Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Ὁ Καραϊσκάκης καὶ οἱ τωρινοὶ καντιποτένιοι

«Ὅλοι σὰν ἕνας, ναὶ χτυποῦν, ὅμως ἐσὺ σὰν ὅλους» 
Δ. Σολωμὸς 
Ἐπίασε στὸ στόμα του ὁ γνωστὸς κ. Ἄρ. Χατζής, ὁ ὑβριστὴς καὶ τοῦ Καποδίστρια, τὸν Καραϊσκάκη, τὸν σταυραετὸ τῆς Ρούμελης. Ἀνήκει ὁ ἐν λόγω προφέσορας στὴν Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν σπίλωση μᾶλλον καὶ ὄχι τὴν προβολὴ τοῦ "Εἰκοσιένα". "Εἰκοσιένα" ποὺ ἐδῶ καὶ δεκαετίες τὸ μαγαρίζουν, θεωρώντας τὸ ταξικὴ ἐξέγερση, ἀκολουθώντας τὶς ἀσχημονίες τοῦ Κοδράτου, καὶ τὴν ἐκκλησία, τὴν ἑλληνοσώτειρα κατὰ τὸν Ζαμπέλιο, τὴν ἐλέγχουν γιὰ δοσιλογισμὸ καὶ συνεργασία μὲ τοὺς Τούρκους γιὰ κατάπνιξη τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος. Θολοκουλτουριάρηδες τῆς μίας πεντάρας, ποὺ ἐξεμέουν ὀχετὸ ψεμάτων κατὰ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ ἁγίου ἐθνοϊερομάρτυρος Γρηγορίου τοῦ Έ. Ποῦ ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξη τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ, γιατί ἀκριβῶς ἦταν κατόρθωμα τῆς ἐκκλησίας. Ἐκκλησιομάχοι ποὺ ὅ,τι ἀνθελληνικὸ καὶ σάπιο κυκλοφορεῖ τὸ υἱοθετοῦν μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ πείθουν τοὺς κρετίνους πού τοὺς ψηφίζουν, ἀσχολοῦνται μὲ ποιόν; Τὸν Καραϊσκάκη. Καὶ ἐπιστρατεύουν μία φράση ποὺ ἀμφισβητεῖται ἂν τὴν εἶπε ὁ στρατηγός...
Ναί, εἶναι ἀλήθεια ὅτι χρησιμοποιοῦσε «ἐλευθεροστομίες ἀμέτρους». Στοὺς δρόμους μεγάλωσε, ὑστερούμενος, κακουχούμενος, χλευαζόμενος, πεινῶν καὶ γυμνητεύων. Δὲν πῆγε σὲ κολέγια οὔτε σὲ σχολειὰ τῆς ἀλλοδαπῆς. Αὐτὴ τὴν γλώσσα ἄκουγε στοὺς δρόμους, τὰ σοκάκια καὶ τὶς σπηλιὲς ποὺ...

μεγάλωσε. Καὶ ἐξάλλου τοῦ Καραϊσκάκη, τοῦ ἥρωα Κλεφταρματολοῦ, ποὺ πελέκησε ἀμέτρητα τούρκικα κεφάλια, τὶς λεβέντικες, αὐθόρμητες ἀθυροστομίες τοῦ τὶς ἀκοῦς καὶ γελᾶς καὶ δακρύζεις ἀπὸ συγκίνηση. Τὶς ἴδιες, ὅταν τὶς ἐκστομίζει ὁ κάθε τζιτζιφιόγκος καλοπερασάκιας τῆς σήμερον, ἰδίως σκύβαλα ποὺ ὑποστήριξαν τὴν προδοσία τῆς Μακεδονίας -καὶ ὄχι μόνον- νιώθεις σιχασιά. 

