Βιογραφικά
Ο
Μιχαήλ Πατέρας καί ἡ σύζυγός του Ἑλένη, κάτοικοι Κονίτσης,
τό ἔτος 1921 ἀπέκτησαν τό τελευταῖο τους παιδί πού στήν
βάπτιση ὠνομάσθηκε Μαρίνα–Ἐρρικέτη. Οἱ γονεῖς της ἦταν
πιστοί, θεοφοβούμενοι καί ἀρκετά εὐκατάστατοι, μέ σπίτια,
κτήματα πολλά καί χρήματα ἀπό τό ἐμπόριο πού ἔκανε ὁ πατέρας
της.
Ἡ
μικρή Μαρίνα–Ἐρρικέτη, πού ὅλοι τήν φώναζαν Κέτη, μεγάλωσε
μέ ἄνεση καί τελείωσε τό Γυμνάσιο. Διδάχθηκε ἀπό μικρή τήν
πατροπαράδοτη εὐλάβεια, ἀλλά καί ἡ ἴδια εἶχε ἔμφυτη ἀγάπη
πρός τήν Ἐκκλησία. «Ἀπό μικρή πού ἔνιωσα τόν κόσμο»,
ἀνέφερε ἡ ἴδια, «ἀγάπησα πολύ τήν θεία Λειτουργία καί τίς
ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας». Ὅταν ἦταν στό Δημοτικό, μιά μέρα
ἀπό μόνη της ἔφυγε ἀπό τό σχολεῖο, πῆγε στήν Ἐκκλησία στήν
ἑορτή τοῦ ἁγίου Θεοδώρου καί κοινώνησε. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ
δάσκαλος τήν ρώτησε ποῦ ἦταν καί τήν ἔδειρε.
Ὅταν
μετά τήν κατάρρευση τοῦ ἀλβανικοῦ Μετώπου ἦρθαν οἱ Ἰταλοί
στήν Κόνιτσα, οἱ περισσότεροι Κονιτσιῶτες κρύφτηκαν στά
βουνά. Ἡ Κέτη παρέμεινε κοντά στούς φιλάσθενους γονεῖς της καί
στήν ἡλικιωμένη γιαγιά της. Αἰχμαλωτίσθηκαν ἀπό τούς
Ἰταλούς καί μεταφέρθηκαν στό Μπάρι τῆς Ἰταλίας. Ἡ Κέτη πῆρε
μαζί της σ᾿ ἕνα καλαθάκι Μεγάλο Ἁγιασμό, τήν Σύνοψη καί
εἰκόνες. Μέσα στό πλοῖο τους πού ἔφθασε ἀσφαλές στήν Ἰταλία,
ἐνῶ πολλά εἶχαν τορπιλιθῆ, ἡ Κέτη παρακινοῦσε τούς
συναιχμαλώτους νά προσεύχωνται. Οἱ ἄλλοι τήν κορόϊδευαν καί
τήν εἰρωνεύονταν ἀλλά μετά ζητοῦσαν νά προσεύχεται γι᾿
αὐτούς. Μαζί τους ἦταν μιά ἑτοιμόγεννη, ἀνήσυχη γιά τόν
ἐπικείμενο τοκετό της. Ἡ Κέτη τήν συμπόνεσε καί γιά νά τήν
βοηθήση, ἔβαλε μιά εἰκόνα σ᾿ ἕνα τραπεζάκι, πῆρε ἕνα
κύπελλο, μιά φουρκέτα ἀπό τά μαλλιά της τήν ἔκανε καντηλήθρα,
ἔστριψε λίγο βαμβάκι, τό ἔκανε φυτίλι, ἄναψε καντήλι
κάνοντας μετάνοιες καί προσευχήθηκε. Ἡ γυναῖκα γέννησε
ἀλλά δέν εἶχε γάλα. Ἡ Κέτη ἔδωσε στό βρέφος ἁγιασμό, μέ τήν
μεσολάβησή της δέ τούς ἔδωσαν τροφή καί τό παιδί ἔζησε. Ἕνας
Ἰταλός Ἀξιωματικός βλέποντας τό καντήλι ρώτησε: «Ποιός τό
ἔκανε αὐτό;». «Ἐγώ», ἀπάντησε μέ θάρρος ἡ Κέτη. Τῆς εἶπε νά
τόν ἀκολουθήση καί τήν ὡδήγησε σέ μιά ἀποθήκη. Εἶχε δοχεῖα
μέ λάδι. «Ὅταν χρειάζεσαι λάδι νἄρχεσαι νά παίρνης ἀπό δῶ»,
τῆς εἶπε. Ἡ Κέτη ἦταν νέα 22 ἐτῶν καί φοβόταν γιά τήν ἠθική της
ἀκεραιότητα. Ἔλεγε: «Ἄν ὑποψιαζόμουν κάτι θά ἔπεφτα νά
πνιγῶ στήν θάλασσα».
Ἦταν
Μεγάλη Σαρακοστή καί τούς ἔδιναν ἀρτύσιμα φαγητά, ἀλλά ἡ
Κέτη δέν ἔτρωγε τίποτε παρά μόνο ψωμί. Νήστευε γιά νά
κοινωνήση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Οἱ ἄλλοι τήν εἰρωνεύονταν. «Πῶς
θά κοινωνήσεις τοῦ Εὐαγγελισμοῦ;» καί αὐτή μέ βεβαιότητα
τούς ἔλεγε ὅτι μέχρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ θά γυρίσουμε στήν
Ἑλλάδα. Καί ὄντως ἔγινε ἀνταλλαγή αἰχμαλώτων πρίν ἀπό τόν
Εὐαγγελισμό καί ἡ Κέτη κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ἐπιστρέφοντας
ἀπό τήν ὁμηρία της ἡ Κέτη ἐργαζόταν στό Πρεβαντόριο
Κονίτσης ἐθελοντικά. Φιλοξενοῦσαν τότε 200–250 παιδιά
κατοχικά. Ἡ ἐντεταλμένη τῆς βασίλισσας Φρειδερίκης,
Ἀμαλία Λυκουρέζου, ζήτησε ἀπό τόν Δήμαρχο Κονίτσης
κορίτσια ἀπό καλές οἰκογένειες γιά νά βοηθήσουν. Ἀπό τίς
πρῶτες ἦταν καί ἡ Κέτη. Ζήτησε ἀπό τήν ὑπεύθυνη ὁποιαδήποτε
ἐργασία ἀρκεῖ τήν Κυριακή νά εἶναι ἐλεύθερη νά πάη στήν
Ἐκκλησία. Τῆς ἔφεραν ἀντίρρηση ἀλλά δέν ὑπάκουσε.
Ξημερώνοντας
Χριστούγεννα τοῦ 1947 οἱ συμμορίτες χτύπησαν τήν κάτω
Κόνιτσα καί τήν κατέλαβαν. Ὅλη τή νύχτα γίνονταν ὁδομαχίες
φοβερές. Στό Πρεβαντόριο κατέβασαν τά παιδιά στό ἰσόγειο. Ἡ
Κέτη τούς εἶπε νά γονατίσουν καί νά ψάλλουν συνέχεια τήν
Παράκληση. Μέσα στόν κίνδυνο προσεύχονταν καί ὅσοι πρίν δέν
πίστευαν. Κάποια στιγμή ἡ Κέτη ἄκουσε δύο ἀντάρτες ἔξω ἀπό
τήν πόρτα νά συνομιλοῦν. Ὁ ἕνας ἤθελε νά ἀνοίξουν νά πάρουν τά
παιδιά, ὁ ἄλλος εἶπε: «Τί νά τά κάνουμε μέσα στή νύχτα μέ
τέτοιο κρύο; Τήν Κόνιτσα τήν πήραμε, ἄφησε νά ξημερώση».
Τό
πρωΐ τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1948 πού ἡ Κόνιτσα καταλήφθηκε ἀπό
τόν Ἐθνικό Στρατό, ἡ Κέτη ἄνοιξε τήν πόρτα καί βρῆκε τούς δύο
ἀντάρτες σκοτωμένους. Ὅταν ἡ βασίλισσα παρασημοφόρησε τό
προσωπικό τοῦ Πρεβαντορίου, ἡ μόνη πού ἀπέφυγε καί δέν πῆρε
παράσημο ἦταν ἐκείνη.
Ἀκόρεστη λάτρις τοῦ Κυρίου
Ἡ
φιλόθεη Κέτη δέν ἤθελε καμμιά μέρα τοῦ χρόνου νά χάση
Ἑσπερινό καί θεία Λειτουργία. Ἡ μόνιμη προσπάθειά της ἦταν
νά βρῆ σέ ποιά Ἐκκλησία γίνεται θεία Λειτουργία γιά νά τρέξη
νά τήν ἀπολαύση. Δέν ἐφείδετο κόπου καί χρόνου, θυσίαζε τόν
ὕπνο της, διήνυε μεγάλες ἀποστάσεις, ἀρκεῖ νά μή χάση τήν
θεία Λειτουργία.
