Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

«Πῶς θά πᾶ­τε στήν ἄλ­λη ζω­ή μέ ἄ­δεια χέ­ρια;».

Βιογραφικά
Ο Μι­χα­ήλ Πα­τέ­ρας καί ἡ σύ­ζυ­γός του Ἑ­λέ­νη, κά­τοι­κοι Κο­νί­τσης, τό ἔ­τος 1921 ἀ­πέ­κτη­σαν τό τε­λευ­ταῖ­ο τους παι­δί πού στήν βά­πτι­ση ὠ­νο­μά­σθη­κε Μα­ρί­να–Ἐρ­ρι­κέ­τη. Οἱ γο­νεῖς της ἦ­ταν πι­στοί, θε­ο­φο­βού­με­νοι καί ἀρ­κε­τά εὐ­κα­τά­στα­τοι, μέ σπί­τια, κτή­μα­τα πολ­λά καί χρή­μα­τα ἀ­πό τό ἐμ­πό­ριο πού ἔ­κα­νε ὁ πα­τέ­ρας της.

Ἡ μι­κρή Μα­ρί­να–Ἐρ­ρι­κέ­τη, πού ὅ­λοι τήν φώ­να­ζαν Κέ­τη, με­γά­λω­σε μέ ἄ­νε­ση καί τε­λεί­ω­σε τό Γυ­μνά­σιο. Δι­δά­χθη­κε ἀ­πό μι­κρή τήν πα­τρο­πα­ρά­δο­τη εὐ­λά­βεια, ἀλ­λά καί ἡ ἴ­δια εἶ­χε ἔμ­φυ­τη ἀ­γά­πη πρός τήν Ἐκ­κλη­σί­α.  «Ἀ­πό μι­κρή πού ἔ­νι­ω­σα τόν κό­σμο», ἀ­νέ­φε­ρε ἡ ἴ­δια, «ἀ­γά­πη­σα πο­λύ τήν θεί­α Λει­τουρ­γία καί τίς ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Ὅ­ταν ἦταν στό Δη­μο­τι­κό, μιά μέ­ρα ἀ­πό μό­νη της ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό σχο­λεῖ­ο, πῆ­γε στήν Ἐκ­κλη­σί­α στήν ἑ­ορ­τή τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου καί κοι­νώ­νη­σε. Ὅταν ἐ­πέ­στρε­ψε ὁ δά­σκα­λος τήν ρώ­τη­σε ποῦ ἦ­ταν καί τήν ἔ­δει­ρε.
Ὅ­ταν με­τά τήν κα­τάρ­ρευ­ση τοῦ ἀλ­βα­νι­κοῦ Με­τώ­που ἦρ­θαν οἱ Ἰ­τα­λοί στήν Κό­νι­τσα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι Κο­νι­τσι­ῶ­τες κρύ­φτη­καν στά βου­νά. Ἡ Κέ­τη πα­ρέ­μει­νε κον­τά στούς φι­λά­σθε­νους γο­νεῖς της καί στήν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη για­γιά της. Αἰχ­μα­λω­τί­σθη­καν ἀπό τούς Ἰτα­λούς καί με­τα­φέρ­θη­καν στό Μπά­ρι τῆς Ἰτα­λί­ας. Ἡ Κέ­τη πῆ­ρε μα­ζί της σ᾿ ἕ­να κα­λα­θά­κι Με­γά­λο Ἁ­για­σμό, τήν Σύ­νο­ψη καί εἰ­κό­νες. Μέ­σα στό πλοῖ­ο τους πού ἔ­φθα­σε ἀ­σφα­λές στήν Ἰ­τα­λί­α, ἐ­νῶ πολ­λά εἶ­χαν τορ­πι­λιθῆ, ἡ Κέ­τη πα­ρα­κι­νοῦ­σε τούς συ­ναιχ­μα­λώ­τους νά προ­σεύ­χων­ται. Οἱ ἄλ­λοι τήν κο­ρό­ϊ­δευ­αν καί τήν εἰ­ρω­νεύ­ον­ταν ἀλ­λά με­τά ζη­τοῦ­σαν νά προ­σεύ­χε­ται γι᾿ αὐ­τούς. Μαζί τους ἦ­ταν μιά ἑ­τοι­μό­γεν­νη, ἀ­νή­συ­χη γιά τόν ἐ­πι­κεί­με­νο το­κε­τό της. Ἡ Κέ­τη τήν συμ­πό­νε­σε καί γιά νά τήν βο­η­θή­ση, ἔ­βα­λε μιά εἰ­κό­να σ᾿ ἕ­να τρα­πε­ζά­κι, πῆ­ρε ἕ­να κύ­πελ­λο, μιά φουρ­κέ­τα ἀ­πό τά μαλ­λιά της τήν ἔ­κα­νε κα­ντη­λή­θρα, ἔ­στρι­ψε λί­γο βαμ­βά­κι, τό ἔ­κα­νε φυ­τί­λι, ἄ­να­ψε κα­ντή­λι κά­νο­ντας με­τά­νοι­ες καί προ­σευ­χή­θη­κε. Ἡ γυ­ναῖ­κα γέν­νη­σε ἀλ­λά δέν εἶ­χε γά­λα. Ἡ Κέ­τη ἔ­δω­σε στό βρέ­φος ἁ­για­σμό, μέ τήν με­σο­λά­βη­σή της δέ τούς ἔ­δω­σαν τρο­φή καί τό παι­δί ἔ­ζη­σε. Ἕ­νας Ἰ­τα­λός Ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός βλέ­πον­τας τό κα­ντή­λι ρώ­τη­σε: «Ποι­ός τό ἔ­κα­νε αὐ­τό;». «Ἐ­γώ», ἀ­πάν­τη­σε μέ θάρ­ρος ἡ Κέ­τη. Τῆς εἶ­πε νά τόν ἀ­κο­λου­θή­ση καί τήν ὡ­δή­γη­σε σέ μιά ἀ­πο­θή­κη. Εἶχε δο­χεῖ­α μέ λά­δι. «Ὅ­ταν χρει­ά­ζε­σαι λά­δι νἄρ­χε­σαι νά παίρ­νης ἀ­πό δῶ», τῆς εἶ­πε. Ἡ Κέ­τη ἦ­ταν νέ­α 22 ἐ­τῶν καί φο­βό­ταν γιά τήν ἠ­θι­κή της ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα. Ἔ­λε­γε: «Ἄν ὑ­πο­ψι­α­ζό­μουν κά­τι θά ἔ­πε­φτα νά πνι­γῶ στήν θά­λασ­σα».
Ἦ­ταν Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή καί τούς ἔ­δι­ναν ἀρ­τύ­σι­μα φα­γη­τά, ἀλ­λά ἡ Κέ­τη δέν ἔ­τρω­γε τί­πο­τε πα­ρά μό­νο ψω­μί. Νή­στευ­ε γιά νά κοι­νω­νή­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ. Οἱ ἄλ­λοι τήν εἰ­ρω­νεύ­ον­ταν. «Πῶς θά κοι­νω­νή­σεις τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ;» καί αὐ­τή μέ βε­βαι­ό­τη­τα τούς ἔ­λε­γε ὅ­τι μέ­χρι τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ θά γυ­ρί­σου­με στήν Ἑλ­λά­δα. Καί ὄν­τως ἔ­γι­νε ἀνταλ­λα­γή αἰχ­μα­λώ­των πρίν ἀπό τόν Εὐ­αγ­γε­λι­σμό καί ἡ Κέ­τη κοι­νώ­νη­σε τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων.
Ἐπι­στρέ­φο­ντας ἀ­πό τήν ὁ­μη­ρί­α της ἡ Κέ­τη ἐρ­γα­ζό­ταν στό Πρε­βαν­τό­ριο Κο­νί­τσης ἐ­θε­λον­τι­κά. Φι­λο­ξε­νοῦ­σαν τό­τε 200–250 παι­διά κα­το­χι­κά. Ἡ ἐν­τε­ταλ­μέ­νη τῆς βα­σί­λισ­σας Φρει­δε­ρί­κης, Ἀ­μα­λί­α Λυ­κου­ρέ­ζου, ζή­τη­σε ἀ­πό τόν Δή­μαρ­χο Κο­νί­τσης κο­ρί­τσια ἀ­πό κα­λές οἰ­κο­γέ­νει­ες γιά νά βο­η­θή­σουν. Ἀ­πό τίς πρῶ­τες ἦταν καί ἡ Κέ­τη. Ζή­τη­σε ἀ­πό τήν ὑ­πεύ­θυ­νη ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἐρ­γα­σί­α ἀρ­κεῖ τήν Κυ­ρια­κή νά εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρη νά πά­η στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τῆς ἔ­φε­ραν ἀντίρ­ρη­ση ἀλ­λά δέν ὑ­πά­κου­σε.
Ξη­με­ρώ­νον­τας Χρι­στού­γεν­να τοῦ 1947 οἱ συμ­μο­ρί­τες χτύ­πη­σαν τήν κά­τω Κό­νι­τσα καί τήν κα­τέ­λα­βαν. Ὅ­λη τή νύ­χτα γί­νον­ταν ὁ­δο­μα­χί­ες φο­βε­ρές. Στό Πρε­βα­ντό­ριο κα­τέ­βα­σαν τά παι­διά στό ἰ­σό­γειο. Ἡ Κέ­τη τούς εἶ­πε νά γο­να­τί­σουν καί νά ψάλ­λουν συ­νέ­χεια τήν Πα­ρά­κλη­ση. Μέσα στόν κίν­δυ­νο προ­σεύ­χον­ταν καί ὅ­σοι πρίν δέν πί­στευ­αν. Κά­ποια στιγ­μή ἡ Κέ­τη ἄ­κου­σε δύ­ο ἀν­τάρ­τες ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα νά συ­νο­μι­λοῦν. Ὁ ἕ­νας ἤ­θε­λε νά ἀ­νοί­ξουν νά πά­ρουν τά παι­διά, ὁ ἄλ­λος εἶ­πε: «Τί νά τά κά­νου­με μέ­σα στή νύ­χτα μέ τέ­τοι­ο κρύ­ο; Τήν Κό­νι­τσα τήν πή­ρα­με, ἄ­φη­σε νά ξη­με­ρώ­ση».
Τό πρωΐ τῆς Πρω­το­χρο­νιᾶς τοῦ 1948 πού ἡ Κό­νι­τσα κα­τα­λή­φθη­κε ἀ­πό τόν Ἐ­θνι­κό Στρα­τό, ἡ Κέ­τη ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα καί βρῆ­κε τούς δύ­ο ἀν­τάρ­τες σκο­τω­μέ­νους. Ὅ­ταν ἡ βα­σί­λισ­σα πα­ρα­ση­μο­φό­ρη­σε τό προ­σω­πι­κό τοῦ Πρε­βαν­το­ρί­ου, ἡ μό­νη πού ἀπέ­φυ­γε καί δέν πῆ­ρε πα­ρά­ση­μο ἦ­ταν ἐ­κεί­νη.

Ἀ­κό­ρε­στη λά­τρις τοῦ Κυ­ρί­ου
Ἡ φι­λό­θε­η Κέ­τη δέν ἤ­θε­λε καμ­μιά μέ­ρα τοῦ χρό­νου νά χά­ση Ἑ­σπε­ρι­νό καί θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ἡ μό­νι­μη προ­σπά­θειά της ἦ­ταν νά βρῆ σέ ποι­ά Ἐκ­κλη­σί­α γί­νε­ται θεί­α Λει­τουρ­γί­α γιά νά τρέ­ξη νά τήν ἀ­πο­λαύ­ση. Δέν ἐ­φεί­δε­το κό­που καί χρό­νου, θυ­σί­α­ζε τόν ὕ­πνο της, δι­ή­νυ­ε με­γά­λες ἀπο­στά­σεις, ἀρ­κεῖ νά μή χά­ση τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α.
