Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ερμηνεύοντας τον πρώτο στίχο από το
4ο κεφάλαιο, της Α΄ προς Τιμόθεον επιστολής: «Τὸ δὲ Πνεῦμα ῥητῶς λέγει
ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες
πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων, ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων…»,
γράφει: «Ο απόστολος Παύλος τα λέγει διά τους ύστερον γενομένους
αιρετικούς, (…) και διά όλους τους άλλους, τος καταγομένους από την
πονηράν φατρίαν των αιρετικών τούτων. Βλέπε δε αγαπητέ, ότι ο Παύλος
είπε, πως οι αιρετικοί πρώτον έχουν να αποστατήσουν από τη πίστιν και
τότε να ξεράσουν τας κακοδοξίας αυτών, διά να δείξει πως η πίστις είναι
ωσάν άγκυρα και όταν τινάς ξεπέσει από την άγκυραν, ναυαγεί και
καταποντίζεται εις την απώλειαν, κατά τον θείον Χρυσόστομον».
Και
συνεχίζει παρακάτω: «Εκείνα οπού οι αιρετικοί ούτοι ψεύδονται, δεν τα
ψεύδονται κατά άγνοιαν, αλλά γνωρίζοντες ότι είναι ψευδή, υποκρίνονται
πως διδάσκουσι ταύτα ως αληθινά και βέβαια». Κρατήστε καλά αυτήν την
μεγάλη διαχρονική αλήθεια, αδελφοί μου, καθώς, ακριβώς έτσι εργάζονται
και σήμερα οι εκτός, αλλά και οι εντός της Ορθοδοξίας, και εκπορθούν και
αλώνουν τις ψυχές, αλλοιώνοντας την Αλήθεια και τα όρια της Εκκλησίας.
Όταν ο άνθρωπος αφίσταται, απομακρύνεται από το καλό,- και αυτό το
καλό δεν είναι παρά η Αλήθεια, την οποία διδάσκει η Αγία μας
Εκκλησία,διά του Ευαγγελίου και των Αγίων της- τότε ακολουθεί η
ισοπέδωση των πάντων, η άλωση, η καταστροφή. Το διδάσκει εξάλλου μέσα
στο χρόνο, με γεγονότα και αυτή η ιστορία του ανθρώπου, και η Άλωση της
Πόλης αποτελεί μια από αυτές τις κοσμοϊστορικές περιπτώσεις. Αυτά, ως
μια μικρή εισαγωγή, διότι σήμερα ζούμε, χωρίς πάσης αμφιβολίας, σε
«ύστερους καιρούς».
* * * * * * * *
* Ο Φώτης Κόντογλου με το δικό του κοντύλι θρηνεί την Άλωση της Πόλης:
«Όπως οι άγιοι βασανίζουνται και στο τέλος τελειώνουνε το μαρτύριό τους με το θάνατο και παίρνουνε το στεφάνι της αφθαρσίας, έτσι κι η αγιασμένη Πόλη, η νέα Σιών της χριστιανοσύνης, αφού βασανίστηκε, έκλαψε, πόνεσε, από κάθε λογής τυράννισμα, ήρθε η μέρα που παράδωσε το πνεύμα της. Η Ιερά Κιβωτός, η Δωδεκάτειχος Πόλις, έπεσε ματοβαμμένη στις 29 Μαΐου 1453, σαν τη σεβάσμια μητέρα των Μακκαβαίων.
Ποιο καλέμι μπορεί να γράψει με αίμα, για να ξιστορήσει τη θλίψη και τον πόνο που περάσανε όσοι βρεθήκανε μέσα στη χιλιόχρονη και γεραρή αυτή πολιτεία, που ήτανε, κατά τα θρηνητικά λόγια του βασιλιά της Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου: «ελπίς και χαρά πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν» και που τώρα ήτανε σαν μαραμένο λουλούδι!». *Αναμφισβήτητα, η Άλωση ήταν ένα κοσμοϊστορικό γεγονός πελώριων διαστάσεων και αποτέλεσμα συντονισμένων εχθρικών επιθέσεων, που κατευθύνονταν εναντίον της ένδοξης αυτοκρατορίας από δύο πλευρές. Από την Ανατολή οι Τούρκοι και από τη Δύση οι Φράγκοι περιέσφιγγαν διαρκώς τον κλοιό γύρω από τη Βασιλεύουσα, το κέντρο και τον οφθαλμό της Οικουμένης. Είχε αφήσει μια ένδοξη κληρονομιά στα γράμματα και στην τέχνη. Είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από το σκότος της βαρβαρότητας και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών. Είχε θαμπώσει λαούς με τη λάμψη και τη μεγαλοπρέπειά της και τους οδήγησε στην Αγία Εκκλησία. Η Πόλη έπεσε και ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα. Κατέληξε με την Άλωση, έδρα θηριωδίας, αμάθειας και μεγαλόπρεπης ακαλαισθησίας. *Παραμονή, ημέρα Δευτέρα, 28 Μαΐου 1453, ο Κωνσταντίνος μιλάει για τελευταία φορὰ προς τον λαὸ της Κωνσταντινουπόλεως.Τους ζητά να αγωνιστούν για τέσσερα πράγματα, όπως μας τα διασώζει ο χρονογράφος Γεώργιος Φραντζής: «καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρά τινα ὀφειλέται κοινῶς ἐσμεν πάντες, ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς Πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς Πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, ὡς χριστοῦ κυρίου καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλῷ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων τούτων …». Κι όταν τελειώνει τον λόγο του, σύσσωμος ο λαὸς καὶ ο στρατός τού απαντούν συγκινημένοι: «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος ἡμῶν». Κι όλα αυτά συνοψίζονται στον ύστατο θρυλικό επίλογο, που ο ίδιος ο βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, απηύθυνε προς το Μωάμεθ, προαναγγέλλοντας την τελική τραγωδία: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ΄ κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». Η Πόλη πέφτει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ο γενναίος Αυτοκράτορας πέφτει κι αυτός μαχόμενος, όμως το μήνυμά του έχει δοθεί, ο λαὸς το έχει λάβει απ᾿ άκρη σ᾿ άκρη της σκλαβωμένης Πατρίδας, γι᾿ αυτὸ διατηρεί την ψυχή του αδούλωτη, γι᾿ αυτὸ αγωνίζεται, γι᾿ αυτὸ επαναστατεί, γι᾿ αυτὸ δεν αφήνει ποτὲ τον βάρβαρο κατακτητὴ ήσυχο. *Μακροχρόνιες διεργασίες αποσύνθεσης της πολιτικής και οἰκονομικής υπόστασης του Γένους προηγήθηκαν, ώστε η κραταιά Αυτοκρατορία να καταλυθεί και να υποταχθεί τελικά στους Οθωμανούς. Είναι αλήθεια πως υπήρξαν ακόμα πολυχρόνιες, έντονες θρησκευτικές, κοινωνικὲς και ιδεολογικὲς αντιθέσεις, που προκάλεσαν βαθιὰ σύγχυση στο λαό και λειτούργησαν διαλυτικὰ στὸ σώμα της. Πρώτα η «χριστιανική Δύση» με τις ισχυρές επιρροὲς της, και οι συνεχείς υποχωρήσεις των πολιτικών στις ανήθικες παπικὲς αξιώσεις, για την αναμενόμενη στρατιωτικὴ βοήθεια, οδήγησαν στην πνευματικὴ αλλοίωση του Γένους, με άμεσο κίνδυνο την απώλεια της πνευματικής και πολιτιστικής του ταυτότητας. Γιατί, αν η Ρωμαίικη αυτοκρατορία έπαυε να διατηρεί την πνευματικὴ και πολιτισμικὴ ιδιαιτερότητά της, ακόμη και αν δεν έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, θα καταλυόταν εσωτερικά, μεταβαλλόμενη σε πνευματικὸ προτεκτοράτο της Φραγκιάς.
Ο Γερμανός βυζαντινολόγος Κλάους Όλερ, ευθέως επιρρίπτει ευθύνες στους Δυτικούς, γράφοντας: «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτέλεσε το ανάχωμα, που προστάτευσε επί 1200 χρόνια τον πολιτισμό της Ευρώπης απέναντι στις εισβολές από Βορρά, Ανατολή και Νότο. Τα παλαιά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία ακόμα και σήμερα [… ] ακτινοβολούν υπερηφάνεια και μεγαλείο, αντιστάθηκαν σε κάθε εχθρό του Βυζαντίου ως την 29η Μαΐου 1453. Τότε η αυτοκρατορία, εξαντλημένη πια από αιώνες σκληρών αγώνων και εγκαταλελειμμένη από τους δυτικούς συμμάχους της, οι οποίοι ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την πτώση της, υπέκυψε τελικά στη δυσανάλογα μεγαλύτερη οθωμανική δύναμη». Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε με βεβαιότητα, σύμφωνα και με μαρτυρίες ιστορικές, πως η πτώση ήλθε ως σωτηρία, διότι κράτησε την πνευματικὴ και πολιτιστικὴ καθαρότητα του Γένους, το οποίο στη Δουλεία, παρὰ τις ταλαιπωρίες του, μπόρεσε να ανασυνταχτεί και να επιβιώσει. Η εμμονὴ στην ορθόδοξη παράδοση, και μέσω αυτής και στην ελληνικότητα, κρατούσε δεμένο το Γένος με τις ζωτικὲς πηγές του. Άλλωστε η χιλιόχρονη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε την ορθόδοξη πίστη, αφού το πρότυπό της, κατά βάση, ήταν ο αγιασμός και η συμμετοχή στην δόξα του Θεού.Επί μία χιλιετία υπήρξε ο ιδανικός τόπος, όπου η πίστη έγινε αληθινό βίωμα των πολιτών της, αναδεικνύοντας αγίους της Εκκλησίας, ανθρώπους κάθε κατηγορίας. Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός λέει: «Είναι γεγονός ότι οι Ανατολικοί, σ’ αντίθεση με τις σημερινές πρακτικές, δεν συμμετείχαν στους διαλόγους θεωρώντας την αλήθεια της πίστεως ως ζητούμενο, αλλ’ ως απόλυτα και αστασίαστα δεδομένο. Το φρόνημα των Αγίων Πατέρων, η κοινή πατερική παράδοση της πρώτης χιλιετίας, ήταν για τους πατερικούς η αμετακίνητη βάση. Αποφευγόταν κάθε τι, που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την μοναδικότητα της Εκκλησίας. Το διατυμπανιζόμενο σήμερα «διάλογος επί ίσοις όροις» θέτει απ’ αρχής εν αμφιβόλω την αλήθεια της πατερικής παραδόσεως και καταξιώνει ως εκκλησιαστικότητα αποδεδειγμένες αιρέσεις. Η συμπεριφορά των πατερικά Ορθοδόξων φαίνεται καθαρότερα στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Ο διάλογος των πατερικά Ορθοδόξων δεν ήταν κάποιος θεολογικός συμψηφισμός, αλλά απέβλεπε στην συνάντηση των δύο πλευρών στην εν Χριστώ αλήθεια. Είναι σαφής στο σημείο αυτό η θέση του αγίου Μάρκου Ευγενικού: «ουκ εγχωρεί συγκατάβασις εις τα περί της πίστεως». Ο θεολογικός διάλογος έχει χαρακτήρα ιεραποστολής. Είναι κλήση στην Αλήθεια. Μία ενότητα εν τη ποικιλία, όσον αφορά στην Πίστη, ήταν αδιανόητη, ενώ σήμερα προβάλλεται ως η μόνη δυνατότητα ενότητας, λόγω της παπικής αδιαλλαξίας. Οι ουνιτίζοντες Ορθόδοξοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι οι όποιοι συμβιβασμοί θα οδηγήσουν σε αληθή και αρραγή ενότητα». Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο μέγας «λατινελέγκτης», στην κρίσιμη ώρα, κατά την ψευδοσύνοδο αυτή, της Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-39), στάθηκε αμετακίνητος στη διαφύλαξη της Ορθόδοξης πίστης. Η στάση του υπήρξε καθοριστική για την επιβίωση του Γένους. Αρνήθηκε να υπογράψει την ένωση, που υπέγραψαν οι ορθόδοξοι με τους παπικούς και την ακύρωσε, παρά τις απειλές και τις πιέσεις που δέχτηκε και την χαρακτήρισε μαζί με το λαό, «ληστρικήν» και «καϊαφαϊκόν συνέδριον»: «Οὐ ποιήσω τοῦτο ποτέ, κἄν εἴ τι καὶ γένηται… τὰς τῶν Δυτικῶν διδασκάλων φωνὰς οὔτε ἀναγνωρίζω οὔτε παραδέχομαι, τεκμαιρόμενος ὅτι διεφθαρμέναι εἰσίν. Οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως». Αυτή η συγκλονιστική ομολογία του αγίου μάς ελέγχει όλους μας σήμερα και πρώτα τους ποιμένες της Εκκλησίας, τους πολιτικούς άρχοντες αλλά και το λαό. Ο μεγάλος διδάσκαλος του γένους μας και διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, Ιωσήφ Βρυέννιος, στον αφυπνιστικό λόγο, που εξεφώνησε το 1419 στο Παλάτι, διδάσκει ξεκάθαρα πως, οι πνευματικοί νόμοι ακολουθούμενοι πιστά, μας προφυλάσσουν να μην αποκλίνουμε από τη σταθερή οδό της αλήθειας και να μην πέφτουμε διαρκώς στα ίδια σφάλματα. Στο λόγο αυτό εκφράζει την οδύνη του, αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέγει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν». Κάνει λόγο για «ολόσωμον πληγήν» και «νόσον καθολικήν». Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. Συγχρόνως με την γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Μήπως περιγράφει τους Έλληνες των σημερινών χρόνων; Αναφέρεται διεξοδικώς στην κατάπτωση της Εκκλησίας, αφού οι ποιμένες έχουν απομακρυνθεί από την διδασκαλία και τα όρια που είχαν θέσει οι Πατέρες. Αλλά και οι μοναχοί έχουν χάσει τον προορισμό τους και ασχολούνται με άλλα ζητήματα. Επισημαίνει ως σημαντικότατο αίτιο της πτώσης της Πόλεως την αλλοίωση του μοναχισμού, ο οποίος έχασε την ησυχαστική παράδοση και μεταβλήθηκε σε υλική εκμετάλλευση των μοναστηριών.
