Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Κυριακή της Σαμαρείτιδος - Μία μοναδική συνάντηση!

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Ε΄ Πράξεων: Πράξ. ια΄ 19-30
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ἰωάν. δ΄ 5-42
1. ΤΟ Α­ΘΑ­ΝΑ­ΤΟ ΝΕ­ΡΟ
Ὁ Κύ­ρι­ός μας ἔ­πει­τα ἀ­πό με­γά­λη ὁ­δοι­πο­ρί­α φθά­νει κα­τά­κο­πος μέ­σ’­τό κα­τα­με­σή­με­ρο κοντά στήν πό­λι τῆς Σαμα­ρείας Συ­χάρ. Καθώς οἱ μα­θη­ταί φεύ­γουν στήν πό­­­λι γι­ά νά ἀ­γο­ρά­σουν τρό­φι­μα, ὁ Κύ­ρι­ος κά­θε­ται μό­νος του πλά­ϊ σ’ ἕ­να πη­γά­δι πού πρίν ἀ­πό αἰ­ῶ­νες εἶ­χε ἀ­νοί­ξει ὁ Ἰ­α­κώβ. Σέ λί­γο ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἡ­συ­χί­α δι­α­κό­πτε­ται κα­­­θώς πλη­σι­ά­ζει ἐ­κεῖ μι­ά γυ­ναῖ­κα Σα­μα­ρεί­τι­δα μέ τή στά­μνα της γι­ά νά πά­ρῃ νε­ρό. Ξα­φνι­ά­ζε­ται κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ὅ­ταν ἀ­κού­ῃ τόν Κύ­ρι­ο νά τῆς ζη­τᾷ λί­γο νε­ρό γιά νά πι­ῇ· γι’ αὐ­τό καί ἀ­μή­χα­νη τόν ρω­τᾶ μέ ἀ­πο­ρί­α:   
– Πῶς ἐ­σύ ἕ­νας Ἰ­ου­δαῖ­ος ζη­τᾶς ἀ­πό ἐμέ­να, μι­ά Σα­μα­ρεί­τι­δα νά σοῦ δώ­σω νε­ρό; (Δι­ό­τι οἱ Ἑ­βραῖ­οι καί οἱ Σα­­μα­ρεῖ­τες εἶ­χαν με­γά­λη ἔ­χθρα με­τα­ξύ τους­).
– Ἐ­άν γνώ­ρι­ζες, ἀ­πα­ντᾶ ὁ Κύ­ρι­ος, τήν δω­ρε­ά τοῦ Θε­οῦ καί ποι­ός σοῦ ζη­τᾶ νε­ρό, ἐ­σύ θά μοῦ ζη­τοῦ­σες νά σοῦ δώ­σω νε­ρό τρε­χού­με­νο πού δέν στε­ρεύ­ει πο­τέ.
– Κύ­ρι­ε, λέ­γει ἔκ­πλη­κτη ἡ Σα­μα­ρεί­τι­δα, ἐ­σύ οὔ­τε δο­χεῖ­ο ἔ­χεις καί τό πη­γά­δι εἶ­ναι βα­θύ. Ἀ­πό ποῦ λοι­πόν ἔ­χεις τό τρε­χού­με­νο νε­ρό; Καί ἡ ἀ­πά­ντη­σι τοῦ Χρι­στοῦ μας ἀ­κα­τα­νό­η­τη καί συ­γκλο­νι­στι­κή: Κά­θε ἄν­θρω­πος πού πί­νει ἀ­π’ τό νε­ρό αὐτό τοῦ πῆ­γα­δι­οῦ, θά δι­ψά­σῃ καί πά­λι. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού θά πι­ῇ ἀ­πό τό νε­ρό πού ἐ­γώ θά τοῦ δώ­σω, δέν θά δι­ψά­σῃ πο­τέ, ἀλ­λά τό νε­ρό αὐ­τό θά γί­νῃ μέ­σα του πη­γή ὕδατος πού θά ἀναβλύζῃ δι­αρ­κῶς καί θά τοῦ με­τα­δί­δῃ αἰ­ώ­νι­ο ζω­ή.
Καί ἡ γυ­ναῖ­κα μέ λα­χτά­ρα τοῦ λέ­γει: – Δός μου Κύ­ρι­ε, ἀ­π’ αὐ­τό τό νε­ρό, γι­ά νά μήν δι­ψῶ πλέ­ον καί νά μήν ἀ­να­γκά­ζο­μαι νά ἔρ­χω­μαι ἐ­δῶ γι­ά νά βγά­ζω νε­ρό.
