Στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία (Ματθ. ε΄, 11)
μᾶς λέγει ὁ Κύριος: «μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι
καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ». Μετάφραση
Μακάριοι γίνεσθε σεῖς οἱ μαθηταί μου, ὅταν σᾶς ὑβρίσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ
σᾶς διώξουν καὶ εἴπουν ψευδόμενοι παντὸς εἴδους κακολογίες καὶ
κατηγορίες ἐναντίον σας δι’ ἐμέ.
Τί σημαίνει ὀνειδίζω; Κατηγορῶ κάποιον, χλευάζω, ντροπιάζω, ρεζιλεύω, ταπεινώνω. Λέξεις ἀπαράδεκτες γιὰ κάθε Ὀρθόδοξο πιστό.
Εὐτυχεῖς λοιπὸν εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ὅταν
ὀνειδίζωνται καὶ ὅταν διώκωνται. Δυστυχεῖς ὅμως εἶναι οἱ ἄνθρωποι, οἱ
ὁποῖοι ὑποκύπτουν στὸ πάθος τους αὐτὸ καὶ ὀνειδίζουν καὶ ψεύδονται κατὰ
ἄλλων. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς δίδαξαν ὅτι πρέπει νὰ
δεχώμαστε χωρὶς πάθος καὶ φόβο τὸν ὀνειδισμό, τὶς κακολογίες καὶ τὶς
συκοφαντίες, ποὺ μᾶς ἀπευθύνουν·
Τί μᾶς διδάσκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
«Γιὰ αὐτὸ λοιπὸν μὴ λυπᾶσαι, ἀγαπητὲ
ἀδελφέ, ἀλλὰ θυμήσου τὸν Προφήτη Ἡσαΐα (να΄ 7-8) ποὺ λέγει· Ἀκούσατέ με,
ὅσοι γνωρίζετε καὶ ποθεῖτε δικαιοσύνην. Λαέ μου, εἰς τοῦ ὁποίου τὴν
καρδίαν ὑπάρχει ὁ νόμος μου, μὴ φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς τῶν ἀνθρώπων
καὶ μὴ καταβάλλεσθε ἀπὸ τὸν ἐξευτελισμόν, ποὺ σᾶς κάνουν. Διότι αὐτοί,
ὅπως κατατρώγεται τὸ ἔνδυμα μὲ τὴ πάροδον τοῦ χρόνου, ὅπως τὰ μαλλιὰ τῶν
προβάτων κατατρώγονται ἀπὸ τὸν σκόρον, ἔτσι καὶ αὐτοὶ θὰ φαγωθοῦν καὶ
θὰ ἐξολοθρευθοῦν (Ἡσ. να΄ 7-8). Σκέψου δὲ καὶ τὸν Δεσπότη μας Χριστό,
ὅτι καὶ στὰ σπάργανα ἀκόμη ποὺ ἦταν, κατεδιώκετο καὶ στὴν βάρβαρη γῆ τῶν
Αἰγυπτίων κατέφευγε, ποιός; Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κρατᾶ τὸν κόσμο στὰ χέρια
του. Καὶ γιατί; Γιὰ νὰ γίνη σὲ μᾶς τύπος καὶ παράδειγμα, γιὰ νὰ μὴ
παραπονούμεθα καὶ γογγύζουμε στοὺς πειρασμούς. Θυμήσου δὲ γιὰ χάρη μου,
καὶ τὸ πάθος τοῦ Σωτῆρος καὶ πόσες ὕβρεις ὑπέμεινε γιὰ μᾶς ὁ Δεσπότης
τῶν ὅλων. Διότι ἄλλοι μὲν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τὸν ὠνόμαζαν Σαμαρείτη καὶ
οἰνοπότη καὶ ἄλλοι ψευδοπροφήτη καὶ ἔλεγαν «Ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ
οἰνοπότης» (Λουκ. ζ΄ 34) καὶ ὅτι «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει
τὰ δαιμόνια» (Ματθ. θ΄ 34).
Πῶς λοιπὸν πρέπει νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουμε
αὐτὸν τὸν πειρασμό; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «χαίρετε καὶ
ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν
τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν» (Ματθ. ε΄ 12). Μετάφραση: Χαίρετε καὶ ζωηρὰ
ἐκδηλώσατε τὴν χαρά σας, διότι ἡ ἀνταμοιβή σας εἰς τοὺς οὐρανοὺς θὰ
εἶναι μεγάλη. Διότι ἔτσι κατεδίωξαν καὶ τοὺς προφῆτες, τοὺς ὁποίους
ἔστειλε ὁ Θεὸς πρωτύτερα ἀπὸ σᾶς.
- Στὸ βιβλίο «Οἱ λογισμοὶ καθαρίζουν τὴν ζωή μας. Βίος καὶ διδαχὲς τοῦ Γέροντος Θαδδαίου τῆς Βιτόβνιτσα», ἐκδόσεις «Ἐν πλῷ», διαβάζουμε:
«Ἂν σὲ κάθε οἰκογένεια ὑπῆρχε ἔστω καὶ ἕνα πρόσωπο ποὺ ὑπηρετοῦσε τὸν Θεὸ μὲ ζῆλο, τί ἁρμονία θὰ ὑπῆρχε στὸν κόσμο!
Θυμᾶμαι συχνὰ τὴν ἱστορία κάποιας κοπέλας. Συνήθιζε νὰ ἔρχεται καὶ νὰ συζητᾶμε, τότε ποὺ ἤμουν ἀκόμα στὸ Μοναστήρι τοῦ Τουμάν.