Λέγει, ότι βλέποντας να ερημώνονται οι πόλεις, να αφανίζονται οι χώρες, να καίγονται οι Εκκλησίες, να βεβηλώνονται τα άγια και να δίδονται τα ιερά σκεύη στα σκυλιά, εννοώντας τους αιρετικούς και «παν το ημέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον και μαχαίρα», προσευχόταν στον Θεό να του αποκαλύψει για το πού οφείλεται αυτή η εγκατάλειψη του λαού και «η τοσαύτη του Θεού αγανάκτησις καθ` ημών». Και ο Θεός του αποκαλύπτει ποιό είναι το αίτιο και το καταθέτει την ημέρα αυτή, ενώπιον των Βασιλέων και των αρχόντων και όλου του λαού, γιατίγφοβάται, μήπως τιμωρηθεί, αν σιωπήσει. Και η αιτία της οργής του Θεού και της δικαίας Του αγανακτήσεως κατά των Ρωμαίων είναι «το πωλείσθαι καθ’ εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα, παρά των λεγομένων πνευματικών και αγοράζεσθαι προς υμών των χριστιανών». Παρομοιάζει την κατάσταση με την προδοσία του Ιούδα, η οποία συνίσταται στο «πωληθήναι τιμής και αγορασθήναι τον Κύριον». Αυτό το ανοσιούργημα, όπως λέγει, γίνεται στις ημέρες μας, αφού οι πολλοί από τους λεγομένους πνευματικούς πωλούν τον Κύριο και «αγοράζει πας ο έχων αργύριον και βουλόμενος», εννοώντας το πάθος της Σιμωνίας. (…) Ζητά από τους άρχοντες τον Κλήρο και τον λαό να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό, για να γίνει «η του γένους ανάκλησις» και να είναι μαζί τους ο Θεός, γιατί διαφορετικά θα πάθουν χειρότερα από εκείνα που έπαθεν η παλαιά Ιερουσαλήμ, που κυριεύθηκε από τους εχθρούς. Ζητά να μετανοήσουν, γιατί αν δεν γίνει αυτό, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη, ώστε όλα τα έθνη και οι μέλλουσες γενεές θα λένε σε παρόμοιες περιπτώσεις: «μη πάθοιμεν α οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν». Ακόμη, συνδέει άρρηκτα τη διατήρηση της κατοχής της Πόλης από τους Ρωμιούς, με τη διάσωση της Ορθόδοξης πίστης:
«Ταύτης τῆς πόλεως ἱσταμένης, συνίσταταί πως αὐτῇ καὶ ἡ πίστις ἀκράδαντος· ἐδαφισθείσης δὲ ἢ ἁλούσης, ἅπερ, Χριστέ μου, μὴ γένοιτο, ποία ἔσται ψυχὴ κατὰ πίστιν ἀκλόνητος;» ( Ὅσο στέκεται ὄρθια αὐτὴ ἡ πόλη, μένει μαζί της ἀκλόνητη καὶ ἡ πίστη. Ἂν ὅμως κατεδαφιστεῖ ἢ ἁλωθεῖ, ποὺ νὰ μὴ γίνει, Χριστέ μου, ποιὰ ψυχὴ θὰ κρατήσει τὴν πίστη της ἀσάλευτη;) Μ` άλλα λόγια το λαϊκό δίστιχο:«Η πόλις ήτον το σπαθί,η πόλις το κοντάρι,η πόλις ήτον το κλειδί της Ρωμανίας όλης». Ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πατριώτης ιεράρχης, ο πρώτος μετά την Άλωση πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σε εξομολόγησή του, επιβεβαιώνει τον Βρυέννιο, οδυρώμενος για τό τραγικό εκείνο γεγονός, αφού έζησε τα δραματικά γεγονότα πριν και μετά την Άλωση και κραυγάζει: «Κύριε! Διασκορπιστήκαμε παντού. Γελοιοποιηθήκαμε όχι μόνο στα μάτια των γειτόνων μας αλλά και όλων των ανθρώπων. Μας κοροϊδεύουν και μας χλευάζουν όλοι γύρω μας. Γίναμε παράδειγμα συμφοράς στην ανθρώπινη ζωή … Είμαστε διεφθαρμένοι και σιχαμεροί σε ό,τι κάνουμε. Όλοι ξεφύγαμε και ταυτόχρονα εξαχρειωθήκαμε. Δεν τιμήσαμε τις γιορτές σου. Περιφρονήσαμε τη δόξα σου. Παραδώσαμε τα σώματα μας στα πάθη. Προσκολλήσαμε τις ψυχές μας στα σώματα. Τα χέρια μας χέρια αδικίας έγιναν. Οι γλώσσες μας βλασφήμησαν κατά των αγίων σου. Τα χείλη της καρδιάς μας είναι δόλια και μίλησαν με κακία. Μάταια πράγματα είπε ο καθένας στον πλησίον του. Δίναμε όρκους στους συνανθρώπους μας και τους αθετούσαμε. Δανείζαμε χρήματα με τόκο και παίρναμε δωροδοκίες από αθώους ανθρώπους. Αποστραφήκαμε τη δικαιοσύνη και τον έλεγχο. Οι ζυγαριές μας ήταν άνισες. Τα χρήματά μας ήταν παράνομα. Ο καθένας μας μηχανευόμασταν στην καρδιά του το κακό του πλησίον μας. Οι ποιμένες εξαπατούσαμε το λαό του Θεού και τον εκτρέπαμε από το σωστό δρόμο και διδάσκαμε την κακία με πρόσχημα την αρετή. Οι άρχοντες δείχναμε απείθεια στους νόμους σου, ως συνεργάτες των ληστών, αγαπώντας τις δωροδοκίες, επιδιώκοντας ανταποδόσεις, χωρίς να υπερασπιζόμαστε τα ορφανά και τις χήρες. Γενικά, γίναμε σαν τα κτήνη που δεν έχουν λογική και ομοιωθήκαμε με αυτά… Και γι’ αυτό περιπέσαμε σε γκρεμούς απελπισίας… Πώς θα μπορούσες να ακούσεις χείλη που σε βλασφημούν και ταυτόχρονα σε υμνούν; Πώς επρόκειτο να λυπηθείς τόση ανέλπιστη και αμετανόητη πώρωση;… Όλα όσα μας έχεις κάνει, τα έχεις κάνει σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση σου». Απ’ όσα, λοιπόν, μαρτυρούν άνθρωποι που είδαν και άκουσαν οι ίδιοι, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η απερίγραπτη εκείνη συμφορά δεν συνέβη από μόνη της, αλλά ήταν αποτέλεσμα της γενικής εξαχρείωσης του έθνους. Αιτία δεν ήταν τόσο η δύναμη του κατακτητή, όσο οι αμαρτίες που είχαν κατακλύσει τον πολιτικό, κοινωνικό, και ιδιωτικό βίο και οι προδοτικές υποχωρήσεις των αρχόντων στις απαιτήσεις των Φράγκων, που δημιουργούσαν σύγχυση στο λαό. Γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Οι μη πατερικοί ενωτικοί λειτουργούν ως «πέμπτη φάλαγξ», δηλαδή προδοτικά, στο σώμα της Ορθοδοξίας: Την αχαρακτήριστη αφέλεια των αυτοκρατόρων και γενικότερα των ηγετών του Γένους, που, μυωπάζοντες μπροστά στην πραγματικότητα, στήριζαν τις ελπίδες τους στον Πάπα, ενίσχυαν και εν πολλοίς καθοδηγούσαν πρόσωπα τυχοδιωκτικά, κατά κανόνα, οι λεγόμενοι φιλενωτικοί, προτάσσοντες το ίδιον όφελος από τα δίκαια της Εκκλησίας… Τέτοια πρόσωπα διαμόρφωναν την πολιτική του Κράτους και τις επιλογές της εκκλησιαστικής ηγεσίας, καθορίζοντας την πορεία του Γένους στις κρισιμότερες ιστορικές στιγμές του. Προειδοποιούσαν «τον διάλογο της αγάπης» για την άμβλυνση των διαφορών και των αντιστάσεων των Ορθοδόξων, συνιστώντας στον Πάπα την διατήρηση φιλικών σχέσεων με την Ανατολή, μέχρι την αποκατάσταση της ενότητας στην πίστη και ως πεπεισμένοι ενωτικοί και φιλοπαπικοί, ενίσχυαν την άποψη του αυτοκράτορα, ότι ήσαν άσκοπες οι ατελεύτητες θεολογικές συζητήσεις, χάριν της επισπεύσεως της συμφωνίας. Η ίδια αδικαιολόγητη σπουδή διακρίνει και τις σημερινές ενωτικές προσπάθειες». Άλλωστε για τη μεγαλύτερη καταστροφή της Κωνσταντινούπολης, μέχρι την τελική πτώση της, κύριος υπεύθυνος ήταν ο χειραγωγούμενος από τους Ευρωπαίους σταυροφόρους Αλέξιος Δ΄ Άγγελος (τυχαίο;) (1203-1204), που αντάλλαξε την άνοδό του στο θρόνο με μνημόνιον υποσχέσεων που υπέγραψε προς τους προστάτες του και που ωστόσο δεν μπόρεσε να εκπληρώσει αυτές τις δεσμεύσεις του με αποτέλεσμα να εξεγερθεί ο βυζαντινός λαός εναντίον του, που είχε φέρει το στόλο των Σταυροφόρων μπροστά στη βυζαντινή πρωτεύουσα, την βασιλίδα των πόλεων και έτσι υποδούλωσε και τον εαυτό του και το λαό του στους Λατίνους. Αυτός έχασε το στέμμα και τη ζωή του, αλλά και ο βυζαντινός λαός υποδουλώθηκε, αφού οι εισβολείς αρνήθηκαν χωρίς έλεος τις παρακλήσεις του για αναβολή καταβολής των τεράστιων χρηματικών ποσών που είχε υποσχεθεί. Μετά από αυτό τον διαμελισμό της Πόλης, η Άλωση από τους Οθωμανούς ήταν ευχερέστατη. Σε κάποιους βέβαια ακούγεται παράξενη ή αφελής αυτή η ερμηνεία, η οποία δίδεται στο ιστορικό γεγονός της Αλώσεως. Είναι όμως δυνατόν, για παράδειγμα, μόνο ο οικονομικός παράγοντας να ρυθμίζει την εξέλιξη των κοινωνιών; Ο άνθρωπος, ο οποίος αποκλείει από την Ιστορία την ύπαρξη του ηθικού και πνευματικού παράγοντα και αποδίδει τα πάντα στη συστολή ή διαστολή του στομαχιού και την ικανοποίηση των λοιπών βιολογικών λειτουργιών και έχει ως θεό την ύλη, είναι μυωπικός και δεν μπορεί να δει τα απώτερα αίτια και τους παράγοντες, η επίδραση των οποίων είναι τεράστια για την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Πίσω από την ύλη κρύβεται το πνεύμα. Πίσω από τους φυσικούς νόμους του σύμπαντος υπάρχουν οι ηθικοί, οι πνευματικοί νόμοι, των οποίων η αυστηρή τήρηση επιφέρει την κοινωνική ακμή και πρόοδο, ενώ η ασύστολη παράβασή τους από τους άρχοντες και το λαό επιφέρει την εξασθένηση, τον εκφυλισμό και τον παντελή όλεθρο των εθνών. Η νέα τάξη πραγμάτων επέτυχε με ύπουλο τρόπο την παράλυση και εντέλει την εκπόρθηση των συνειδήσεων, όχι μόνο των απλών ανθρώπων αλλά και αυτών των ποιμένων και των αρχόντων και μένει τώρα επιτελεί ανενόχλητη το καταστροφικό έργο της.