Ἡ κρί­σι­μη στι­γμή λοι­πόν ἔ­χει φθά­σει καί ὁ Κύ­ρι­ος μέ μί­α ἀ­προσδόκητη προτροπή ξυ­πνᾶ τή ναρ­κω­μέ­νη συ­νεί­δη­σί της: – Πή­γαι­νε, τῆς λέ­γει, στόν ἄν­δρα σου κι ἐ­λᾶ­τε μα­ζί γι­ά πά­ρε­τε αὐ­τό τό νε­ρό. Ἡ γυ­ναῖ­κα τώ­ρα ἀ­μή­χα­νη ἀρ­χί­ζει νά κα­τα­λα­βαί­νῃ πώς ὁ Κύ­ρι­ος κι­νεῖ­ται στούς μυστικούς κό­σμους τῆς ζω­ῆς της γι’ αὐ­τό καί προ­σπα­θεῖ νά ξε­φύ­γῃ. – Δέν ἔ­χω ἄν­δρα, ἀ­πα­ντᾷ.
– Κα­λά εἶ­πες πώς δέν ἔ­χεις ἄν­δρα, ἐπιβεβαιώνει ὁ Κύ­­­ρι­ος. Δι­ό­τι ἕ­ως τώ­ρα πέ­ντε ἄν­δρες εἶ­χες, ἀλ­λά καί αὐτόν πού τώρα ἔχεις δέν εἶναι νό­μι­μος σύ­ζυ­γός σου. Εἶ­ναι ἀ­λή­θει­α αὐ­τό πού εἶ­πες.
ΑΣ ΔΙΑΚΟΨΟΥΜΕ ὅμως ἐδῶ γιά λίγο τήν εὐαγ­γε­λι­κή διήγησι, γιά νά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας σέ μία μεγάλη ἀλήθεια, πού ἀνέπτυξε ὁ Κύριος πρός τήν Σαμα­ρεί­τιδα καί πρός ὅλους ἐμᾶς· ὅτι ὁ Κύ­ριος χα­ρί­ζει στούς πι­στούς του νερό ἀθάνατο πού δέν στε­ρεύ­ει ποτέ, πού ξεδιψᾶ γιά πά­ντα, πού με­τα­δί­δῃ ζω­ή αἰ­ώ­νι­ο. Δέν πρόκειται βέβαια γιά τό ἀθάνατο νερό τῶν πα­ρα­μυθιῶν καί τῶν θρύλων. Ἀλλά γιά κάτι ἀληθινό, γνή­σιο καί ὑπερφυσικό. Τό ἀθά­νατο νερό τῆς ζωῆς πού μόνον ὁ Θεός μᾶς προ­­σ­φέ­ρει, μᾶς ἐξηγοῦν οἱ ἱεροί Πα­τέ­ρες, εἶναι ἡ Χά­ρις ἡ ἀκατάβλητη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Εἶναι τά νά­μα­τα νέας ζωῆς πού πλη­μ­­μυ­ρίζουν τήν ψυχή μας ἰδιαιτέρως ὅταν προ­σ­ερχόμαστε στά ζω­ο­πά­ροχα μυστήρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί κυρίως στήν Ἱερά Ἐξομολόγησι καί τή Θεία Κοινωνία.
Ὅμως ἐδῶ θά πρέπει νά προσέξουμε κάτι πολύ ση­μα­ντι­κό γιά τό θέμα μας. Ὁ Κύριος δέν προσφέρει αὐ­τό τό νε­ρό στήν Σαμαρείτιδα, ἀκόμη καί ὅταν αὐτή μέ πόθο τό ζητᾷ. Ἀλλά πρῶτα τῆς λέγει νά φωνάξῃ τόν ἄν­δρα της, τήν βοη­θᾷ δηλαδή νά ἔλθῃ πρῶτα σέ συ­ν­αί­­σθη­σι τῆς ἁ­μαρ­τωλό­τητός της. Καί μᾶς διδάκει ἔτσι ὁ Κύριός μας πώς δέν προ­σφέρει τό νερό αὐτό τῆς ζω­ῆς ἀμέσως, ἀκόμη καί ὅταν τοῦ τό ζη­τή­σου­με, ἀλλά θέ­λει πρῶτα νά ἀπο­κτή­σου­με ἐπί­γνω­σι τῆς ἁ­μα­ρ­­τω­­λό­­τητος καί ἀναξιότητός μας­· καί ταυ­τό­χρο­να νά ἐ­κτι­μήσουμε τό μεγα­λεῖ­ο τῆς θείας δωρεᾶς. Ἀλ­λι­ῶς κιν­δυ­νεύ­ουμε νά μέ­νου­με γιά πάντα δι­ψα­σμέ­νοι καί ἄ­δει­οι, ἐ­νῶ γύρω μας τόσοι ἄλλοι θά ξεδιψοῦν ἀπό τό νερό αὐ­­τό τῆς ἀθανασίας· ὅπως τό ἔ­κα­νε καί ἡ Σα­μα­ρείτιδα στή συνέχεια τῆς ζωῆς της.  
2. ΦΤΕΡΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ
Ἡ Σα­μα­ρεί­τι­δα λοιπόν ἔκ­πλη­κτη μπρο­στά στίς συ­ν­τα­­ρα­κτι­κές αὐ­τές ἀ­πο­κα­λύ­ψεις τοῦ Χριστοῦ δι­αι­σθά­νε­ται ὅ­τι δέν ἔ­χει ἐ­μ­πρός της ἕ­ναν τυ­χαῖ­ο ἄν­θρω­πο. Γι’ αὐ­τό καί ὁ­μο­λο­γεῖ συ­γκλο­νι­σμέ­νη: Κύ­ρι­ε, κα­τα­λα­βαί­νω ὅ­τι εἶ­σαι προ­­φή­της. Πές μου, λοι­πόν, ποῦ εἶ­ναι σω­στό νά λα­τρεύ­­ῃ κα­νείς τόν Θε­ό, ἐ­δῶ στό ὄ­ρος Γα­ρι­ζείν, ὅ­πως τόν λα­τρεύ­ουν οἱ πα­τέ­ρες μας Σα­μα­ρεῖ­τες, ἤ στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὅ­πως λέ­τε ἐ­σεῖς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι;
– Πί­στε­ψέ με, τῆς ἀ­πο­κρί­νε­ται ὁ Κύ­ρι­ος, φθά­νει μι­ά νέ­α ἐ­πο­χή, πού οὔ­τε στό ὄ­ρος Γα­ρι­ζείν οὔ­τε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, θά λα­τρεύ­ε­τε ἀ­πο­κλει­στι­κά τόν Θε­ό. Δι­ό­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι πνεῦ­μα, καί αὐ­τοί πού τόν λα­τρεύ­ουν θά πρέ­πει νά τόν κά­νουν αὐ­τό «ἐν πνεύ­μα­τι καί ἀ­λη­θεί­ᾳ» μέ ἀ­φο­σί­ω­σι ψυ­χῆς καί ἐ­πί­γνω­σι.
Ἡ Σα­μα­ρεί­τι­δα τώ­ρα ἔ­χο­ντας πλέ­ον σα­γη­νευ­θῆ ἀ­πό τά φο­βε­ρά καί πα­ρά­ξε­να λό­γι­α τοῦ Κυ­ρί­ου λέ­γει:
– Γνω­ρί­ζω Κύ­ρι­ε, ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ Χρι­στός, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά μᾶς τά ἐ­ξη­γή­σῃ ὅ­λα.
«Ἐ­γώ εἰ­μί, ὁ λα­λῶν σοι». Ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ Μεσ­σί­ας πού πε­­ρι­μέ­νεις, τῆς ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὁ Κύ­ρι­ος.
Ἐ­κεί­νη ὅ­μως τή στι­γμή ὁ δι­ά­λο­γος δι­α­κό­πτε­ται, δι­ό­τι ἔ­φθα­σαν οἱ μα­θη­ταί, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­ξε­πλά­γη­σαν βλέ­πο­ν­τας τόν Κύ­ρι­ο νά συ­νο­μι­λῇ μέ μί­α γυ­ναῖ­κα, κάτι πού οἱ ραβ­βί­νοι ἀ­πό πε­ρι­φρό­νη­σι ἐ­πι­με­λῶς τό ἀ­πέ­φευ­γαν.  
Ἡ Σα­μα­ρεί­τι­δα ὅ­μως κα­τα­γο­η­τευ­μέ­νη ἀ­πό τή συ­ν­αρ­­πα­στι­κή αὐ­τή συ­νο­μι­λί­α της, ἄ­φη­σε τή στά­μνα της ἐ­κεῖ στό πη­γά­δι καί ἄρ­χι­σε νά τρέ­χῃ στήν πό­λι καί νά φω­νά­ζοντας στούς συ­μπο­λί­τες της. – Ἐ­λᾶ­τε νά δῆ­τε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο μο­να­δι­κό, πού ξέ­ρει ὅ­λα τά μυ­στι­κά τῆς ζω­ῆς μου, μήπως εἶ­ναι αὐ­τός ὁ Μεσ­σί­ας;..
