Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

...προ ολίγου χρόνου στο Κολυμπάρι έγινε, για να επιτρέψει στο διάβολο να αιματοκυλήσει τη γη...

Θερμή προς όλους παράκληση: Δώστε, όσο μεγαλύτερη καλύτερη προσοχή μπορείτε.
Και τούτο επειδή, ακριβώς, δεν είμεθα σε «καφενείο», αλλά σε «τόπο ιερό». Πράγμα που σημαίνει πως δεν ακούμε απλώς το λόγο του όποιου ανθρώπου, αλλά το Ευαγγέλιο, δηλαδή, αυτό που λέει, αυτό που θέλει ο Θεός.
Ακούσατε λοιπόν τι μας είπαν, πρότινος, άλλοι, «αγιότεροι» και εγκρατέστεροι, εκ της θέσεώς τους, άνθρωποι;

«Να περιμένουμε, μιας και στην Ανάσταση δεν μπορέσαμε να γιορτάσουμε, (καθώς, δυστυχώς, αυτοί δεν μας το επέτρεψαν) να έλθουν τα «σαράντα» για να κάνουμε «Επίσημο Μνημόσυνο».
Μας παρακαλούν, λοιπόν, να περιμένουμε την Ανάσταση. Αλήθεια, πιστεύουν πως όλοι έχουμε πάθει τη ζημιά τους;
Όχι βέβαια. Κάποιοι «εμωράνθησαν» ή, κατά το κοινώς λεγόμενο, εκείνοι χάσανε τα λογικά τους, και δεν έχει σημασία πως είναι οι επιφανείς, αφού αυτούς, μάλλον, μωραίνει ο Θεός και όχι, ασφαλώς, για τις όποιες αμαρτίες τους, αλλά για την, χωρίς προηγούμενο, εις βάρος Εκείνου ασέλγειά τους: «Πάσα αμαρτία και βλασφημία αφεθήσεται τοις ανθρώποις, η δε του Πνεύματος βλασφημία ουκ αφεθήσεται τοις ανθρώποις… ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι».
Λέτε, μήπως, και οι «εις τόπον», όχι όμως «και τρόπον», των Αποστόλων καθήμενοι, από τον φόβο των Ιουδαίων, τάχα, να έχουν φθάσει σε ένα τέτοιο παραλογισμό;
Μιας, λοιπόν, και τόλμησα να το ρωτήσω και χωρίς καθυστέρηση μου συνέστησαν πως, επειδή εγώ παραλογίζομαι, πρέπει να βρω «γιατρό»-ψυχίατρο, να τον επισκεφθώ, οφείλω τώρα χρεωστικώς πλέον να πω.
Πως, ασφαλώς, επειδή τον ψυχίατρο, ως τον, κατ’ εξοχήν, γιατρό αναγνωρίζουν, αυτόν και μου πρότειναν να βρω.
Θέλω, λοιπόν, σήμερα μαζί σας, καθώς χάριτες οφείλω στους άκοντας ευεργέτες μου, να δούμε ποιος χρειάζεται ψυχίατρο και επειδή αυτό εύκολα για τον άνθρωπο της πίστης διαπιστώνεται, ας δούμε έτσι, προσεκτικότερα, ποιος όντως είναι «των ψυχών και των σωμάτων Ιατρός».
Αλήθεια, για ρωτήστε τους: Δική Του ή δική μας η Ανάσταση; Και ποιος, λοιπόν, τότε απ’ όλους το όρισε αυτό;
Θεμελιώδες το ερώτημα, αλλά ποιος τώρα να το απαντήσει; Θα επικαλεσθούμε, λοιπόν, αδιάψευστο μάρτυρα, όπως λέγει σε αντίστοιχη περίπτωση ο άγιος Αμφιλόχιος ο Επίσκοπος Ικονίου, τον του Θεού Λόγο: «Επειδὴ γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεὸς δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας. Επειδὴ και Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Χριστὸν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστὸν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν».
Και επειδή εκείνοι, πάλι, θα επιμένουν να λένε πως είναι της Πίστης μας οι άνθρωποι, δηλαδή οι ξεχωριστοί, άλλο και τούτο προς εξέταση γεγονός.
Ποιας, αλήθεια, πίστης; Ασφαλώς, ως μιας τέτοιας πίστης άνθρωποι- ως δέσμιοι, δηλαδή, του «μυστικού τους σκοταδισμού», δεν πρόκειται να μας αποκαλύψουν πράγμα μέγα για το μπόι τους, φρικτό όμως για την αθλιότητά του.
Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο η δικιά μας, πλέον, «αναίδεια» οφείλει, αναντίρρητα, να σταθεί, ορθώς να αντισταθεί δηλαδή («Σοφία ορθοί»).
