Κάποτε, λέει, ἕνας ἀσκητής μὲ τὸν ὑποτακτικὸ του εἶδαν ἕνα ἀντρόγυνο πού
τσακωνόταν καὶ ἤτανε —αυτοί τοὺς βλέπανε μὲ τὰ μάτια τὰ δικὰ τοὺς· τὸ
ἀντρόγυνο δὲν τοὺς εβλεπε— μύριοι διάβολοι στὸν ἕνα καὶ ἄλλοι τόσοι
στὸν ἄλλο. Καὶ στὸν τροῦλλο μίας Ἐκκλησίας επάνω ἦταν ἕνας μόνο
διάβολος. Καὶ τοῦ λέει ὁ ὑποτακτικὸς τοῦ ἀσκητῆ:
«Γέροντα, ἐδῶ γιὰ δύο ἀνθρώπους ἦταν ἕνα σωρὸ διάβολοι, ἐνῶ ἐκεῖ πάνω...». Λέει, «Παιδάκι μου, οἱ Χριστιανοὶ πᾶνε τόσο ἀπροετοίμαστοι στὴ Λειτουργία, τόσο ἀμελεῖς, τόσο ράθυμοι, πού ἕνας διάβολος τοὺς φέρνει ὅλους βόλτα. Ἐνῶ ἐκεῖνοι ἐκεῖ», λέει, «φαίνονταν καλοὶ ἄνθρωποι καὶ χρειάσθηκαν πολλοὶ διάβολοι γιὰ νὰ τοὺς ρίξουν κάτω. Γιὰ νὰ τοὺς φέρουν βόλτα».
«Γέροντα, ἐδῶ γιὰ δύο ἀνθρώπους ἦταν ἕνα σωρὸ διάβολοι, ἐνῶ ἐκεῖ πάνω...». Λέει, «Παιδάκι μου, οἱ Χριστιανοὶ πᾶνε τόσο ἀπροετοίμαστοι στὴ Λειτουργία, τόσο ἀμελεῖς, τόσο ράθυμοι, πού ἕνας διάβολος τοὺς φέρνει ὅλους βόλτα. Ἐνῶ ἐκεῖνοι ἐκεῖ», λέει, «φαίνονταν καλοὶ ἄνθρωποι καὶ χρειάσθηκαν πολλοὶ διάβολοι γιὰ νὰ τοὺς ρίξουν κάτω. Γιὰ νὰ τοὺς φέρουν βόλτα».