Όπως προαναφέραμε, εκείνη την εποχή οι Βυζαντινοί πολιτικοί, παρά την ισχυρή αντίδραση του λαού και πολλών αρχόντων, ήθελαν την ένωση με τον πάπα, καθώς αυτόν τον όρο επέβαλαν οι Δυτικοί, ώστε να παράσχουν βοήθεια στη δοκιμαζομένη Αυτοκρατορία. Ο Λουκάς Νοταράς, ο τελευταίος Μέγας Δουξ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (ο πρωθυπουργός θα λέγαμε σήμερα), με τη στάση του υπήρξε ένα από τα βασικά πρόσωπα που αντιστάθηκαν, ώστε να αποφευχθεί η συνεργασία με τους Λατίνους. Διατύπωσε μάλιστα την αντίθεσή του με το πασίγνωστο: «κρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν λατινικήν», δηλαδή: «Είναι καλλίτερο να δούμε στη μέση της πόλεως να βασιλεύει το φακιόλι των Τούρκων παρά η λατινική καλύπτρα (η τιάρα του Πάπα)».
Ο κορυφαίος βυζαντινολόγος Steven Runciman, υποστηρίζει ότι αυτά τα λόγια δεν ήταν τόσο εξωφρενικά όσο αρχικώς ακούγονταν.
«Όπως οι άγιοι βασανίζουνται και στο τέλος τελειώνουνε το μαρτύριό τους με το θάνατο και παίρνουνε το στεφάνι της αφθαρσίας, έτσι κι η αγιασμένη Πόλη, η νέα Σιών της χριστιανοσύνης, αφού βασανίστηκε, έκλαψε, πόνεσε, από κάθε λογής τυράννισμα, ήρθε η μέρα που παράδωσε το πνεύμα της. Η Ιερά Κιβωτός, η Δωδεκάτειχος Πόλις, έπεσε ματοβαμμένη στις 29 Μαΐου 1453, σαν τη σεβάσμια μητέρα των Μακκαβαίων.
Ποιο καλέμι μπορεί να γράψει με αίμα, για να ξιστορήσει τη θλίψη και τον πόνο που περάσανε όσοι βρεθήκανε μέσα στη χιλιόχρονη και γεραρή αυτή πολιτεία, που ήτανε, κατά τα θρηνητικά λόγια του βασιλιά της Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου: «ελπίς και χαρά πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν» και που τώρα ήτανε σαν μαραμένο λουλούδι!». *Αναμφισβήτητα, η Άλωση ήταν ένα κοσμοϊστορικό γεγονός πελώριων διαστάσεων και αποτέλεσμα συντονισμένων εχθρικών επιθέσεων, που κατευθύνονταν εναντίον της ένδοξης αυτοκρατορίας από δύο πλευρές. Από την Ανατολή οι Τούρκοι και από τη Δύση οι Φράγκοι περιέσφιγγαν διαρκώς τον κλοιό γύρω από τη Βασιλεύουσα, το κέντρο και τον οφθαλμό της Οικουμένης. Είχε αφήσει μια ένδοξη κληρονομιά στα γράμματα και στην τέχνη. Είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από το σκότος της βαρβαρότητας και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών. Είχε θαμπώσει λαούς με τη λάμψη και τη μεγαλοπρέπειά της και τους οδήγησε στην Αγία Εκκλησία. Η Πόλη έπεσε και ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα. Κατέληξε με την Άλωση, έδρα θηριωδίας, αμάθειας και μεγαλόπρεπης ακαλαισθησίας. *Παραμονή, ημέρα Δευτέρα, 28 Μαΐου 1453, ο Κωνσταντίνος μιλάει για τελευταία φορὰ προς τον λαὸ της Κωνσταντινουπόλεως.Τους ζητά να αγωνιστούν για τέσσερα πράγματα, όπως μας τα διασώζει ο χρονογράφος Γεώργιος Φραντζής: «καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρά τινα ὀφειλέται κοινῶς ἐσμεν πάντες, ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς Πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς Πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, ὡς χριστοῦ κυρίου καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλῷ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων τούτων …». Κι όταν τελειώνει τον λόγο του, σύσσωμος ο λαὸς καὶ ο στρατός τού απαντούν συγκινημένοι: «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος ἡμῶν». Κι όλα αυτά συνοψίζονται στον ύστατο θρυλικό επίλογο, που ο ίδιος ο βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, απηύθυνε προς το Μωάμεθ, προαναγγέλλοντας την τελική τραγωδία: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ΄ κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». Η Πόλη πέφτει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ο γενναίος Αυτοκράτορας πέφτει κι αυτός μαχόμενος, όμως το μήνυμά του έχει δοθεί, ο λαὸς το έχει λάβει απ᾿ άκρη σ᾿ άκρη της σκλαβωμένης Πατρίδας, γι᾿ αυτὸ διατηρεί την ψυχή του αδούλωτη, γι᾿ αυτὸ αγωνίζεται, γι᾿ αυτὸ επαναστατεί, γι᾿ αυτὸ δεν αφήνει ποτὲ τον βάρβαρο κατακτητὴ ήσυχο. *Μακροχρόνιες διεργασίες αποσύνθεσης της πολιτικής και οἰκονομικής υπόστασης του Γένους προηγήθηκαν, ώστε η κραταιά Αυτοκρατορία να καταλυθεί και να υποταχθεί τελικά στους Οθωμανούς. Είναι αλήθεια πως υπήρξαν ακόμα πολυχρόνιες, έντονες θρησκευτικές, κοινωνικὲς και ιδεολογικὲς αντιθέσεις, που προκάλεσαν βαθιὰ σύγχυση στο λαό και λειτούργησαν διαλυτικὰ στὸ σώμα της. Πρώτα η «χριστιανική Δύση» με τις ισχυρές επιρροὲς της, και οι συνεχείς υποχωρήσεις των πολιτικών στις ανήθικες παπικὲς αξιώσεις, για την αναμενόμενη στρατιωτικὴ βοήθεια, οδήγησαν στην πνευματικὴ αλλοίωση του Γένους, με άμεσο κίνδυνο την απώλεια της πνευματικής και πολιτιστικής του ταυτότητας. Γιατί, αν η Ρωμαίικη αυτοκρατορία έπαυε να διατηρεί την πνευματικὴ και πολιτισμικὴ ιδιαιτερότητά της, ακόμη και αν δεν έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, θα καταλυόταν εσωτερικά, μεταβαλλόμενη σε πνευματικὸ προτεκτοράτο της Φραγκιάς.