Ἦταν ὁ Καραϊσκάκης πιστότατος καὶ μάλιστα μὲ ἰδιαίτερο σεβασμὸ στὴν Παναγία τὴν Προυσιώτισσα. Ὁ Καραϊσκάκης ἀφιέρωσε στὴν Παναγία τὴν Προυσιώτισσα τὸ ἀσημένιο κάλυμμα τῆς εἰκόνας της, μὲ τὰ τρία παράσημά του, τὰ ἀσημένια ἀστέρια, εἰς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης. Συγκεκριμένα, ὁ στρατηγὸς ποὺ ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ θέρμη (ἐλονοσία), ἔταξε στὴν Παναγιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὴ γιατρειά, ὥστε νὰ συνεχίσει τοὺς ἔνδοξους ἀγῶνες του γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους, καὶ θὰ τὴν ἕντυνε μὲ ἀργυροχρυσὸ πουκάμισο. Πράγματι, γιατρεύτηκε μὲ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῆς Παναγίας μας, κατὰ τὴν παραμονή του στὴ Μονή.



Διαβάζω στὸ παλιὸ περιοδικὸ «ΓΝΩΣΕΙΣ» τὸ ἑξῆς. «Στὰ 1824 ὁ Καραϊσκάκης ἄρρωστος καὶ καταδιωκόμενος ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἀναγκάστηκε νὰ καταφύγει στὴ Δομνίτσα ὅπου ἔμεινε ἐπὶ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα φιλοξενούμενος ἀπὸ τοὺς φίλους του Γιολδασαίους. Κατὰ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του ὁ ἄρρωστος στρατηγὸς κάλεσε κοντὰ του τὸν ἱερέα πάπα -Γιάννη Φαρμάκη γιὰ νὰ δεηθεῖ ὑπὲρ τῆς ἀναρρώσεώς του. Μόλις εἶδε τὸν ἱερέα νὰ μπαίνει μέσα στὸ σπίτι ὁ Καραϊσκάκης σηκώθηκε ὄρθιος καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τοῦ εἶπε: Παππούλη μου δὲν μὲ νοιάζει ἂν πεθάνω. Ἐγὼ ἔκανα τὸ κατὰ δύναμιν γιὰ τὸ Ἔθνος. Παρακάλα τὸν Θεὸ νὰ γίνω καλὰ γιατί ἴσως μὲ χρειασθεῖ ἀκόμα ἡ Πατρίδα». Αὐτὸς ἦταν ὁ σταυραϊτὸς τῆς Ρούμελης. Ἕλληνας ἁγνός, ἔχοντας μαζεμένα στὴν ἠφαιστειώδη ἰδιοσυγκρασία του ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς Πονεμένης Ρωμιοσύνης, ἐξυπνάδα, παλληκαριά, αὐτοθυσία, μεγαλοψυχία, τιμιότητα καὶ φιλότιμο. Ἡ τόλμη του στὴν μάχη ἄγγιζε τὰ ὅρια τοῦ παραλογισμοῦ, ὁ Καραϊσκάκης πολεμοῦσε μπροστὰ καὶ πρῶτος. Ὁ Κολοκοτρώνης, ποὺ ἀντιλήφθηκε τὸν κίνδυνο νὰ χαθεῖ ὁ ἀρχηγός, τὸν ὁρμηνεύει διὰ χειρὸς τοῦ γραμματικοῦ του Μιχάλη Οἰκονόμου: 


«Ἀδελφὲ καὶ παιδί μου Καραΐσκακη… 


Τὸ βόλι τοῦ ἐχθροῦ σκοπεύει καὶ κυνηγεῖ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τους διακρινόμενους ὡς ἀξιωματικούς, καὶ δὲν διακρίνει, οὔτε ἐντρέπεται, οὔτε σέβεται ἢ φοβεῖται τινά. […] Πρόσεχε τὸν Καραισκάκην! Ὄχι διὰ τὸν Καραισκάκην αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τὴν πατρίδα, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνήκει καὶ εἶναι πολὺ χρήσιμος! Ἂν ὁ Θεὸς μὴ τὸ δώσει (ὁ λόγος θάνατον δὲ φέρνει!) κτυπηθῆς σύ, ἤξευρε ὅτι στρατόπεδον ἑλληνικὸν εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα ἢ ὑπὲρ τῶν Ἀθηνῶν δὲν ὑπάρχει». Καὶ δυστυχῶς ἐπιβεβαιώθηκε ὁ Γέρος τοῦ Μοριὰ στὴν πανωλεθρία τοῦ Φαλήρου. 