Σέ λίγο ἄρ­χι­σαν νά κα­τα­φθά­νουν οἱ κά­τοι­κοι τῆς πό­­λε­ως ἐκεῖ στό πηγάδι γι­ά νά δοῦν τόν Κύ­ρι­ο. Τό­σο μά­­­λι­στα ἐν­θου­σι­ά­στη­καν ἀ­πό τή δι­δα­σκα­λί­α του, ὥ­στε τοῦ ζή­τη­σαν μέ θέρ­μη καί ἔ­μει­νε στήν πό­λι τους δύ­ο ἡ­μέ­ρες. Ἔ­λε­γαν μά­λι­στα στήν γυ­ναῖ­κα ὅ­τι τώ­ρα δέν πι­στεύ­ου­με μό­νον ἐ­πει­δή ἐ­σύ μᾶς μί­λη­σες γι’ Αὐ­τόν ἀλ­λά ἐ­πει­δή οἱ ἴδιοι δι­α­πι­στώ­σα­με ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Σω­τήρ τοῦ κό­σμου, ὁ Χρι­στός.   
***
ΜΟΝΑΔΙΚΗ ἦταν πραγματικά ἡ συνάντησι τῆς Σα­μαρεί­τι­δος μέ τόν Κύριο ἐκεῖνο τό καταμεσήμερο στό πηγάδι τῆς Συχάρ. Ἀλλά καί ἀποφασιστική γιά τή ζωή της. Πῶς ἄλλα­ξαν ὅλα μέσα σέ λίγες στιγμές! Συ­ν­ά­ν­τη­σε τόν Κύριο, ἀντί­κρυ­σε τήν θεϊκή του μορφή, γο­η­τεύ­τηκε ἀπό τά ὑπέροχα λό­για του, ἄκουσε τίς φο­βε­ρές του ἀποκαλύψεις, αἰσθάν­θηκε ὅτι ἔχει μπροστά της τόν Μεσσία. Τίποτε πλέον δέν μπο­ρεῖ νά τήν συ­γ­κρα­τήσῃ. Ὁ Χριστός ἔβαλε φωτιά στήν ψυ­χή της κι αὐ­τή φτερά στά πόδια της. Δέν σκέφτεται πλέ­­ον οὔτε τή στά­μνα της, οὔτε τήν προ­η­γού­μενη ἁμαρτωλή ζωή της. Αὐ­­τή ἕνα μό­νο ζεῖ, ἕνα μό­νο τήν συγκλονίζει: Εἶδε τόν Μεσσία. Καί θέλει νά τό πῇ αὐτό σ’ ὅλους τούς συμ­πο­λῖ­τες της, σ’ ὅλο τόν κόσμο. Κι ἀλλάζει ζωή. Γί­νεται πλέον ἡ Ἁ­γί­α Φω­­τει­νή ἡ ἰσα­πό­στο­λος. Καί, ὅ­πως μᾶς λέει ἡ παρά­δο­σι, κη­ρύτ­τει τόν λα­τρευτό της Κύ­ριο στά πέρα­τα τοῦ κό­σμου· φθά­νει μέ­χρι τήν Ἀ­φρι­κή καί τή Ρώμη. Καί γι’ Αὐ­τόν θυ­σι­ά­ζει ἀκόμη καί τή ζωή της μαζί μέ τίς πέ­ν­τε ἀδελφές της καί τούς δύ­ο γι­ούς της.
Σέ κάποιο ἄλλο πνευματικό πηγάδι κι ἐμεῖς ἀ­σφα­λῶς αἰ­σθα­νθήκαμε τή παρουσία τοῦ Κυρίου στή ζωή μας, γευθή­καμε τήν ἀγάπη του, μᾶς συνεπῆρε ἡ μορ­φή του. Ἄς ἀφή­σουμε λοιπόν κι ἐμεῖς τίς στάμνες τῶν βιοτικῶν μας μερι­μνῶν κι ἄς τρέξουμε στούς γύρω μας νά ἐκδηλώσουμε τήν ἀμέτρητη χα­ρά μας γι’ αὐτό τό θαῦμα πού ζήσαμε, γιά τήν ὑπέροχη ζωή πού ζοῦμε κοντά στόν Χριστό μας. Ἡ Ἁγία Φωτεινή μᾶς δίνει τό παράδειγμα. Οἱ διψασμένοι ἀμέτρητοι γύρω μας…
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”