Μια
Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργία, ο Γέροντας βρισκόταν στο γραφείο του
και συζητούσε. Κάποια στιγμή προστέθηκε στη συντροφιά κι ένα
πνευματικοπαίδι του με την τετράχρονη κόρη του.
Ο
Γέροντας διέκρινε αμέσως ότι η μικρή ήταν θυμωμένη και ζήτησε να μάθει
την αιτία. Επειδή εκείνη δεν απαντούσε, ανέλαβε ο πατέρας της να
εξηγήσει ότι πριν από λίγο είχε χαστουκίσει τον θείο της, καθώς εκείνος
αστειευόταν μαζί της. Παρά τις συστάσεις όμως που της έγιναν και τη
συγγνώμη του θείου της, αυτή δεν ζητούσε συγγνώμη.
Τότε
ο Γέροντας τους αφήνει όλους στο γραφείο, την παίρνει από το χέρι και
πηγαίνει στο άλλο δωμάτιο. Από ‘κει τηλεφωνεί στον θείο της, του εξηγεί
την αιτία του τηλεφωνήματος και λέει στη μικρή:
– Έλα, καλό μου παιδάκι, ζήτησε συγγνώμη από τον θείο σου.
Η μικρή κρατάει το στόμα σφαλιστό.
– Μια λεξούλα είναι. Πες την, καλό μου παιδάκι. Να! Εγώ αύριο θα σου πάρω κι ένα δώρο. Πες την αυτή τη μικρή λέξη!
Η μικρή ανθίσταται με πεισματική σιωπή. Και ο Γέροντας μονολογεί:
– Κοίταξε πως φοβάται ο διάβολος αυτή τη λέξη, ακόμη κι όταν την λέει ένα μικρό παιδί! Δες πόσο το έχει δέσει και δεν το αφήνει!
Η προσπάθεια συνεχίζεται άνω του ημιώρου. Στο τέλος ο Γέροντας με επιτιμητικό ύφος λέει στη μικρή:
– Άκουσε, παιδί μου, αν δεν ζητήσεις συγγνώμη, δεν θα έχεις τη βοήθεια του Θεού και θα αρρωστήσεις. Άκουσες; Θα αρρωστήσεις!
Η μικρή άρχιζε να ψελλίζει μέσα από τα δόντια της το «συγγνώμη». Ο Γέροντας επιμένει:
– Πιο δυνατά, παιδάκι μου, πιο δυνατά να το ακούσει ο διάβολος και να φύγει μακριά!
Η
μικρή το ξαναλέει λίγο δυνατότερα. Ο Γέροντας τότε την ασπάζεται, της
δίνει χρήματα και την οδηγεί στο γραφείο, όπου είχε αφήσει τους
επισκέπτες να περιμένουν.
– Δώστε όλοι από ένα κατοστάρικο στη Χ, διότι σήμερα πάλεψε με τον διάβολο και τον νίκησε!