Χαρακτηριστικό της εὐφυίας του καὶ αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Δημήτρης Φωτιάδης στὴν βιογραφία του. «Ἔσερνε ἕνα γυναικεῖο παλιοβρακο, γνωστὸ σ’ ὅλο τὸ ἀσκέρι του μὲ τ’ ὄνομα τὸ βρακὶ τῆς Κατερίνας, ποὺ τὸ φόραγε στοὺς φοβιτσιάρηδες». 

Ὅταν ἡ πατρίδα κινδύνευε καὶ ἤθελε ὁ στρατηγὸς νὰ στρατολογήσει πολεμιστὲς πήγαινε στὰ χωριὰ καὶ τοὺς μάζευε. Ὅσους κρύβονταν, τοὺς κιοτῆδες, «τὶς σαπιοκοιλιές», ὅπως τοὺς ὀνόμαζε ὁ Καραϊσκάκης, τοὺς ξετρύπωνε καὶ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ φορέσουν «τὸ βρακὶ τῆς Κατερίνας». (Ἡ Κατερίνα ἦταν περιβόητο γιὰ τὴν ἐλευθεριότητά του γύναιο τῆς περιοχῆς). Ὅσοι λαγόκαρδοι φοροῦσαν «τὸ βρακὶ» ντροπιάζονταν διὰ βίου καὶ συνήθως ἐξαφανίζονταν, γιὰ νὰ γλιτώσουν τὸν περίγελω τοῦ κόσμου καὶ κυρίως τῶν οἰκείων τους, μανάδων, ἀδελφῶν καὶ γυναικών. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια «μιλοῦσαν οἱ καρδιές, τώρα μιλοῦν τὰ χρήματα». (Κανάρης). 

Οἱ λιποτάκτες ἀτιμάζονταν ὡς ἀνάξιοι τῆς πατρίδας. Ἀναστήθηκε τὸ Γένος ἀπὸ ἀνθρώπους «τρελοὺς» σὰν τὸν Καραϊσκάκη, ποὺ μὲ τὶς ἠρωϊκὲς «ἀποκοτιὲς τους» ἔδιναν θάρρος. Χαρακτηριστικὸ τὸ παρακάτω ἐπεισόδιο, τὸ ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Φωτιάδης (σέλ. 111). Συνήθιζε στὶς μάχες ὁ στρατηγὸς νὰ προκαλεῖ τοὺς Τούρκους μὲ βρισιὲς καὶ χοντρὰ πειράγματα. Κατὰ τὸν Παπαρρηγόπουλο, «τοῦτο τὸ ἔκαμεν ὄχι ὡς αἰσχρουργός, ἀλλὰ διὰ νὰ προξενῆ καὶ θάρσος εἰς τοὺς ἐδικούς του συντρόφους· διότι τότε τρεῖς χιλιάδες Τοῦρκοι ἐνικήθησαν ἐξαιτίας του, ἀπὸ πολλὰ ὀλίγον ἀριθμὸ Ἑλλήνων». «Μέσα στὸ ξάναμμα τῆς μάχης», (στὸ Κομπότι, στὶς 8 Ἰουνίου τοῦ 1821), τοὺς φωνάζει. 

– Οὐχά, κιοτῆδες, σταθεῖτε ὠρὲ νὰ πολεμήσετε! 

– Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ὠρέ, που θὰ μᾶς πεῖς κιοτῆδες; 

– Εἶμαι ὁ γιὸς τῆς καλογριᾶς καὶ σᾶς χέζω! 

– Ἐμᾶς, γκιαούρη, χέζεις; 

– Ἐσᾶς μεμέτηδες! 

– Περίμενε, μπάσταρδε, νὰ σὲ πιάσουμε, νὰ σὲ σουβλίσουμε καὶ τότες βλέπεις τί θὰ κρένει ὁ πισινός σου! 

– Ἐμένα, ὠρέ, θὰ σουβλίσετε; 

– Ἐσένα, ὠρέ, Καραϊσκάκη! 

– Ἂμ τότες σταθῆτε ν’ ἀκούσετε ἀπὸ τώρα τί κρένει (=λέει) ὁ πισινός μου! 