Ο Γερμανός βυζαντινολόγος Κλάους Όλερ, ευθέως επιρρίπτει ευθύνες στους Δυτικούς, γράφοντας: «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτέλεσε το ανάχωμα, που προστάτευσε επί 1200 χρόνια τον πολιτισμό της Ευρώπης απέναντι στις εισβολές από Βορρά, Ανατολή και Νότο. Τα παλαιά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία ακόμα και σήμερα [… ] ακτινοβολούν υπερηφάνεια και μεγαλείο, αντιστάθηκαν σε κάθε εχθρό του Βυζαντίου ως την 29η Μαΐου 1453. Τότε η αυτοκρατορία, εξαντλημένη πια από αιώνες σκληρών αγώνων και εγκαταλελειμμένη από τους δυτικούς συμμάχους της, οι οποίοι ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την πτώση της, υπέκυψε τελικά στη δυσανάλογα μεγαλύτερη οθωμανική δύναμη». Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε με βεβαιότητα, σύμφωνα και με μαρτυρίες ιστορικές, πως η πτώση ήλθε ως σωτηρία, διότι κράτησε την πνευματικὴ και πολιτιστικὴ καθαρότητα του Γένους, το οποίο στη Δουλεία, παρὰ τις ταλαιπωρίες του, μπόρεσε να ανασυνταχτεί και να επιβιώσει. Η εμμονὴ στην ορθόδοξη παράδοση, και μέσω αυτής και στην ελληνικότητα, κρατούσε δεμένο το Γένος με τις ζωτικὲς πηγές του. Άλλωστε η χιλιόχρονη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε την ορθόδοξη πίστη, αφού το πρότυπό της, κατά βάση, ήταν ο αγιασμός και η συμμετοχή στην δόξα του Θεού.Επί μία χιλιετία υπήρξε ο ιδανικός τόπος, όπου η πίστη έγινε αληθινό βίωμα των πολιτών της, αναδεικνύοντας αγίους της Εκκλησίας, ανθρώπους κάθε κατηγορίας. Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός λέει: «Είναι γεγονός ότι οι Ανατολικοί, σ’ αντίθεση με τις σημερινές πρακτικές, δεν συμμετείχαν στους διαλόγους θεωρώντας την αλήθεια της πίστεως ως ζητούμενο, αλλ’ ως απόλυτα και αστασίαστα δεδομένο. Το φρόνημα των Αγίων Πατέρων, η κοινή πατερική παράδοση της πρώτης χιλιετίας, ήταν για τους πατερικούς η αμετακίνητη βάση. Αποφευγόταν κάθε τι, που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την μοναδικότητα της Εκκλησίας. Το διατυμπανιζόμενο σήμερα «διάλογος επί ίσοις όροις» θέτει απ’ αρχής εν αμφιβόλω την αλήθεια της πατερικής παραδόσεως και καταξιώνει ως εκκλησιαστικότητα αποδεδειγμένες αιρέσεις. Η συμπεριφορά των πατερικά Ορθοδόξων φαίνεται καθαρότερα στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Ο διάλογος των πατερικά Ορθοδόξων δεν ήταν κάποιος θεολογικός συμψηφισμός, αλλά απέβλεπε στην συνάντηση των δύο πλευρών στην εν Χριστώ αλήθεια. Είναι σαφής στο σημείο αυτό η θέση του αγίου Μάρκου Ευγενικού: «ουκ εγχωρεί συγκατάβασις εις τα περί της πίστεως». Ο θεολογικός διάλογος έχει χαρακτήρα ιεραποστολής. Είναι κλήση στην Αλήθεια. Μία ενότητα εν τη ποικιλία, όσον αφορά στην Πίστη, ήταν αδιανόητη, ενώ σήμερα προβάλλεται ως η μόνη δυνατότητα ενότητας, λόγω της παπικής αδιαλλαξίας. Οι ουνιτίζοντες Ορθόδοξοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι οι όποιοι συμβιβασμοί θα οδηγήσουν σε αληθή και αρραγή ενότητα». Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο μέγας «λατινελέγκτης», στην κρίσιμη ώρα, κατά την ψευδοσύνοδο αυτή, της Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-39), στάθηκε αμετακίνητος στη διαφύλαξη της Ορθόδοξης πίστης. Η στάση του υπήρξε καθοριστική για την επιβίωση του Γένους. Αρνήθηκε να υπογράψει την ένωση, που υπέγραψαν οι ορθόδοξοι με τους παπικούς και την ακύρωσε, παρά τις απειλές και τις πιέσεις που δέχτηκε και την χαρακτήρισε μαζί με το λαό, «ληστρικήν» και «καϊαφαϊκόν συνέδριον»: «Οὐ ποιήσω τοῦτο ποτέ, κἄν εἴ τι καὶ γένηται… τὰς τῶν Δυτικῶν διδασκάλων φωνὰς οὔτε ἀναγνωρίζω οὔτε παραδέχομαι, τεκμαιρόμενος ὅτι διεφθαρμέναι εἰσίν. Οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως». Αυτή η συγκλονιστική ομολογία του αγίου μάς ελέγχει όλους μας σήμερα και πρώτα τους ποιμένες της Εκκλησίας, τους πολιτικούς άρχοντες αλλά και το λαό. Ο μεγάλος διδάσκαλος του γένους μας και διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, Ιωσήφ Βρυέννιος, στον αφυπνιστικό λόγο, που εξεφώνησε το 1419 στο Παλάτι, διδάσκει ξεκάθαρα πως, οι πνευματικοί νόμοι ακολουθούμενοι πιστά, μας προφυλάσσουν να μην αποκλίνουμε από τη σταθερή οδό της αλήθειας και να μην πέφτουμε διαρκώς στα ίδια σφάλματα. Στο λόγο αυτό εκφράζει την οδύνη του, αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέγει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν». Κάνει λόγο για «ολόσωμον πληγήν» και «νόσον καθολικήν». Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. Συγχρόνως με την γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Μήπως περιγράφει τους Έλληνες των σημερινών χρόνων; Αναφέρεται διεξοδικώς στην κατάπτωση της Εκκλησίας, αφού οι ποιμένες έχουν απομακρυνθεί από την διδασκαλία και τα όρια που είχαν θέσει οι Πατέρες. Αλλά και οι μοναχοί έχουν χάσει τον προορισμό τους και ασχολούνται με άλλα ζητήματα. Επισημαίνει ως σημαντικότατο αίτιο της πτώσης της Πόλεως την αλλοίωση του μοναχισμού, ο οποίος έχασε την ησυχαστική παράδοση και μεταβλήθηκε σε υλική εκμετάλλευση των μοναστηριών.
Λέγει, ότι βλέποντας να ερημώνονται οι πόλεις, να αφανίζονται οι χώρες, να καίγονται οι Εκκλησίες, να βεβηλώνονται τα άγια και να δίδονται τα ιερά σκεύη στα σκυλιά, εννοώντας τους αιρετικούς και «παν το ημέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον και μαχαίρα», προσευχόταν στον Θεό να του αποκαλύψει για το πού οφείλεται αυτή η εγκατάλειψη του λαού και «η τοσαύτη του Θεού αγανάκτησις καθ` ημών». Και ο Θεός του αποκαλύπτει ποιό είναι το αίτιο και το καταθέτει την ημέρα αυτή, ενώπιον των Βασιλέων και των αρχόντων και όλου του λαού, γιατίγφοβάται, μήπως τιμωρηθεί, αν σιωπήσει. Και η αιτία της οργής του Θεού και της δικαίας Του αγανακτήσεως κατά των Ρωμαίων είναι «το πωλείσθαι καθ’ εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα, παρά των λεγομένων πνευματικών και αγοράζεσθαι προς υμών των χριστιανών». Παρομοιάζει την κατάσταση με την προδοσία του Ιούδα, η οποία συνίσταται στο «πωληθήναι τιμής και αγορασθήναι τον Κύριον». Αυτό το ανοσιούργημα, όπως λέγει, γίνεται στις ημέρες μας, αφού οι πολλοί από τους λεγομένους πνευματικούς πωλούν τον Κύριο και «αγοράζει πας ο έχων αργύριον και βουλόμενος», εννοώντας το πάθος της Σιμωνίας. (…) Ζητά από τους άρχοντες τον Κλήρο και τον λαό να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό, για να γίνει «η του γένους ανάκλησις» και να είναι μαζί τους ο Θεός, γιατί διαφορετικά θα πάθουν χειρότερα από εκείνα που έπαθεν η παλαιά Ιερουσαλήμ, που κυριεύθηκε από τους εχθρούς. Ζητά να μετανοήσουν, γιατί αν δεν γίνει αυτό, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη, ώστε όλα τα έθνη και οι μέλλουσες γενεές θα λένε σε παρόμοιες περιπτώσεις: «μη πάθοιμεν α οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν». Ακόμη, συνδέει άρρηκτα τη διατήρηση της κατοχής της Πόλης από τους Ρωμιούς, με τη διάσωση της Ορθόδοξης πίστης:
«Ταύτης τῆς πόλεως ἱσταμένης, συνίσταταί πως αὐτῇ καὶ ἡ πίστις ἀκράδαντος· ἐδαφισθείσης δὲ ἢ ἁλούσης, ἅπερ, Χριστέ μου, μὴ γένοιτο, ποία ἔσται ψυχὴ κατὰ πίστιν ἀκλόνητος;» ( Ὅσο στέκεται ὄρθια αὐτὴ ἡ πόλη, μένει μαζί της ἀκλόνητη καὶ ἡ πίστη. Ἂν ὅμως κατεδαφιστεῖ ἢ ἁλωθεῖ, ποὺ νὰ μὴ γίνει, Χριστέ μου, ποιὰ ψυχὴ θὰ κρατήσει τὴν πίστη της ἀσάλευτη;) Μ` άλλα λόγια το λαϊκό δίστιχο:«Η πόλις ήτον το σπαθί,η πόλις το κοντάρι,η πόλις ήτον το κλειδί της Ρωμανίας όλης». Ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πατριώτης ιεράρχης, ο πρώτος μετά την Άλωση πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σε εξομολόγησή του, επιβεβαιώνει τον Βρυέννιο, οδυρώμενος για τό τραγικό εκείνο γεγονός, αφού έζησε τα δραματικά γεγονότα πριν και μετά την Άλωση και κραυγάζει: «Κύριε! Διασκορπιστήκαμε παντού. Γελοιοποιηθήκαμε όχι μόνο στα μάτια των γειτόνων μας αλλά και όλων των ανθρώπων. Μας κοροϊδεύουν και μας χλευάζουν όλοι γύρω μας. Γίναμε παράδειγμα συμφοράς στην ανθρώπινη ζωή … Είμαστε διεφθαρμένοι και σιχαμεροί σε ό,τι κάνουμε. Όλοι ξεφύγαμε και ταυτόχρονα εξαχρειωθήκαμε. Δεν τιμήσαμε τις γιορτές σου. Περιφρονήσαμε τη δόξα σου. Παραδώσαμε τα σώματα μας στα πάθη. Προσκολλήσαμε τις ψυχές μας στα σώματα. Τα χέρια μας χέρια αδικίας έγιναν. Οι γλώσσες μας βλασφήμησαν κατά των αγίων σου. Τα χείλη της καρδιάς μας είναι δόλια και μίλησαν με κακία. Μάταια πράγματα είπε ο καθένας στον πλησίον του. Δίναμε όρκους στους συνανθρώπους μας και τους αθετούσαμε. Δανείζαμε χρήματα με τόκο και παίρναμε δωροδοκίες από αθώους ανθρώπους. Αποστραφήκαμε τη δικαιοσύνη και τον έλεγχο. Οι ζυγαριές μας ήταν άνισες. Τα χρήματά μας ήταν παράνομα. Ο καθένας μας μηχανευόμασταν στην καρδιά του το κακό του πλησίον μας. Οι ποιμένες εξαπατούσαμε το λαό του Θεού και τον εκτρέπαμε από το σωστό δρόμο και διδάσκαμε την κακία με πρόσχημα την αρετή. Οι άρχοντες δείχναμε