Στήν
Κόνιτσα ἔφευγε νύχτα ἀπό τήν ἐργασία της, πήγαινε νά
λειτουργηθῆ καί τό πρωΐ ἐπέστρεφε. Οἱ παρατηρήσεις τῶν
ὑπευθύνων δέν τήν ἀνέκοψαν. Ἦταν καλή στήν δουλειά της καί
ἀγαποῦσε τά παιδιά. Γι᾿ αὐτό καί ἀνέχθηκαν αὐτήν τήν θεοφιλῆ
“ἰδιοτροπία” της. Μιά νύχτα πηγαίνοντας ὡς συνήθως γιά νά
βρῆ Λειτουργία, πέρασε μέσα ἀπό ναρκοπέδιο, ἀλλά τήν φύλαξε
ὁ Θεός. Πέρασε πάνω ἀπό τίς νάρκες καί δέν ἔσκασε καμμιά.
Τό
1950 πού λειτούργησε ἡ παιδόπολη στόν Ζηρό, προσλήφθηκε καί ἡ
Κέτη ὡς νοσοκόμα. Συνάδελφός της στήν παιδόπολη θυμᾶται:
«Ὅταν τήν πρωτοεῖδα, μέ ἐντυπωσίασε ἡ φαιδρότητα τοῦ
προσώπου της, τό χιοῦμορ καί τό γλυκό–ἀθῶο της χαμόγελο. Στό
πρόγραμμα, κατά τήν δική μας κοσμική ἀντίληψη, δέν ἦταν
συνεπής. Ἀπό τό ἀναρρωτήριο τήν μετέθεσαν στήν ἱματιοθήκη
ὡς γαζώτρια, ἐπειδή ἀπουσίαζε ἀρκετό χρόνο τίς νύχτες.
»Στήν
παιδόπολη ἔπαιρνε τά παιδιά στό ἀναλόγιο καί τά μάθαινε νά
ψέλνουν. Περιποιόταν τήν Ἐκκλησία, φρόντιζε γιά ἱερέα καί ἡ
μόνη ἄνεση πού ἔδινε στόν ἑαυτό της ἦταν πού πήγαινε μέ τό
τζίπ νά φέρουν τόν ἱερέα τήν Κυριακή γιά νά λειτουργήση».
Πρῶτο
μέλημά της ἦταν νά γνωρίση τούς ἱερεῖς τῶν γειτονικῶν χωριῶν
γιά νά ἐξασφαλίση τήν καθημερινή της Λειτουργία. Πήγαινε
στήν Παντάνασσα. Περνοῦσε τόν ποταμό Λοῦρο πάνω σ᾿ ἕνα
μονόξυλο μέ δύο τεντωμένα συρματόσχοινα κάθε νύχτα ὅλο τόν
χειμῶνα καί ἦταν φορτωμένη μέ τσάντες τρόφιμα γιά τούς
φτωχούς. Πάντα εἶχε μαζί της πρόσφορο μήπως δέν ἔχει ὁ παπᾶς.
Ἄλλοτε
εἶχε κατεβάσει ἕνα ποτάμι, δέν ὑπῆρχε γέφυρα καί γιά νά μή
χάση τήν θεία Λειτουργία τήν πέρασε στήν πλάτη του κάποιος
γέρος βοσκός. Περπατοῦσε πολύ, μᾶλλον πετοῦσε, καί πήγαινε
μέσα ἀπό δύσβατους τόπους. Κάποτε περνώντας κοντά ἀπό ἕνα
μαντρί, τήν ἀντιλήφθηκαν τά σκυλιά καί ὥρμησαν νά τήν φᾶνε.
«Πρόλαβα», εἶπε, «καί κάθησα κάτω καί τά σκυλιά ἀμέσως
γύρισαν πίσω». Ἄλλη φορά συνάντησε νύχτα μιά ἀρκούδα, τήν
ἔφεξε στά μάτια μέ τό φακό πού εἶχε μαζί της καί τό ζῶο ἄλλαξε
δρόμο καί ἔφυγε.
Οἱ
περιπέτειες τῆς Κέτης γιά τήν καθημερινή της Λειτουργία
εἶναι πολλές. Τότε δέν εἶχαν τηλέφωνα. Κάποια μέρα δέν
εἰδοποιήθηκε ἀπό κανένα γνωστό της ἱερέα γιά Λειτουργία
τήν ἑπομένη. Ὅταν τελείωσε ἀπό τήν δουλειά της ξεκίνησε ἀπό
τήν Φιλιππιάδα τό ἀπόγευμα μέ τά πόδια, ἀφοῦ πρῶτα ρώτησε
ἐκεῖ τούς παπάδες, μετά πῆγε στό χωριό Καμπή, ὕστερα στήν
Παντάνασσα, ἐν συνεχείᾳ στόν ἅγιο Γεώργιο, ἀλλά δέν εἶχαν
Λειτουργία, συνάμα καί νύχτωσε. Φεύγει γιά τό Κεράσοβο,
πάντα μέ τά πόδια. Ἐκεῖ βρῆκε τόν παπᾶ πού θά λειτουργοῦσε τήν
ἄλλη μέρα, ἀλλά δέν ἔμεινε γιατί τοῦ παπᾶ τοῦ πονοῦσε τό δόντι˙
ἡ Κέτη φοβήθηκε μήπως δέν μπορέση ἀπό τόν πονόδοντο νά
λειτουργήση καί ἔφυγε γιά τήν Βούλιστα Παναγία. Πηγαίνοντας
γιά τήν πάνω Βούλιστα μέ τήν ἀδελφή τοῦ παπᾶ, ἔπεσε σέ ἕνα
λάκκο μέ ἀσβέστη μέχρι τά γόνατα. Πλύθηκε καί πῆγε στήν
Λειτουργία. Ἀπό τό ἀπόγευμα πού ξεκίνησε μέχρι τό ναό πού
λειτουργήθηκε διήνυσε ἀπόσταση τριάντα χιλιομέτρων.
Στήν
Κόνιτσα πήγαινε τακτικά γιά νά βλέπη τήν ἡλικιωμένη
μητέρα της πού ἔμενε μόνη. Μιά ἡμέρα στήν Ἐκκλησία,
ἀνεβαίνοντας στήν καρέκλα νά ἀνάψη τά καντήλια, ἔπεσε καί
ἔσπασε τό πόδι της πάνω ἀπό τό γόνατο. Πῆγε στό Νοσοκομεῖο
καί τό τακτοποίησαν. Τῆς εἶπαν νά μείνη ξαπλωμένη μέχρις ὅτου
γιατρευθῆ. Ἀλλά ἄν ἔμενε στό Νοσοκομεῖο ποῦ θά εὕρισκε
θεία Λειτουργία; Γι᾿ αὐτό ἔφυγε κουτσαίνοντας, βρῆκε
αὐτοκίνητο καί πῆγε στόν ἅγιο Γεώργιο Φιλιππιάδος στόν γνωστό
της παπα–Βασίλη Ζαλακώστα, ὅπου ζήτησε νά τήν στρώσουν στόν
γυναικωνίτη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ κοιμήθηκε εἴκοσι
μερόνυχτα καί κάθε μέρα πήγαιναν οἱ ἱερεῖς καί
λειτουργοῦσαν.
Κάποια
φορά τό τζίπ τῆς παιδοπόλεως θά πήγαινε στήν Κόνιτσα καί θά
ἔφευγε πολύ πρωΐ. Θέλησε νά πάη καί ἡ Κέτη νά δῆ τήν μητέρα
της. Πῶς ὅμως νά φύγη χωρίς νά λειτουργηθῆ; Ξεκίνησε τά
μεσάνυχτα μέ τά πόδια˙ πῆγε καί ξύπνησε τόν ἱερέα. Ἐκεῖνος
διαμαρτυρήθηκε γιατί τό ρολόϊ του ἔδειχνε λίγες ὧρες μετά
τά μεσάνυχτα. Ἔγινε ἡ θεία Λειτουργία καί ἀκόμη ἦταν νύχτα
βαθειά. Στόν ἱερέα πού διαμαρτυρήθηκε ἡ Κέτη ἀπάντησε: «Τί
πείραξε; Θέλω πρωΐ–πρωΐ νά φύγω γιά τήν Κόνιτσα».
Μιά
χειμωνιάτικη νύχτα ἔκανε τέτοια καταιγίδα πού ξερρίζωνε
δέντρα. Οὔτε καί αὐτό στάθηκε ἐμπόδιο. Πῆγε χωρίς δισταγμό
νά λειτουργηθῆ, ἀλλά ἄργησε πολύ νά ἐπιστρέψη. Ὅλο τό
προσωπικό περίμεναν ἀνήσυχοι, φοβόταν μήπως κάποιο δένδρο
ἔπεσε πάνω της. Ἐμφανίσθηκε χαρούμενη μέ ματωμένα πόδια,
ὅσο μποροῦσαν νά φανοῦν κάτω ἀπό τά μακρυά της φορέματα.
Ἐξήγησε ὅτι ἡ καθυστέρησή της ὀφειλόταν στό ὅτι περνοῦσε
πάνω ἀπό τά πεσμένα δένδρα πού συναντοῦσε.
Ἄραγε
τί νά αἰσθανόταν ἡ Κέτη κατά τήν θεία Λειτουργία; Θά ἦταν
κάτι πολύ δυνατό, ὥστε νά ξεπερνᾶ ὅλους τούς κόπους καί τίς
θυσίες πού ἔκανε γιά νά λειτουργηθῆ. Ἡ ἴδια ἔκανε καί τόν
ψάλτη, πλήρωνε τούς ἱερεῖς, κουβαλοῦσε ὅταν χρειαζόταν καί
τά βιβλία μαζί της.