Χωρίς, λοιπόν, να ρωτήσουν καν της Πίστης μας τον «Άρχοντα», ξεδιάντροπα-ξετσίπωτα πλέον, εις την οριστική τελείωση- «θανάτωσή» Του προχώρησαν.
Δεν χρειάσθηκε αυτή τη φορά κανείς Πιλάτος, ούτε της κοσμικής εξουσίας άλλος τις, καθώς τώρα εντέλλεται ανήρ πάσης αρχής.
Έτσι, όχι απλώς τα εγκόσμια, αλλά και τα επουράνια έγιναν ένα, προκειμένου το «σύμπαν» να υπακούσει, πλέον, σε «τυραννικό πρόσταγμα», σε παγκόσμιου κυβερνήτη εντολή.
Τύραννος, δηλαδή, ο άρχων; Πείτε μου, αλήθεια, ποιος θα μπορούσε κάτι τέτοιο, κατά τον εικοστό πρώτο αιώνα, να διανοηθεί;
Γι’ αυτό, λοιπόν, επειδή από το μυαλό των «ασεβών» ανθρώπων δεν πέρασε, με ευκολία απίστευτη το πέτυχε ο μέχρι πρότινος της Εκκλησιαστικής αρχής ανήρ.
Ενώ, έως τώρα, το Πάσχα, δηλαδή η του Χριστού μας Αγία Ανάσταση, γιορταζόταν όπως ο Ίδιος το όρισε και, ασφαλώς, όχι με λόγια αλλά με το Γεγονός, τώρα ποιος, αλήθεια, είπε το Πάσχα να μετατεθεί, και έτσι, από Ανάσταση σε τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο, να μεταβληθεί;
Χωρίς την όποια τυχόν πιθανολόγηση, πρέπει να είναι εκείνος που την αδιάκοπη συνέχεια-Παράδοση των αγίων του Θεού «μαθητών» διέκοψε, καθώς την βρήκε αντιτείνουσα εις την δική του προκοπή.
Έτσι, λοιπόν, αντί των αγίων, ως «εν Αγίω Πνεύματι» Οικουμενικών Συνόδων, που θεοπρεπώς όριζαν, εισήγαγε ψευδοσυνόδους προκειμένου να πηγαίνουν τα πράγμα στου διεστραμμένου ανθρώπου τη βουλή.
Αναπόδραστα, γι’ αυτό, μας προέκυψε η τελευταία, ως «κορυφαία» ή, αληθινά, τραγική.
Αυτή που προ ολίγου χρόνου στο Κολυμπάρι έγινε, για να επιτρέψει στο διάβολο να αιματοκυλήσει τη γη.
Ναι, καθώς, στην τάχα, αγία Σύνοδο, -λέγε, ιεροπρεπέστερα-, του αφεντικού τη συμμάζωξη, αντί να αναθεωρηθεί η «υποβόσκουσα» πλάνη, προχώρησαν οι αθεόφοβοι στην πλήρη άρνηση της εν Χριστώ Αποκαλύψεως, στο ξεθεμελίωμα της εν αγίω Πνεύματι ζωής.
Επανελήφθη, δυστυχώς, έτσι εκεί, σε μεταγενέστερο βεβαίως χρόνο, το ποτέ άνομο του Ηρώδη συμπόσιο, όπου τώρα συμφωνήθηκε «η πράσις και η παράδοσις» του Δεσπότου και μόνου Κριτή.
Γνωρίζει καλά, βλέπετε, ο «εγκληματίας» τη δουλειά του. Γι’ αυτό και επιλέγει την ώρα.
Τότε, δηλαδή, που είναι βέβαιος ή νομίζει, εν προκειμένω, πως ο Οικοδεσπότης έχει κοιμηθεί («αναπεσὼν εκοιμήθης ως λέων και ως σκύμνος· τις εγερεῖ αυτόν;»)
Δεν θέλω να το πιστέψω πως το πράγμα έτσι τολμηρά αθεόφοβα έγινε, οφείλω όμως να το παραδεχτώ, καθώς, με βεβαιότητα, εκεί οδηγεί η απόγνωση.
Κανείς, λοιπόν, των «αγίων» αρχιερέων, τότε δεν κατάλαβε τι ακριβώς έγινε; Τι φρικτό!
Πώς, λοιπόν, είναι βλάσφημο το αν πεις ότι συμμετείχαν προσδοκώντας δόξα και χρυσό;
Ζούσαν αδιαπραγμάτευτα μια ξεχωριστή πεντηκοστή. Και, ασφαλώς, πολύ πιο ενδιαφέρουσα από την άλλη, την του Αγίου Πνεύματος πριν από αιώνες στην Ιερουσαλήμ.