Στήν Κό­νι­τσα ἔ­φευ­γε νύ­χτα ἀ­πό τήν ἐρ­γα­σί­α της, πή­γαι­νε νά λει­τουρ­γη­θῆ καί τό πρωΐ ἐ­πέ­στρε­φε. Οἱ πα­ρα­τη­ρή­σεις τῶν ὑ­πευ­θύ­νων δέν τήν ἀ­νέ­κο­ψαν. Ἦ­ταν κα­λή στήν δου­λειά της καί ἀ­γα­ποῦ­σε τά παι­διά. Γι᾿ αὐ­τό καί ἀ­νέ­χθη­καν αὐ­τήν τήν θε­ο­φι­λῆ “­ἰ­δι­ο­τρο­πί­α­” της. Μιά νύ­χτα πη­γαί­νον­τας ὡς συ­νή­θως γιά νά βρῆ Λει­τουρ­γί­α, πέ­ρα­σε μέ­σα ἀ­πό ναρ­κο­πέ­διο, ἀλ­λά τήν φύ­λα­ξε ὁ Θε­ός. Πέ­ρα­σε πά­νω ἀ­πό τίς νάρ­κες καί δέν ἔ­σκα­σε καμ­μιά.
Τό 1950 πού λει­τούρ­γη­σε ἡ παι­δό­πο­λη στόν Ζη­ρό, προσ­λή­φθη­κε καί ἡ Κέ­τη ὡς νο­σο­κό­μα. Συ­νά­δελ­φός της στήν παι­δό­πο­λη θυ­μᾶ­ται: «Ὅταν τήν πρω­το­εῖ­δα, μέ ἐν­τυ­πω­σί­α­σε ἡ φαι­δρό­τη­τα τοῦ προ­σώ­που της, τό χιοῦ­μορ καί τό γλυ­κό–ἀ­θῶ­ο της χα­μό­γε­λο. Στό πρό­γραμ­μα, κα­τά τήν δι­κή μας κο­σμι­κή ἀν­τί­λη­ψη, δέν ἦ­ταν συ­νε­πής. Ἀ­πό τό ἀ­ναρ­ρω­τή­ριο τήν με­τέ­θε­σαν στήν ἱ­μα­τι­ο­θή­κη ὡς γα­ζώ­τρια, ἐπει­δή ἀ­που­σί­α­ζε ἀρ­κε­τό χρό­νο τίς νύ­χτες.
»Στήν παι­δό­πο­λη ἔ­παιρ­νε τά παι­διά στό ἀ­να­λό­γιο καί τά μά­θαι­νε νά ψέλ­νουν. Πε­ρι­ποι­ό­ταν τήν Ἐκ­κλη­σί­α, φρόν­τι­ζε γιά ἱ­ε­ρέ­α καί ἡ μό­νη ἄ­νε­ση πού ἔ­δι­νε στόν ἑ­αυ­τό της ἦ­ταν πού πή­γαι­νε μέ τό τζίπ νά φέ­ρουν τόν ἱ­ε­ρέ­α τήν Κυ­ρια­κή γιά νά λει­τουρ­γή­ση».
Πρῶ­το μέ­λη­μά της ἦ­ταν νά γνω­ρί­ση τούς ἱε­ρεῖς τῶν γει­το­νι­κῶν χω­ρι­ῶν γιά νά ἐ­ξα­σφα­λί­ση τήν κα­θη­με­ρι­νή της Λει­τουρ­γί­α. Πή­γαι­νε στήν Πα­ντά­νασ­σα. Περ­νοῦ­σε τόν πο­τα­μό Λοῦ­ρο πά­νω σ᾿ ἕ­να μο­νό­ξυ­λο μέ δύ­ο τεν­τω­μέ­να συρ­μα­τό­σχοι­να κά­θε νύ­χτα ὅ­λο τόν χει­μῶ­να καί ἦ­ταν φορ­τω­μέ­νη μέ τσάν­τες τρό­φι­μα γιά τούς φτω­χούς. Πάν­τα εἶ­χε μα­ζί της πρό­σφο­ρο μή­πως δέν ἔ­χει ὁ πα­πᾶς.
Ἄλ­λο­τε εἶ­χε κα­τε­βά­σει ἕ­να πο­τά­μι, δέν ὑ­πῆρ­χε γέ­φυ­ρα καί γιά νά μή χά­ση τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α τήν πέ­ρα­σε στήν πλά­τη του κά­ποιος γέ­ρος βο­σκός. Περ­πα­τοῦ­σε πο­λύ, μᾶλ­λον πε­τοῦ­σε, καί πή­γαι­νε μέ­σα ἀ­πό δύ­σβα­τους τό­πους. Κά­πο­τε περ­νώ­ντας κο­ντά ἀ­πό ἕνα μαντρί, τήν ἀν­τι­λή­φθη­καν τά σκυ­λιά καί ὥρ­μη­σαν νά τήν φᾶ­νε. «Πρό­λα­βα», εἶ­πε, «καί κά­θη­σα κά­τω καί τά σκυ­λιά ἀ­μέ­σως γύ­ρι­σαν πί­σω». Ἄλ­λη φο­ρά συ­νάν­τη­σε νύ­χτα μιά ἀρ­κού­δα, τήν ἔφε­ξε στά μά­τια μέ τό φα­κό πού εἶ­χε μα­ζί της καί τό ζῶ­ο ἄλ­λα­ξε δρό­μο καί ἔ­φυ­γε.
Οἱ πε­ρι­πέ­τει­ες τῆς Κέ­της γιά τήν κα­θη­με­ρι­νή της Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι πολ­λές. Τό­τε δέν εἶχαν τη­λέ­φω­να. Κά­ποι­α μέ­ρα δέν εἰ­δο­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό κα­νέ­να γνω­στό της ἱ­ε­ρέ­α γιά Λει­τουρ­γί­α τήν ἑ­πο­μέ­νη. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε ἀ­πό τήν δου­λειά της ξε­κί­νη­σε ἀ­πό τήν Φι­λιπ­πιά­δα τό ἀ­πό­γευ­μα μέ τά πό­δια, ἀφοῦ πρῶ­τα ρώ­τη­σε ἐ­κεῖ τούς πα­πά­δες, με­τά πῆ­γε στό χω­ριό Καμ­πή, ὕ­στε­ρα στήν Παν­τά­νασ­σα, ἐν συ­νε­χεί­ᾳ στόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο, ἀλλά δέν εἶ­χαν Λει­τουρ­γί­α, συ­νά­μα καί νύ­χτω­σε. Φεύ­γει γιά τό Κε­ρά­σο­βο, πάν­τα μέ τά πό­δια. Ἐ­κεῖ βρῆ­κε τόν πα­πᾶ πού θά λει­τουρ­γοῦ­σε τήν ἄλ­λη μέ­ρα, ἀλ­λά δέν ἔ­μει­νε γιατί τοῦ πα­πᾶ τοῦ πο­νοῦ­σε τό δόν­τι˙ ἡ Κέ­τη φο­βή­θη­κε μή­πως δέν μπο­ρέ­ση ἀ­πό τόν πο­νό­δον­το νά λει­τουρ­γή­ση καί ἔ­φυ­γε γιά τήν Βού­λι­στα Πα­να­γί­α. Πη­γαί­νον­τας γιά τήν πά­νω Βού­λι­στα μέ τήν ἀ­δελ­φή τοῦ πα­πᾶ, ἔ­πε­σε σέ ἕ­να λάκ­κο μέ ἀ­σβέ­στη μέ­χρι τά γό­να­τα. Πλύ­θη­κε καί πῆ­γε στήν Λει­τουρ­γί­α. Ἀπό τό ἀ­πό­γευ­μα πού ξε­κί­νη­σε μέ­χρι τό να­ό πού λει­τουρ­γή­θη­κε δι­ή­νυ­σε ἀ­πό­στα­ση τριά­ντα χι­λι­ο­μέ­τρων.
Στήν Κό­νι­τσα πή­γαι­νε τα­κτι­κά γιά νά βλέ­πη τήν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη μη­τέ­ρα της πού ἔμε­νε μό­νη. Μιά ἡ­μέ­ρα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­νε­βαί­νο­ντας στήν κα­ρέ­κλα νά ἀ­νά­ψη τά καν­τή­λια, ἔ­πε­σε καί ἔ­σπα­σε τό πό­δι της πά­νω ἀ­πό τό γό­να­το. Πῆ­γε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο καί τό τα­κτο­ποί­η­σαν. Τῆς εἶ­παν νά μεί­νη ξα­πλω­μέ­νη μέ­χρις ὅ­του γι­α­τρευ­θῆ. Ἀλ­λά ἄν ἔ­με­νε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο ποῦ θά εὕ­ρι­σκε θεί­α Λει­τουρ­γί­α; Γι᾿ αὐ­τό ἔ­φυ­γε κου­τσαί­νον­τας, βρῆ­κε αὐ­το­κί­νη­το καί πῆ­γε στόν ἅγιο Γε­ώρ­γιο Φι­λιπ­πιά­δος στόν γνω­στό της πα­πα–Βα­σί­λη Ζα­λα­κώ­στα, ὅπου ζή­τη­σε νά τήν στρώ­σουν στόν γυ­ναι­κω­νί­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­κεῖ κοι­μή­θη­κε εἴ­κο­σι με­ρό­νυ­χτα καί κά­θε μέ­ρα πή­γαι­ναν οἱ ἱ­ε­ρεῖς καί λει­τουρ­γοῦ­σαν.
Κά­ποι­α φο­ρά τό τζίπ τῆς παι­δο­πό­λε­ως θά πή­γαι­νε στήν Κό­νι­τσα καί θά ἔ­φευ­γε πο­λύ πρωΐ. Θέ­λη­σε νά πά­η καί ἡ Κέ­τη νά δῆ τήν μη­τέ­ρα της. Πῶς ὅ­μως νά φύ­γη χω­ρίς νά λει­τουρ­γη­θῆ; Ξε­κί­νη­σε τά με­σά­νυ­χτα μέ τά πό­δια˙ πῆ­γε καί ξύ­πνη­σε τόν ἱε­ρέ­α. Ἐ­κεῖ­νος δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε για­τί τό ρο­λό­ϊ του ἔ­δει­χνε λί­γες ὧ­ρες με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Ἔ­γι­νε ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί ἀ­κό­μη ἦ­ταν νύ­χτα βα­θειά. Στόν ἱ­ε­ρέ­α πού δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε ἡ Κέ­τη ἀ­πάν­τη­σε: «Τί πεί­ρα­ξε; Θέ­λω πρωΐ–πρωΐ νά φύ­γω γιά τήν Κό­νι­τσα».
Μιά χει­μω­νι­ά­τι­κη νύ­χτα ἔ­κα­νε τέ­τοι­α κα­ται­γί­δα πού ξερ­ρί­ζω­νε δέν­τρα. Οὔ­τε καί αὐ­τό στά­θη­κε ἐμ­πό­διο. Πῆ­γε χω­ρίς δι­σταγ­μό νά λει­τουρ­γη­θῆ, ἀλ­λά ἄρ­γη­σε πο­λύ νά ἐ­πι­στρέ­ψη. Ὅ­λο τό προ­σω­πι­κό πε­ρί­με­ναν ἀ­νή­συ­χοι, φο­βό­ταν μή­πως κά­ποι­ο δέν­δρο ἔ­πε­σε πά­νω της. Ἐμ­φα­νί­σθη­κε χα­ρού­με­νη μέ μα­τω­μέ­να πό­δια, ὅ­σο μπο­ροῦ­σαν νά φα­νοῦν κά­τω ἀ­πό τά μα­κρυ­ά της φο­ρέ­μα­τα. Ἐ­ξή­γη­σε ὅ­τι ἡ κα­θυ­στέ­ρη­σή της ὀ­φει­λό­ταν στό ὅ­τι περ­νοῦ­σε πά­νω ἀ­πό τά πε­σμέ­να δέν­δρα πού συ­ναν­τοῦ­σε.
Ἄ­ρα­γε τί νά αἰ­σθα­νό­ταν ἡ Κέ­τη κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α; Θά ἦ­ταν κά­τι πο­λύ δυ­να­τό, ὥ­στε νά ξε­περ­νᾶ ὅ­λους τούς κό­πους καί τίς θυ­σί­ες πού ἔ­κα­νε γιά νά λει­τουρ­γη­θῆ. Ἡ ἴ­δια ἔ­κα­νε καί τόν ψάλ­τη, πλή­ρω­νε τούς ἱ­ε­ρεῖς, κου­βα­λοῦ­σε ὅ­ταν χρει­α­ζό­ταν καί τά βι­βλί­α μα­ζί της.