Ἡ
Κέτη μερικές φορές πήγαινε σέ μιά ἀγρυπνία καί τό πρωΐ
πήγαινε πάλι νά λειτουργηθῆ. Ὅταν ὕστερα ἐπισκεπτόταν
γνωστό της σπίτι ἤθελε νά ἀκούση καί τρίτη θεία Λειτουργία.
Γονάτιζε δίπλα στό ραδιόφωνο καί ἔκανε μετάνοιες ὅταν
ἦταν ἡ μνήμη κάποιου μεγάλου Ἁγίου. Δέν τήν πείραζε τότε
κανένας θόρυβος, δέν ἄκουγε, δέν ἔβλεπε τίποτε. Τόσο μεγάλη
ἦταν ἡ ἀγάπη της γιά τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ!
Ἀλλά
καί στό κελλί της ἤ στά σπίτια πού ἐφιλοξενεῖτο, ἔκανε
προσευχή καί μελετοῦσε. «Πολλά βράδια πού ἔμενε στό σπίτι
μας», διηγεῖται γνωστή της, «ἐπέμενε νά μένη στήν κουζίνα καί
νά κοιμᾶται σ᾿ ἕνα στενό ντιβάνι 40 ἑκατοστῶν. Πόσο ξάπλωνε
κανείς δέν τό ἔμαθε. Τό φῶς ὅλη τή νύχτα ἦταν ἀναμμένο.
Διάβαζε τόν κανόνα τοῦ Ἁγίου καί Ψαλτήρι. Μετά ἀπό κάθε
θεία Λειτουργία διάβαζε τό Θεοτοκάριο καί μοῦ ἔλεγε: “Δέν
διαβάζεις Θεοτοκάριο; Τότε τί κάνεις;”.
Ἦταν
τόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη της στή λατρεία τοῦ Θεοῦ πού λίγες μέρες
πρίν κοιμηθῆ, ἐνῶ δέν μποροῦσε νά μιλήση, ψιθύρισε:
“Ἐκκλησία, Ἐκκλησία”.
Κρυφή ἀσκήτρια
Ἡ
Κέτη ἦταν μιά λαϊκή ἀσκήτρια σέ μεγάλα μέτρα. Τόν ἑαυτό της
τόν εἶχε παραμελημένο καί παραπεταμένο. Ἀπό τόν μισθό της
ποτέ δέν διέθεσε οὔτε δραχμή γιά τόν ἑαυτό της, γιά ροῦχα ἤ γιά
φαγητό. Φοροῦσε, αὐτή ἡ πλουσιοκόρη, φτωχικά ροῦχα καί
παπούτσια πού τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη.
Σ᾿
ὅλη τήν ζωή της δέν χόρτασε. Ἔτρωγε λίγο καί ὄχι χορταστικά
καί μέ πλησμονή, γιατί ἤθελε νά προσεύχεται νηστική. Ποτέ δέν
μαγείρευε γιά τόν ἑαυτό της, ἀλλά καί ποτέ δέν ἔμενε χωρίς
φαγητό.
Πήγαινε
στήν Χριστίνα Ἐζνεπίδου, ἀδελφή τοῦ γέροντος Παϊσίου καί
ἐπειδή τῆς εἶχε θάρρος τῆς ἔλεγε νά κάνη λίγο ζυμαρικό.
Ἔλεγε: «Αὐτό εἶναι βασιλικό φαγητό». Ὅσο καιρό ἦταν στήν
παιδόπολη κανείς δέν τήν εἶδε στήν τραπεζαρία νά τρώη μέ τό
προσωπικό. Μιά γνωστή της φρόντιζε τό βράδυ πού γύριζε ἡ Κέτη
νά τῆς ἔχη λίγα χόρτα φυλαγμένα ἤ κανένα νηστήσιμο. Κρέας
δέν ἔτρωγε καί μετά τήν κοίμηση τῆς μητέρας της ἀπεῖχε καί ἀπό
τά γαλακτερά καί τά αὐγά. Στή νηστεία ἦταν ἄφταστη, εἶχε
μεγάλη ἀντοχή. Πολλές ἡμέρες περνοῦσε μόνο μέ τό ἀντίδωρο
πού εἶχε μέσα στήν τσάντα της. Συνήθως ἔτρωγε λαχανικά,
ἐλιές, ζυμαρικά, ρυζάκι καί σέ γιορτές κανένα ψαράκι.
Ἔπινε πικρό τόν καφέ της γιά ἄσκηση.
Ὅταν
κοιμόταν λίγο γιά νά ξεκουραστῆ, δέν σκέπαζε τά πόδια της γιά
νά μήν κοιμηθῆ βαρειά καί δέν ξυπνήσει γιά τήν θεία Λειτουργία.
Ἀργότερα δέν ξάπλωνε σέ κρεββάτι ἀλλά πάντοτε μαζεμένη σ᾿
ἕνα καναπέ ἤ σέ μιά καρέκλα λαγοκοιμόταν. Ταλαιπωροῦσε τό
σῶμα της καί στόν ὕπνο καί στή νηστεία.
Στά
γόνατά της εἶχαν σχηματισθῆ δύο εὐμεγέθεις μαῦροι κύκλοι
ἀπό τίς ἐδαφιαῖες μετάνοιες, τήν πολύωρη γονυκλιτῆ στάση
της κατά τήν θεία Λειτουργία καί τίς ἀτομικές προσευχές της.
Βρύση ἐλεημοσύνης
Ἡ
ζωή τῆς Κέτης ἀπό τήν μικρή της ἡλικία μέχρι τήν κοίμησή της
ἦταν θεία λατρεία, ἄσκηση, ἐλεημοσύνη. Ἦταν τόσο ἐλεήμων,
πού τά ὑλικά ἀγαθά τά ὁποῖα ἄφθονα τῆς παρεῖχαν οἱ γονεῖς της,
τά μοίραζε σέ φτωχούς. Καί ὅταν τῆς ἔβαζαν περιορισμούς,
τύλιγε σ᾿ ἕνα σενδόνι τά τρόφιμα καί μέ ἕνα σχοινί τά
κατέβαζε ἀπό τό παράθυρο γιά νά μήν τά βλέπουν οἱ γονεῖς της.
Τότε ὑπῆρχαν πολλοί φτωχοί, χῆρες, ὀρφανά, πρόσφυγες. Τά
ἐνοίκια τῶν χωραφιῶν πού ἔπαιρναν σέ εἶδος (σιτάρι,
καλαμπόκι κ.λ.π.), τά κουβαλοῦσε κρυφά σέ μιά γειτόνισσα
ἔμπιστή της καί ἀπό κεῖ μέ ἄνεση ἔκανε τήν διανομή στούς
φτωχούς, γιά νά μήν τήν βλέπη καί στενοχωρῆται ἡ μητέρα της.
Ἦταν
ἡ πρώτη συνεργάτις τοῦ π. Παϊσίου στίς ὁμάδες ἀγάπης καί
συνέχισε αὐτό τό ἔργο μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Γέροντα ἀπό τό
Στόμιο. Οἱ καλωσύνες πού ἔκανε εἶναι πολλές καί ἀθόρυβες.
Ὄχι μόνο διέθεσε τόν μισθό της καί ὅλη της τήν περιουσία γιά
τούς φτωχούς, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἔγινε διάκονος τῆς ἀγάπης γιά
τούς φτωχούς καί ἀρρώστους. «Ἕνεκεν συμπαθείας τῶν πενήτων»,
ἔγινε καί ζητιάνα.
Ὅταν
ἦταν στήν παιδόπολη ἔφευγε ἀπό τήν δουλειά της λίγο νωρίτερα,
ἔπαιρνε τό φαγητό της καί ἔτρεχε νά τό πάη κρυμμένο κάτω ἀπό
τήν κάπα της σέ μιά οἰκογένεια μέ ἐννιά παιδιά στό γειτονικό
χωριό Παντάνασσα. Τά παιδιά πάμφτωχα καί πεινασμένα, ὁ
πατέρας πάντα μεθυσμένος. Ἐπειδή στήν ἔξοδο τῆς
παιδοπόλεως γινόταν ἔλεγχος, ἔβγαινε ἀπό δύσβατο
μονοπάτι μέσα στό δάσος καί ἔφθανε στό χωριό. Τά βράδια
ἔπαιρνε ἀπό τήν κουζίνα τά περισσεύματα, συνήθως μέ
καυγάδες γιατί ἀπαγορευόταν, καί τά πήγαινε σέ φτωχούς. Πόσα
παιδάκια ἔθρεψε μέ τά περισσεύματα καί πόσα ἔντυσε
ἀξιοποιώντας ἄχρηστο ἱματισμό!
Τίς
ἐλεύθερες ὧρες, πού ἦταν τόσο λίγες, ἔτρεχε στά χωριά,
ἔκανε ἐνέσεις στούς ἀρρώστους καί κουβαλοῦσε τρόφιμα σέ
φτωχούς. Φοροῦσε μιά κάπα ἐπίτηδες γιά νά μήν φαίνωνται οἱ
τσάντες μέ τά τρόφιμα.
Γιά
τόν ἑαυτό της δέν φρόντιζε. Σκεφτόταν τούς ἄλλους. Δέν μιλοῦσε
γιά ἀγαθοεργίες μόνον ἔπραττε, ὅσο μποροῦσε ἀθόρυβα.
Ἔδινε χρήματα στόν ἱερέα τῆς Μελισσόπετρας γιά νά βοηθᾶ
φτωχές οἰκογένειες. Βάπτισε ἀρκετά παιδάκια καί εἶχε τήν
μέριμνά τους.