Μπορούσε, άραγε, κάποιος, σε μια τέτοια «μέθη», κάτι ξένο-παράξενο ή ανόσιο να υποψιαστεί;
Γι’ αυτό τότε, δια της αγίας, τάχα, ψήφου τους συμφώνησαν να συντελεσθεί το έγκλημα, μιας και ο καθένας τους, σε χαμηλότερη, βεβαίως, κλίμακα από τον πρώτο, βολευόταν.
Και τώρα, να, «θλίβονται» με του κορωνοϊού την επίσκεψη. Αυτό, λοιπόν, δεν είναι τίποτε.
Το μεγιστοποιούν, παρά ταύτα, προκειμένου να κρύψουν, όπως πιστεύουν, το ανοσιούργημα.
Αλήθεια, όμως, από ποιόν;
Εμείς είπαμε, είμεθα «τυφλοί», είμεθα «φτωχοί», είμεθα αυτοί που δεν μπορούν, είμεθα οι «ανάπηροι».
Πως, λοιπόν, να μπορέσουμε να καταλάβουμε των «αγίων ανδρών» τα κατορθώματα;
Εξουσιοδότησαν, λοιπόν, τον πρώτο, νομιμοποίησαν ουσιαστικά, δηλαδή, την ανομία, ως την ασυδοσία του, και έτσι έχουμε, τώρα, Παποκαισαρισμό.
Μπράβο, προοδευτικοί «φιλάνθρωποι»-απάνθρωποι, μας γυρίσατε πίσω μονοκονδυλιά στο μεσαίωνα!
Αυτό κι αν είναι έγκλημα! Ναι, επέτρεψαν σε κείνον να χριστεί όχι απλώς Πάπας, αλλά και Καίσαρας της Οικουμένης.
Άνδρες και γυναίκες των δημοκρατικών αρχών τι γίνατε; Είδατε σεις οι αντιφρονούντες τι πετύχατε;
Μην ανησυχείτε, όμως, διότι τάχιστα θα δώσει λύση ο Θεός. Ναι, θέλει και σεις να πιστέψετε, καθώς Εκείνος αγαπά όλους τους ανθρώπους όπου γης.
Ας είναι, λοιπόν, η αποφράδα αυτή μέρα, αρχή σωτηρίας. Τούτο, λοιπόν, το ανοσιούργημα είναι που κάνει, τραγικά «κορυφαία», ως μοιραία, τη Σύνοδο στο Κολυμπάρι καθώς δεν άφησε τίποτα όρθιο από όσα άγια και ιερά παραλάβαμε.
Ξεθεμελίωσε, κυριολεκτικά, την Πίστη, άφησε την ύπαρξη χωρίς Πνοή!
Ήταν, βλέπετε και των θυρών κεκλεισμένων, καθώς μέσα ήταν μόνο οι χαρισματικοί - αντίχριστοι.
Πώς λοιπόν να επιτραπεί να «παρεισφρήσουν» πιστοί-απλοί-σαλοί;
Τι κρίμα! Κλειστό κλαμπ η Σύναξη-Σύνοδος της Εκκλησίας!
Μπορούσε, λοιπόν, να έχει θέση σε μια τέτοια δουλειά συμμάζωξη των «τεχνολόγων, ως αλόγων»-ραδιούργων, ο Χριστός;
Αυτόν θα ρωτούσαν ή το Άγιο Πνεύμα για το πώς θα κάνουν ένα τέτοιο αθεόφοβο- θεοστυγές έγκλημα που είχαν στήσει;
Πώς;
Σας παρακαλώ, μη παρασύρεστε, εφ’ όσον, βεβαίως, το αντέχετε και, επειδή, δεν θέλουμε να πείσουμε κανένα από εκείνους που πιστεύουν πως η εκτροπή είναι «οδός» σώζουσα.
Μην ενοχλείσθε.
Πάσχα, λοιπόν, μετά από σαράντα μέρες; Καλά, «άγιοι του Θεού άνθρωποι», τι φανταστήκατε;
Πως ο Χριστός από Αθάνατος Βασιλιάς, χρειάζεται τώρα από λεβέντες σαν κι εσάς Μνημόσυνο;
Δεν νίκησε, εν τέλει τον θάνατο;
Μέχρι πρότινος λέγαμε πως αυτό το ισχυρίζονταν βλάσφημα αυτοί που τον σταύρωσαν, μιας και δεν πίστευσαν στην Ανάσταση.
Τώρα ξαφνικά τι έβγαλε η «κούτρα» σας; Για ποιον λόγο ομοφωνήσατε με τους αντίχριστους;
Εσείς, ασφαλώς, από προσωπική εμπειρία το γνωρίζετε, αλλά «δια τους όρκους και τους συνανακειμένους»- ομοτράπεζους δεν θα το ομολογήσετε.