Ἡ Κέ­τη με­ρι­κές φο­ρές πή­γαι­νε σέ μιά ἀ­γρυ­πνί­α καί τό πρω­ΐ πή­γαι­νε πά­λι νά λει­τουρ­γη­θῆ. Ὅ­ταν ὕ­στε­ρα ἐπι­σκε­πτό­ταν γνω­στό της σπί­τι ἤ­θε­λε νά ἀ­κού­ση καί τρί­τη θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Γο­νά­τι­ζε δί­πλα στό ρα­δι­ό­φω­νο καί ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες ὅ­ταν ἦ­ταν ἡ μνή­μη κά­ποι­ου με­γά­λου Ἁ­γί­ου. Δέν τήν πεί­ρα­ζε τό­τε κα­νέ­νας θό­ρυ­βος, δέν ἄ­κου­γε, δέν ἔ­βλε­πε τί­πο­τε. Τό­σο με­γά­λη ἦ­ταν ἡ ἀ­γά­πη της γιά τήν λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ!
Ἀλ­λά καί στό κελ­λί της ἤ στά σπί­τια πού ἐ­φι­λο­ξε­νεῖ­το, ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί με­λε­τοῦ­σε. «Πολ­λά βρά­δια πού ἔ­με­νε στό σπί­τι μας», δι­η­γεῖ­ται γνω­στή της, «ἐ­πέ­με­νε νά μέ­νη στήν κου­ζί­να καί νά κοι­μᾶ­ται σ᾿ ἕ­να στε­νό ντι­βά­νι 40 ἑ­κα­το­στῶν. Πό­σο ξά­πλω­νε κα­νείς δέν τό ἔ­μα­θε. Τό φῶς ὅ­λη τή νύ­χτα ἦ­ταν ἀ­ναμ­μέ­νο. Δι­ά­βα­ζε τόν κα­νό­να τοῦ Ἁ­γί­ου καί Ψαλ­τή­ρι. Με­τά ἀ­πό κά­θε θεί­α Λει­τουρ­γί­α δι­ά­βα­ζε τό Θε­ο­το­κά­ριο καί μοῦ ἔ­λε­γε: “Δέν δι­α­βά­ζεις Θε­ο­το­κά­ριο; Τό­τε τί κά­νεις;”.
Ἦ­ταν τό­σο με­γά­λη ἡ ἀ­γά­πη της στή λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ πού λί­γες μέ­ρες πρίν κοι­μη­θῆ, ἐ­νῶ δέν μπο­ροῦ­σε νά μι­λή­ση, ψι­θύ­ρι­σε: “Ἐκ­κλη­σί­α, Ἐκ­κλη­σί­α”.

Κρυφή ἀσκήτρια
Ἡ Κέτη ἦ­ταν μιά λα­ϊ­κή ἀ­σκή­τρια σέ με­γά­λα μέ­τρα. Τόν ἑ­αυ­τό της τόν εἶ­χε πα­ρα­με­λη­μέ­νο καί πα­ρα­πε­τα­μέ­νο. Ἀ­πό τόν μι­σθό της πο­τέ δέν δι­έ­θε­σε οὔ­τε δραχ­μή γιά τόν ἑ­αυ­τό της, γιά ροῦ­χα ἤ γιά φα­γη­τό. Φο­ροῦ­σε, αὐ­τή ἡ πλου­σι­ο­κό­ρη, φτω­χι­κά ροῦ­χα καί πα­πού­τσια πού τῆς ἔ­δι­ναν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη.
Σ᾿ ὅ­λη τήν ζω­ή της δέν χόρ­τα­σε. Ἔτρω­γε λί­γο καί ὄ­χι χορ­τα­στι­κά καί μέ πλη­σμο­νή, για­τί ἤ­θε­λε νά προ­σεύ­χε­ται νη­στι­κή. Πο­τέ δέν μα­γεί­ρευ­ε γιά τόν ἑαυ­τό της, ἀλ­λά καί πο­τέ δέν ἔ­με­νε χω­ρίς φα­γη­τό.
Πή­γαι­νε στήν Χρι­στί­να Ἐζ­νε­πί­δου, ἀ­δελ­φή τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου καί ἐ­πει­δή τῆς εἶ­χε θάρ­ρος τῆς ἔ­λε­γε νά κά­νη λί­γο ζυ­μα­ρι­κό. Ἔ­λε­γε: «Αὐ­τό ε­ἶ­ναι βα­σι­λι­κό φα­γη­τό». Ὅ­σο και­ρό ἦ­ταν στήν παι­δό­πο­λη κα­νείς δέν τήν εἶ­δε στήν τρα­πε­ζα­ρί­α νά τρώ­η μέ τό προ­σω­πι­κό. Μιά γνω­στή της φρόν­τι­ζε τό βρά­δυ πού γύ­ρι­ζε ἡ Κέ­τη νά τῆς ἔ­χη λί­γα χόρ­τα φυ­λαγ­μέ­να ἤ κα­νέ­να νη­στή­σι­μο. Κρέ­ας δέν ἔ­τρω­γε καί με­τά τήν κοί­μη­ση τῆς μη­τέ­ρας της ἀ­πεῖ­χε καί ἀ­πό τά γα­λα­κτε­ρά καί τά αὐ­γά. Στή νη­στεία ἦ­ταν ἄφτα­στη, εἶ­χε με­γά­λη ἀν­το­χή. Πολ­λές ἡ­μέ­ρες περ­νοῦ­σε μό­νο μέ τό ἀν­τί­δω­ρο πού εἶ­χε μέ­σα στήν τσάν­τα της. Συ­νή­θως ἔ­τρω­γε λα­χα­νι­κά, ἐ­λιές, ζυ­μα­ρι­κά, ρυ­ζά­κι καί σέ γι­ορ­τές κα­νέ­να ψα­ρά­κι. Ἔ­πι­νε πι­κρό τόν κα­φέ της γιά ἄσκη­ση.
Ὅταν κοι­μό­ταν λί­γο γιά νά ξε­κου­ρα­στῆ, δέν σκέ­πα­ζε τά πό­δια της γιά νά μήν κοι­μη­θῆ βα­ρειά καί δέν ξυ­πνή­σει γιά τήν θεία Λει­τουρ­γί­α. Ἀρ­γό­τε­ρα δέν ξά­πλω­νε σέ κρεβ­βά­τι ἀλ­λά πάν­το­τε μα­ζε­μέ­νη σ᾿ ἕ­να κα­να­πέ ἤ σέ μιά κα­ρέ­κλα λα­γο­κοι­μό­ταν. Τα­λαι­πω­ροῦ­σε τό σῶ­μα της καί στόν ὕ­πνο καί στή νη­στεί­α.
Στά γό­να­τά της εἶ­χαν σχη­μα­τι­σθῆ δύ­ο εὐ­με­γέ­θεις μαῦ­ροι κύ­κλοι ἀ­πό τίς ἐ­δα­φια­ῖες με­τά­νοι­ες, τήν πο­λύ­ω­ρη γο­νυ­κλι­τῆ στά­ση της κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί τίς ἀ­το­μι­κές προ­σευ­χές της.

Βρύση ἐλεημοσύνης
Ἡ ζω­ή τῆς Κέ­της ἀ­πό τήν μι­κρή της ἡ­λι­κί­α μέ­χρι τήν κοί­μη­σή της ἦταν θεία λα­τρεία, ἄ­σκη­ση, ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἦ­ταν τό­σο ἐ­λε­ή­μων, πού τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά τά ὁποῖα ἄ­φθο­να τῆς πα­ρεῖ­χαν οἱ γο­νεῖς της, τά μοί­ρα­ζε σέ φτω­χούς. Καί ὅ­ταν τῆς ἔ­βα­ζαν πε­ρι­ο­ρι­σμούς, τύ­λι­γε σ᾿ ἕνα σεν­δό­νι τά τρό­φι­μα καί μέ ἕ­να σχοι­νί τά κα­τέ­βα­ζε ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο γιά νά μήν τά βλέ­πουν οἱ γο­νεῖς της. Τό­τε ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί φτω­χοί, χῆ­ρες, ὀρ­φα­νά, πρό­σφυ­γες. Τά ἐ­νοί­κια τῶν χω­ρα­φι­ῶν πού ἔπαιρ­ναν σέ εἶ­δος (σι­τά­ρι, κα­λαμ­πό­κι κ.λ.π.), τά κου­βα­λοῦ­σε κρυφά σέ μιά γει­τό­νισ­σα ἔμ­πι­στή της καί ἀπό κεῖ μέ ἄ­νε­ση ἔ­κα­νε τήν δι­α­νο­μή στούς φτω­χούς, γιά νά μήν τήν βλέπη καί στε­νο­χω­ρῆ­ται ἡ μη­τέ­ρα της.
Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη συ­νερ­γά­τις τοῦ π. Πα­ϊ­σί­ου στίς ὁμά­δες ἀ­γά­πης καί συ­νέ­χι­σε αὐτό τό ἔργο με­τά τήν ἀναχώρηση τοῦ Γέ­ρο­ντα ἀπό τό Στό­μιο. Οἱ κα­λω­σύ­νες πού ἔ­κα­νε εἶ­ναι πολ­λές καί ἀ­θό­ρυ­βες. Ὄ­χι μό­νο δι­έ­θε­σε τόν μι­σθό της καί ὅ­λη της τήν πε­ρι­ου­σί­α γιά τούς φτω­χούς, ἀλ­λά καί ἡ ἴ­δια ἔ­γι­νε δι­ά­κο­νος τῆς ἀ­γά­πης γιά τούς φτω­χούς καί ἀρ­ρώ­στους. «Ἕ­νε­κεν συμ­πα­θεί­ας τῶν πε­νή­των», ἔ­γι­νε καί ζη­τιά­να.
Ὅ­ταν ἦ­ταν στήν παι­δό­πο­λη ἔφευ­γε ἀπό τήν δου­λειά της λί­γο νω­ρί­τε­ρα, ἔπαιρ­νε τό φα­γη­τό της καί ἔτρε­χε νά τό πάη κρυμ­μέ­νο κά­τω ἀ­πό τήν κά­πα της σέ μιά οἰ­κο­γέ­νεια μέ ἐν­νιά παι­διά στό γει­το­νι­κό χω­ριό Παν­τά­νασ­σα. Τά παι­διά πάμ­φτω­χα καί πει­να­σμέ­να, ὁ πα­τέ­ρας πάν­τα με­θυ­σμέ­νος. Ἐ­πει­δή στήν ἔ­ξο­δο τῆς παι­δο­πό­λε­ως γι­νό­ταν ἔ­λεγ­χος, ἔ­βγαι­νε ἀ­πό δύ­σβα­το μο­νο­πά­τι μέ­σα στό δά­σος καί ἔφθα­νε στό χω­ριό. Τά βρά­δια ἔ­παιρ­νε ἀ­πό τήν κου­ζί­να τά πε­ρισ­σεύ­μα­τα, συ­νή­θως μέ καυ­γά­δες για­τί ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν, καί τά πή­γαι­νε σέ φτω­χούς. Πό­σα παι­δά­κια ἔ­θρε­ψε μέ τά πε­ρισ­σεύ­μα­τα καί­ πό­σα ἔν­τυ­σε ἀξιο­ποι­ώ­ντας ἄχρη­στο ἱμα­τι­σμό!
Τίς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες, πού ἦ­ταν τό­σο λί­γες, ἔ­τρε­χε στά χω­ριά, ἔ­κα­νε ἐ­νέ­σεις στούς ἀρ­ρώ­στους καί κου­βα­λοῦ­σε τρό­φι­μα σέ φτω­χούς. Φο­ροῦ­σε μιά κά­πα ἐ­πί­τη­δες γιά νά μήν φαί­νω­νται οἱ τσάν­τες μέ τά τρό­φι­μα.