Στό
Ριζοβούνι περιποιόταν μιά γριά ἐγκαταλελειμμένη μέχρι τήν
κοίμησή της, σάν νά περιποιόταν τήν μάννα της. Στόν Ἅγιο
Γεώργιο εἶχε μιά ἄλλη γριά πού κάθε βράδυ τῆς πήγαινε φαγητό,
τῆς ἔκοβε τά νύχια, τήν ἔπλενε καί τῆς πρόσφερε ὅ,τι ἄλλο
χρειαζόταν μέχρι πού κοιμήθηκε.
Βοηθοῦσε
καί μιά ἄλλη φτωχή καί πολύτεκνη οἰκογένεια. Ἡ μάννα
περίμενε παιδάκι ἀλλά σκεπτόμενη τήν φτώχεια τους ἀποφάσισε
μέ τόν ἄνδρα της νά πᾶνε νά κάνουν ἔκτρωση. Στόν δημόσιο δρόμο
συνάντησαν τήν Κέτη ἡ ὁποία τούς ρώτησε ποῦ πηγαίνουν, καί
αὐτοί εἶπαν τήν ἀλήθεια. Τότε ἀγανάκτησε ἡ Κέτη καί ἔβαλε
τίς φωνές. Τούς εἶπε νά γυρίσουν στό σπίτι τους καί αὐτή
ὑποσχέθηκε νά ἀναλάβη τήν προστασία καί τήν τροφοδοσία τοῦ
παιδιοῦ. Ἔγινε μάλιστα καί ἀνάδοχός του καί τό βοήθησε
περισσότερο ἀπό ὅσο ὑποσχέθηκε μέχρι πού μεγάλωσε καί
ἄρχισε νά ἐργάζεται.
Σέ
ἄλλο χωριό τῆς περιοχῆς ὑπῆρχε κάποια φτωχή οἰκογένεια μέ
δυό ἄρρωστα παιδιά ἀπό μεσογειακή ἀναιμία. Ἡ Κέτη τούς
λυπήθηκε πολύ καί θέλοντας νά τούς βοηθήση, εἶπε στόν πατέρα
νά ψωνίζη ἀπό κάποιο μαγαζί ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη, καί ὅτι αὐτή θά
πληρώνει τόν λογαριασμό. Αὐτό γινόταν γιά ἕνα χρονικό
διάστημα ἀλλά κάποια ἡμέρα ὁ πατέρας κάλεσε ἕναν
ὀργανοπαίχτη στό σπίτι του καί ἄρχισε τίς διασκεδάσεις, τούς
χορούς καί τό ποτό. Πάνω στό ξεφάντωμα ἦρθε καί ἡ Κέτη νά δῆ τά
παιδιά. Τότε τόν μάλωσε καί σταμάτησε τήν χορηγία της.
Τό
1960 ὁ εὐλαβέστατος παπα–Βασίλης Ζαλακώστας ἔκτισε σπίτι
στόν Ἅγιο Γεώργιο, ἀλλά τά χρήματά του δέν ἔφθαναν νά τό
τελειώση. Τότε ἡ Κέτη μεσολάβησε, πλήρωσε ἕνα αὐτοκίνητο
ξυλεία γιά νά σκεπαστῆ τό σπίτι καί ἔγιναν τά πατώματα καί τά
κουφώματα. Ὁ παπα–Βασίλης εἶναι ἀπό τούς λίγους πού
κατάλαβε τήν ἀξία τῆς Κέτης, τήν γνώρισε πολύ καλά, μάλιστα
τοῦ βάπτισε τήν κόρη του Μαρία˙ στό τέλος πῆρε στό σπίτι του τήν
μητέρα τῆς Κέτης. Ἔλεγε στήν πρεσβυτέρα του: «Δέν ξέρεις τί
ἀξίζει ἡ Κέτη». Πίστευε ὅτι ἡ ζωή τῆς Κέτης εἶναι μοναδική,
ἰδιόμορφη καί δέν ἔμοιαζε μέ τήν ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Ἔκανε
τακτικά ταξίδια στήν Κόνιτσα καί στήν Ἀθήνα γιά νά βλέπη τήν
μητέρα της καί τ᾿ ἀδέλφια της. Ἄν καί εἶχε χρήματα, δέν ἤθελε
νά πληρώνη εἰσιτήριο. Πήγαινε μέ ὤτο–στόπ ὄχι ἀπό τσιγγουνιά
ἀλλά γιά νά διαθέση τά χρήματα τοῦ εἰσιτηρίου γιά
ἐλεημοσύνες. Κάποτε ὅλη τήν ἡμέρα περίμενε στόν δρόμο
ὄρθια, δέν σταμάτησε νά τήν πάρη κανένα αὐτοκίνητο καί
γύρισε στό σπίτι μέ τίς τσάντες. Ἄλλοτε μπῆκε σέ λεωφορεῖο μέ
ἕνα καρεκλάκι. Τήν ρώτησε ὁ εἰσπράκτορας ἄν ἔχη εἰσιτήριο
καί ἀπάντησε: «Οὔτε εἰσιτήριο ἔχω οὔτε θέση θέλω». Καί τήν
ἄφησε μέ τό καρεκλάκι νά ταξιδέψη μέχρι τήν Ἀθήνα. Ἔλεγε
μετά: «Αὐτοί ὅλοι μέ τ᾿ αὐτοκίνητα ἔχουν χρήματα˙ γιατί νά
τούς δώσω; Μέ αὐτά τά χρήματα τοῦ εἰσιτηρίου μπορῶ νά
ἀγοράσω δυό–τρία κιλά ρύζι καί νά τά δώσω σέ μιά φτωχή
οἰκογένεια πού πεινάει». Τήν ἐνδιέφεραν οἱ πτωχοί ἀδελφοί
καί ὄχι τό πῶς θά ταξιδέψει ἀναπαυτικά.
Στό
μοναστήρι τῆς Δουραχάνης πού εἶχε ἐγκατασταθῆ τά
τελευταῖα της χρόνια, μάζευε μπομπονιέρες ἀπό βαπτίσεις γιά
νά τίς πουλάη, καί τά χρήματα τά ἔδινε σέ φτωχούς. Μερικοί τήν
ἔβλεπαν μέ οἶκτο, ὅπως ἦταν φτωχοντυμένη καί σκελετωμένη,
καί τῆς ἔδιναν καί κάποια «ἐλεημοσύνη». Τήν ἀποδεχόταν μέ
χαρά γιά νά τήν δώση καί αὐτή συνέχεια σέ ἄλλους. Χαιρόταν νά
τήν θεωροῦν ζητιάνα καί φτωχή. Ἦταν ὅμως πεντακάθαρη μέ τά
ἐλάχιστα ροῦχα πού εἶχε.
Ζητοῦσε
ροῦχα καί κυρίως παπούτσια, δῆθεν γιά τόν ἑαυτό της, καί τά
ἔδινε σέ ἄλλους πού εἶχαν ἀνάγκη. Κάποιος γιατρός τῆς
ἀγόρασε ἕνα ζευγάρι μαλακά παπούτσια, γιατί τά πέλματά της
ἦταν παραμορφωμένα, καί ἔκανε πώς τά χάρηκε. Εἶδε κάποιον
ἱερέα πού φοροῦσε παλαιά παπούτσια. Πῆγε στό κατάστημα πού
εἶχε ἀγοράσει τά παπούτσια της ὁ γιατρός, τά ἄλλαξε καί πῆρε
καινούργια παπούτσια γιά τόν ἱερέα. Δέν μποροῦσε νά ἡσυχάση
ἄν δέν ἐλεοῦσε κάθε μέρα.
Ἀπό
τό μοναστήρι τῆς Σουρωτῆς, μέ ὑπόδειξη τοῦ γέροντος
Παϊσίου, ἔστελναν στήν Κέτη κάθε χρόνο μιά εὐλογία, καθαρό
κερί, ἐλιές, βιβλία. Πολύ τά χαιρόταν˙ ἀμέσως πήγαινε τά
πουλοῦσε καί ἔδινε τά χρήματα ὅπου ἤξερε ὅτι ἔχουν μεγάλη
ἀνάγκη.
Ἡ
Κέτη φρόντιζε πολύ γιά τήν εὐπρέπεια τῶν Ἐκκλησιῶν. Μέ
ἐνέργειές της καί τήν χρηματική της βοήθεια ἀνακαινίσθηκε
καί καλλωπίσθηκε ὁ ναός τοῦ ἁγίου Νικολάου στό χωριό Ἅγιος
Γεώργιος Φιλιππιάδος˙ φρόντιζε ἀκόμη νά ἔχη λάδι γιά τά
καντήλια.
Ὅταν
στήν Ἐκκλησία ἔβλεπε ἀταξία καί κακή συμπεριφορά, ἀπό
ὅπου καί ἄν προερχόταν αὐτή θά τόν παρατηροῦσε καί θά τόν
διώρθωνε. Ἐνδιαφερόταν γιά τήν καθαριότητα καί τήν τάξη
τῆς Ἐκκλησίας καί παρακινοῦσε τίς γυναῖκες νά φροντίζουν γιά
τήν Ἐκκλησία καλύτερα ἀπό τό σπίτι τους.
