Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ


1. Σὰν γλυκὺς συνοδοιπόρος τοῦ ἀνθρώπινου βίου ὁ προφήτης Δαβὶδ βρίσκεται σὲ ὅλους τους δρόμους τῆς ζωῆς καὶ ἀναστρέφεται πρόσφορα μὲ ὅλες τὶς πνευματικὲς ἡλικίες καὶ εἶναι κοντὰ σὲ κάθε παράταξη ποὺ προκόβει. Παίζει μὲ ὅσους νηπιάζουν, ὅπως θέλει ὁ Θεός, μὲ τοὺς ἄνδρες συναγωνίζεται, παιδαγωγεῖ τὴ νεότητα, ὑποστηρίζει τὰ γηρατειά, γίνεται στοὺς πάντες τὰ πάντα. Γίνεται τὸ ὅπλο τῶν στρατιωτῶν, ὁ προπονητὴς τῶν ἀθλητῶν, ἡ παλαίστρα ὅσων γυμνάζονται, τὸ στεφάνι τῶν νικητῶν, ἡ χαρὰ τοῦ τραπεζιοῦ, ἡ παρηγοριὰ στὶς κηδεῖες. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπὸ τὴ ζωή μας ποὺ νὰ εἶναι ἀμέτοχο ἀπὸ αὐτὴ τὴ χάρη. 

Ποιὰ δυνατὴ προσευχὴ γίνεται, ποῦ δὲν ἔχει σχέση μ’ αὐτὴ ὁ Δαβίδ; Ποιὰ εὐφροσύνη γιορτῆς δοκιμάζομε χωρὶς νὰ τὴ χαροποιεῖ ὁ Δαβίδ; Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ διαπιστώσομε καὶ τώρα· ὅτι δηλαδή, ἐνῶ καὶ γι’ ἄλλους λόγους εἶναι μεγάλη ἡ ἑορτή, ὁ προφήτης μὲ τὴ συνεισφορὰ του τὴν ἔκανε μεγαλύτερη, συνεισφέροντας πρόσφορα σ’ αὐτὴν τὴν εὐφροσύνη ἀπὸ τοὺς ψαλμούς. Στὸν ἕνα ψαλμὸ σὲ προτρέπει νὰ γίνεις πρόβατο ποὺ τὸ ποιμαίνει ὁ Θεὸς καὶ δὲ στερεῖται ἀπὸ κανένα ἀγαθό· καὶ χόρτο νὰ βοσκήσει καὶ νερὸ νὰ πιεῖ καὶ τροφὴ καὶ μάντρα καὶ δρόμος καὶ ὁδηγία καὶ τὰ πάντα γίνεται ὁ καλὸς ποιμένας (Ἰω. 10, 2-4· 11), ἐπιμερίζοντας κατάλληλα τὴ χάρη του σὲ κάθε ἀνάγκη.
2. Μὲ ὅλα αὐτὰ διδάσκει τὴν Ἐκκλησία, ὅτι πρέπει νὰ γίνεις πρῶτα πρόβατο τοῦ καλοῦ ποιμένα ὁδηγούμενο μὲ τὴν ὀρθὴ κατήχηση στὶς θεῖες βοσκὲς καὶ πηγὲς τῶν διδαγμάτων γιὰ νὰ συνταφεῖς μαζί του μὲ τὸ βάπτισμα στὸ θάνατο (Ρώμ. 6, 3-4) καὶ νὰ μὴ φοβηθεῖς αὐτὸν τὸ θάνατο· γιατί αὐτὸς δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ σκιὰ καὶ ἀποτύπωμα θανάτου. Γιατί λέει· «ἂν βαδίσω μέσα ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου δὲ θὰ τὸ φοβηθῶ αὐτὸ ὡς κάτι κακό, γιατί ἐσὺ εἶσαι μαζί μου» (Ψάλμ. 22, 4). Ἔπειτα ἀπὸ αὐτά, ἀφοῦ παρηγόρησε μὲ τὴ βακτηρία τοῦ Πνεύματος (γιατί ὁ Παράκλητος εἶναι τὸ Πνεῦμα), παραθέτει τὸ μυστικὸ τραπέζι ποὺ ἑτοιμάστηκε κατ’ ἀντίθεση μὲ τὸ τραπέζι τῶν δαιμόνων. Γιατί ἐκεῖνοι ἦταν ποὺ καταβασάνισαν μὲ τὴν εἰδωλολατρία τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἀντίθετή τους εἶναι ἡ τράπεζα τοῦ Πνεύματος. Ἔπειτα ἀρωματίζει τὴν κεφαλὴ μὲ τὸ ἔλαιο τοῦ Πνεύματος καὶ προσφέροντάς του κρασὶ ποὺ εὐφραίνει τὴν καρδιὰ (Ψάλμ. 103, 15), προξενεῖ στὴν ψυχὴ τὴ νηφάλια ἐκείνη μέθη, προσηλώνοντας τοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὸ ἀΐδιο. Γιατί, ὅποιος δοκίμασε τὴ μέθη αὐτή, ἀνταλλάσσει τὴ βραχύτητα τοῦ θανάτου μὲ τὴν αἰωνιότητα, παρατείνοντας τὴ διαμονή του σὲ μάκρος ἡμερῶν μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ.