Γιά τόν ἑ­αυ­τό της δέν φρόν­τι­ζε. Σκε­φτό­ταν τούς ἄλ­λους. Δέν μι­λοῦ­σε γιά ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες μό­νον ἔ­πρατ­τε, ὅ­σο μπο­ροῦ­σε ἀ­θό­ρυ­βα. Ἔ­δι­νε χρή­μα­τα στόν ἱ­ε­ρέ­α τῆς Με­λισ­σό­πε­τρας γιά νά βο­η­θᾶ φτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες. Βά­πτι­σε ἀρ­κε­τά παι­δά­κια καί εἶ­χε τήν μέ­ρι­μνά τους.
Στό Ρι­ζο­βού­νι πε­ρι­ποι­ό­ταν μιά γριά ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νη μέ­χρι τήν κοί­μη­σή της, σάν νά πε­ρι­ποι­ό­ταν τήν μάν­να της. Στόν Ἅγιο Γε­ώρ­γιο εἶ­χε μιά ἄλ­λη γριά πού κά­θε βρά­δυ τῆς πή­γαι­νε φα­γη­τό, τῆς ἔ­κο­βε τά νύ­χια, τήν ἔ­πλε­νε καί τῆς πρό­σφερ­ε ὅ,τι ἄλ­λο χρει­α­ζό­ταν μέ­χρι πού κοι­μή­θη­κε.
Βο­η­θοῦ­σε καί μιά ἄλλη φτω­χή καί πο­λύ­τε­κνη οἰ­κο­γέ­νεια. Ἡ μάν­να πε­ρί­με­νε παι­δά­κι ἀλλά σκε­πτό­με­νη τήν φτώ­χεια τους ἀπο­φά­σι­σε μέ τόν ἄν­δρα της νά πᾶ­νε νά κά­νουν ἔκτρω­ση. Στόν δη­μό­σιο δρό­μο συ­νάν­τη­σαν τήν Κέ­τη ἡ ὁποί­α τούς ρώ­τη­σε ποῦ πη­γαί­νουν, καί αὐ­τοί εἶ­παν τήν ἀ­λή­θεια. Τό­τε ἀ­γα­νά­κτη­σε ἡ Κέ­τη καί ἔ­βα­λε τίς φω­νές. Τούς εἶ­πε νά γυ­ρί­σουν στό σπί­τι τους καί αὐ­τή ὑ­πο­σχέ­θη­κε νά ἀ­να­λά­βη τήν προ­στα­σί­α καί τήν τρο­φο­δο­σί­α τοῦ παι­διοῦ. Ἔ­γι­νε μά­λι­στα καί ἀ­νά­δο­χός του καί τό βο­ή­θη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅσο ὑ­πο­σχέ­θη­κε μέ­χρι πού με­γά­λω­σε καί ἄρ­χι­σε νά ἐρ­γά­ζε­ται.
Σέ ἄλ­λο χω­ριό τῆς πε­ρι­ο­χῆς ὑ­πῆρ­χε κά­ποια φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια μέ δυ­ό ἄρ­ρω­στα παι­διά ἀ­πό με­σο­γεια­κή ἀ­ναι­μί­α. Ἡ Κέ­τη τούς λυ­πή­θη­κε πο­λύ καί θέ­λον­τας νά τούς βο­η­θή­ση, εἶ­πε στόν πα­τέ­ρα νά ψω­νί­ζη ἀπό κά­ποιο μα­γα­ζί ὅ,τι ἔ­χει ἀ­νάγ­κη, καί ὅτι αὐ­τή θά πλη­ρώ­νει τόν λο­γα­ρια­σμό. Αὐ­τό γι­νό­ταν γιά ἕ­να χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα ἀλ­λά κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα ὁ πα­τέ­ρας κά­λε­σε ἕ­ναν ὀρ­γα­νο­παί­χτη στό σπί­τι του καί ἄρ­χι­σε τίς δι­α­σκε­δά­σεις, τούς χο­ρούς καί τό πο­τό. Πά­νω στό ξε­φάν­τω­μα ἦρ­θε καί ἡ Κέ­τη νά δῆ τά παι­διά. Τό­τε τόν μάλ­ω­σε καί ­στα­μά­τη­σε τήν χο­ρη­γί­α της.
Τό 1960 ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος πα­πα–Βα­σί­λης Ζα­λα­κώ­στας ἔ­κτι­σε σπί­τι στόν Ἅγιο Γε­ώρ­γιο, ἀλ­λά τά χρή­μα­τά του δέν ἔ­φθα­ναν νά τό τε­λει­ώ­ση. Τό­τε ἡ Κέ­τη με­σο­λά­βη­σε, πλή­ρω­σε ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το ξυ­λεί­α γιά νά σκε­πα­στῆ τό σπί­τι καί ἔ­γι­ναν τά πα­τώ­μα­τα καί τά κου­φώ­μα­τα. Ὁ πα­πα–Βα­σί­λης εἶ­ναι ἀ­πό τούς λί­γους πού κα­τά­λα­βε τήν ἀ­ξί­α τῆς Κέ­της, τήν γνώ­ρι­σε πο­λύ κα­λά, μάλι­στα τοῦ βά­πτι­σε τήν κό­ρη του Μα­ρί­α˙ στό τέ­λος πῆ­ρε στό σπί­τι του τήν μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της. Ἔ­λε­γε στήν πρε­σβυ­τέ­ρα του: «Δέν ξέ­ρεις τί ἀ­ξί­ζει ἡ Κέ­τη». Πί­στευ­ε ὅ­τι ἡ ζω­ή τῆς Κέ­της εἶ­ναι μο­να­δι­κή, ἰ­δι­ό­μορ­φη καί δέν ἔμοια­ζε μέ τήν ζω­ή τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων.
Ἔ­κα­νε τα­κτι­κά τα­ξί­δια στήν Κό­νι­τσα καί στήν Ἀ­θή­να γιά νά βλέ­πη τήν μη­τέ­ρα της καί τ᾿ ἀ­δέλ­φια της. Ἄν καί εἶ­χε χρή­μα­τα, δέν ἤ­θε­λε νά πλη­ρώ­νη εἰ­σι­τή­ριο. Πή­γαι­νε μέ ὤτο–στόπ ὄ­χι ἀ­πό τσιγ­γου­νιά ἀλ­λά γιά νά δι­α­θέ­ση τά χρή­μα­τα τοῦ εἰ­σι­τη­ρί­ου γιά ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Κά­πο­τε ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα πε­ρί­με­νε στόν δρό­μο ὄρ­θια, δέν στα­μά­τη­σε νά τήν πά­ρη κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το καί γύ­ρι­σε στό σπί­τι μέ τίς τσάν­τες. Ἄλ­λο­τε μπῆ­κε σέ λε­ω­φο­ρεῖ­ο μέ ἕ­να κα­ρε­κλά­κι. Τήν ρώ­τη­σε ὁ εἰ­σπρά­κτο­ρας ἄν ἔ­χη εἰ­σι­τή­ριο καί ἀ­πάν­τη­σε: «Οὔ­τε εἰ­σι­τή­ριο ἔ­χω οὔ­τε θέ­ση θέ­λω». Καί τήν ἄ­φη­σε μέ τό κα­ρε­κλά­κι νά τα­ξι­δέ­ψη μέ­χρι τήν Ἀ­θή­να. Ἔ­λε­γε με­τά: «Αὐ­τοί ὅ­λοι μέ τ᾿ αὐ­το­κί­νη­τα ἔ­χουν χρή­μα­τα˙ για­τί νά τούς δώ­σω; Μέ αὐ­τά τά χρή­μα­τα τοῦ εἰ­σι­τη­ρί­ου μπο­ρῶ νά ἀ­γο­ρά­σω δυό–τρία κι­λά ρύ­ζι καί νά τά δώ­σω σέ μιά φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια πού πει­νά­ει». Τήν ἐν­δι­έ­φε­ραν οἱ πτω­χοί ἀ­δελ­φοί καί ὄ­χι τό πῶς θά τα­ξι­δέ­ψει ἀ­να­παυ­τι­κά.
Στό μο­να­στή­ρι τῆς Δου­ρα­χά­νης πού εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θῆ τά τε­λευ­ταῖ­α της χρό­νια, μά­ζευ­ε μπο­μπο­νιέ­ρες ἀ­πό βα­πτί­σεις γιά νά τίς που­λά­η, καί τά χρή­μα­τα τά ἔ­δι­νε σέ φτω­χούς. Με­ρι­κοί τήν ἔ­βλε­παν μέ οἶ­κτο, ὅ­πως ἦ­ταν φτω­χον­τυ­μέ­νη καί σκε­λε­τω­μέ­νη, καί τῆς ἔ­δι­ναν καί κά­ποι­α «ἐ­λε­η­μο­σύ­νη». Τήν ἀ­πο­δε­χό­ταν μέ χα­ρά γιά νά τήν δώ­ση καί αὐ­τή συ­νέ­χεια σέ ἄλ­λους. Χαι­ρό­ταν νά τήν θε­ω­ροῦν ζη­τιά­να καί φτω­χή. Ἦ­ταν ὅμως πεν­τα­κά­θα­ρη μέ τά ἐλά­χι­στα ροῦ­χα πού εἶ­χε.
Ζη­τοῦ­σε ροῦ­χα καί κυ­ρί­ως πα­πού­τσια, δῆ­θεν γιά τόν ἑαυτό της, καί τά ἔ­δι­νε σέ ἄλ­λους πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. Κά­ποι­ος για­τρός τῆς ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να ζευ­γά­ρι μα­λα­κά πα­πού­τσια, για­τί τά πέλ­μα­τά της ἦ­ταν πα­ρα­μορ­φω­μέ­να, καί ἔ­κα­νε πώς τά χά­ρη­κε. Εἶ­δε κά­ποι­ον ἱ­ε­ρέ­α πού φο­ροῦ­σε πα­λαι­ά πα­πού­τσια. Πῆ­γε στό κα­τά­στη­μα πού εἶ­χε ἀ­γο­ρά­σει τά πα­πού­τσια της ὁ για­τρός, τά ἄλ­λα­ξε καί πῆ­ρε και­νού­ργια πα­πού­τσια γιά τόν ἱ­ε­ρέ­α. Δέν μπο­ροῦ­σε νά ἡ­συ­χά­ση ἄν δέν ἐ­λε­οῦ­σε κά­θε μέ­ρα.
Ἀ­πό τό μο­να­στή­ρι τῆς Σου­ρω­τῆς, μέ ὑ­πό­δει­ξη τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου, ἔ­στελ­ναν στήν Κέ­τη κά­θε χρό­νο μιά εὐ­λο­γί­α, κα­θα­ρό κε­ρί, ἐλιές, βι­βλί­α. Πο­λύ τά χαι­ρό­ταν˙ ἀ­μέ­σως πή­γαι­νε τά που­λοῦ­σε καί ἔ­δι­νε τά χρή­μα­τα ὅ­που ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ἔ­χουν με­γά­λη ἀ­νάγ­κη.
Ἡ Κέ­τη φρόν­τι­ζε πο­λύ γιά τήν εὐ­πρέ­πεια τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Μέ ἐ­νέρ­γει­ές της καί τήν χρη­μα­τι­κή της βο­ή­θεια ἀ­να­και­νί­σθη­κε καί καλ­λω­πί­σθη­κε ὁ να­ός τοῦ ἁγί­ου Νι­κο­λά­ου στό χω­ριό Ἅγιος Γε­ώρ­γιος Φι­λιπ­πιά­δος˙ φρόν­τι­ζε ἀκό­μη νά ἔ­χη λά­δι γιά τά κα­ντή­λια.
Ὅ­ταν στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­βλε­πε ἀ­τα­ξί­α καί κα­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀπό ὅ­που καί ἄν προ­ερ­χό­ταν αὐ­τή θά τόν πα­ρα­τη­ροῦ­σε καί θά τόν δι­ώρ­θω­νε. Ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιά τήν κα­θα­ρι­ό­τη­τα καί τήν τά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί πα­ρα­κι­νοῦ­σε τίς γυ­ναῖ­κες νά φρον­τί­ζουν γιά τήν Ἐκ­κλη­σία κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τό σπί­τι τους.