Ἡ
Κέτη ὅ,τι ἀκίνητα εἶχε κληρονομήσει τά ἀφιέρωσε στήν
ἱερά Μονή Στομίου καί ἕνα οἴκημα ἐντός τῆς Κονίτσης τό
δώρησε στήν Μητρόπολη. Εἶναι τό γηροκομεῖο Κονίτσης.
Ἀπαίτησε καί ἀπό τήν ἀδελφή της καί τήν ἀνεψιά της νά κάνουν τό
ἴδιο καί αὐτές. Τίς παρακινοῦσε λέγοντας: «Πῶς θά πᾶτε στήν
ἄλλη ζωή μέ ἄδεια χέρια;».
Ἀξιόλογα περιστατικά
Κάποτε
πού γιόρταζε ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου στό χωριό Ἅγιος
Γεώργιος Φιλιππιάδος, πῆγε ἡ Κέτη σέ μιά χήρα πού εἶχε πολλά
λουλούδια στήν αὐλή της, τήν παραμονή, καί τῆς ζήτησε
λουλούδια γιά νά φτιάξη ἕνα στεφάνι γιά τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ἡ
χήρα ἀρνήθηκε καί δέν τῆς ἔδωσε λουλούδια. Ἡ Κέτη ἔφυγε καί
μόνο τῆς εἶπε: «Δέν πειράζει, μήν μοῦ δίνης, ἀλλά μέχρι τό βράδυ
θά τά χάσεις, δέν θά σοῦ μείνει οὔτε ἕνα λουλούδι». Καί
πράγματι ὅταν ἄρχισε νά βραδιάζη, τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ
ἔπιασε μιά ραγδαία βροχή καί ἕνας ἀνεμοστρόβιλος δυνατός,
μέ ἀποτέλεσμα νά μήν μείνη οὔτε ἕνα λουλούδι,
καταστράφηκαν ὅλα, ὅπως εἶχε προείπει ἡ Κέτη.
*
Κάποια
χρονιά πήγαινε μέ τόν γνωστό της παπα–Βασίλη νά λειτουργήσουν
στήν Παντάνασσα τήν ἡμέρα τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, στίς 8
Σεπτεμβρίου. Συζητοῦσαν γιά τήν ἐκ παραδόσεως νηστεία πού
κάνουν μερικοί ἀπό 1η μέχρι 7η
Σεπτεμβρίου. Ἡ Κέτη εἶχε κρατήσει τή νηστεία καί ἔλεγε ὅτι
καί ὁ παπα–Βασίλης ἔπρεπε νά τήν εἶχε κρατήσει. Ἔφθασαν στήν
Ἐκκλησία, ἄναψαν τά καντήλια καί μόλις πῆγε νά βάλη
“Εὐλογητός” ὁ παπᾶς τόν κέντησε ἕνας ξηρόπονος στήν κοιλιά.
Βγῆκε ἔξω καί ὅταν μετά ἔβαλε τό πετραχήλι πάλι αἰσθάνθηκε
πόνο δυνατό. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε τέσσερις–πέντε φορές. Ἡ ὥρα
περνοῦσε, ἡ Κέτη ἀνησυχοῦσε γιά νά προλάβη νά γυρίση στήν
δουλειά της καί ὁ πόνος δέν ἄφηνε τόν παπα–Βασίλη. Ἡ Κέτη
ἀπέδιδε τόν πόνο στό ὅτι δέν εἶχε νηστέψει ὁ παπᾶς καί τόν
παρακινοῦσε νά κάνη τάμα στήν Παναγία ὅτι στό ἑξῆς θά κρατᾶ
αὐτή τή νηστεία. Ἔβαλε μετάνοια μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα
καί ὑποσχέθηκε νά φυλάξη σ᾿ ὅλη του τήν ζωή τήν συγκεκριμένη
νηστεία. Ἀμέσως ἔπαυσε ὁ ξηρόπονος, ἔκαναν τήν ἀκολουθία
καί τελείωσαν χωρίς κανένα πρόβλημα τήν Λειτουργία.
*
Θέλησαν
κάποτε τρία–τέσσερα κακομαθημένα χωριατόπαιδα νά
πειράξουν καί νά ἐκφοβίσουν τήν Κέτη τή νύχτα πού θά πήγαινε
στήν Ἐκκλησία. Φόρεσαν κουκοῦλες στό κεφάλι τους, πιάστηκαν
χέρι μέ χέρι καί ἔκλεισαν τόν δρόμο ἀπό τήν παιδόπολη πρός τά
κάτω. Ἦταν ἕτοιμα νά ὁρμήξουν κατεπάνω της ἀλλά συνέβη τό
ἑξῆς: Μιά ἀόρατη δύναμη τοῦ Θεοῦ ἔκανε ὥστε τά βήματα τῶν
ποδιῶν τους νά κινοῦνται πρός τά πίσω καί ὀπισθοχωροῦσαν
χωρίς νά καταλάβουν πῶς, ἐνῶ ἡ Κέτη ἔκανε συνεχῶς τόν σταυρό
της, προσευχόταν καί περπατοῦσε πλησιάζοντας τά παιδιά σέ
μικρή ἀπόσταση. Αὐτά ἔφυγαν ἄπρακτα καί ἡ Κέτη ἀπτόητη
συνέχισε τόν δρόμο της γιά τήν Ἐκκλησία.
*
Κάποτε
καθώς πήγαινε μέ τά πόδια ἀπό τήν παιδόπολη γιά τήν Κόνιτσα
τήν πῆρε ἕνας φορτηγατζῆς πού εἶχε μαζί του καί τήν γυναῖκα
του. Ἀνέβαιναν τήν Κανέτα. Ὁ δρόμος ἦταν στενός, ἀνηφορικός
καί ἐπικίνδυνος. Ἀπό τήν μιά μεριά ἦταν βράχια καί ἀπό τήν
ἄλλη ἀπότομη πλαγιά. Ξαφνικά κόπηκαν τά φρένα. Ἄνοιξε τήν
πόρτα ὁ ὁδηγός, πήδηξε ἔξω καί τίς φώναξε νά πεταχθοῦν καί
αὐτές. Ἡ γυναῖκα του πήδηξε ἔξω ἀλλά ἡ Κέτη δέν κινήθηκε. Μόνο
ἔσκυψε νά μαζέψη τά πράγματά της καί μαζεύτηκε στήν ἐσοχή
τοῦ αὐτοκινήτου κάτω ἀπό τό τζάμι. Τό αὐτοκίνητο χτύπησε σέ
βράχο καί ἄρχισε νά κυλάη στήν πλαγιά. Ὁ ὁδηγός πάγωσε ἀπό
τόν φόβο του καί, ὅταν σέ λίγο εἶδαν νά βγαίνη ἡ Κέτη σώα καί
ἀβλαβής, τἄχασαν. Γνωστή της τήν ρώτησε τί σκεφτόταν τότε, καί
μέ χιοῦμορ ἀπήντησε: «Φοροῦσα καινούργια ζακέττα καί
λυπόμουν πού θά πήγαινε χαμένη».
*
Ἔβλεπε
ὅλους τούς ἀνθρώπους καλούς καί ἔμπαινε ἀδιακρίτως σέ ὅλα τά
αὐτοκίνητα. Μιά νύχτα ξεκίνησε γιά τήν Βούλιστα Παναγιά. Ἕνα
αὐτοκίνητο πού περνοῦσε, σταμάτησε δίπλα της καί μπῆκε
μέσα. Στόν δρόμο ὁ ὁδηγός τήν πείραξε μέ λόγια ἄπρεπα καί αὐτή
ἐνῶ ἔτρεχε τό αὐτοκίνητο ἄνοιξε τήν πόρτα γιά νά πηδήση
ἔξω. Πρόλαβε ὁ ὁδηγός καί σταμάτησε. Αὐτή κατέβηκε καί
συνέχισε τήν πορεία της μέσα στή νύχτα.
*
Ὅταν
ἡ μητέρα τῆς Κέτης δέν μποροῦσε πλέον μόνη της νά
ἐξυπηρετῆται, γιατί εἶχε φθάσει 90 χρόνων, ἡ Κέτη γιά νά τήν
ἔχη κοντά τήν ἔφερε στό σπίτι τοῦ παπα–Βασίλη στόν Ἅγιο
Γεώργιο, τό ἔτος 1969. Τήν ἡμέρα τήν περιποιεῖτο ἡ πρεσβυτέρα
καί τή νύχτα καθόταν μαζί της ἡ Κέτη. Μαζί μέ τήν μητέρα της ἡ
Κέτη ἔφερε καί μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας Βρεφοκρατούσης,
διαστάσεων 50×40 ἑκατοστῶν, καί εἶπε ὅτι εἶναι πολύ
θαυματουργή. Ἦταν οἰκογενειακό κειμήλιο καί πάντα ὅταν
ἐπρόκειτο νά πεθάνη κάποιος τοῦ σπιτιοῦ, ἡ εἰκόνα ἔπεφτε
ἀπό τό εἰκονοστάσι κάτω στό πάτωμα. Εἶπε ἡ Κέτη μέ
βεβαιότητα στόν παπα–Βασίλη: «Ὅταν θά πεθάνη ἡ μητέρα μου, ἡ
εἰκόνα θά μᾶς προειδοποιήσει μέ τόν θόρυβο ἀπό τό πέσιμό
της». Τήν τοποθέτησαν στό εἰκο-
νοστάσι,
ἀνάμεσα σέ ἄλλες εἰκόνες γιά νά τήν συγκρατοῦν, μέ κλίση πρός
τόν τοῖχο γιά νά στηρίζεται, καί ἔβαλαν μπροστά ἕνα πηχάκι
πέντε ἑκατοστῶν. Ἡ εἰκόνα ἦταν καλά τοποθετημένη καί ἦταν
ἀδύνατο νά πέση, ἀλλά ἡ Κέτη ἐπέμενε ὅτι, πρίν πεθάνη ἡ
μητέρα της, ἡ εἰκόνα θά πέσει ὁπωσδήποτε. Ἡ Κέτη
πηγαινοερχόταν στήν παιδόπολη καί τό βράδυ πού ἐπέστρεφε
ρωτοῦσε ἄν ἡ εἰκόνα εἶναι στήν θέση της. Αὐτό συνεχιζόταν γιά
πολύ καί ἡ Κέτη ἔλεγε ὅτι δέν ἦρθε ὁ καιρός ἀκόμη.