3. Ἀφοῦ μᾶς χάρισε αὐτὰ μὲ τὸν ἕνα ψαλμό, διεγείρει τὴν ψυχὴ μὲ τὸν ἑπόμενο σὲ μεγαλύτερη καὶ τελειότερη χαρὰ καί, ἂν νομίζεις, ἄς σου παραθέσομε, περιορίζοντας σὲ λίγα, καὶ τούτου τὸ νόημα. «Κτῆμα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καὶ ὅλο τὸ πλήρωμά της» (Ψάλμ. 23, 1). Γιατί παραξενεύεσαι, ἄνθρωπε, ἂν ὁ Θεὸς μᾶς παρουσιάστηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Ἡ γῆ εἶναι κτῆμα δικό του ἀφοῦ εἶναι καὶ δημιούργημά του. Δὲν εἶναι ἑπομένως παράδοξο οὔτε ἔξω ἀπὸ τὸ πρέπον νὰ ἔρθει ὁ Κύριος στὰ δικά του (Ἰω. 1, 11). Δὲν πηγαίνει σ’ ἕνα ξένο κόσμο, ἀλλὰ στὸν κόσμο ποὺ συγκρότησε ὁ ἴδιος, θεμελιώνοντας τὴ γῆ ἐπάνω στὰ νερὰ καὶ κάνοντας τὴν κατάλληλη γιὰ τὸ πέρασμα τῶν ποταμῶν. Γιὰ ποιὸν λόγον λοιπὸν φανερώθηκε; Γιὰ νὰ σὲ βγάλει ἀπὸ τὰ βάραθρα τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ σὲ ὁδηγήσει στὸ ὅρος τῆς βασιλείας, χρησιμοποιώντας ὡς ὄχημα τὴν ἐνάρετη πολιτεία. Γιατί δὲν εἶναι δυνατὸ ν’ ἀνεβεῖ κανένας σ’ ἐκεῖνο τὸ βουνό, ἂν δὲν τὸν συνοδεύουν οἱ ἀρετές· πρέπει νὰ γίνει καθαρὸς στὰ ἔργα καὶ νὰ μὴν τὸν ρυπαίνει καμιὰ πονηρὴ πράξη, νὰ εἶναι καθαρὸς στὴν καρδιὰ καὶ νὰ μὴν ὁδηγεῖ τὴν ψυχή του σὲ τίποτα τὸ μάταιο οὔτε νὰ ἐξυφαίνει κανένα δόλο κατὰ τοῦ διπλανοῦ του. Αὐτῆς τῆς ἀνάβασης ἔπαθλο εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, σ’ αὐτὸν δίνει ὁ Κύριος τὴν ἐλεημοσύνη ποὺ ἐπιφυλάσσει· «αὐτὴ εἶναι ἡ γενεὰ ἐκείνων ποὺ τὸν ζητοῦν καὶ ἀνεβαίνουν ψηλὰ μὲ τὴν ἀρετὴ» καὶ «ζητοῦν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰακὼβ» (Ψάλμ. 23, 6).