απείθεια στους νόμους σου, ως συνεργάτες των ληστών, αγαπώντας τις δωροδοκίες, επιδιώκοντας ανταποδόσεις, χωρίς να υπερασπιζόμαστε τα ορφανά και τις χήρες. Γενικά, γίναμε σαν τα κτήνη που δεν έχουν λογική και ομοιωθήκαμε με αυτά… Και γι’ αυτό περιπέσαμε σε γκρεμούς απελπισίας… Πώς θα μπορούσες να ακούσεις χείλη που σε βλασφημούν και ταυτόχρονα σε υμνούν; Πώς επρόκειτο να λυπηθείς τόση ανέλπιστη και αμετανόητη πώρωση;… Όλα όσα μας έχεις κάνει, τα έχεις κάνει σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση σου». Απ’ όσα, λοιπόν, μαρτυρούν άνθρωποι που είδαν και άκουσαν οι ίδιοι, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η απερίγραπτη εκείνη συμφορά δεν συνέβη από μόνη της, αλλά ήταν αποτέλεσμα της γενικής εξαχρείωσης του έθνους. Αιτία δεν ήταν τόσο η δύναμη του κατακτητή, όσο οι αμαρτίες που είχαν κατακλύσει τον πολιτικό, κοινωνικό, και ιδιωτικό βίο και οι προδοτικές υποχωρήσεις των αρχόντων στις απαιτήσεις των Φράγκων, που δημιουργούσαν σύγχυση στο λαό. Γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Οι μη πατερικοί ενωτικοί λειτουργούν ως «πέμπτη φάλαγξ», δηλαδή προδοτικά, στο σώμα της Ορθοδοξίας: Την αχαρακτήριστη αφέλεια των αυτοκρατόρων και γενικότερα των ηγετών του Γένους, που, μυωπάζοντες μπροστά στην πραγματικότητα, στήριζαν τις ελπίδες τους στον Πάπα, ενίσχυαν και εν πολλοίς καθοδηγούσαν πρόσωπα τυχοδιωκτικά, κατά κανόνα, οι λεγόμενοι φιλενωτικοί, προτάσσοντες το ίδιον όφελος από τα δίκαια της Εκκλησίας… Τέτοια πρόσωπα διαμόρφωναν την πολιτική του Κράτους και τις επιλογές της εκκλησιαστικής ηγεσίας, καθορίζοντας την πορεία του Γένους στις κρισιμότερες ιστορικές στιγμές του. Προειδοποιούσαν «τον διάλογο της αγάπης» για την άμβλυνση των διαφορών και των αντιστάσεων των Ορθοδόξων, συνιστώντας στον Πάπα την διατήρηση φιλικών σχέσεων με την Ανατολή, μέχρι την αποκατάσταση της ενότητας στην πίστη και ως πεπεισμένοι ενωτικοί και φιλοπαπικοί, ενίσχυαν την άποψη του αυτοκράτορα, ότι ήσαν άσκοπες οι ατελεύτητες θεολογικές συζητήσεις, χάριν της επισπεύσεως της συμφωνίας. Η ίδια αδικαιολόγητη σπουδή διακρίνει και τις σημερινές ενωτικές προσπάθειες». Άλλωστε για τη μεγαλύτερη καταστροφή της Κωνσταντινούπολης, μέχρι την τελική πτώση της, κύριος υπεύθυνος ήταν ο χειραγωγούμενος από τους Ευρωπαίους σταυροφόρους Αλέξιος Δ΄ Άγγελος (τυχαίο;) (1203-1204), που αντάλλαξε την άνοδό του στο θρόνο με μνημόνιον υποσχέσεων που υπέγραψε προς τους προστάτες του και που ωστόσο δεν μπόρεσε να εκπληρώσει αυτές τις δεσμεύσεις του με αποτέλεσμα να εξεγερθεί ο βυζαντινός λαός εναντίον του, που είχε φέρει το στόλο των Σταυροφόρων μπροστά στη βυζαντινή πρωτεύουσα, την βασιλίδα των πόλεων και έτσι υποδούλωσε και τον εαυτό του και το λαό του στους Λατίνους. Αυτός έχασε το στέμμα και τη ζωή του, αλλά και ο βυζαντινός λαός υποδουλώθηκε, αφού οι εισβολείς αρνήθηκαν χωρίς έλεος τις παρακλήσεις του για αναβολή καταβολής των τεράστιων χρηματικών ποσών που είχε υποσχεθεί. Μετά από αυτό τον διαμελισμό της Πόλης, η Άλωση από τους Οθωμανούς ήταν ευχερέστατη. Σε κάποιους βέβαια ακούγεται παράξενη ή αφελής αυτή η ερμηνεία, η οποία δίδεται στο ιστορικό γεγονός της Αλώσεως. Είναι όμως δυνατόν, για παράδειγμα, μόνο ο οικονομικός παράγοντας να ρυθμίζει την εξέλιξη των κοινωνιών; Ο άνθρωπος, ο οποίος αποκλείει από την Ιστορία την ύπαρξη του ηθικού και πνευματικού παράγοντα και αποδίδει τα πάντα στη συστολή ή διαστολή του στομαχιού και την ικανοποίηση των λοιπών βιολογικών λειτουργιών και έχει ως θεό την ύλη, είναι μυωπικός και δεν μπορεί να δει τα απώτερα αίτια και τους παράγοντες, η επίδραση των οποίων είναι τεράστια για την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Πίσω από την ύλη κρύβεται το πνεύμα. Πίσω από τους φυσικούς νόμους του σύμπαντος υπάρχουν οι ηθικοί, οι πνευματικοί νόμοι, των οποίων η αυστηρή τήρηση επιφέρει την κοινωνική ακμή και πρόοδο, ενώ η ασύστολη παράβασή τους από τους άρχοντες και το λαό επιφέρει την εξασθένηση, τον εκφυλισμό και τον παντελή όλεθρο των εθνών. Η νέα τάξη πραγμάτων επέτυχε με ύπουλο τρόπο την παράλυση και εντέλει την εκπόρθηση των συνειδήσεων, όχι μόνο των απλών ανθρώπων αλλά και αυτών των ποιμένων και των αρχόντων και μένει τώρα επιτελεί ανενόχλητη το καταστροφικό έργο της.
Όπως προαναφέραμε, εκείνη την εποχή οι Βυζαντινοί πολιτικοί, παρά την ισχυρή αντίδραση του λαού και πολλών αρχόντων, ήθελαν την ένωση με τον πάπα, καθώς αυτόν τον όρο επέβαλαν οι Δυτικοί, ώστε να παράσχουν βοήθεια στη δοκιμαζομένη Αυτοκρατορία. Ο Λουκάς Νοταράς, ο τελευταίος Μέγας Δουξ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (ο πρωθυπουργός θα λέγαμε σήμερα), με τη στάση του υπήρξε ένα από τα βασικά πρόσωπα που αντιστάθηκαν, ώστε να αποφευχθεί η συνεργασία με τους Λατίνους. Διατύπωσε μάλιστα την αντίθεσή του με το πασίγνωστο: «κρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν λατινικήν», δηλαδή: «Είναι καλλίτερο να δούμε στη μέση της πόλεως να βασιλεύει το φακιόλι των Τούρκων παρά η λατινική καλύπτρα (η τιάρα του Πάπα)».
Ο κορυφαίος βυζαντινολόγος Steven Runciman, υποστηρίζει ότι αυτά τα λόγια δεν ήταν τόσο εξωφρενικά όσο αρχικώς ακούγονταν.
Ήταν
καλύτερο να υποταχθεί ολόκληρος ο ελληνισμός ενιαίος στους Τούρκους,
παρά να επιβιώσει ένα μέρος του, το οποίο θα ήταν διασπασμένο και
προσδεμένο στους Λατίνους. Η προοπτική βοήθειας από τη Δύση ήταν μικρή.
Αλλά και κανένας Έλληνας δεν ήταν διατεθειμένος να παραδοθεί αμαχητί
στους Τούρκους, όπως και κανένας αμερόληπτος παρατηρητής δεν μπορούσε να
αμφιβάλει ότι η πτώση της Πόλεως ήταν απλώς θέμα χρόνου. Έπρεπε λοιπόν
οι Έλληνες να συσπειρωθούν γύρω από την ορθόδοξη Εκκλησία ώστε να
επιζήσουν ως Έθνος. Τα γεγονότα τελικά επιβεβαίωσαν αυτήν την άποψη.
Ο Μωάμεθ,
μόλις μπήκε στην Πόλη, συνάντησε τον Λουκά Νοταρά,τον οποίο προόριζε
για βοηθό του στη διοίκηση της Πόλης, καθώς γνώριζε την ανθενωτική στάση
του και αυτό τον βόλευε πολύ. Αμέσως μετά, υποχρέωσε τον Δούκα και την
οικογένειά του να μείνουν σε κατ ́ οίκον περιορισμό, περισσότερο για να
τον γλιτώσει από το μένος των στρατιωτών παρά γιατί κινδύνευε από τον
Νοταρά.
Κάποιος από
τους ανθρώπους του Μωάμεθ τον πληροφορεί και τον συμβουλεύει να ζητήσει
από τον Νοταρά, να του αποστείλει στο χαρέμι το ωραιότατο δεκατετράχρονο
αγόρι του, ό,τι απόμεινε από την αρσενική φύτρα των Νοταράδων και,
φυσικά, με την ευκαιρία να τον δοκιμάσει προκειμένου να του αναθέσει τη
σημαντική υπηρεσία.
Ο σουλτάνος λοιπόν στέλνει μήνυμα στον έγκλειστο άρχοντα: «στείλε μου το γιο σου».
Η απάντηση όμως είναι μια αγέρωχη άρνηση. Και τότε, με μια νέα διαταγή του Πορθητή, ο Νοταράς, ο γιος και ο γαμπρός του δέσμιοι οδηγούνται μπροστά του. Ο Μωάμεθ του έδωσε μια ακόμα ευκαιρία, επαναλαμβάνοντας την πρότασή του: Αν ο Νοταράς δεχτεί να του δώσει με τη θέλησή του το γιο του, έσωσε τη ζωή του και τη ζωή των δικών του. Αν όχι, θα τους θανατώσει και τους τρεις, αρχίζοντας από τον ίδιο. Την αρνητική απόφαση του Νοταρά τη σφραγίζουν η απόλυτη προσήλωση και χωρίς περιθώρια συμβιβασμού, στα θἐματα της ρωμαίικης πίστης και παράδοσης. Η στάση του απέναντι στο θάνατο αποτελεί την επιβεβαίωση της γνησιότητας των συναισθημάτων του και της γνώμης του ότι η επιβίωση του γένους ήταν αλληλένδετη με την επιβίωση της ορθοδοξίας.
Ο Νοταράς, φοβούμενος πως ο θάνατός του θα τρομοκρατούσε το παιδί και πιθανόν αυτό να λύγιζε και να παραδινόταν έρμαιο στις διαθέσεις του σουλτάνου, ζητά σα χάρη από το σουλτάνο να αποκεφαλιστεί πρώτα ο γιος του, ο γαμπρός του και μετά ο ίδιος…
Ποια ψυχή θα άντεχε μπροστά σ` αυτόν τον πατρικό σπαραγμό με το υπέρτατο μεγαλείο της τιμής, της ηθικής και του ανδρικού σθένους, που προτίμησε να δει τα κεφάλια των αγαπημένων του να κυλούν στα πόδια του, ξέροντας ότι την απόφαση αυτή την πήρε ο ίδιος. Κι αυτό διότι ως υπερήφανος Έλληνας πατέρας διάλεξε τον τίμιο θάνατο για τους αγαπημένους του, παρά την άτιμη ζωή μέσα στο αμαρτωλό, ατιμωτικό χαρέμι του Σουλτάνου. Καλύτερα νεκροί και δοξασμένοι, παρά ζωντανοί και ατιμασμένοι…
Η γυναίκα του και η κόρη του πουλήθηκαν σκλάβες, μα η ανδρική τιμή των Νοταράδων δεν κηλιδώθηκε.
Κατά τον Στήβεν Ράνσιμαν: «Μακροπρόθεσμα, η ιστορία επιδικάζει ότι: Η «υπό τέφραν» επιβίωση του ελληνισμού και το ξαναγέννημά του, οφείλονται στη μετά την αποτυχία της ένωσης, επίσπευση της πτώσης της Κωνσταντινουπόλεως. Η Θέση και η στάση του Νοταρά δικαιώνεται. Πολιτική οξύνοια ή άκρατος θρησκευτικός φανατισμός, που ταυτίστηκε με σωστή τοποθέτηση; Ο Νοταράς, παίρνοντας θέση κατά της ένωσης, υπάκουε στο βαθύ ένστικτο της διαιώνισης της φυλής, ανέκκλητα δεμένης με την Ορθοδοξία. Είχε αντιληφθεί την ιστορική συγκυρία. Η θυσία του, το τραγικό του τέλος, που αποκαλύπτουν τη γνησιότητα των αισθημάτων του, συνηγορούν ως απάντηση».