Στίς
8 Ἰουλίου 1971 κάθονταν ὁ παπα–Βασίλης καί ἡ Κέτη στό
ἰσόγειο καί ξαφνικά ἀκούστηκε σάν νά ἔπεσε τουφεκιά ἀπό τό
δωμάτιο πού ἦταν ἡ εἰκόνα. Ἡ Κέτη πετάχθηκε καί φώναξε
«ἔπεσε ἡ εἰκόνα». Ἀνέβηκαν καί εἶδαν τήν εἰκόνα πεσμένη στό
πάτωμα. Μέ εὐλάβεια καί φόβο τήν ἀσπάστηκαν καί τήν ἔβαλαν
στήν θέση της. Ἀπορίας ἄξιον εἶναι πῶς δέν ἔπεσαν καί οἱ ἄλλες
εἰκόνες πού ἦταν στό ἴδιο εἰκονοστάσι. Ἡ μητέρα τῆς Κέτης
εἶχε χάσει τίς αἰσθήσεις, δέν κατάλαβε τίποτε. Στίς 10
Ἰουλίου, ἡμέρα Σάββατο τό ἔτος 1971, δύο μέρες μετά τό
πέσιμο τῆς εἰκόνος, ἐκοιμήθη ἡ κυρία Ἑλένη Πατέρα, ἡ
μητέρα τῆς Κέτης, καί τήν ἐνταφίασαν στήν Κόνιτσα.
Ὕστερα
ἡ Κέτη εἶπε ὅτι στό ἑξῆς ἡ εἰκόνα δέν πρέπει νά μένη μέσα σέ
οἰκογένεια, πρέπει νά πάη σέ μοναστήρι καί τήν ἔστειλε στήν
ἱερά Μονή τῆς Παναγίας Ροβέλιστας, στήν Ἄρτα, ὅπου
φυλάγεται μέχρι σήμερα.
*
Κάθε
Παρασκευή εἶχε ἀγρυπνία στή μονή Δουραχάνης. Τήν
παρακολουθοῦσε, στήν συνέχεια πήγαινε στά Γιάννενα καί
περίμενε ὧρες ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά ξαναλειτουργηθῆ.
Τά τελευταῖα χρόνια, κάποια χειμωνιάτικη νύχτα πού τό
θερμόμετρο ἔδειχνε ἀρκετούς βαθμούς κάτω ἀπό τό μηδέν καί
φυσοῦσε παγωμένος βοριᾶς, μετά τήν ἀγρυπνία ἦρθε στά
Γιάννενα καί τρύπωσε σέ κάποιο χάλασμα στόν αὐλόγυρο τῆς
ἁγίας Αἰκατερίνης. Ἔστρωσε κάτω τό ποδόμακτρο, τυλίχθηκε μέ
τήν ἐλαφριά κάπα της καί αἰσθάνθηκε μιά ζεστασιά σόμπας. Ἔτσι
κοιμήθηκε πολύ ὡραῖα.
*
Συνήθιζε
ἡ Κέτη νά πηγαίνη σέ ἀκατάλληλες ὧρες στό σπίτι κάποιας
γνωστῆς της. Κάποια μέρα στίς 3.30΄ μ.μ. ἐνῶ ἡ οἰκογένεια
ἀναπαυόταν χτύπησε ἡ Κέτη τήν πόρτα. Δυσανασχέτησε ἡ
κυρία. Ἀνοίγοντας σχεδόν θυμωμένη εἶδε τό πρόσωπο τῆς Κέτης
νά ἀστράφτη καί τρόμαξε.
*
Ὁ
Γ. Ζ. διηγήθηκε: «Γνώρισα τήν Κέτη τό καλοκαίρι τοῦ 1995.
Τότε εἶχα χωρίσει καί ἐπισκεπτόμουν τό Ντουραχάν γιά νά
προσεύχωμαι καί νά παρηγοροῦμαι. Μιά μέρα μοῦ εἶπε: “Θέλεις νά
φωνάξω τόν π. Ἀθανάσιο νά σέ βοηθήση;”. Εἶπα “ὄχι”. Ὕστερα μοῦ
εἶπε: “Ἀφοῦ ξέρω γιατί ἔρχεσαι. Γιατί δέν μοῦ τά λές νά
ἀνακουφιστῆς;”. Καθήσαμε ὧρες συζητώντας καί μετά μοῦ
ζήτησε νά τήν πάρω μαζί μου γιά τά Γιάννενα. Ζήτησε νά τήν
ἀφήσω στό μετόχι τοῦ Σινᾶ, στήν ἁγία Αἰκατερίνη. Μοῦ εἶπε:
“Ἔχεις καλή καρδιά καί εἶσαι καλό παιδί. Θά προσευχηθῶ γιά σένα
καί σύντομα θά γνωρίσεις μιά καλή κοπέλλα πού θά ἔχει τό
ὄνομά της (ἁγίας Αἰκατερίνης)”. Πέρασε ἕνα μικρό χρονικό
διάστημα καί πραγματικά δέν μοῦ πέρασε κἄν ἀπό τό μυαλό μου
στήν γνωριμία πού ἔκανα ὅτι τό ὄνομα Κατερίνα τῆς γυναίκας
μου ἔχει τήν σημασία του. Ἕνα βράδυ Παρασκευῆς πού πῆγα γιά
ὁλονυχτία μαζί μέ τήν Κατερίνα μέσα στό σκοτάδι, παρά λίγο
νά πατήσω τήν Κέτη πού ἦταν γονατιστή. Πρίν προλάβω νά τῆς
μιλήσω, μοῦ ἔπιασε τό πόδι καί μοῦ εἶπε: “Γιάννη, ἔφερες καί τήν
Κατερίνα μαζί;”. Ἐκείνη τήν στιγμή πάγωσα καί θυμήθηκα τά
λόγια της. Δέν θά τήν ξεχάσω ποτέ».
*
Μαρτυρία
ἀνωνύμου: «Τήν Κέτη Πατέρα τήν συνάντησα γιά πρώτη φορά τό
ἔτος 1993 στόν δρόμο ἀπό Ἄρτα πρός Ἰωάννινα καί τήν πῆρα μαζί
μου στό αὐτοκίνητο. Τό ἑπόμενο ἔτος στό ἴδιο σημεῖο εἶδα μιά
γιαγιά καί τήν θυμήθηκα. Ἀνέβηκε στό αὐτοκίνητο, μοῦ εἶπε
ὅτι εἶναι ἀπό τήν Κόνιτσα καί μοῦ μίλησε γιά τόν π. Παΐσιο. Μοῦ
ἀνέφερε ὅτι ἤμουν ἀρραβωνιασμένος καί ὅτι εἶχα χωρίσει
πρίν δύο χρόνια. “Δέν πειράζει”, εἶπε, “ἴσως νά βρῆ κάποιον
καλύτερον”. Σάν νά διάβασε τήν ἐγωϊστική μου σκέψη, “τί
καλύτερον θά βρῆ”, ἀπάντησε: “Ὅταν λέω κάποιον καλύτερο,
ἐννοῶ νά βρῆ κάποιον γιά νά τῆς δώση τά λοῦσα πού ἤθελε”. Εἶχε
δίκαιο. Τά λοῦσα της ἦταν πράγματι ἀφορμή συνεχῶν
προστριβῶν. Μοῦ εἶπε ὅτι αὐτή ἡ κοπέλλα πού γνωρίζω τώρα
ὀνομάζεται Σοφία καί μοῦ ἀνέφερε στοιχεῖα ἀπό τόν
χαρακτῆρα της, καί ὅτι εἶμαι πολύ τυχερός πού βρῆκα τέτοια
κοπέλλα. Ἔπειτα μέ μάλωσε γιατί τῆς φερόμουν ἄσχημα μερικές
φορές καί τήν στενοχωροῦσα. Μοῦ εἶπε νά τῆς δώσω
χαιρετίσματα ἀπό μιά γιαγιά ἡ ὁποία δέν τήν ἔχει γνωρίσει
ἀλλά τήν ξέρει πολύ καλά. Καί στό τέλος πρόσθεσε ἐπιτακτικά:
“Αὐτό τό κορίτσι νά τό παντρευτῆς”.
»Μετά
ἀπό ὅσα μοῦ εἶπε ἡ Κέτη, κάτι ἄλλαξε μέσα μου καί εἶδα
διαφορετικά τήν Σοφία. Τή νυμφεύθηκα, κάναμε δυό παιδιά
καί ζοῦμε πολύ εὐτυχισμένοι.