Πηδάει πάνω σ’ ἕνα βράχο, ξεβρακώνεται, τεντώνει γυμνὸ τὸν κῶλο του στοὺς ὀχτροὺς καὶ τοὺς φωνάζει: 

– νὰ ὠρὲ Τοῦρκοι…! 

Ἦταν ὅμως κρυμμένος κοντὰ ἕνας Τοῦρκος, τὸν πυροβόλησε καὶ εἶδε καὶ τρόμαξε νὰ γιατροπορευτεῖ ἀπὸ τὸ βόλι ποὺ τὸν βρῆκε «στὰ μεριά». Ὅταν ὅμως ἔγινε τὸ βαυαροκρατούμενο κρατίδιο οἱ ἀγωνιστὲς παραμερίστηκαν καὶ τὰ ἀξιώματα πήγαιναν στοὺς ἀπειροπόλεμους πολιτικάντηδες, στὸ ζυμάρι τῶν Τούρκων. Καὶ ἐπιδαψίλευαν τοὺς ἑαυτούς τους μὲ γελοιωδέστατους τίτλους. «Ἔλεγε ὁ Κολοκοτρώνης καταγελῶν: καὶ εὐγενέστατον καὶ πανευγενέστατον καὶ ἐνδοξότατον καὶ ἐκλαμπρότατον καὶ ἐξοχότατον καὶ μεγαλειότατον μὲ ὀνόμασαν, μόνο τὸν τίτλο τοῦ παναγιότατου δὲ μ’ ἔδωκαν». (Σπηλιάδης, «Ἀπομνημονεύματα», τόμ. Γ΄, σέλ. 38). 

Πέθανε λαβωμένος θανάσιμα ὁ ἥρωας ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ 23 Ἀπριλίου τοῦ 1827. Ὁ Μακρυγιάννης σώζει τὰ τελευταία λόγια το καπετάνιου: «…Τότε σὲ ὀλίγον μαθαίνω ὅτι βαρέθη ὁ Καραϊσκάκης. Πάγω ἐκεῖ· μαζευόμαστε, τηράμεν· ἤτανε βαρεμένος εἰς τ ἀσκέλι παραπάνου, εἰς τὰ φτενά. Μαζωχτήκαμεν ὅλοι ἐκεῖ ὅλοι. Μᾶς εἶπε μὲ χωρατά· “Ἐγὼ πεθαίνω· ὅμως ἐσεῖς νὰ εἶστε μονοιασμένοι καὶ νὰ βαστήξετε τὴν πατρίδα”. Τὸν πῆγαν εἰς τὸ καράβι. Τὴν νύχτα τελείωσε καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὴν Κούλουρη καὶ τὸν τάφιασαν». Λίγο πρὶν ξεψυχήσει παραμιλώντας μουρμούριζε: «Θεέ μου ἐγὼ ἐδούλεψα τὸ ἔθνος μου, ἔκαμα τὸ χρέος μου ὅσο μποροῦσα, λευτέρωσε μὲ ἀπὸ τοὺς πόνους». Ἔκαμε τὸ χρέος του… 

Ὁ Κασομούλης ἀναφέρει πὼς ὅταν τὸ ἔμαθαν οἱ Τουρκαλβανοὶ φώναζαν στοὺς φρουροὺς τῶν ἑλληνικῶν θέσεων: «Ὠρέ! ὁ Καραϊσκάκης ὁ γιὸς τῆς καλόγριας πέθανε. Ὅλοι νὰ βάλετε μαῦρα, γιατί ἄλλον σὰν κι αὐτὸν δὲν ἔχετε». 

Αὐτὸς ἦταν ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ τὰ ἐκλεκτότερα παλληκάρια ποὺ κοσμοῦν τὸ Εἰκονοστάσι τοῦ Γένους. Καὶ ἐδῶ ταιριάζει τὸ κοινῶς λεγόμενο: νὰ πλένουν τὸ στόμα τους, κάτι καντιποτένιοι, ὅταν μιλοῦν γιὰ τὸν Γεώργιο Καραϊσκάκη.