Όταν
τό 1917 στήν Ρωσσία ἔγινε ἡ ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων,
συνέλαβαν στήν Ὀδησσό 17 ἱερεῖς γιά νά τούς ἐκτελέσουν. Ἕνας
ἀπ᾿ αὐτούς κρύφθηκε στά δάση καί σώθηκε˙ μετά βρῆκε τά δυό του
παιδιά, ἕνα ἀγόρι καί ἕνα κορίτσι, τά ὁποῖα εἶχαν κρύψει οἱ
γείτονές του καί γλύτωσαν ἀπό τούς κομμουνιστές. Τήν
πρεσβυτέρα του ὅμως τήν συνέλαβαν καί τήν ἐκτέλεσαν.
Ὁ
ἱερέας αὐτός ὠνομαζόταν παπα–Γιάννης καί ἦταν Ἕλληνας.
Πῆρε λοιπόν τά δυό του παιδιά καί περιπλανώμενος ἀπό τόπου εἰς
τόπον, πεζοπορώντας τό περισσότερο διάστημα ἦρθε μέσῳ
Ρουμανίας καί Βουλγαρίας στήν Ἑλλάδα, τήν πατρίδα του. Ἔκανε
ἐφημέριος στήν Μακεδονία καί στήν Θράκη. Ἔπειτα ἦρθε στό
χωριό Σκουτερά Ἀγρινίου, διότι ἦταν κενή ἡ θέση τοῦ
ἐφημερίου.
Ὁ
παπα–Γιάννης ἦταν ρακένδυτος. Φοροῦσε ἕνα τριμμένο ράσο μέ
ἕνα ξυλάκι ἀπό ρείκι γιά κουμπί καί στό λαιμό του εἶχε
κρεμασμένο μέ μαῦρο κορδόνι ἕναν ξύλινο Σταυρό. Ἔμοιαζε μέ
τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό. Ἀπό τή νηστεία καί τίς ταλαιπωρίες
εἶχε ὄψη ἐξαϋλωμένη, ἦταν «πετσί καί κόκκαλο».
Τό
χωριό Σκουτερά τόν καλοδέχτηκε καί τόν βοήθησε στίς ἀνάγκες
του. Ἔμενε σ᾿ ἕνα δωμάτιο μαζί μέ τά δυό του παιδιά, τό
κορίτσι δέκα ἐτῶν καί τό ἀγόρι ὀκτώ ἐτῶν. Ἄρχισε λοιπόν ὁ
παπα–Γιάννης νά λειτουργῆ τακτικά, νά κηρύττη τόν λόγο τοῦ Θεοῦ,
νά ἐξομολογῆ καί νά κοινωνάη τούς ἀνθρώπους. Ἔτρεχε νά
βοηθᾶ πνευματικά ὅπου τόν καλοῦσαν, νά διαβάζη εὐχές σέ
ἀρρώστους καί σέ ἄρρωστα κτήνη πού ἀμέσως θεραπεύονταν.
Μία
νέα ἀπό τήν Σκουτερά εἶχε παντρευτῆ στήν Σταμνά. Ὅταν
ἐπισκέφθηκε τό χωριό της ἄκουσε νά μιλοῦν μέ θαυμασμό γιά τόν
παπα–Γιάννη. Τῆς εἶπαν: «Μᾶς ἔστειλαν ἕναν παπᾶ, λές καί εἶναι ὁ
ἴδιος ὁ Χριστός, τόσο καλός εἶναι».
Ἡ
νέα εἶπε ὅτι στήν Σταμνά ὑπάρχει μία γυναῖκα δαιμονισμένη
ἐπί δεκαοκτώ χρόνια. Οἱ συγγενεῖς της τήν γύρισαν σέ γιατρούς
καί σέ πολλά Μοναστήρια˙ τρέξανε σ᾿ ὅλη τήν Ἑλλάδα ἀλλά αὐτή
δέν θεραπεύτηκε. Ζήτησε καί εἶδε ἡ ἴδια τόν παπα–Γιάννη καί
τόν παρακάλεσε νά θεραπεύση τήν πάσχουσα. Αὐτός ζήτησε νά δῆ
πρῶτα τήν δαιμονισμένη. Ἔκανε προσευχή καί ἀπεφάσισε νά τήν
ἀναλάβη.