»Ἐπίσης
μοῦ εἶπε: “Γιατί τρέχεις τόσο πολύ;”. Κοίταξα τό κοντέρ καί
εἶπα: “Πάω μέ 60 χιλιόμετρα”. Μοῦ εἶπε αὐστηρά: “Δέν ἐννοῶ
τώρα ἀλλά ἄλλες φορές. Ξέρεις πόσες φορές σέ φύλαξε ὁ Θεός νά
μή σκοτωθῆς;”. Πράγματι ὄχι μόνο ἔτρεχα πολύ, ἀλλά πολλές
φορές ἔψαχνα νά βρῶ κάποιον νά κάνω κόντρα στίς στροφές τῆς
Κατάρας Μετσόβου, ξεπερνώντας τά ὅρια τοῦ αὐτοκινήτου.
»Ὅλα
αὐτά πού ἄκουσα μέ ἐξέπληξαν. Ρώτησα τήν Κέτη γιά κάποιο
γνωστό μου παιδάκι πού εἶχε γεννηθῆ ἄρρωστο καί οἱ γιατροί δέν
μποροῦσαν νά ποῦν μέ ἀκρίβεια ποῦ ὀφείλεται ἡ ἀσθένειά του. Μοῦ
εἶπε ποῦ ἀκριβῶς εἶναι τό πρόβλημά του καί αὐτό
ἐπιβεβαιώθηκε ἀπό εἰδικές ἐξετάσεις πού ἔκαναν στό
ἐξωτερικό.
»Ὅταν
φθάσαμε στά Ἰωάννινα ἀνοίγει τήν τσάντα της καί μοῦ δίνει
ἕνα χαρτί γιά νά τό διαβάσω. Ἔγραφε γιά τό μεγαλύτερό μου
ἐλάττωμα καί τόν τρόπο γιά νά τό διορθώσω.
»Τολμῶ
νά πῶ ὅτι μετά τήν συνάντηση μέ τήν Κέτη Πατέρα ἄλλαξε ἡ ζωή
μου. Ἄρχισα νά βλέπω τά πράγματα διαφορετικά, ἄλλαξαν οἱ
ἀναζητήσεις μου, πῆγα στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά προσκυνήσω, νά
ἐξομολογηθῶ, καί συνεχίζω νά πηγαίνω κάθε χρόνο. Τήν
ὑπερευχαριστῶ, τήν σκέπτομαι καί ἔχει μιά ξεχωριστή θέση
στήν καρδιά μου».
*
Γνωστή
τῆς Κέτης πού συχνά τήν φιλοξενοῦσε στό σπίτι της,
ἑτοιμαζόταν νά χειρουργηθῆ ἀπό χολή. Ὅταν τό ἔμαθε ἡ Κέτη
στενοχωρήθηκε ἀλλά δέν μίλησε. Στήν τελευταία ἀκτινογραφία
φάνηκε ὅτι ἡ χολή ἦταν κατακάθαρη. Ὁ γιατρός εἶχε δώσει
κάποιο φάρμακο, ἀλλά ἡ ἀσθενής δέν τό ἔπαιρνε τακτικά. Ὅταν
ἔμαθε ἡ Κέτη τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐξετάσεως χάρηκε καί
μονολόγησε ψιθυριστά: «Δύο μερόνυχτα κομποσχοίνι ἔκανα γι᾿
αὐτό».
Πνευματικές σχέσεις μέ τόν γέροντα Παΐσιο
Στό
στενό περιβάλλον τῆς Κόνιτσας ὁ πατήρ Παΐσιος γνώριζε ἀπό
μικρός τήν Κέτη καί τήν οἰκογένειά της. Αὐτή τόν ἐκτιμοῦσε καί
τόν θαύμαζε γιά τήν εὐλάβειά του καί τήν ἀσκητικότητά του, ἄν
καί ἦταν μεγαλύτερη στήν ἡλικία. Διηγεῖτο γελώντας ὁ
Γέροντας τά ἑξῆς: «Ὅταν ἦταν νά ᾿ρθοῦν στήν Κόνιτσα οἱ Ἰταλοί,
χτύπησαν τό μεσημέρι οἱ καμπάνες γιά νά κρυφθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἡ
Κέτη πῆρε τό μπουκάλι μέ τό λάδι καί πήγαινε στήν Ἐκκλησία
γιά τόν Ἑσπερινό, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἔτρεχαν νά κρυφθοῦν».
Ὁ
Γέροντας συνδέθηκε μέ τήν οἰκογένεια τῆς Κέτης ὅταν ἦρθε
στήν Κόνιτσα νά κάνη τήν θεραπεία καί τόν φιλοξένησαν στό
σπίτι τους. Αὐτήν τήν εὐεργεσία δέν τήν ξέχασε ποτέ.
Ὅταν
ἔμενε στό σπίτι τους, μιά φορά ἔκαναν τήν Παράκληση στήν
Παναγία καί τότε ἦρθε νά τόν δῆ ὁ γιατρός Βαντέρας. Εἶδε καί
αὐτός ἔκπληκτος τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας νά κουνιέται μέ
θόρυβο ἀπό μόνη της.
Ὅταν
μόναζε στήν Μονή Στομίου ὁ π. Παΐσιος, ἡ Κέτη πολλές φορές
ἔπαιρνε μαζί της τή νύχτα ἕνα ἀνηψάκι τοῦ π. Παϊσίου ἤ τήν
ἀδελφή του Χριστίνα καί μέ τό φακό ἀνέβαινε στό Στόμιο γιά νά
λειτουργηθῆ.
Ἀπό
τό Ἅγιον Ὄρος τῆς ἔστελνε γράμματα μέ συμβουλές καί εὐλογίες
(Σταυρούς, κομποσχοίνια, βιβλία). Τῆς ζητοῦσε ἄγραφα
τετράδια, ὁ ἴδιος ἀντέγραφε χωρία ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τούς
ἁγίους Πατέρες καί τῆς τά ἔστελνε.
Τέλη
Ἀπριλίου τοῦ 1971, μετά τό Πάσχα, ὁ γέροντας Παΐσιος πῆγε νά
δῆ τήν μητέρα τῆς Κέτης, γιατί κατάλαβε ὅτι θά φύγει. Κάθησε
ὅλη τή νύχτα μαζί μέ τήν κυρία Ἑλένη καί συνωμιλοῦσαν. Τό
πρωΐ, πρίν φύγη, ἀποχαιρετώντας εἶπε στήν κυρία Ἑλένη ὅτι μετά ἀπό
εἴκοσι χρόνια θά ἀνταμώσουν ἐνῶ στήν Κέτη εἶπε ἰδιαιτέρως νά
προετοιμάση τήν μητέρα της γιατί θά πέθαινε. Ἔγιναν ὅλα ὅπως
τά προεῖπε ὁ Γέροντας. Μετά τήν κοίμηση τῆς κυρίας Ἑλένης ὁ
Γέροντας προσευχόταν γιά τήν ψυχή της καί τελικά τήν εἶδε νά
βρίσκεται σέ καλό μέρος.
Ὅταν
ἔβγαινε ὁ Γέροντας στήν Σουρωτή εἰδοποιοῦσε τήν Κέτη καί
αὐτή πήγαινε νά τόν συμβουλευθῆ. Προσφέρονταν πολλοί γιά νά
τήν μεταφέρουν μέ τήν ἐλπίδα νά καταφέρουν νά δοῦν καί αὐτοί
τόν Γέροντα. Ἀλλά ἡ Κέτη τούς ἔκανε συμφωνία. Ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα
τοῦ Ἑσπερινοῦ, νά σταματήσουν ὅπου βρεθοῦν γιά νά
παρακολουθήσουν Ἑσπερινό.
Ἦταν
τέλη Μαΐου. Ὁ Γέροντας εἰδοποίησε τήν Κέτη νά ἔρθη νά τήν
δῆ. «Τόν βρῆκα νά πονάη ἀφόρητα», εἶπε. Συνωμίλησαν, τήν
συμβούλευσε καί τῆς εἶπε νά φύγη γιά νά ξανάρθη τῆς ἁγίας
Εὐφημίας, στίς 11 Ἰουλίου. Ἀλλά ὅταν ἔφθασε ἡ ἑορτή τῆς
ἁγίας Εὐφημίας ἡ Κέτη ἀπό μικροεμπόδια ἀνέβαλε τήν
ἐπίσκεψή της καί μετά πληροφορήθηκε ὅτι ἐκοιμήθη ὁ
Γέροντας στίς 12 Ἰουλίου 1994. Μετανοιωμένη κτυποῦσε τό
κεφάλι της καί ἔλεγε: «Καλά μοῦ εἶπε νά πάω, τό ἤξερε ὅτι θά
πεθάνει τότε καί ἐγώ δέν πῆγα».
Μετά
τήν κοίμησή του ὁ Γέροντας βοήθησε τήν Κέτη. Κάποτε ἐνῶ
ἔπαιρνε ἕνα φάρμακο γιά τήν ὀστεοπόρωση, εἶχε ἐξαντληθῆ καί
ἀδυνατήσει πολύ. Τόν παρακάλεσε νά κάνη κάτι καί τόν εἶδε
στόν ὕπνο της νά τήν συμβουλεύη νά διαβάση καλά τήν συνταγή
τοῦ φαρμάκου. Εἶδε ὅτι δέν εἶναι γιά τήν πάθησή της καί τό
πέταξε.