Πέραν όμως από την ιστορική του δικαίωση, το ψυχικό του σθένος, είναι παράδειγμα προς τους νέους πολύ ισχυρότερο από το «ή ταν ή επί τας» και άλλα ευτυχή παραδείγματα της ιστορίας μας. «Η θυσία των ηττημένων έχει μεγαλύτερη αξία από εκείνη των ελευθέρων». Ερχόμαστε στα κατοπινά χρόνια, μετά την Απελευθέρωση. Ο περίφημος Κεφαλλονίτης, λαϊκός αγωνιστής Κοσμάς Φλαμιάτος, επί Βαυαροκρατίας, διαπιστώνει ποιοι είναι οι Ευρωπαίοι και άκων προφητεύει, στιγματίζοντάς τους και ονομάζοντάς τους «υιούς της ανομίας της Δύσεως», δηλαδή παράνομους και πονηρούς και ως τους κύριους αίτιους κάθε «κρίσης». Γράφει:«Ο υιός της ανομίας της Δύσεως είναι ο υπερόπτης, ο επηρμένος, αλαζονικός και υπερφίαλος απατεώνας και χλευαστής της Χριστιανικής θρησκείας και δραστηριοποιείται, με ύπουλες κινήσεις, ώστε να ανεβάζει σε υψηλά αξιώματα και να επιβραβεύει με ανταμοιβές άτομα της απάτης και της διαφθοράς. Δεν αναπτύσσει δραστηριότητα μόνο για να ψηφίζονται νόμοι ολεθριότατοι, που προκαλούν καταστροφή, φθορά και αφανισμό, αλλά φροντίζει κρυφά με ύπουλες σκέψεις, μηχανορραφίες και δολοπλοκίες να καθιερώνονται πολιτικά συστήματα για την απονέκρωση και τον πλήρη μαρασμό σε όλους τους τομείς, ώστε με την γενική ένδεια, την έλλειψη των προς το ζην αναγκαίων, τη φτώχεια και την πλήρη καταστροφή οικονομική και ηθική των λαών που επιβουλεύεται και σκευωρεί σε βάρος τους, να μπορεί ο δόλιος να ενεργεί, ώστε να καταδυναστεύεται ο λαός, ενώ αυτός υποκρίνεται τον φίλο και σύμμαχο προκειμένου να διορθώσει τα επικείμενα δεινά και τις επαπειλούμενες συμφορές. Και δραστηριοποιείται έτσι ώστε να φέρνει χρεοκοπία στα ταμεία, αλλά και να ενεργεί ύπουλα και δόλια, ώστε να επιβραβεύονται και να μισθοδοτούνται από το Ταμείο του Κράτους και από τους ιδρώτες του επιβουλευόμενου λαού πολλά όργανα της προδοσίας». Η αντικαθεστωτική κατά της Βαυαροκρατίας δράση του, με σκοπό την ανατροπή της, τον οδήγησε στη φυλακή. Ωστόσο, η βαθυστόχαστη και ορθόδοξη πολιτικοοικονομική διαμαρτυρία του Κοσμά Φλαμιάτη καλύπτει τις συμπεριφορές των προβατόσχημων λύκων από τον καιρό των Ευρωπαίων σταυροφόρων μέχρι σήμερα. Από τους λόγους των ανωτέρω προσώπων, πέρα από το ότι αποκαλύπτεται η ξεκάθαρη εχθρική στάση των Δυτικών, βγαίνει το συμπέρασμα πως, για να επιβιώσει ένας λαός,τονίζεται η ανάγκη να διακατέχεται από σύνεση και θάρρος για αυτοέλεγχο. Αρετές που, όταν λείπουν ιδιαίτερα στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, η καταστροφή είναι αναμενόμενη.Και έλειψαν τότε και λείπουν και σήμερα από τους άρχοντές μας αλλά και από τον ελληνικό λαό, πλανεμένο τεχνηέντως από τους κρατούντες τεχνοκράτες. Και παρέμεινε μόνο η αλληλοκατηγορία και η επίρριψη των ευθυνών της κακής πορείας της πατρίδας μας από τον ένα στον άλλο, χωρίς αποτέλεσμα. Παρέμεινε η έλλειψη της ενότητος και της αγάπης και η δυσκολία επικοινωνίας. Η Ελλάδα, θύμα και «υποζύγιο» των αλλοεθνών και αλλοπίστων και δη των «φίλων» Ευρωπαίων της Δύσεως, πορεύεται το νέο Γολγοθά και φυσικά με άγνωστο τέλος. Σήμερα, η ελληνική κρίση είναι κρίση ιδιαίτερης μορφής. Πρόκειται περισσότερο για μια συνολική εθνική κρίση ταυτότητας, μέσα στο χείμαρρο της ισοπέδωσης των πάντων, ο οποίος κατακλύζει την ανθρωπότητα και όπου η ξεκάθαρη επικράτηση ενός αλλότριου πολιτισμού προκαλεί ανεξέλεγκτες σπασμωδικές αντιδράσεις, πέρα από κάθε ιστορικό, ηθικό, φυσικό, ανθρωπιστικό πλαίσιο και κάθε ιεραρχική δομή. Το πρόβλημα της Ελλάδος δεν είναι το στενά οικονομικό θέμα, που απασχολεί αυτόν τον καιρό την Ευρώπη και τον κόσμο. Οι μεταβιβάσεις πόρων και οι κάθε είδους δανεισμοί και συμφωνίες δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα, αν δεν προηγηθεί μια συνειδητοποίηση της ταυτότητάς μας, των πολιτιστικών αιτίων, που μας διαφοροποιούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και που ακυρώνουν τις συνήθεις συνταγές για την υπέρβαση της κρίσης. Αλλιώς, η Ελλάδα θα αναζητάει συνεχώς «κατανόηση» για τα προβλήματά της, ενώ οι εταίροι θα αγανακτούν, όπως ήδη συμβαίνει, για τη μη συμμόρφωσή μας προς τις οδηγίες τους, απειλώντας μας για πλήρη εξουθένωση και ταπείνωση.
Η κρίση που βλέπουμε σήμερα είναι η κατάληξη μιας μακραίωνης αναμέτρησης δύο κόσμων, δύο πολιτισμών, δύο διαφορετικών αντιλήψεων για τη ζωή. Στις ημέρες μας, υπάρχει η τάση, μάλλον η βεβαιότητα από τους πολλούς Έλληνες, πως είναι άνευ σημασίας η επισήμανση αυτή και υποβαθμίζονται οι διαφορές Ελληνισμού και Δύσης. Τονίζεται η «κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά», που δήθεν δένει τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ερήμην του ελληνικού λαού, διεξάγεται ένας προπαγανδιστικός βομβαρδισμός, με κεντρικό μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν μπορεί, δεν πρέπει να ζήσει χωρίς και έξω απ` αυτό το σύστημα. Η πράξη όμως και ο παρερχόμενος χρόνος διαψεύδουν αυτήν την άποψη. Μετά την Απελευθέρωση, αλλά κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες, επέδραμε δριμύτατα με ύπουλο τρόπο στον ευλογημένο τόπο της Ρωμιοσύνης, στον τόπο που καλλιεργήθηκε και άνθισε το ηρωικό ασκητικό φρόνημα, επέδραμε, το υλιστικό, ευδαιμονιστικό και μηχανιστικό ρεύμα της αχρίστιανης Δύσης και μας «μάγεψε», με τα μέσα που διέθετε και μας παρέλυσε ψυχικά και πνευματικά. Εμάς, τα ανέτοιμα και, με τη μεγάλη ευθύνη των πνευματικών ποιμένων, εν αγνοία ευρισκόμενα λογικά πρόβατα. Διότι άφησαν αμέτοχο, ακατήχητο το λαό, μακριά από τη γνώση και κατά συνέπεια από τον αγώνα κατά των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος. Και συντρέχουν και συνεδριάζουν και συντρώγουν και συναποφασίζουν ανενόχλητοι με τους απογόνους των ίδιων αμετανόητων και «επηρμένην εχόντων την οφρύν» πάσης φύσεως αιρετικών της Δύσεως, θέτοντας στην ίδια ζυγαριά την αλήθεια με το ψέμα, το φως με το σκοτάδι, τη μία και μοναδική Κιβωτό Σωτηρίας, την Ορθόδοξη Εκκλησία, με την αίρεση, το Χριστό με το χρυσό, αλλοιώνοντας στη συνείδηση του λαού την άπαξ παραδοθείσα υπό των Αγίων πίστη και συμβάλλοντας στην πλήρη αποξένωση από την αγία μας Παράδοση. Και των πολιτικών αρχόντων συνευδοκούντων και απόλυτα συνεργαζομένων με τους πρωτομάστορες της παγκοσμιοποίησης, ποτίστηκε καλά μέχρι το μεδούλι του ο Νεοέλληνας με τα υλικά του νεόδμητου προσώπου, του ευρωπαϊκού, με το οποίο θέλει πλέον να ζει και περισσότερο να φαίνεται. Και πασχίζει να πιστέψει πως είναι κάποιος άλλος απ` αυτό που είναι. Και χωρίς συναίσθηση αυτής της συμπεριφοράς, βιώνοντας μια παράξενη, πρωτόγνωρη σχιζοφρενή κατάσταση οντολογικού περιεχομένου(σχίζω τας φρένας, δηλ. τη λογική, το νου=τα έχω χαμένα, είμαι από δω και από εκεί, δεν ξέρω ποιος είμαι), αποποιείται της ιστορίας και των προγόνων του. Γίνεται εύκολο θύμα στις νέου τύπου επιδρομές, υποβαθμίζοντας τα ιερά και ηρωϊκά γεγονότα και πρόσωπα, που μας παρέδωσαν καθαρή την Αλήθεια, την Παράδοση, που ακόμη αναξίως απολαμβάνουμε. Είμαστε άλλοι και θέλουμε να πιστεύουμε ή προσπαθούμε να πιστέψουμε πως δεν είμαστε αυτοί που είμαστε. Βλέπουμε και αναλύουμε τον εαυτό μας, την Ιστορία μας, την πίστη μας μέσα από τις προοπτικές της Εσπερίας. Κοιταζόμαστε δηλαδή σε έναν καθρέφτη, που δε δείχνει τον εαυτό μας, αλλά μια ζωγραφιά, ένα είδωλο του εαυτού μας, φτιαγμένο από δυτικοευρωπαϊκά υλικά. Είναι δυνατόν, με αυτές τις προϋποθέσεις να διορθώσουμε κάτι απ` όλα αυτά, αφού ούτε καν γνωρίζουμε τον πραγματικό εαυτό μας; Είναι πλέον ξεκάθαρο πού οδηγείται η κατάσταση. Δεν μας αποκλήρωσαν οι πρόγονοί μας. Εμείς αποποιηθήκαμε την κληροδοσιά τους με κάθε ασέβεια και επιπολαιότητα, αφού λιγουρευτήκαμε τα φθαρτά και πρόσκαιρα της Δύσης, εγκαταλείποντας με φανερή προδοσία την αγιασμένη φύτρα μας. Και το κατρακύλισμα συνεχίζεται με ταχύτητα που δημιουργεί πάταγο, ο οποίος, όσο δυνατός κι αν είναι, αδυνατεί να αφυπνίσει τις καρδιές μας, που έπεσαν σε βαριάς μορφής αναισθησία.
Ο σουλτάνος λοιπόν στέλνει μήνυμα στον έγκλειστο άρχοντα: «στείλε μου το γιο σου».
Η απάντηση όμως είναι μια αγέρωχη άρνηση. Και τότε, με μια νέα διαταγή του Πορθητή, ο Νοταράς, ο γιος και ο γαμπρός του δέσμιοι οδηγούνται μπροστά του. Ο Μωάμεθ του έδωσε μια ακόμα ευκαιρία, επαναλαμβάνοντας την πρότασή του: Αν ο Νοταράς δεχτεί να του δώσει με τη θέλησή του το γιο του, έσωσε τη ζωή του και τη ζωή των δικών του. Αν όχι, θα τους θανατώσει και τους τρεις, αρχίζοντας από τον ίδιο. Την αρνητική απόφαση του Νοταρά τη σφραγίζουν η απόλυτη προσήλωση και χωρίς περιθώρια συμβιβασμού, στα θἐματα της ρωμαίικης πίστης και παράδοσης. Η στάση του απέναντι στο θάνατο αποτελεί την επιβεβαίωση της γνησιότητας των συναισθημάτων του και της γνώμης του ότι η επιβίωση του γένους ήταν αλληλένδετη με την επιβίωση της ορθοδοξίας.