Ἡ Κέ­τη ὅ,τι ἀ­κί­νη­τα εἶ­χε κλη­ρο­νο­μή­σει τά ἀ­φι­έ­ρω­σε στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή Στο­μί­ου καί ἕ­να οἴ­κη­μα ἐν­τός τῆς Κο­νί­τσης τό δώ­ρη­σε στήν Μη­τρό­πο­λη. Εἶ­ναι τό γη­ρο­κο­μεῖ­ο Κο­νί­τσης. Ἀ­παί­τη­σε καί ἀ­πό τήν ἀ­δελ­φή της καί τήν ἀ­νε­ψιά της νά κά­νουν τό ἴ­διο καί αὐ­τές. Τίς πα­ρα­κι­νοῦ­σε λέ­γον­τας: «Πῶς θά πᾶ­τε στήν ἄλ­λη ζω­ή μέ ἄ­δεια χέ­ρια;».

Ἀξιόλογα περιστατικά
Κάποτε πού γι­όρ­τα­ζε ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νε­κτα­ρί­ου στό χωριό Ἅγιος Γεώργιος Φι­λιπ­πιά­δος, πῆ­γε ἡ Κέ­τη σέ μιά χή­ρα πού εἶ­χε πολ­λά λου­λού­δια στήν αὐ­λή της, τήν πα­ρα­μο­νή, καί τῆς ζή­τη­σε λου­λού­δια γιά νά φτιά­ξη ἕ­να στε­φά­νι γιά τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἡ χή­ρα ἀρ­νή­θη­κε καί δέν τῆς ἔ­δω­σε λου­λού­δια. Ἡ Κέ­τη ἔ­φυ­γε καί μό­νο τῆς εἶ­πε: «Δέν πει­ρά­ζει, μήν μοῦ δί­νης, ἀλ­λά μέ­χρι τό βρά­δυ θά τά χά­σεις, δέν θά σοῦ μεί­νει οὔ­τε ἕ­να λου­λού­δι». Καί πράγ­μα­τι ὅ­ταν ἄρ­χι­σε νά βρα­διά­ζη, τήν ὥ­ρα τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ ἔ­πια­σε μιά ρα­γδαί­α βρο­χή καί ἕ­νας ἀ­νε­μο­στρό­βι­λος δυ­να­τός, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα­ νά μήν μεί­νη οὔ­τε ἕ­να λου­λού­δι, κα­τα­στρά­φη­καν ὅ­λα, ὅ­πως εἶ­χε προ­εί­πει ἡ Κέ­τη.
*
Κά­ποι­α χρο­νιά πή­γαι­νε μέ τόν γνω­στό της πα­πα–Βα­σί­λη νά λει­τουρ­γή­σουν στήν Παν­τά­νασ­σα τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ Γε­νε­θλί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου, στίς 8 Σε­πτεμ­βρί­ου. Συ­ζη­τοῦ­σαν γιά τήν ἐκ πα­ρα­δό­σε­ως νη­στεί­α πού κά­νουν με­ρι­κοί ἀ­πό 1η μέ­χρι 7η Σε­πτεμ­βρί­ου. Ἡ Κέ­τη εἶ­χε κρα­τή­σει τή νη­στεί­α καί ἔ­λε­γε ὅ­τι καί ὁ πα­πα–Βα­σί­λης ἔ­πρε­πε νά τήν εἶ­χε κρα­τή­σει. Ἔ­φθα­σαν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἄ­να­ψαν τά καν­τή­λια καί μό­λις πῆ­γε νά βά­λη “Εὐλογητός” ὁ πα­πᾶς τόν κέ­ντη­σε ἕ­νας ξη­ρό­πο­νος στήν κοι­λιά. Βγῆ­κε ἔ­ξω καί ὅταν με­τά ἔ­βα­λε τό πε­τρα­χή­λι πά­λι αἰ­σθάν­θη­κε πό­νο δυ­να­τό. Αὐ­τό ἐ­πα­να­λή­φθη­κε τέσ­σε­ρις–πέν­τε φο­ρές. Ἡ ὥ­ρα περ­νοῦ­σε, ἡ Κέ­τη ἀ­νη­συ­χοῦ­σε γιά νά προ­λά­βη νά γυ­ρί­ση στήν δου­λειά της καί ὁ πό­νος δέν ἄ­φη­νε τόν πα­πα–Βα­σί­λη. Ἡ Κέ­τη ἀ­πέ­δι­δε τόν πό­νο στό ὅ­τι δέν εἶ­χε νη­στέ­ψει ὁ πα­πᾶς καί τόν πα­ρα­κι­νοῦ­σε νά κά­νη τά­μα στήν Πα­να­γί­α ὅ­τι στό ἑ­ξῆς θά κρα­τᾶ αὐ­τή τή νη­στεί­α. Ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α μπρο­στά στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί ὑ­πο­σχέ­θη­κε νά φυ­λά­ξη σ᾿ ὅ­λη του τήν ζω­ή τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη νη­στεία. Ἀ­μέ­σως ἔ­παυ­σε ὁ ξη­ρό­πο­νος, ἔ­κα­ναν τήν ἀκο­λου­θί­α καί τε­λεί­ω­σαν χω­ρίς κα­νέ­να πρό­βλη­μα τήν Λει­τουρ­γία.
*
Θέ­λη­σαν κά­πο­τε τρί­α–τέσ­σε­ρα κα­κο­μα­θη­μέ­να χω­ρι­α­τό­παι­δα νά πει­ρά­ξουν καί νά ἐκ­φο­βί­σουν τήν Κέ­τη τή νύ­χτα πού θά πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Φό­ρε­σαν κου­κοῦ­λες στό κε­φά­λι τους, πι­ά­στη­καν χέ­ρι μέ χέ­ρι καί ἔ­κλει­σαν τόν δρό­μο ἀ­πό τήν παι­δό­πο­λη πρός τά κά­τω. Ἦ­ταν ἕ­τοι­μα νά ὁρ­μή­ξουν κα­τε­πά­νω της ἀλ­λά συ­νέ­βη τό ἑ­ξῆς: Μιά ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ ἔκα­νε ὥστε τά βή­μα­τα τῶν πο­δι­ῶν τους νά κι­νοῦν­ται πρός τά πί­σω καί ὀ­πι­σθο­χω­ροῦ­σαν χω­ρίς νά κα­τα­λά­βουν πῶς, ἐ­νῶ ἡ Κέ­τη ἔ­κα­νε συ­νε­χῶς τόν σταυ­ρό της, προ­σευ­χό­ταν καί περ­πα­τοῦ­σε πλη­σι­ά­ζον­τας τά παι­διά σέ μι­κρή ἀ­πό­στα­ση. Αὐ­τά ἔ­φυ­γαν ἄ­πρα­κτα καί ἡ Κέ­τη ἀ­πτό­η­τη συ­νέ­χι­σε τόν δρό­μο της γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
*
Κά­πο­τε κα­θώς πή­γαι­νε μέ τά πό­δια ἀ­πό τήν παι­δό­πο­λη γιά τήν Κό­νι­τσα τήν πῆ­ρε ἕ­νας φορ­τη­γατ­ζῆς πού εἶ­χε μα­ζί του καί τήν γυ­ναῖ­κα του. Ἀ­νέ­βαι­ναν τήν Κα­νέ­τα. Ὁ δρό­μος ἦ­ταν στε­νός, ἀ­νη­φο­ρι­κός καί ἐ­πι­κίν­δυ­νος. Ἀ­πό τήν μιά με­ριά ἦ­ταν βρά­χια καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ἀ­πό­το­μη πλα­γιά. Ξαφ­νι­κά κό­πη­καν τά φρέ­να. Ἄνοι­ξε τήν πόρ­τα ὁ ὁ­δη­γός, πή­δη­ξε ἔ­ξω καί τίς φώ­να­ξε νά πε­τα­χθοῦν καί αὐτές. Ἡ γυ­ναῖ­κα του πή­δη­ξε ἔ­ξω ἀλλά ἡ Κέ­τη δέν κι­νή­θη­κε. Μό­νο ἔ­σκυ­ψε νά μα­ζέ­ψη τά πράγ­μα­τά της καί μα­ζεύ­τη­κε στήν ἐ­σο­χή τοῦ α­ὐ­το­κι­νή­του κά­τω ἀπό τό τζά­μι. Τό αὐ­το­κί­νη­το χτύ­πη­σε σέ βρά­χο καί ἄρ­χι­σε νά κυ­λά­η στήν πλα­γιά. Ὁ ὁ­δη­γός πά­γω­σε ἀ­πό τόν φό­βο του καί, ὅ­ταν σέ λί­γο εἶ­δαν νά βγαί­νη ἡ Κέ­τη σώ­α καί ἀ­βλα­βής, τἄ­χα­σαν. Γνω­στή της τήν ρώ­τη­σε τί σκε­φτό­ταν τό­τε, καί μέ χι­οῦ­μορ ἀ­πήν­τη­σε: «Φο­ροῦ­σα και­νού­ργια ζα­κέτ­τα καί λυ­πό­μουν πού θά πή­γαι­νε χα­μέ­νη».
*
Ἔ­βλε­πε ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους κα­λούς καί ἔμπαι­νε ἀ­δι­α­κρί­τως σέ ὅ­λα τά αὐ­το­κί­νη­τα. Μιά νύ­χτα ξε­κί­νη­σε γιά τήν Βού­λι­στα Πα­να­γιά. Ἕνα αὐ­το­κί­νη­το πού περ­νοῦ­σε, στα­μά­τη­σε δί­πλα της καί μπῆ­κε μέ­σα. Στόν δρό­μο ὁ ὁ­δη­γός τήν πεί­ρα­ξε μέ λό­για ἄ­πρε­πα καί αὐ­τή ἐ­νῶ ἔ­τρε­χε τό αὐ­το­κί­νη­το ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα γιά νά πη­δή­ση ἔ­ξω. Πρό­λα­βε ὁ ὁ­δη­γός καί στα­μά­τη­σε. Αὐ­τή κα­τέ­βη­κε καί συ­νέ­χι­σε τήν πο­ρεί­α της μέ­σα στή νύ­χτα.
*
Ὅ­ταν ἡ μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της δέν μπο­ροῦ­σε πλέ­ον μό­νη της νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τῆ­ται, για­τί εἶ­χε φθά­σει 90 χρό­νων, ἡ Κέ­τη γιά νά τήν ἔ­χη κον­τά τήν ἔ­φε­ρε στό σπί­τι τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη στόν Ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο, τό ἔτος 1969. Τήν ἡ­μέ­ρα τήν πε­ρι­ποι­εῖ­το ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα καί τή νύ­χτα κα­θό­ταν μα­ζί της ἡ Κέ­τη. Μα­ζί μέ τήν μη­τέ­ρα της ἡ Κέ­τη ἔ­φε­ρε καί μιά εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας Βρε­φο­κρα­τού­σης, δι­α­στά­σε­ων 50×40 ἑ­κα­το­στῶν, καί εἶ­πε ὅ­τι εἶ­ναι πο­λύ θαυ­μα­τουρ­γή. Ἦταν οἰ­κο­γε­νεια­κό κει­μή­λιο καί πάν­τα ὅ­ταν ἐ­πρό­κει­το νά πε­θά­νη κά­ποι­ος τοῦ σπι­τιοῦ, ἡ εἰ­κό­να ἔ­πε­φτε ἀ­πό τό εἰ­κο­νο­στά­σι κά­τω στό πά­τω­μα. Εἶ­πε ἡ Κέ­τη μέ βε­βαι­ό­τη­τα στόν πα­πα–Βα­σί­λη: «Ὅ­ταν θά πε­θά­νη ἡ μη­τέ­ρα ­μου, ἡ εἰ­κό­να θά μᾶς προ­ει­δο­ποι­ή­σει μέ τόν θό­ρυ­βο ἀ­πό τό πέ­σι­μό της». Τήν το­πο­θέ­τη­σαν στό εἰ­κο-
νο­στά­σι, ἀ­νά­με­σα σέ ἄλ­λες εἰ­κό­νες γιά νά τήν συγ­κρα­τοῦν, μέ κλί­ση πρός τόν τοῖ­χο γιά νά στη­ρί­ζε­ται, καί ἔβα­λαν μπρο­στά ἕ­να πη­χά­κι πέν­τε ἑ­κα­το­στῶν. Ἡ εἰ­κό­να ἦ­ταν κα­λά το­πο­θε­τη­μέ­νη καί ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νά πέ­ση, ἀλ­λά ἡ Κέ­τη ἐ­πέ­με­νε ὅ­τι, πρίν πε­θά­νη ἡ μη­τέ­ρα της, ἡ εἰ­κό­να θά πέ­σει ὁ­πωσ­δή­πο­τε. Ἡ Κέ­τη πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν στήν παι­δό­πο­λη καί τό βρά­δυ πού ἐ­πέ­στρε­φε ρω­τοῦ­σε ἄν ἡ εἰ­κό­να εἶ­ναι στήν θέ­ση της. Αὐ­τό συ­νε­χι­ζό­ταν γιά πο­λύ καί ἡ Κέ­τη ἔ­λε­γε ὅ­τι δέν ἦρ­θε ὁ και­ρός ἀ­κό­μη.