Ἕνα
χρόνο πρίν ἀπό τήν κοίμησή της ἕνα πρωϊνό εἶδε ἕνα ρασοφόρο
νά μπαίνη στό δωμάτιό της. Τήν παρατήρησε γιά κάποιο σφάλμα
πού ἔκανε γιά νά τό διορθώση. Ἡ Κέτη τοῦ εἶπε: «Δέν ντρέπεσαι,
παπᾶς ἐσύ καί μπῆκες στό κελλί μου;». Ὁ ρασοφόρος ἀπάντησε:
«Δέν μέ γνωρίζεις;» καί ἐξαφανίστηκε. Τότε μόνο ἀνεγνώρισε
ὅτι ἦταν ὁ π. Παΐσιος.
Ἡ κοίμησή της
Ἀφοῦ
ἡ Κέτη συμπλήρωσε τά χρόνια τῆς ὑπηρεσίας της στήν Παιδόπολη καί
πῆρε τήν σύνταξή της, ἔμενε προσωρινά στό σπίτι τοῦ
παπα–Βασίλη Ζαλακώστα. Τελικά κατέληξε στήν Μονή
Δουραχάνης γιατί ἐκεῖ εἶχε κάθε μέρα θεία Λειτουργία, ἀκόμη
καί ὅλες τίς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γίνεται
Προηγιασμένη. Ἀντί νά ἡσυχάση ἡ εὐλογημένη ψυχή, γιά νά
ξεκουράση λίγο τό πολυβασανισμένο καί γερασμένο σῶμα της,
αὐτή πήγαινε συχνά στά Ἰωάννινα καί ζητοῦσε ἀπό εὔπορες
οἰκογένειες ροῦχα, παπούτσια, τρόφιμα γιά τούς φτωχούς της. Τά
χρήματα τῆς σύνταξής της σέ δυό–τρεῖς μέρες τά σκόρπιζε ὅλα στήν
ἱεραποστολή καί σέ ἐλεημοσύνες. Στόν γήϊνον αὐτόν κόσμο ἡ
Κέτη ἦταν ἀποξενωμένη καί στόν Θεό ἀφιερωμένη. Ἐτήρησε τόν
μακαρισμό «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί
ἐλεηθήσονται»[1].
Ἔφθασαν
καί οἱ τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐπιγείου ζωῆς της. Ἀργά μιά
νύχτα χτύπησε τήν πόρτα σέ γνωστό της σπίτι. Ἔμαθε ὅτι θά
χιονίσει καί πῆγε νά μείνη στό σπίτι αὐτό πού ἦταν κοντά στήν
Ἐκκλησία τοῦ νεομάρτυρος Γεωργίου, γιά νά λειτουργηθῆ.
Πρώτη καί τελευταία φορά δέχθηκε νά ξαπλώση στόν ἄνετο
καναπέ τῆς σάλας. Ἔφυγε πρίν ξημερώση καί ἀνοίξη ἡ
Ἐκκλησία. Πονοῦσε ἀφόρητα, εἶχαν σταματήσει οἱ γρήγορες
κινήσεις της. Ἔμοιαζε μέ τήν συγκύπτουσα τοῦ Εὐαγγελίου.
Περιέφερε μόνο τόν σκελετό καί τό δέρμα της μέσα στά φτωχικά
μαῦρα ροῦχα της. «Θέλω νά πεθάνω», εἶπε. Ἔφυγε καί δέν
ξαναπῆγε σ᾿ αὐτό τό σπίτι. Ἀρρώστησε καί τώρα δεχόταν τήν
περιποίηση τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ντουραχάν. Οἱ λίγοι γνωστοί της
ἔμαθαν καί τήν ἐπισκέφθηκαν. Λόγῳ ἀδυναμίας δέν μιλοῦσε. Τό
πρόσωπό της καί τά μάτια της εἶχαν τήν ὄψη ἄλλου κόσμου.
Φαινόταν πώς θά ἔφευγε. Τότε ἦρθε καί ὁ πατήρ Ἀθανάσιος
Σουσόπουλος καί τῆς διάβασε συγχωρητική εὐχή.
Ὅταν
χειροτέρεψε τήν μετέφεραν στό Νοσοκομεῖο Χατζηκώστα τῶν
Ἰωαννίνων καί ἐκεῖ μέ δύο βαθειές ἀνάσες παρέδωσε τήν
ἐξαγνισμένη της ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ πού ἐλάτρευσε καί
ὑπηρέτησε σέ ὅλη της τήν ζωή, τήν Τετάρτη στίς 7 Μαΐου 2003.
Ἔβαλαν
τό λείψανό της στό ψυγεῖο καί τήν ἄλλη μέρα ἔγινε ἡ κηδεία
της στόν ἅγιο Νικόλαο Κονίτσης. Τότε παρατήρησαν τό ἑξῆς
ἀσυνήθιστο φαινόμενο. Ἐνῶ εἶχε βγῆ ἀπό τό ψυγεῖο, τό ἄψυχο
σῶμα της εἶχε ἐλαστικότητα, δέν εἶχε τή νεκρική ἀκαμψία.
Ἔπιαναν τό χέρι της καί τό σήκωναν ψηλά. Ἦταν ἁπαλά καί
ἐλαστικά τά μέλη καί ἡ θερμοκρασία τοῦ σώματός της ἦταν ὅπως
ἑνός ζωντανοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ
π. Κοσμᾶς, ἡγούμενος τοῦ Στομίου, εἶπε δυό λόγια πού
συνώψιζαν ὅλη τήν ζωή της: «Νά μιμηθοῦμε τήν ζωή της, τήν
ἑκουσίως στερημένη ἀλλά ἀφιερωμένη στόν Θεό καί στόν
ἄνθρωπο».
Ἀπόψεις γιά τήν Κέτη
Πολλοί
πού γνώρισαν τήν Κέτη ἔχουν ἀρνητική γνώμη γι᾿ αὐτήν. Ἦταν σχεδόν
ἀπό ὅλους καταφρονεμένη καί παρεξηγημένη. Τήν
ἀποκαλοῦσαν νευρασθενῆ, τρελλή. Κάποιος πού τήν συναντοῦσε
συχνά στόν δημόσιο δρόμο Ἰωαννίνων–Ἄρτας, πίστευε ὅτι εἶναι
μιά τρελλή πού ἀνάβει τά καντήλια. Ἡ Κέτη ἄναβε τά καντήλια
στά εἰκονοστάσια τοῦ δρόμου γιά νά προστατεύη ὁ Θεός αὐτούς
πού ταξίδευαν, κυρίως τή νύχτα. Ἄλλοι τήν θεωροῦσαν ἐνάρετη
καί ζητοῦσαν τήν προσευχή της. Τί ἦταν τελικά ἡ Κέτη; Ὁ
ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο καί ὁ Θεός πού ἐτάζει καρδίας καί
νεφρούς γνωρίζει τί ἦταν ἡ Κέτη. Ὁ γέροντας Παΐσιος τήν
ἀποκαλοῦσε εὐλογημένη ψυχή, τήν θεωροῦσε γνησία
πνευματική ἀδελφή του καί ἔγραφε σέ ἐπιστολή του: «Ἡ Κέτη,
κατ᾿ ἐμέ ἡ Ἁγία».
Φυσικό
εἶναι ἡ ὑψηλή της ζωή νά μήν κατανοηθῆ καί νά παρεξηγηθῆ
ἀπό πολλούς. Ὁ βίος της ἦταν ἀνόμοιος τοῖς πολλοῖς καί σκάνδαλο
γιά τούς καθωσπρέπει χριστιανούς. Καί ἡ ἴδια ἐνίοτε ἔκανε
ἐπίτηδες κάποιες σαλότητες. Πήγαινε π.χ. στό σπίτι γνωστῆς
της καί ἀπαιτοῦσε νά γίνη τό φαγητό στήν στιγμή. Τό ἔτρωγε, τό
ἐπαινοῦσε καί τήν ἄλλη μέρα διαμαρτυρόταν: «Τί φαγητό ἦταν
αὐτό; Τί ἔβαλες μέσα; Κόντεψα νά πεθάνω».
Οἱ
παραξενιές της, φυσικές ἤ προσποιητές, ἴσως ἦταν κατάλοιπα
ἀπό τήν ὁμηρία της ἤ τίς ἔκανε σκόπιμα, ἔχουν τήν χάρη τους καί
δείχνουν τήν ταπείνωσή της. Δέν προσπαθοῦσε νά δείχνη στούς
ἀνθρώπους εὐγενική καί πνευματική συμπεριφορά. Τήν
ἐνδιέφερε ὄχι ἡ γνώμη τοῦ κόσμου ἀλλά νά μή γίνεται κάτι πού
δέν ἀρέσει στόν Θεό. Ἱερομόναχος πού τήν γνώρισε καί τήν
ἐξωμολόγησε, εἶπε: «Τέτοια ἐξομολόγηση, μέ τέτοια
ταπείνωση, δέν ἔχω ξανακούσει».
Ὁ
καλός Θεός νά ξεκουράση τήν ψυχή της στήν Βασιλεία Του καί νά
τῆς χαρίση ἑκατονταπλάσια ἀπ᾿ ὅσα προσέφερε ὅσο ζοῦσε, καί τήν
αἰώνιον ζωήν. Ἀμήν.
[1]. Ματθ. ε΄, 7.