Ο Νοταράς, φοβούμενος πως ο θάνατός του θα τρομοκρατούσε το παιδί και πιθανόν αυτό να λύγιζε και να παραδινόταν έρμαιο στις διαθέσεις του σουλτάνου, ζητά σα χάρη από το σουλτάνο να αποκεφαλιστεί πρώτα ο γιος του, ο γαμπρός του και μετά ο ίδιος…
Ποια ψυχή θα άντεχε μπροστά σ` αυτόν τον πατρικό σπαραγμό με το υπέρτατο μεγαλείο της τιμής, της ηθικής και του ανδρικού σθένους, που προτίμησε να δει τα κεφάλια των αγαπημένων του να κυλούν στα πόδια του, ξέροντας ότι την απόφαση αυτή την πήρε ο ίδιος. Κι αυτό διότι ως υπερήφανος Έλληνας πατέρας διάλεξε τον τίμιο θάνατο για τους αγαπημένους του, παρά την άτιμη ζωή μέσα στο αμαρτωλό, ατιμωτικό χαρέμι του Σουλτάνου. Καλύτερα νεκροί και δοξασμένοι, παρά ζωντανοί και ατιμασμένοι…
Η γυναίκα του και η κόρη του πουλήθηκαν σκλάβες, μα η ανδρική τιμή των Νοταράδων δεν κηλιδώθηκε.
Κατά τον Στήβεν Ράνσιμαν: «Μακροπρόθεσμα, η ιστορία επιδικάζει ότι: Η «υπό τέφραν» επιβίωση του ελληνισμού και το ξαναγέννημά του, οφείλονται στη μετά την αποτυχία της ένωσης, επίσπευση της πτώσης της Κωνσταντινουπόλεως. Η Θέση και η στάση του Νοταρά δικαιώνεται. Πολιτική οξύνοια ή άκρατος θρησκευτικός φανατισμός, που ταυτίστηκε με σωστή τοποθέτηση; Ο Νοταράς, παίρνοντας θέση κατά της ένωσης, υπάκουε στο βαθύ ένστικτο της διαιώνισης της φυλής, ανέκκλητα δεμένης με την Ορθοδοξία. Είχε αντιληφθεί την ιστορική συγκυρία. Η θυσία του, το τραγικό του τέλος, που αποκαλύπτουν τη γνησιότητα των αισθημάτων του, συνηγορούν ως απάντηση».
Πέραν όμως από την ιστορική του δικαίωση, το ψυχικό του σθένος, είναι παράδειγμα προς τους νέους πολύ ισχυρότερο από το «ή ταν ή επί τας» και άλλα ευτυχή παραδείγματα της ιστορίας μας. «Η θυσία των ηττημένων έχει μεγαλύτερη αξία από εκείνη των ελευθέρων». Ερχόμαστε στα κατοπινά χρόνια, μετά την Απελευθέρωση. Ο περίφημος Κεφαλλονίτης, λαϊκός αγωνιστής Κοσμάς Φλαμιάτος, επί Βαυαροκρατίας, διαπιστώνει ποιοι είναι οι Ευρωπαίοι και άκων προφητεύει, στιγματίζοντάς τους και ονομάζοντάς τους «υιούς της ανομίας της Δύσεως», δηλαδή παράνομους και πονηρούς και ως τους κύριους αίτιους κάθε «κρίσης». Γράφει:«Ο υιός της ανομίας της Δύσεως είναι ο υπερόπτης, ο επηρμένος, αλαζονικός και υπερφίαλος απατεώνας και χλευαστής της Χριστιανικής θρησκείας και δραστηριοποιείται, με ύπουλες κινήσεις, ώστε να ανεβάζει σε υψηλά αξιώματα και να επιβραβεύει με ανταμοιβές άτομα της απάτης και της διαφθοράς. Δεν αναπτύσσει δραστηριότητα μόνο για να ψηφίζονται νόμοι ολεθριότατοι, που προκαλούν καταστροφή, φθορά και αφανισμό, αλλά φροντίζει κρυφά με ύπουλες σκέψεις, μηχανορραφίες και δολοπλοκίες να καθιερώνονται πολιτικά συστήματα για την απονέκρωση και τον πλήρη μαρασμό σε όλους τους τομείς, ώστε με την γενική ένδεια, την έλλειψη των προς το ζην αναγκαίων, τη φτώχεια και την πλήρη καταστροφή οικονομική και ηθική των λαών που επιβουλεύεται και σκευωρεί σε βάρος τους, να μπορεί ο δόλιος να ενεργεί, ώστε να καταδυναστεύεται ο λαός, ενώ αυτός υποκρίνεται τον φίλο και σύμμαχο προκειμένου να διορθώσει τα επικείμενα δεινά και τις επαπειλούμενες συμφορές. Και δραστηριοποιείται έτσι ώστε να φέρνει χρεοκοπία στα ταμεία, αλλά και να ενεργεί ύπουλα και δόλια, ώστε να επιβραβεύονται και να μισθοδοτούνται από το Ταμείο του Κράτους και από τους ιδρώτες του επιβουλευόμενου λαού πολλά όργανα της προδοσίας». Η αντικαθεστωτική κατά της Βαυαροκρατίας δράση του, με σκοπό την ανατροπή της, τον οδήγησε στη φυλακή. Ωστόσο, η βαθυστόχαστη και ορθόδοξη πολιτικοοικονομική διαμαρτυρία του Κοσμά Φλαμιάτη καλύπτει τις συμπεριφορές των προβατόσχημων λύκων από τον καιρό των Ευρωπαίων σταυροφόρων μέχρι σήμερα. Από τους λόγους των ανωτέρω προσώπων, πέρα από το ότι αποκαλύπτεται η ξεκάθαρη εχθρική στάση των Δυτικών, βγαίνει το συμπέρασμα πως, για να επιβιώσει ένας λαός,τονίζεται η ανάγκη να διακατέχεται από σύνεση και θάρρος για αυτοέλεγχο. Αρετές που, όταν λείπουν ιδιαίτερα στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, η καταστροφή είναι αναμενόμενη.Και έλειψαν τότε και λείπουν και σήμερα από τους άρχοντές μας αλλά και από τον ελληνικό λαό, πλανεμένο τεχνηέντως από τους κρατούντες τεχνοκράτες. Και παρέμεινε μόνο η αλληλοκατηγορία και η επίρριψη των ευθυνών της κακής πορείας της πατρίδας μας από τον ένα στον άλλο, χωρίς αποτέλεσμα. Παρέμεινε η έλλειψη της ενότητος και της αγάπης και η δυσκολία επικοινωνίας. Η Ελλάδα, θύμα και «υποζύγιο» των αλλοεθνών και αλλοπίστων και δη των «φίλων» Ευρωπαίων της Δύσεως, πορεύεται το νέο Γολγοθά και φυσικά με άγνωστο τέλος. Σήμερα, η ελληνική κρίση είναι κρίση ιδιαίτερης μορφής. Πρόκειται περισσότερο για μια συνολική εθνική κρίση ταυτότητας, μέσα στο χείμαρρο της ισοπέδωσης των πάντων, ο οποίος κατακλύζει την ανθρωπότητα και όπου η ξεκάθαρη επικράτηση ενός αλλότριου πολιτισμού προκαλεί ανεξέλεγκτες σπασμωδικές αντιδράσεις, πέρα από κάθε ιστορικό, ηθικό, φυσικό, ανθρωπιστικό πλαίσιο και κάθε ιεραρχική δομή. Το πρόβλημα της Ελλάδος δεν είναι το στενά οικονομικό θέμα, που απασχολεί αυτόν τον καιρό την Ευρώπη και τον κόσμο. Οι μεταβιβάσεις πόρων και οι κάθε είδους δανεισμοί και συμφωνίες δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα, αν δεν προηγηθεί μια συνειδητοποίηση της ταυτότητάς μας, των πολιτιστικών αιτίων, που μας διαφοροποιούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και που ακυρώνουν τις συνήθεις συνταγές για την υπέρβαση της κρίσης. Αλλιώς, η Ελλάδα θα αναζητάει συνεχώς «κατανόηση» για τα προβλήματά της, ενώ οι εταίροι θα αγανακτούν, όπως ήδη συμβαίνει, για τη μη συμμόρφωσή μας προς τις οδηγίες τους, απειλώντας μας για πλήρη εξουθένωση και ταπείνωση.
Η κρίση που βλέπουμε σήμερα είναι η κατάληξη μιας μακραίωνης αναμέτρησης δύο κόσμων, δύο πολιτισμών, δύο διαφορετικών αντιλήψεων για τη ζωή. Στις ημέρες μας, υπάρχει η τάση, μάλλον η βεβαιότητα από τους πολλούς Έλληνες, πως είναι άνευ σημασίας η επισήμανση αυτή και υποβαθμίζονται οι διαφορές Ελληνισμού και Δύσης. Τονίζεται η «κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά», που δήθεν δένει τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ερήμην του ελληνικού λαού, διεξάγεται ένας προπαγανδιστικός βομβαρδισμός, με κεντρικό μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν μπορεί, δεν πρέπει να ζήσει χωρίς και έξω απ` αυτό το σύστημα. Η πράξη όμως και ο παρερχόμενος χρόνος διαψεύδουν αυτήν την άποψη. Μετά την Απελευθέρωση, αλλά κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες, επέδραμε δριμύτατα με ύπουλο τρόπο στον ευλογημένο τόπο της Ρωμιοσύνης, στον τόπο που καλλιεργήθηκε και άνθισε το ηρωικό ασκητικό φρόνημα, επέδραμε, το υλιστικό, ευδαιμονιστικό και μηχανιστικό ρεύμα της αχρίστιανης Δύσης και μας «μάγεψε», με τα μέσα που διέθετε και μας παρέλυσε ψυχικά και πνευματικά. Εμάς, τα ανέτοιμα και, με τη μεγάλη ευθύνη των πνευματικών ποιμένων, εν αγνοία ευρισκόμενα λογικά πρόβατα. Διότι άφησαν αμέτοχο, ακατήχητο το λαό, μακριά από τη γνώση και κατά συνέπεια από τον αγώνα κατά των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος. Και συντρέχουν και συνεδριάζουν και συντρώγουν και συναποφασίζουν ανενόχλητοι με τους απογόνους των ίδιων αμετανόητων και «επηρμένην εχόντων την οφρύν» πάσης φύσεως αιρετικών της Δύσεως, θέτοντας στην ίδια ζυγαριά την αλήθεια με το ψέμα, το φως με το σκοτάδι, τη μία και μοναδική Κιβωτό Σωτηρίας, την Ορθόδοξη Εκκλησία, με την αίρεση, το Χριστό με το χρυσό, αλλοιώνοντας στη συνείδηση του λαού την άπαξ παραδοθείσα υπό των Αγίων πίστη και συμβάλλοντας στην πλήρη αποξένωση από την αγία μας Παράδοση. Και των πολιτικών αρχόντων συνευδοκούντων και απόλυτα συνεργαζομένων με τους πρωτομάστορες της παγκοσμιοποίησης, ποτίστηκε καλά μέχρι το μεδούλι του ο Νεοέλληνας με τα υλικά του νεόδμητου προσώπου, του ευρωπαϊκού, με το οποίο θέλει πλέον να ζει και περισσότερο να φαίνεται. Και πασχίζει να πιστέψει πως είναι κάποιος άλλος απ` αυτό που είναι. Και χωρίς συναίσθηση αυτής της συμπεριφοράς, βιώνοντας μια παράξενη, πρωτόγνωρη σχιζοφρενή κατάσταση οντολογικού περιεχομένου(σχίζω τας φρένας, δηλ. τη λογική, το νου=τα έχω χαμένα, είμαι από δω και από εκεί, δεν ξέρω ποιος είμαι), αποποιείται της ιστορίας και των προγόνων του. Γίνεται εύκολο θύμα στις νέου τύπου επιδρομές, υποβαθμίζοντας τα ιερά και ηρωϊκά γεγονότα και πρόσωπα, που μας παρέδωσαν καθαρή την Αλήθεια, την Παράδοση, που ακόμη αναξίως απολαμβάνουμε. Είμαστε άλλοι και θέλουμε να πιστεύουμε ή προσπαθούμε να πιστέψουμε πως δεν είμαστε αυτοί που είμαστε. Βλέπουμε και αναλύουμε τον εαυτό μας, την Ιστορία μας, την πίστη μας μέσα από τις προοπτικές της Εσπερίας. Κοιταζόμαστε δηλαδή σε έναν καθρέφτη, που δε δείχνει τον εαυτό μας, αλλά μια ζωγραφιά, ένα είδωλο του εαυτού μας, φτιαγμένο από δυτικοευρωπαϊκά υλικά. Είναι δυνατόν, με αυτές τις προϋποθέσεις να διορθώσουμε κάτι απ` όλα αυτά, αφού ούτε καν γνωρίζουμε τον πραγματικό εαυτό μας; Είναι πλέον ξεκάθαρο πού οδηγείται η κατάσταση. Δεν μας αποκλήρωσαν οι πρόγονοί μας. Εμείς αποποιηθήκαμε την κληροδοσιά τους με κάθε ασέβεια και επιπολαιότητα, αφού λιγουρευτήκαμε τα φθαρτά και πρόσκαιρα της Δύσης, εγκαταλείποντας με φανερή προδοσία την αγιασμένη φύτρα μας. Και το κατρακύλισμα συνεχίζεται με ταχύτητα που δημιουργεί πάταγο, ο οποίος, όσο δυνατός κι αν είναι, αδυνατεί να αφυπνίσει τις καρδιές μας, που έπεσαν σε βαριάς μορφής αναισθησία.