Στίς 8 Ἰ­ου­λί­ου 1971 κά­θο­νταν ὁ πα­πα–Βα­σί­λης καί ἡ Κέ­τη στό ἰ­σό­γει­ο καί ξαφ­νι­κά ἀ­κού­στη­κε σάν νά ἔ­πε­σε του­φε­κιά ἀ­πό τό δω­μά­τιο πού ἦ­ταν ἡ εἰ­κό­να. Ἡ Κέ­τη πε­τά­χθη­κε καί φώ­να­ξε «ἔ­πε­σε ἡ εἰ­κό­να». Ἀ­νέ­βη­καν καί εἶ­δαν τήν εἰ­κό­να πε­σμέ­νη στό πά­τω­μα. Μέ εὐ­λά­βεια καί φό­βο τήν ἀ­σπά­στη­καν καί τήν ἔ­βα­λαν στήν θέ­ση της. Ἀ­πο­ρί­ας ἄ­ξιον εἶ­ναι πῶς δέν ἔ­πε­σαν καί οἱ ἄλ­λες εἰ­κό­νες πού ἦ­ταν στό ἴδιο εἰ­κο­νο­στά­σι. Ἡ μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της εἶ­χε χά­σει τίς αἰ­σθή­σεις, δέν κα­τά­λα­βε τί­πο­τε. Στίς 10 Ἰ­ου­λί­ου, ἡ­μέ­ρα Σάβ­βα­το τό ἔ­τος 1971, δύ­ο μέ­ρες με­τά τό πέ­σι­μο τῆς εἰ­κό­νος, ἐ­κοι­μή­θη ἡ κυ­ρί­α Ἑ­λέ­νη Πα­τέ­ρα, ἡ μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της, καί τήν ἐν­τα­φί­α­σαν στήν Κό­νι­τσα.
Ὕ­στε­ρα ἡ Κέ­τη εἶ­πε ὅ­τι στό ἑξῆς ἡ εἰ­κό­να δέν πρέ­πει νά μέ­νη μέ­σα σέ οἰ­κο­γέ­νεια, πρέ­πει νά πά­η σέ μο­να­στή­ρι καί τήν ἔ­στει­λε στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή τῆς Πα­να­γί­ας Ρο­βέ­λι­στας, στήν Ἄρ­τα, ὅ­που φυ­λά­γε­ται μέ­­χρι σή­με­ρα.
*
 Κά­θε Πα­ρα­σκευ­ή εἶ­χε ἀ­γρυ­πνί­α στή μονή Δου­ρα­χάνης. Τήν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε, στήν συ­νέ­χεια πή­γαι­νε στά Γι­άν­νε­να καί πε­ρί­με­νε ὧ­ρες ἔ­ξω ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α γιά νά ξα­να­λει­τουρ­γη­θῆ. Τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια, κά­ποι­α χει­μω­νι­ά­τι­κη νύ­χτα πού τό θερ­μό­με­τρο ἔ­δει­χνε ἀρ­κε­τούς βαθ­μούς κά­τω ἀ­πό τό μη­δέν καί φυ­σοῦ­σε πα­γω­μέ­νος βο­ριᾶς, με­τά τήν ἀ­γρυ­πνί­α ἦρ­θε στά Γι­άν­νε­να καί­ τρύ­πω­σε σέ κά­ποιο χά­λα­σμα στόν αὐ­λό­γυ­ρο τῆς ἁγίας Αἰ­κα­τε­ρί­νης. Ἔ­στρω­σε κά­τω τό πο­δό­μα­κτρο, τυ­λί­χθη­κε μέ τήν ἐ­λα­φριά κά­πα της καί αἰ­σθάν­θη­κε μιά ζε­στα­σιά σόμ­πας. Ἔτσι κοι­μή­θη­κε πο­λύ ὡ­ραῖ­α.
*
Συ­νή­θι­ζε ἡ Κέ­τη νά πη­γαί­νη σέ ἀ­κα­τάλ­λη­λες ὧ­ρες στό σπί­τι κά­ποι­ας γνωστῆς της. Κά­ποι­α μέ­ρα στίς 3.30΄ μ.μ. ἐ­νῶ ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­να­παυ­ό­ταν χτύ­πη­σε ἡ Κέ­τη τήν πόρ­τα. Δυ­σα­να­σχέ­τη­σε ἡ κυ­ρί­α. Ἀ­νοί­γον­τας σχε­δόν θυ­μω­μέ­νη εἶ­δε τό πρό­σω­πο τῆς Κέ­της νά ἀ­στρά­φτη καί τρό­μα­ξε.
*
Ὁ Γ. Ζ. δι­η­γή­θη­κε: «Γνώ­ρι­σα τήν Κέ­τη τό κα­λο­καί­ρι τοῦ 1995. Τό­τε εἶ­χα χω­ρί­σει καί ἐ­πι­σκε­πτό­μουν τό Ντου­ρα­χάν γιά νά προ­σεύ­χω­μαι καί νά πα­ρη­γο­ροῦ­μαι. Μιά μέ­ρα μοῦ εἶ­πε: “Θέ­λεις νά φω­νά­ξω τόν π. Ἀθα­νάσιο νά σέ βο­η­θή­ση;”. Εἶ­πα “ὄχι”. Ὕστε­ρα μοῦ εἶ­πε: “Ἀφοῦ ξέ­ρω για­τί ἔρ­χε­σαι. Για­τί δέν μοῦ τά λές νά ἀνα­κου­φι­στῆ­ς;”. Κα­θή­σα­με ὧ­ρες συ­ζη­τών­τας καί με­τά μοῦ ζή­τη­σε νά τήν πά­ρω μα­ζί μου γιά τά Γι­άν­νε­να. Ζή­τη­σε νά τήν ἀ­φή­σω στό με­τό­χι τοῦ Σι­νᾶ, στήν ἁγία Αἰ­κα­τε­ρί­νη. Μοῦ εἶ­πε: “Ἔχεις κα­λή καρ­διά καί εἶ­σαι κα­λό παι­δί. Θά προ­σευ­χη­θῶ γιά σέ­να καί σύν­το­μα θά γνω­ρί­σεις μιά κα­λή κο­πέλ­λα πού θά ἔ­χει τό ὄ­νο­μά της (ἁγίας Αἰ­κα­τε­ρί­νης)”. Πέ­ρα­σε ἕ­να μι­κρό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα καί πραγ­μα­τι­κά δέν μοῦ πέ­ρα­σε κἄν ἀ­πό τό μυα­λό μου στήν γνω­ρι­μί­α πού ἔ­κα­να ὅ­τι τό ὄ­νο­μα Κα­τε­ρί­να τῆς γυ­ναί­κας μου ἔ­χει τήν ση­μα­σί­α του. Ἕ­να βρά­δυ Πα­ρα­σκευ­ῆς πού πῆ­γα γιά ὁ­λο­νυ­χτία μα­ζί μέ τήν Κα­τε­ρί­να μέ­σα στό σκο­τά­δι, πα­ρά λί­γο νά πα­τή­σω τήν Κέ­τη πού ἦ­ταν γο­να­τι­στή. Πρίν προ­λά­βω νά τῆς μι­λή­σω, μοῦ ἔ­πια­σε τό πό­δι καί μοῦ εἶ­πε: “Γιάννη, ἔ­φε­ρες καί τήν Κα­τε­ρί­να μα­ζί;”. Ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή πά­γω­σα καί θυ­μή­θη­κα τά λό­για της. Δέν θά τήν ξε­χά­σω πο­τέ».
*
Μαρ­τυ­ρί­α ἀ­νω­νύ­μου: «Τήν Κέ­τη Πα­τέ­ρα τήν συ­νάν­τη­σα γιά πρώ­τη φο­ρά τό ἔ­τος 1993 στόν δρό­μο ἀ­πό Ἄρ­τα πρός Ἰ­ω­άν­νι­να καί τήν πῆ­ρα μα­ζί μου στό αὐ­το­κί­νη­το. Τό ἑ­πό­με­νο ἔ­τος στό ἴ­διο ση­μεῖ­ο εἶ­δα μιά για­γιά καί τήν θυ­μή­θη­κα. Ἀ­νέ­βη­κε στό αὐ­το­κί­νη­το, μοῦ εἶ­πε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πό τήν Κό­νι­τσα καί μοῦ μί­λη­σε γιά τόν π. Πα­ΐ­σιο. Μοῦ ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι ἤ­μουν ἀρ­ρα­βω­νι­α­σμέ­νος καί ὅ­τι εἶ­χα χω­ρί­σει πρίν δύ­ο χρό­νια. “Δέν πει­ρά­ζει”, εἶ­πε, “­ἴ­σως νά βρῆ κά­ποι­ον κα­λύ­τε­ρο­ν”. Σάν νά δι­ά­βα­σε τήν ἐ­γω­ϊ­στι­κή μου σκέ­ψη, “­τί κα­λύ­τε­ρον θά βρῆ­”, ἀ­πάν­τη­σε: “Ὅταν λέ­ω κά­ποι­ον κα­λύ­τε­ρο, ἐν­νο­ῶ νά βρῆ κά­ποι­ον γιά νά τῆς δώ­ση τά λοῦ­σα πού ἤθε­λε”. Εἶ­χε δί­και­ο. Τά λοῦ­σα της ἦ­ταν πράγ­μα­τι ἀ­φορ­μή συ­νε­χῶν προ­στρι­βῶν. Μοῦ εἶ­πε ὅ­τι αὐτή ἡ κο­πέλ­λα πού γνω­ρί­ζω τώ­ρα ὀ­νο­μά­ζε­ται Σο­φί­α καί μοῦ ἀ­νέ­φε­ρε στοι­χεῖ­α ἀ­πό τόν χα­ρα­κτῆ­ρα της, καί ὅτι εἶ­μαι πο­λύ τυ­χε­ρός πού βρῆ­κα τέ­τοι­α κο­πέλ­λα. Ἔ­πει­τα μέ μά­λω­σε για­τί τῆς φε­ρό­μουν ἄ­σχη­μα με­ρι­κές φο­ρές καί τήν στε­νο­χω­ροῦ­σα. Μοῦ εἶ­πε νά τῆς δώ­σω χαι­ρε­τί­σμα­τα ἀ­πό μιά για­γιά ἡ ὁ­ποί­α δέν τήν ἔ­χει γνω­ρί­σει ἀλ­λά τήν ξέ­ρει πο­λύ κα­λά. Καί στό τέ­λος πρό­σθε­σε ἐ­πι­τα­κτι­κά: “Αὐτό τό κο­ρί­τσι νά τό πα­ντρευ­τῆ­ς”.
»Με­τά ἀ­πό ὅ­σα μοῦ εἶ­πε ἡ Κέ­τη, κά­τι ἄλ­λα­ξε μέ­σα μου καί εἶ­δα δι­α­φο­ρε­τι­κά τήν Σο­φί­α. Τή νυμ­φεύ­θη­κα, κά­να­με δυ­ό παι­διά καί ζοῦ­με πο­λύ εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι.
