έτρεξε στην αγκαλιά της μητέρας του, δίδοντάς της τις λίρες.
Η μητέρα του ξαφνιάσθηκε... “Πού βρήκες αυτά τα λεφτά; Έχουμε εμείς λίρες;”. Εν συνεχεία, βλέπει το σημείωμα στο Ευαγγέλιο και η έκπληξη της έγινε φόβος, ανακαλύπτοντας παράλληλα το πεσμένο μαχαίρι του ληστή πίσω από το μπαούλο…
Αφού πέρασαν μερικές μέρες, έλαβαν ένα φάκελο από μακρινή πόλη. Ο ληστής έστελνε και άλλα χρήματα, για να πάει ο Σέργιος και η αδελφούλα του στο Σχολείο… »