Τήν
Κυριακή στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας ὁ παπα–Γιάννης
ἀνακοίνωσε τά ἑξῆς στό ἐκκλησίασμα: «Χριστιανοί, θά κάνουμε
ἕναν ἀγῶνα γιά νά θεραπευθῆ ἡ γυναῖκα πού τήν βασανίζει ὁ
σατανᾶς ἐπί 18 χρόνια. Θά νηστέψουμε 40 μέρες, θά κάνουμε
κάθε μέρα Λειτουργία. Θά ἐξομολογηθοῦμε, θά κοινωνήσουμε,
θά φέρνουμε τήν γυναῖκα κάθε βράδυ στήν Ἐκκλησία καί θά
κάνουμε Παράκληση. Στήν Λειτουργία δέν θά τήν φέρνουμε ἐδῶ,
διότι ὁ σατανᾶς θά δημιουργήσει φασαρία. Θά
εἰδοποιήσουμε καί τά γύρω χωριά ὅποιος θέλει νά ἔρθη».
Τήν
Κυριακή τό βράδυ ἔφεραν τήν γυναῖκα στήν Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου
Νικολάου. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Στήν Ἐκκλησία δέν ἤθελε
νά μπῆ μέ κανένα τρόπο. Τό δαιμόνιο μούγκριζε, ἔβριζε τούς
πάντες, ἀπειλοῦσε ὅτι θά κάψει τήν Ἐκκλησία, καί ἔβγαζε
ἀφρούς ἀπό τό στόμα της. Τήν ἔπιασαν μερικοί δυνατοί ἄντρες καί
τήν ἔφεραν κάτω ἀπό τόν πολυέλαιο. Ὁ παπα–Γιάννης κρατώντας
τόν Σταυρό διάβαζε ἀπό τό Εὐχολόγιο τούς ἐξορκισμούς καί τήν
σταύρωνε. Κρατοῦσε τόν Σταυρό πάνω στό κεφάλι της καί ἐκείνη
φώναζε: «Πάρε αὐτό τό σφυρί ἀπό τό κεφάλι μου, μέ πληγώνεις˙
δέν ὑποφέρω αὐτό τό σφυρί». Τό πλῆθος τῶν χριστιανῶν ἔκαναν
μετάνοιες καί ἔλεγαν τό «Κύριε ἐλέησον».
Ὁ παπα–Γιάννης ἔλεγε στόν κόσμο: «Χριστιανοί, κάνετε ὑπομονή, θά τόν ἐξοντώσουμε τόν σατανᾶ».
Εἶχε
πεῖ καί στόν Δάσκαλο ὁ παπᾶς νά φέρνη ὅλα τά παιδιά τοῦ
Σχολείου, πού ἔλεγαν κι αὐτά τό «Κύριε ἐλέησον» καί ἔκαναν
μετάνοιες. Αὐτό γινόταν κάθε μέρα. Ὁ διάβολος μέ τό στόμα τῆς
δαιμονισμένης ἔλεγε στά παιδιά τοῦ Σχολείου: «Πηγαίνετε
ἔξω παιδάκια, σᾶς κοροϊδεύει αὐτός ὁ παλιοπαπᾶς πού
βρωμᾶνε τά χνότα του ἀπό τή νηστεία. Μία ὡραία νύφη περνᾶ,
πηγαίνετε ἔξω, περιμένει ἡ μαμά σας μέ μία φέτα καθάριο
ψωμί μέ ζάχαρη πάνω στό ψωμί». Δηλαδή ἔλεγε ὅ,τι ζήλευαν καί
ἐπιθυμοῦσαν νά ἔχουν τά παιδιά τότε, μέ σκοπό νά τά βγάλη ἔξω.
Ἔρχονταν
καί ἀπό τά γύρω χωριά κόσμος. Μία μέρα μπῆκε μέσα κάποιος καί
τοῦ λέγει ὁ διάβολος μέ τό στόμα τῆς δαιμονισμένης: «Ὤ, καλῶς
τόν φίλο μου τόν τάδε, ἐσύ εἶσαι πού τήν τάδε μέρα ἔκανες αὐτό
καί αὐτό, ἦρθες καί σύ νά προσευχηθῆς γιά νά μέ βασανίσης;».