Όπως
ανοίξαμε το λόγο στην αρχή με τον μεγάλο Φώτη Κόντογλου, κλείνουμε πάλι
με τον ίδιο. Λόγια, που δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας, αλλά για
όσους κρατούν μέσα τους ακόμη έστω και λίγη μαγιά από το ρωμαίικο,
αποτελούν δυνατό σάλπισμα για αφύπνιση και έγερση από τον ύπνο της
λησμονιάς. Διότι η Αλήθεια είναι αυτή που έχει τη δύναμη να ξεσηκώνει:
«… Για τους ανθρώπους που λέμε πως δεν πάνε καλά, ο σημερινός κόσμος είναι ο πιο θαυμάσιος, η σημερινή ζωή είναι η πιο καλύτερη κι η πιο βλογημένη από όλες που πέρασε ο άνθρωπος. Η σημερινή νεολαία (συμπληρώνουμε: και οι γέροντες ακόμη χειρότερα), είναι μεθυσμένη από εκείνο που λέμε εμείς «ανηθικότητα» και που αυτοί το λένε «ελευθερία». Τι κάθεσαι λοιπόν εσύ και τσαμπουνίζεις με την ηθική σου; Γι` αυτούς είναι το πιο μεγάλο χάρισμα η ανηθικότητα και μπορούνε να σκοτώνουνε εκείνον που χτυπά την «ελευθερία» τους. Αιώνες αγωνιζότανε ο άνθρωπος , χωρίς να μπορέσει να την αποχτήσει. Και τώρα που την έκανε χτήμα του, να την αφήσει για την παλαιοντολογική ηθική μας;
Ποτέ δε μίσησε άνθρωπος τον άνθρωπο τόσο πολύ, όσο στον καιρό μας. Και τον μίσησε στο όνομα αυτής της «ελευθερίας», που λέγει πως είναι το πολύτιμο απόχτημα της εποχής μας… Ποτέ ο χριστιανός (και η Ορθόδοξη πίστη, συμπληρώνουμε)δεν μισήθηκε όσο σήμερα, ούτε επί Νέρωνα.
Πού ν’ ακούσουνε οι άνθρωποι του καιρού μας (οι απόγονοι των Ρωμιών)κουβέντα για Θεό, για ψυχή, για άλλη ζωή! Η ψυχή τους έχει παραμορφωθεί ολότελα από τις κάθε λογής ανοησίες…
Ποιος φταίγει γι` αυτή την κατάσταση; Όλοι μας! Όλοι συνεργήσαμε για να καταντήσει η ζωή έτσι που κατήντησε. Όλοι δουλέψαμε, για να χτιστεί τούτος ο τερατώδης πύργος του Βαβέλ. Άλλοι κουβαλήσανε για πέτρες τις πετρωμένες και αναίσθητες καρδιές τους, άλλοι κουβαλήσανε λάσπη από τα κατάβαθά τους, που φωλιάζουνε τα βρωμερά πάθη. Εκείνος ο παλιός ο πύργος του Βαβέλ ρήμαξε και εξαφανίστηκε. Μα τούτος θα στέκεται ασάλευτος κι οι άνθρωποι ολοένα θα τον κάνουνε πιο ψηλό, με σκοπό να χτυπήσουνε το Θεό.
Εσείς που θλιβόσαστε και πονάτε γι` αυτή την κατάσταση, καλά κάνετε να λυπόσαστε, μα μην ονειρευόσαστε πως θα `ρθουνε καλύτερες μέρες για τον κόσμο. Ο κόσμος τρέχει σαν τρελός. Κατά μεν τη δική του γνώμη ανηφορίζει στον θρίαμβο, κατά δε τη δική σας γνώμη κατηφορίζει στα τάρταρα και στον χαμό. Ποιος από τους δύο έχει δίκιο, μονάχα ο Θεός το γνωρίζει…».
«Στώμεν καλώς»! Είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση! Για μας τα λέει ο Κόντογλου. Για τους σημερινούς Έλληνες, για τη σημερινή Ελλάδα. Προσοχή όμως! Για να τον διαψεύσουμε, χρειάζεται από τη μια η γνώση και από την άλλη η διαρκής προσευχή για τη θεία παρέμβαση, που είναι, όπως δείχνουν τα πράγματα, η μόνη ελπίδα, η οποία μας έχει απομείνει.
Πέραν αυτών όμως, όσο εξαρτάται από εμάς, η προτεραιότητα της ζωής μας πρέπει να είναι μία: Να παραμείνουμε αμετακίνητοι στο δρόμο που μας χάραξαν οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Να μην υπακούμε εύκολα σε κανέναν, στους πονηρούς αυτούς καιρούς. Κανέναν, όποιος κι αν είναι, όποιο αξίωμα κι αν έχει, όποιες γνώσεις και περγαμηνές κι αν διαθέτει, αν δεν συμπορεύεται με την αγιοπατερική Παράδοση. Να μην ξεχνούμε το χρέος μας και την υπόσχεση προς τους ήρωες και μάρτυρες της ρωμαίικης ιστορικής συνέχειας: Πως δε θα πάψουμε, όσο ζούμε, με κάθε τίμημα, να αγωνιζόμαστε στέρεοι και αποφασιστικοί μέχρι θυσίας, να τους μιμηθούμε. Και ιδιαίτερα σήμερα, που οι ύστεροι καιροί μάς προκαλούν και μάς προσκαλούν, να διαμηνύουμε στεντορείως, μαζί με τον Ιωσήφ τον Βρυέννιο, το αφυπνιστικό παρακέλευμα:
«Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας· ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα· εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα». Γένοιτο!
«… Για τους ανθρώπους που λέμε πως δεν πάνε καλά, ο σημερινός κόσμος είναι ο πιο θαυμάσιος, η σημερινή ζωή είναι η πιο καλύτερη κι η πιο βλογημένη από όλες που πέρασε ο άνθρωπος. Η σημερινή νεολαία (συμπληρώνουμε: και οι γέροντες ακόμη χειρότερα), είναι μεθυσμένη από εκείνο που λέμε εμείς «ανηθικότητα» και που αυτοί το λένε «ελευθερία». Τι κάθεσαι λοιπόν εσύ και τσαμπουνίζεις με την ηθική σου; Γι` αυτούς είναι το πιο μεγάλο χάρισμα η ανηθικότητα και μπορούνε να σκοτώνουνε εκείνον που χτυπά την «ελευθερία» τους. Αιώνες αγωνιζότανε ο άνθρωπος , χωρίς να μπορέσει να την αποχτήσει. Και τώρα που την έκανε χτήμα του, να την αφήσει για την παλαιοντολογική ηθική μας;
Ποτέ δε μίσησε άνθρωπος τον άνθρωπο τόσο πολύ, όσο στον καιρό μας. Και τον μίσησε στο όνομα αυτής της «ελευθερίας», που λέγει πως είναι το πολύτιμο απόχτημα της εποχής μας… Ποτέ ο χριστιανός (και η Ορθόδοξη πίστη, συμπληρώνουμε)δεν μισήθηκε όσο σήμερα, ούτε επί Νέρωνα.
Πού ν’ ακούσουνε οι άνθρωποι του καιρού μας (οι απόγονοι των Ρωμιών)κουβέντα για Θεό, για ψυχή, για άλλη ζωή! Η ψυχή τους έχει παραμορφωθεί ολότελα από τις κάθε λογής ανοησίες…
Ποιος φταίγει γι` αυτή την κατάσταση; Όλοι μας! Όλοι συνεργήσαμε για να καταντήσει η ζωή έτσι που κατήντησε. Όλοι δουλέψαμε, για να χτιστεί τούτος ο τερατώδης πύργος του Βαβέλ. Άλλοι κουβαλήσανε για πέτρες τις πετρωμένες και αναίσθητες καρδιές τους, άλλοι κουβαλήσανε λάσπη από τα κατάβαθά τους, που φωλιάζουνε τα βρωμερά πάθη. Εκείνος ο παλιός ο πύργος του Βαβέλ ρήμαξε και εξαφανίστηκε. Μα τούτος θα στέκεται ασάλευτος κι οι άνθρωποι ολοένα θα τον κάνουνε πιο ψηλό, με σκοπό να χτυπήσουνε το Θεό.
Εσείς που θλιβόσαστε και πονάτε γι` αυτή την κατάσταση, καλά κάνετε να λυπόσαστε, μα μην ονειρευόσαστε πως θα `ρθουνε καλύτερες μέρες για τον κόσμο. Ο κόσμος τρέχει σαν τρελός. Κατά μεν τη δική του γνώμη ανηφορίζει στον θρίαμβο, κατά δε τη δική σας γνώμη κατηφορίζει στα τάρταρα και στον χαμό. Ποιος από τους δύο έχει δίκιο, μονάχα ο Θεός το γνωρίζει…».
«Στώμεν καλώς»! Είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση! Για μας τα λέει ο Κόντογλου. Για τους σημερινούς Έλληνες, για τη σημερινή Ελλάδα. Προσοχή όμως! Για να τον διαψεύσουμε, χρειάζεται από τη μια η γνώση και από την άλλη η διαρκής προσευχή για τη θεία παρέμβαση, που είναι, όπως δείχνουν τα πράγματα, η μόνη ελπίδα, η οποία μας έχει απομείνει.
Πέραν αυτών όμως, όσο εξαρτάται από εμάς, η προτεραιότητα της ζωής μας πρέπει να είναι μία: Να παραμείνουμε αμετακίνητοι στο δρόμο που μας χάραξαν οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Να μην υπακούμε εύκολα σε κανέναν, στους πονηρούς αυτούς καιρούς. Κανέναν, όποιος κι αν είναι, όποιο αξίωμα κι αν έχει, όποιες γνώσεις και περγαμηνές κι αν διαθέτει, αν δεν συμπορεύεται με την αγιοπατερική Παράδοση. Να μην ξεχνούμε το χρέος μας και την υπόσχεση προς τους ήρωες και μάρτυρες της ρωμαίικης ιστορικής συνέχειας: Πως δε θα πάψουμε, όσο ζούμε, με κάθε τίμημα, να αγωνιζόμαστε στέρεοι και αποφασιστικοί μέχρι θυσίας, να τους μιμηθούμε. Και ιδιαίτερα σήμερα, που οι ύστεροι καιροί μάς προκαλούν και μάς προσκαλούν, να διαμηνύουμε στεντορείως, μαζί με τον Ιωσήφ τον Βρυέννιο, το αφυπνιστικό παρακέλευμα:
«Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας· ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα· εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα». Γένοιτο!