Έτσι, λοιπόν, για τους αφελείς, άλλα προφασίζεστε. Και δεν φτάνει αυτό.
Θέλετε λοιπόν, έχετε απαίτηση, ως θρασύδειλοι, και ως θεοφόρους άνδρες, να σας πιστέψουμε και, ως θεοφιλείς, να σας αποδεχθούμε.
Θα μπορούσε ενδεχομένως και αυτό, μέσα στο σκοτάδι του φόβου μας, να συμβεί. Έχουμε, όμως, δόξα στο Θεό, Ανάσταση και έτσι πλέον τίποτε βρώμικο δεν μπορεί να κρυφθεί και πανικό να μας προκαλέσει.
Καθώς, λοιπόν ο Θεός, δόξα να έχει, ξαναλέω και δεν θα παύσω να το λέω όσο ζω, δεν μας έκανε ανόητους, δηλαδή «φοβικούς», οφείλουμε, τώρα, όχι, όπως τότε που υποψιαζόμεθα και, συνεσταλμένα, το διατυπώσαμε, αλλά με παρρησία πλέον την φρικτή του Αντιχρίστου παρουσία να καταγγέλλουμε.
Αλήθεια όμως, ποιος φαντάσθηκε πως είναι; Δεν έχει συνειδητοποιήσει, άραγε, πως έχει υποστεί τριπλή διαγραφή(ΧΧΧ) από τον Ένα και Μόνο;
Εσείς δεν καταλάβατε πως την τιμή την έχει πλέον από το διάβολο και όχι από τον Θεό;
Ασφαλώς και ποτέ δεν πίστεψε, όπως φαίνεται, σε Αναστημένο Χριστό.
Τον χρησιμοποίησε βεβαίως επαγγελματικά προκειμένου να κάνει τις «επιχειρήσεις», να πετύχει στις βλέψεις του και τώρα τον πρόδωσε, στην κυριολεξία ως απόβλητο τον πέταξε.
Ναι, πρόδωσε τον ατίμητο! Ως προδότη, λοιπόν τώρα, να τον σεβαστούμε;
Ή ως εις γενναίο άνδρα, μπροστά του με δέος να σταθούμε; Όχι. Έχει εκείνους που θα του αποδώσουν τέτοιες τιμές.
Εμείς στον για μια φορά ακόμα προδομένο Ιησού οφείλουμε να στραφούμε και από τη βλασφημία τους να ζητήσουμε να απαλλαγούμε.
Γι’ αυτό και οφείλουμε όχι μόνο με παρρησία το έγκλημα της Ύβρεως να καταγγέλλουμε, αλλά και την Ανάσταση με πίστη βεβαία να ομολογούμε.
Μιας, λοιπόν και εσείς δεν νιώθετε Θεία Χάρη, καθώς, με άλλο τρόπο, δυστυχώς, έχετε την Πεντηκοστή (χάριτι των κρατούντων-δυναστών του κόσμου) επιτρέπει και σε μας ο Θεός, όχι επειδή είμαστε οι ενάρετοι, αλλά, ως οι, κατ’ εξοχήν, αμαρτωλοί, που δεν απομακρυνόμεθα όμως από το έλεός Του, την ευεργεσία Του να ομολογούμε.
Είδατε, τώρα, που έχουμε εμείς οι αφελείς την απαίτηση να ομολογήσετε σεις Χριστόν Αναστάντα!
Πάει, λέτε, Αυτός σταυρώθηκε, δεν έχει, δεν μπορεί να μας προσφέρει τίποτε σήμερα.
Πάει και η ανύπαρκτη για σας Χάρις του Παναγίου Πνεύματος και έτσι, αλήθεια, τι παραπόμεινε;
Ένας, ψευδοθεός.
Ναι, γιατί ο Θεός της Βίβλου είναι άλλος! «Είναι Θεός ζώντων και ουχί νεκρών».
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον ο τίμιος Πρόδρομος έλεγε στους αμετανόητους και, κατά τούτο, καπήλους-καιροσκόπους, που ζήταγαν, τάχα, βάπτισμα, για να μπορούν να κυκλοφορούν, ως αθώες περιστερές, στην κοινωνία: «ποιήσατε ουν καρπούς αξίους της μετανοίας και μη άρξησθε λέγειν εν εαυτοίς, πατέρα έχομεν τον Αβραάμ˙λέγω γαρ υμίν ότι δύναται ο θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ».
Τι φρικτό, Θεέ μου!
Οι ως «λύκοι βαρείς»-ψευδοποιμένες, άφησαν αποίμαντα τα πρόβατα.
Θεέ μου, δεν έχω να προσθέσω άλλο τίποτα, καθώς εσύ, ως συνεπής στο Λόγο Σου, θα προφθάσεις!