»Ἐ­πί­σης μοῦ εἶ­πε: “Γιατί τρέ­χεις τό­σο πο­λύ;”. Κοί­τα­ξα τό κον­τέρ καί εἶ­πα: “Πάω μέ 60 χι­λι­ό­με­τρα­”. Μοῦ εἶ­πε αὐ­στη­ρά: “Δέν ἐν­νο­ῶ τώ­ρα ἀλ­λά ἄλ­λες φο­ρές. Ξέ­ρεις πό­σες φο­ρές σέ φύ­λα­ξε ὁ Θε­ός νά μή σκο­τω­θῆς;”. Πράγ­μα­τι ὄ­χι μό­νο ἔ­τρε­χα πο­λύ, ἀλ­λά πολ­λές φο­ρές ἔ­ψα­χνα νά βρῶ κά­ποι­ον νά κά­νω κόν­τρα στίς στρο­φές τῆς Κα­τά­ρας Με­τσό­βου, ξε­περ­νών­τας τά ὅ­ρια τοῦ αὐ­το­κι­νή­του.
»Ὅ­λα αὐ­τά πού ἄ­κου­σα μέ ἐ­ξέ­πλη­ξαν. Ρώ­τη­σα τήν Κέ­τη γιά κά­ποι­ο γνω­στό μου παι­δά­κι πού εἶ­χε γεν­νη­θῆ ἄρ­ρω­στο καί οἱ για­τροί δέν μπο­ροῦ­σαν νά ποῦν μέ ἀ­κρί­βεια ποῦ ὀ­φεί­λε­ται ἡ ἀ­σθέ­νειά του. Μοῦ εἶ­πε ποῦ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τό πρό­βλη­μά του καί αὐ­τό ἐ­πι­βε­βαι­ώ­θη­κε ἀ­πό εἰ­δι­κές ἐ­ξε­τά­σεις πού ἔ­κα­ναν στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό.
»Ὅταν φθά­σα­με στά Ἰ­ω­άν­νι­να ἀ­νοί­γει τήν τσάν­τα της καί μοῦ δί­νει ἕ­να χαρ­τί γιά νά τό δι­α­βά­σω. Ἔ­γρα­φε γιά τό με­γα­λύ­τε­ρό μου ἐ­λάτ­τω­μα καί τόν τρό­πο γιά νά τό δι­ορ­θώ­σω.
»Τολ­μῶ νά πῶ ὅ­τι με­τά τήν συ­νάν­τη­ση μέ τήν Κέ­τη Πα­τέ­ρα ἄλ­λα­ξε ἡ ζω­ή μου. Ἄρ­χι­σα νά βλέ­πω τά πράγ­μα­τα δι­α­φο­ρε­τι­κά, ἄλ­λα­ξαν οἱ ἀ­να­ζη­τή­σεις μου, πῆ­γα στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος γιά νά προ­σκυ­νή­σω, νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ, καί συ­νε­χί­ζω νά πη­γαί­νω κά­θε χρό­νο. Τήν ὑ­πε­ρευ­χα­ρι­στῶ, τήν σκέ­πτο­μαι καί ἔ­χει μιά ξε­χω­ρι­στή θέ­ση στήν καρ­διά μου».
*
Γνω­στή τῆς Κέ­της πού συχ­νά τήν φι­λο­ξε­νοῦ­σε στό σπί­τι της, ἑτοι­μα­ζό­ταν νά χει­ρουρ­γη­θῆ ἀπό χο­λή. Ὅταν τό ἔμα­θε ἡ Κέ­τη στε­νο­χω­ρή­θη­κε ἀλλά δέν μί­λη­σε. Στήν τε­λευ­ταία ἀκτι­νο­γρα­φία φά­νη­κε ὅτι ἡ χο­λή ἦταν κα­τα­κά­θα­ρη. Ὁ για­τρός εἶ­χε δώ­σει κά­ποιο φάρ­μα­κο, ἀλλά ἡ ἀσθε­νής δέν τό ἔπαιρ­νε τα­κτι­κά. Ὅταν ἔμα­θε ἡ Κέ­τη τό ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς ἐξε­τά­σε­ως χά­ρη­κε καί μο­νο­λό­γη­σε ψι­θυ­ρι­στά: «Δύο με­ρό­νυ­χτα κο­μπο­σχοί­νι ἔκα­να γι᾿ αὐτό».

Πνευματικές σχέσεις μέ τόν γέροντα Παΐσιο
Στό στενό περιβάλλον τῆς Κό­νι­τσας ὁ πα­τήρ Πα­ΐ­σιος γνώ­ρι­ζε ἀ­πό μι­κρός τήν Κέ­τη καί τήν οἰ­κο­γέ­νειά της. Αὐ­τή τόν ἐ­κτι­μοῦ­σε καί τόν θαύ­μα­ζε γιά τήν εὐ­λά­βειά του καί τήν ἀ­σκη­τι­κό­τη­τά του, ἄν καί ἦταν με­γα­λύ­τε­ρη στήν ἡ­λι­κί­α. Δι­η­γεῖ­το γε­λών­τας ὁ Γέ­ρον­τας τά ἑ­ξῆς: «Ὅ­ταν ἦ­ταν νά ᾿ρθοῦν στήν Κό­νι­τσα οἱ Ἰ­τα­λοί, χτύ­πη­σαν τό με­ση­μέ­ρι οἱ καμ­πά­νες γιά νά κρυ­φθοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι. Ἡ Κέ­τη πῆ­ρε τό μπου­κά­λι μέ τό λά­δι καί πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α γιά τόν Ἑ­σπε­ρι­νό, ἐ­νῶ οἱ ἄλ­λοι ἔ­τρε­χαν­ νά κρυ­φθοῦν».
Ὁ Γέ­ρον­τας συν­δέ­θη­κε μέ τήν οἰ­κο­γέ­νεια τῆς Κέ­της ὅ­ταν ἦρ­θε στήν Κό­νι­τσα νά κά­νη τήν θε­ρα­πεί­α καί τόν φι­λο­ξέ­νη­σαν στό σπί­τι τους. Αὐ­τήν τήν εὐ­ερ­γε­σί­α δέν τήν ξέ­χα­σε πο­τέ.
Ὅ­ταν ἔ­με­νε στό σπί­τι τους, μιά φο­ρά ἔ­κα­ναν τήν Πα­ρά­κλη­ση στήν Πα­να­γί­α καί τό­τε ἦρ­θε νά τόν δῆ ὁ για­τρός Βαν­τέ­ρας. Εἶ­δε καί αὐ­τός ἔκ­πλη­κτος τήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας νά κου­νι­έ­ται μέ θό­ρυ­βο ἀ­πό μό­νη της.
Ὅ­ταν μό­να­ζε στήν Μο­νή Στο­μί­ου ὁ π. Πα­ΐ­σιος, ἡ Κέτη πολ­λές φο­ρές ἔ­παιρ­νε μα­ζί της τή νύ­χτα ἕ­να ἀ­νη­ψά­κι τοῦ π. Πα­ϊ­σί­ου ἤ τήν ἀ­δελ­φή του Χρι­στί­να καί μέ τό φα­κό ἀ­νέ­βαι­νε στό Στό­μιο γιά νά λει­τουρ­γη­θῆ.
Ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος τῆς ἔ­στελ­νε γράμ­μα­τα μέ συμ­βου­λές καί εὐ­λο­γί­ες (Σταυ­ρούς, κομ­πο­σχοί­νια, βι­βλί­α). Τῆς ζη­τοῦ­σε ἄ­γρα­φα τε­τρά­δια, ὁ ἴ­διος ἀντέ­γρα­φε χω­ρί­α ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τούς ἁγί­ους Πα­τέ­ρες καί τῆς τά ἔ­στελ­νε.
Τέ­λη Ἀ­πρι­λί­ου τοῦ 1971, με­τά τό Πά­σχα, ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος πῆ­γε νά δῆ τήν μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της, για­τί κα­τά­λα­βε ὅ­τι θά φύ­γει. Κά­θη­σε ὅ­λη τή νύ­χτα μα­ζί μέ τήν κυ­ρί­α Ἑ­λέ­νη καί συ­νω­μι­λοῦ­σαν. Τό πρωΐ, πρίν φύγη, ἀποχαιρετώντας εἶπε στήν κυρία­ Ἑλένη ὅ­τι με­τά ἀ­πό εἴ­κο­σι χρό­νια θά ἀν­τα­μώ­σου­ν ἐνῶ στήν Κέ­τη εἶ­πε ἰδι­αι­τέ­ρως νά προ­ε­τοι­μά­ση τήν μη­τέ­ρα της για­τί θά πέ­θαι­νε. Ἔγι­ναν ὅλα ὅ­πως τά προ­εῖ­πε ὁ Γέ­ρον­τας. Με­τά τήν κοί­μη­ση τῆς κυ­ρί­ας Ἑ­λέ­νης ὁ Γέ­ρον­τας προ­σευ­χό­ταν γιά τήν ψυ­χή της καί τε­λι­κά τήν εἶ­δε νά βρί­σκε­ται σέ κα­λό μέ­ρος.
Ὅ­ταν ἔ­βγαι­νε ὁ Γέ­ρον­τας στήν Σου­ρω­τή εἰ­δο­ποι­οῦ­σε τήν Κέ­τη καί αὐ­τή πή­γαι­νε νά τόν συμ­βου­λευ­θῆ. Προ­σφέ­ρον­ταν πολ­λοί γιά νά τήν με­τα­φέ­ρουν μέ τήν ἐλ­πί­δα νά κα­τα­φέ­ρουν νά δοῦν καί αὐ­τοί τόν Γέ­ρον­τα. Ἀλ­λά ἡ Κέ­τη τούς ἔ­κα­νε συμ­φω­νία. Ὅ­ταν ἔρ­θη ἡ ὥ­ρα τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ, νά στα­μα­τή­σουν ὅ­που βρε­θοῦν  γιά νά πα­ρα­κο­λου­θή­σουν Ἑσπε­ρι­νό.
Ἦ­ταν τέ­λη Μα­ΐ­ου. Ὁ Γέ­ρο­ντας εἰ­δο­ποί­η­σε τήν Κέ­τη νά ἔρ­θη νά τήν δῆ. «Τόν βρῆ­κα νά πο­νά­η ἀ­φό­ρη­τα», εἶ­πε. Συ­νω­μί­λη­σαν, τήν συμ­βού­λευ­σε καί τῆς εἶ­πε νά φύ­γη γιά νά ξα­νάρ­θη τῆς ἁγί­ας Εὐ­φη­μί­ας, στίς 11 Ἰ­ου­λί­ου. Ἀλλά ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ἡ ἑ­ορ­τή τῆς ἁγί­ας Εὐ­φη­μί­ας ἡ Κέ­τη ἀ­πό μι­κρο­ε­μπό­δια ἀ­νέ­βα­λε τήν ἐ­πί­σκε­ψή της καί με­τά πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ὅ­τι ἐ­κοι­μή­θη ὁ Γέ­ρον­τας στίς 12 Ἰ­ου­λί­ου 1994. Με­τα­νοι­ω­μέ­νη κτυ­ποῦ­σε τό κε­φά­λι της καί ἔ­λε­γε: «Κα­λά μοῦ εἶ­πε νά πά­ω, τό ἤ­ξε­ρε ὅ­τι θά πε­θά­νει τό­τε καί ἐ­γώ δέν πῆ­γα».
Με­τά τήν κοί­μη­σή του ὁ Γέ­ρον­τας βο­ή­θη­σε τήν Κέ­τη. Κά­πο­τε ἐνῶ ἔπαιρ­νε ἕ­να φάρ­μα­κο γιά τήν ὀστε­ο­πό­ρω­ση, εἶ­χε ἐ­ξαν­τλη­θῆ καί ἀ­δυ­να­τή­σει πο­λύ. Τόν πα­ρα­κά­λε­σε νά κά­νη κά­τι καί τόν εἶ­δε στόν ὕ­πνο της νά τήν συμ­βου­λεύ­η νά δι­α­βά­ση κα­λά τήν συν­τα­γή τοῦ φαρ­μά­κου. Εἶ­δε ὅ­τι δέν εἶ­ναι γιά τήν πά­θη­σή της καί τό πέ­τα­ξε.