Ἦρθε κάποια μέρα στὸ Μοναστήρι μαζὶ μὲ
ἕνα ὀργανωμένο γκροὺπ προσκυνητῶν, καὶ μοῦ διαμαρτυρήθηκε λέγοντας: «Δὲν
τὸ ἀντέχω πιά! Οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόσο ἀγενεῖς μεταξύ τους!». Καὶ
κατόπιν μοῦ εἶπε ὅτι θὰ κοίταζε νὰ βρεῖ ἄλλη δουλειά.
Τὴν ἀπέτρεψα, λέγοντας ὅτι ἦταν λίγες οἱ
δουλειὲς ἐκεῖνο τὸν καιρὸ καὶ τὰ ἐπίπεδα τῆς ἀνεργίας ὑψηλά. Τῆς εἶπα
νὰ πάψει νὰ πολεμᾶ τοὺς συναδέλφους της στὴ δουλειά.
«Μὰ δὲν μάχομαι κανένα!», ἀπάντησε. Τῆς
ἐξήγησα ὅτι μολονότι δὲν μάχεται κανένα σωματικά, ἐντούτοις μὲ τὸ νὰ
εἶναι δυσαρεστημένη στὴ θέση της, διεξάγει πόλεμο ἐναντίον τῶν
συναδέλφων της μὲ τοὺς λογισμούς της.
Ἐκείνη ἀντέτεινε ὅτι…. κάθε ἄλλη ἀντίδραση θὰ ὑπερέβαινε τὰ ὅρια ἀντοχῆς τοῦ καθενός.
«Μὰ ἀσφαλῶς καὶ τὰ ὑπερβαίνει», τῆς
εἶπα, «ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις μόνη σου. Χρειάζεσαι τὴ βοήθεια τοῦ
Θεοῦ. Κανεὶς δὲν γνωρίζει ἂν προσεύχεσαι ἢ ὄχι τὴν ὥρα τῆς δουλειᾶς
σου. Κατὰ συνέπεια, ὅταν ἀρχίζουν νὰ σὲ προσβάλουν, μὴ τοὺς ἀντιγυρίζεις
τὶς προσβολὲς οὔτε μὲ λόγια οὔτε μὲ ἀρνητικὲς σκέψεις. Προσπάθησε νὰ μὴ
τοὺς προσβάλεις οὔτε κἄν μὲ τοὺς λογισμούς σου· προσευχήσου στὸν Θεὸ νὰ
τοὺς στείλει ἕνα ἄγγελο εἰρήνης. Ζήτησέ Του ἐπίσης νὰ μὴ σὲ ξεχάσει καὶ
σένα. Αὐτὸ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ τὸ κάνεις ἀμέσως, ἀλλὰ ἂν προσεύχεσαι
πάντοτε ἔτσι, θὰ δεῖς πῶς θὰ ἀλλάξουν τὰ πράγματα μὲ τὸν καιρὸ καὶ πῶς
θὰ ἀλλάξουν ἐπίσης καὶ οἱ ἄνθρωποι. Κατ’ οὐσία, θὰ ἀλλάξεις κι ἐσύ».
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ δὲν ἤξερα ἂν ἐπρόκειτο
νὰ δώσει βάση στὴ συμβουλή μου. Αὐτὸ συνέβη στὸ μοναστήρι τοῦ Τουμὰν τὸ
1980. Τὸ 1981 μὲ ἔστειλαν στὸ μοναστήρι τῆς Βιτόβνιτσα. Κάποια μέρα
στεκόμουν πλάι στὴν κυδωνιά, ὅταν εἶδα ἕνα γκροὺπ προσκυνητῶν νὰ
πλησιάζει. Ἦταν κι ἐκείνη μέσα σ’ αὐτὸ τὸ γκροὺπ καὶ μὲ πλησίασε, γιὰ νὰ
πάρει εὐλογία.
Καὶ νὰ τί μοῦ εἶπε: «Ἂχ πάτερ! Δὲν εἶχα
ἰδέα ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόσο καλοί!». Τὴ ρώτησα ἂν ἀναφερόταν στοὺς
συναδέλφους της στὴ δουλειὰ κι ἐκείνη μοῦ ἀπάντησε θετικά. «Ἄλλαξαν τόσο
πολύ, πάτερ, εἶναι ἀπίστευτο! Κανεὶς δὲν μὲ προσβάλλει πλέον καὶ βλέπω
καὶ σὲ μένα ἐπίσης τὴ διαφορά!». Τὴν ρώτησα ἂν εἶχε εἰρηνεύσει μὲ ὅλους
καὶ μοῦ ἀπάντησε ὅτι ὑπῆρχε ἕνα πρόσωπο μονάχα, μὲ τὸ ὁποῖο δὲν
μποροῦσε νὰ εἰρηνεύσει γιὰ πολὺ καιρό. Κατόπιν, καθὼς διάβαζε τὰ
Εὐαγγέλια, ἔφτασε κάποια στιγμὴ στὸ σημεῖο ὅπου ὁ Κύριος μᾶς ζητᾶ νὰ
ἀγαπᾶμε τοὺς ἐχθρούς μας. Καὶ τότε εἶπε στὸν ἑαυτό της: «Θὰ ἀγαπήσεις
αὐτὸ τὸ πρόσωπο εἴτε τὸ θέλεις εἴτε ὄχι, διότι αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς ζητᾶ ὁ
Κύριος». Καὶ τώρα, ξέρετε, εἶναι οἱ δύο τους οἱ καλύτεροι φίλοι!»