4. Ἡ συνέχεια τοῦ ψαλμοῦ εἶναι ἴσως ὑψηλότερη κι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία. Γιατί τὸ Εὐαγγέλιο διηγήθηκε τὴ ζωὴ καὶ τὴ συναναστροφὴ τοῦ Κυρίου ἐπάνω στὴ γῆ, ἐνῶ ὁ οὐράνιος αὐτὸς προφήτης, βγαίνοντας ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ μὴν τὸν βαραίνει τὸ σκαφίδι τοῦ σώματος κι ἀφοῦ ἀναμίχθηκε μὲ τὶς ὑπερκόσμιες δυνάμεις, μᾶς ἐκθέτει τὰ λόγια ἐκείνων, πού, βαδίζοντας μπροστὰ στὴν πομπὴ τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν κάθοδό του, διατάζουν ν’ ἀνοίξουν τὶς πόρτες οἱ ἄγγελοι, ποὺ περιπολοῦν τὴ γῆ καὶ τοὺς ἔχει ἀνατεθεῖ ἡ φύλαξη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, λέγοντας· «ἀνοῖξτε τὶς πύλες σας, ἄρχοντες, καὶ σεῖς πύλες αἰώνιες διαπλατωθεῖτε καὶ θὰ εἰσέλθει ὁ βασιλιὰς τῆς δόξας» (Ψάλμ. 23, 7). Καὶ ἐπειδὴ σὲ ὁτιδήποτε εἰσέλθει αὐτὸς ποὺ περιέχει τὸ πᾶν φέρνει τὸν ἑαυτό του στὰ μέτρα ἐκείνου ποὺ τὸν δέχεται (γιατί δὲ γίνεται μόνο ἄνθρωπος εἰσερχόμενος στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κατ’ ἀκολουθίαν καὶ στοὺς ἀγγέλους ὅταν βρεθεῖ κατεβάζει τὸν ἑαυτό του στὴ φύση ἐκείνων), γι’ αὐτὸ ἔχουν ἀνάγκη οἱ φύλακες τῶν πυλῶν ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοὺς δείξει «ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλιὰς τῆς δόξας» (Ψάλμ. 23, 8). Γι’ αὐτὸ ὑποδεικνύουν σ’ αὐτοὺς τὸν κραταιὸ καὶ ἰσχυρὸ δημιουργὸ καὶ ἀκαταγώνιστο στὸν πόλεμο, ποὺ πρόκειται νὰ συγκρουστεῖ μὲ ἐκεῖνον ποὺ αἰχμαλώτισε τὴν ἀνθρώπινη φύση (Ρώμ. 7, 23. Ἑβρ. 2, 14) καὶ νὰ ἐξουδετερώσει αὐτὸν ποὺ ἔχει τὴ δύναμη τοῦ θανάτου (Ἃ/ Κόρ. 15, 26), ὥστε, ἀφοῦ ἀφανιστεῖ ὁ ἔσχατος ἐχθρός, νὰ ἀνακληθοῦν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν εἰρήνη.
5. Πάλι λέει τοὺς ἴδιους λόγους (γιατί ὁλοκληρώθηκε πιὰ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ πραγματοποιήθηκε ἡ νίκη κατὰ τῶν ἐχθρῶν καὶ ὑψώθηκε τὸ ἐναντίον τοὺς τρόπαιο, ὁ σταυρός, καὶ πάλι «ἀνέβηκε ψηλὰ αὐτὸς ποὺ αἰχμαλώτισε πολλοὺς αἰχμαλώτους, αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὴ ζωὴ καὶ τὴ βασιλεία, αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ δῶρα στοὺς ἀνθρώπους» (Ψάλμ. 67, 19), καὶ πρέπει ν’ ἀνοίξουν πάλι γι’ αὐτὸν οἱ ὑψηλὲς πύλες. Παίρνουν μέρος στὴν προπομπὴ οἱ δικοί μας φύλακες καὶ διατάζουν νὰ τοῦ ἀνοιχτοῦν οἱ ὑψηλὲς πύλες, γιὰ νὰ δοξαστεῖ πάλι σ’ αὐτές. Τοὺς εἶναι ὅμως ἄγνωστος αὐτὸς ποὺ φόρεσε τὴ βρώμικη στολὴ τῆς δικῆς μας ζωῆς, ποὺ οἱ λεκέδες τῶν ρουχῶν του εἶναι ἀπὸ τὸ ληνὸ τῶν ἀνθρώπινων κακῶν (Βλ. Ἤσ. 63, 2). Γὶ αὐτὸ ἀπευθύνουν σ’ ἐκείνους ποῦ συνιστοῦν τὴν προπομπὴ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση· «ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλιὰς τῆς δόξας;» (Ψάλμ. 23, 10). Δὲ δίνεται ὅμως ἀκόμα ἡ ἀπάντηση, «ὁ κραταιὸς καὶ ἰσχυρὸς στὸν πόλεμο» (Ψάλμ. 23, 8. 23, 10), ἀλλὰ «ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων», ποὺ ἔχει τὴν ἐξουσία τοῦ παντός, ποὺ ἕνωσε στὸ πρόσωπό του τὰ πάντα (Ἔφ. 1, 10), αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ ὅλα (Κόλ. 1, 18), ποὺ ἀποκατέστησε τὰ πάντα στὴν πρώτη τους μορφὴ (Πράξ. 3, 21), «Αὐτὸς εἶναι ὁ Βασιλιὰς τῆς δόξας» (Ψάλμ. 23, 10). Βλέπετε πόσο γλυκύτερη μᾶς κάνει ὁ Δαβὶδ τὴν ἑορτή, ἀναμιγνύοντας τὴ χάρη τῶν ψαλμῶν του στὴ χαρὰ τῆς Ἐκκλησίας.
6. Ἂς μιμηθοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τὸν προφήτη, σ’ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτύχομε τὴ μίμησή του, στὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, στὴν πραότητα τῆς ζωῆς, στὴ μακροθυμία σ’ ὅποιους μᾶς μισοῦν, γιὰ νὰ γίνει ἡ διδασκαλία τοῦ προφήτη χειραγωγία πρὸς τὴν κατὰ Θεὸν πολιτεία στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.