Ἕ­να χρό­νο πρίν ἀπό τήν κοί­μη­σή της ἕ­να πρω­ϊ­νό εἶ­δε ἕ­να ρα­σο­φό­ρο νά μπαί­νη στό δω­μά­τιό της. Τήν πα­ρα­τή­ρη­σε γιά κά­ποι­ο σφάλ­μα πού ἔ­κα­νε γιά νά τό δι­ορ­θώ­ση. Ἡ Κέ­τη τοῦ εἶ­πε: «Δέν ντρέ­πε­σαι, πα­πᾶς ἐ­σύ καί μπῆ­κες στό κελ­λί μου;». Ὁ ρα­σο­φό­ρος ἀ­πάν­τη­σε: «Δέν μέ γνω­ρί­ζεις;» καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Τό­τε μό­νο ἀ­νε­γνώ­ρι­σε ὅ­τι ἦ­ταν ὁ π. Πα­ΐ­σιος.

Ἡ κοίμησή της
Ἀφοῦ ἡ Κέτη συμπλήρωσε τά χρό­νια τῆς ὑπη­ρε­σί­ας της στήν Παι­δό­πο­λη καί πῆ­ρε τήν σύν­τα­ξή της, ἔ­με­νε προ­σω­ρι­νά στό σπί­τι τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη Ζα­λα­κώ­στα. Τε­λι­κά κα­τέ­λη­ξε στήν Μο­νή Δου­ρα­χά­νης για­τί ἐκεῖ εἶ­χε κά­θε μέ­ρα θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἀ­κό­μη καί ὅ­λες τίς ἡμέ­ρες τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς γί­νε­ται Προ­η­γι­α­σμέ­νη. Ἀν­τί νά ἡ­συ­χά­ση ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη ψυ­χή, γιά νά ξε­κου­ρά­ση λί­γο τό πο­λυ­βα­σα­νι­σμέ­νο καί γε­ρα­σμέ­νο σῶ­μα της, αὐ­τή πή­γαι­νε συ­χνά στά Ἰ­ω­άν­νι­να καί ζη­τοῦ­σε ἀ­πό εὔ­πο­ρες οἰ­κο­γέ­νει­ες ροῦ­χα, πα­πού­τσια, τρό­φι­μα γιά τούς φτω­χούς της. Τά χρή­μα­τα τῆς σύν­τα­ξής της σέ δυό–τρεῖς μέ­ρες τά σκόρ­πι­ζε ὅλα στήν ἱε­ρα­πο­στο­λή καί σέ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Στόν γή­ϊ­νον αὐ­τόν κό­σμο ἡ Κέ­τη ἦταν ἀπο­ξε­νω­μέ­νη καί στόν Θεό ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη. Ἐ­τή­ρη­σε τόν μα­κα­ρι­σμό «μα­κά­ριοι οἱ ἐ­λε­ή­μο­νες, ὅ­τι αὐ­τοί ἐ­λε­η­θή­σον­ται»[1].
Ἔ­φθα­σαν καί οἱ τε­λευ­ταῖ­ες ἡ­μέ­ρες τῆς ἐ­πι­γεί­ου ζω­ῆς της. Ἀρ­γά μιά νύ­χτα χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα σέ γνω­στό της σπί­τι. Ἔ­μα­θε ὅ­τι θά χι­ο­νί­σει καί πῆ­γε νά μεί­νη στό σπί­τι αὐτό πού ἦ­ταν κον­τά στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ νε­ο­μάρ­τυ­ρος Γε­ωρ­γί­ου, γιά νά λει­τουρ­γη­θῆ. Πρώ­τη καί τε­λευ­ταία φο­ρά δέ­χθη­κε νά ξα­πλώ­ση στόν ἄ­νε­το κα­να­πέ τῆς σά­λας. Ἔ­φυ­γε πρίν ξη­με­ρώ­ση καί ἀ­νοί­ξη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Πο­νοῦ­σε ἀ­φό­ρη­τα, εἶ­χαν στα­μα­τή­σει οἱ γρή­γο­ρες κι­νή­σεις της. Ἔ­μοια­ζε μέ τήν συγ­κύ­πτου­σα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Πε­ρι­έ­φε­ρε μό­νο τόν σκε­λε­τό καί τό δέρ­μα της μέ­σα στά φτω­χι­κά μαῦ­ρα ροῦ­χα της. «Θέ­λω νά πε­θά­νω», εἶ­πε. Ἔφυ­γε καί δέν ξα­να­πῆ­γε σ᾿ αὐτό τό σπί­τι. Ἀρ­ρώ­στη­σε καί τώ­ρα δε­χό­ταν τήν πε­ρι­ποί­η­ση τῶν ἀδελ­φῶν τοῦ Ντου­ρα­χάν. Οἱ λί­γοι γνω­στοί της ἔ­μα­θαν καί τήν ἐ­πι­σκέ­φθη­καν. Λό­γῳ ἀ­δυ­να­μί­ας δέν μι­λοῦ­σε. Τό πρό­σω­πό της καί τά μά­τια της εἶ­χαν τήν ὄ­ψη ἄλ­λου κό­σμου. Φαι­νό­ταν πώς θά ἔ­φευ­γε. Τό­τε ἦρ­θε καί ὁ πα­τήρ Ἀ­θα­νά­σιος Σου­σό­που­λος καί τῆς δι­ά­βα­σε συγ­χω­ρη­τι­κή εὐ­χή.
Ὅ­ταν χει­ρο­τέ­ρε­ψε τήν με­τέ­φε­ραν στό Νο­σο­κο­μεῖο Χατ­ζη­κώ­στα τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων καί ἐ­κεῖ μέ δύ­ο βα­θει­ές ἀ­νά­σες πα­ρέ­δω­σε τήν ἐ­ξα­γνι­σμέ­νη της ψυ­χή στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ πού ἐ­λά­τρευ­σε καί ὑ­πη­ρέ­τη­σε σέ ὅ­λη της τήν ζω­ή, τήν Τε­τάρ­τη στίς 7 Μα­ΐ­ου 2003.
Ἔ­βα­λαν τό λεί­ψα­νό της στό ψυ­γεῖ­ο καί τήν ἄλ­λη μέ­ρα ἔ­γι­νε ἡ κη­δεί­α της στόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο Κο­νί­τσης. Τό­τε πα­ρα­τή­ρη­σαν τό ἑ­ξῆς ἀ­συ­νή­θι­στο φαι­νό­με­νο. Ἐ­νῶ εἶ­χε βγῆ ἀ­πό τό ψυ­γεῖ­ο, τό ἄ­ψυ­χο σῶ­μα της εἶ­χε ἐ­λα­στι­κό­τη­τα, δέν εἶ­χε τή νε­κρι­κή ἀ­καμ­ψί­α. Ἔ­πια­ναν τό χέ­ρι της καί τό σή­κω­ναν ψη­λά. Ἦ­ταν ἁπα­λά καί ἐ­λα­στι­κά τά μέ­λη καί ἡ θερ­μο­κρα­σί­α τοῦ σώ­μα­τός της ἦ­ταν ὅ­πως ἑνός ζων­τα­νοῦ ἀν­θρώ­που.
Ὁ π. Κο­σμᾶς, ἡ­γού­με­νος τοῦ Στο­μί­ου, εἶ­πε δυ­ό λό­για πού συ­νώ­ψι­ζαν ὅ­λη τήν ζω­ή της: «Νά μι­μη­θοῦ­με τήν ζω­ή της, τήν ἑ­κου­σί­ως στε­ρη­μέ­νη ἀλ­λά ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στόν Θε­ό καί στόν ἄν­θρω­πο».

Ἀπόψεις γιά τήν Κέτη
Πολλοί πού γνώρισαν τήν Κέτη ἔχουν ἀρνητική γνώμη γι᾿ αὐτήν. Ἦ­ταν σχε­δόν ἀ­πό ὅ­λους κα­τα­φρο­νε­μέ­νη καί πα­ρε­ξη­γη­μέ­νη. Τήν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν νευ­ρα­σθε­νῆ, τρελ­λή. Κά­ποι­ος πού τήν συ­ναν­τοῦ­σε συ­χνά στόν δη­μό­σιο δρό­μο Ἰ­ω­αν­νί­νων–Ἄρ­τας, πί­στευ­ε ὅ­τι εἶ­ναι μιά τρελ­λή πού ἀ­νά­βει τά καν­τή­λια. Ἡ Κέ­τη ἄ­να­βε τά καν­τή­λια στά εἰ­κο­νο­στά­σια τοῦ δρό­μου γιά νά προ­στα­τεύ­η ὁ Θε­ός αὐ­τούς πού τα­ξί­δευ­αν, κυ­ρί­ως τή νύ­χτα. Ἄλ­λοι τήν θε­ω­ροῦ­σαν ἐ­νά­ρε­τη καί ζη­τοῦ­σαν τήν προ­σευ­χή της. Τί ἦ­ταν τε­λι­κά ἡ Κέ­τη; Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μυ­στή­ριο καί ὁ Θε­ός πού ἐ­τά­ζει καρ­δί­ας καί νε­φρούς γνω­ρί­ζει τί ἦταν ἡ Κέτη. Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος τήν ἀ­πο­κα­λοῦ­σε εὐ­λο­γη­μέ­νη ψυ­χή, τήν θε­ω­ροῦ­σε γνη­σία πνευ­μα­τι­κή ἀδελ­φή του καί ἔ­γρα­φε σέ ἐ­πι­στο­λή του: «Ἡ Κέ­τη, κατ᾿ ἐ­μέ ἡ Ἁ­γί­α».
Φυ­σι­κό εἶ­ναι ἡ ὑ­ψη­λή της ζω­ή νά μήν κα­τα­νο­η­θῆ καί νά πα­ρε­ξη­γη­θῆ ἀ­πό πολ­λούς. Ὁ βί­ος της ἦταν ἀ­νό­μοι­ος τοῖς πολ­λοῖς καί σκάν­δα­λο γιά τούς κα­θω­σπρέ­πει χρι­στια­νούς. Καί ἡ ἴ­δια ἐ­νί­ο­τε ἔ­κα­νε ἐ­πί­τη­δες κά­ποι­ες σα­λό­τη­τες. Πή­γαι­νε π.χ. στό σπί­τι γνω­στῆς της καί ἀ­παι­τοῦ­σε νά γί­νη τό φα­γη­τό στήν στιγ­μή. Τό ἔ­τρω­γε, τό ἐ­παι­νοῦ­σε καί τήν ἄλ­λη μέ­ρα δι­α­μαρ­τυ­ρό­ταν: «Τί φα­γη­τό ἦ­ταν αὐ­τό; Τί ἔ­βα­λες μέ­σα; Κόν­τε­ψα νά πε­θά­νω».
Οἱ πα­ρα­ξε­νι­ές της, φυ­σι­κές ἤ προ­σποι­η­τές, ἴσως ἦταν κα­τά­λοι­πα ἀπό τήν ὁμη­ρία της ἤ τίς ἔκα­νε σκό­πι­μα, ἔχουν τήν χά­ρη τους καί δεί­χνουν τήν τα­πεί­νω­σή της. Δέν προ­σπα­θοῦ­σε νά δεί­χνη στούς ἀν­θρώ­πους εὐ­γε­νι­κή καί πνευ­μα­τι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά. Τήν ἐν­δι­έ­φε­ρε ὄ­χι ἡ γνώ­μη τοῦ κό­σμου ἀλ­λά νά μή γί­νε­ται κά­τι πού δέν ἀ­ρέ­σει στόν Θε­ό. Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος πού τήν γνώ­ρι­σε καί τήν ἐξω­μο­λό­γη­σε, εἶ­πε: «Τέ­τοια ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, μέ τέ­τοι­α τα­πεί­νω­ση, δέν ἔ­χω ξα­να­κού­σει».
Ὁ κα­λός Θε­ός νά ξε­κου­ρά­ση τήν ψυ­χή της στήν Βα­σι­λεία Του καί νά τῆς χα­ρί­ση ἑκα­το­ντα­πλά­σια ἀπ᾿ ὅσα προ­σέ­φε­ρε ὅσο ζοῦ­σε, καί τήν αἰ­ώ­νι­ον ζω­ήν. Ἀμήν.
[1]. Ματθ. ε΄, 7.