Ὄντως ἦταν ἀλήθεια αὐτά καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔφυγε
καταντροπιασμένος, δέν ἄναψε οὔτε κερί. Τό παράδοξο εἶναι
ὅτι ἡ δαιμονισμένη ἔβλεπε πρός τό Ἱερό, δέν γύρισε νά δῆ
πίσω της, πού ἦταν πολύς κόσμος, ἀλλά τόν εἶδε μέ ἄλλο τρόπο καί
τοῦ ἀποκάλυψε τίς ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες του.
Κάποιο
βράδυ, ἐνῶ εἶχε μαζευτῆ πολύς κόσμος καί ὁ παπα–Γιάννης
διάβαζε τήν δαιμονισμένη, εἶπε κάποιος στόν διπλανό του:
«Κάνε καλά τόν σταυρό σου. Σταυρός εἶναι αὐτός πού κάνεις, λές
καί παίζεις μαντολίνο». Ἀκούστηκε τότε ἡ φωνή τῆς
δαιμονισμένης νά λέη: «Ἄφησε τόν ἄνθρωπο, καλά κάνει τόν
σταυρό του».
Ἡ
δαιμονισμένη φώναζε κάποτε: «Στεῖλτε νά φέρετε τόν φίλο μου
τόν τάδε παπᾶ». Ἦταν ἕνας παπᾶς σέ κάποιο χωριό πού ἡ ζωή του
δέν ἦταν καλή. Αὐτός ὁ παπᾶς δέν τόλμησε νά ἔρθη στήν
Ἐκκλησία.
Ὁ
ἀγώνας τοῦ παπα–Γιάννη συνεχίσθηκε γιά νά βγάλη τό δαιμόνιο
ἀπό τήν γυναῖκα. Σ᾿ αὐτό τό διάστημα πληροφορήθηκε ἀπό τό
ἴδιο τό δαιμόνιο πού ἦταν μέσα στήν γυναῖκα, ὅτι εἶναι ὁ
Ἑωσφόρος, ὁ ἀρχηγός τῶν δαιμόνων. Μπῆκε μέσα της κατά τήν ὥρα
πού τηγάνιζε ψάρια, ἐπειδή ὁ ἀδελφός της ἀγανακτισμένος
ἀπό κάποια ἀφορμή τῆς εἶπε νά μπῆ ὁ διάβολος μέσα της. Ἀπό
ἐκείνη τήν στιγμή δαιμονίστηκε ἡ γυναῖκα.
Ὁ
ἀγώνας τώρα γιά τόν παπα–Γιάννη ἦταν σκληρός. Ὁ διάβολος τόν
ἔβριζε, τόν ἀπειλοῦσε λέγοντας ὅτι θά γκρεμίσει τήν
Ἐκκλησία, θά κάψει τό χωριό, «θά βγῶ ἀπ᾿ αὐτήν τήν σκύλα»,
ἔλεγε, «καί θά μπῶ στήν κόρη καί στόν γυιό σου». Ὁ παπα–Γιάννης
τοῦ ἀπαντοῦσε: «Δέν ἔχεις δικαίωμα νά μπῆς πουθενά, μόνο στήν
ἄβυσσο ἔχεις δικαίωμα νά πᾶς».
Μετά
ἀπό ἕνα μῆνα, ἕνα βράδυ ἀφοῦ τελείωσε ἡ Παράκληση καί
ἔφυγε ὁ κόσμος μαζί καί ἡ δαιμονισμένη, ὁ παπα–Γιάννης
ἔκλεισε τήν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, γονάτισε μπροστά στήν
εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ἄρχισε νά προσεύχεται μέ δάκρυα γιά νά
ἐλευθερωθῆ ἡ βασανισμένη ψυχή ἀπό τό δαιμόνιο. Ἀπό τίς
ὀκτώ τό βράδυ μέχρι τίς τρεῖς τό πρωΐ προσευχόταν συνεχῶς.
Ἀνησύχησαν οἱ χωριανοί γιά τόν παπα–Γιάννη πού δέν ἐπέστρεψε
σπίτι του, κοντά στά παιδιά του πού τόν περίμεναν. Πῆγαν μαζί μέ
τά παιδιά του καί τόν βρῆκαν γονατιστό νά προσεύχεται. Ἡ κόρη
του πού ἤξερε ἀπό ἄλλες φορές, εἶπε: «Ἀφῆστε τον νά
προσευχηθῆ». Ὅταν συνῆλθε ὁ παπα–Γιάννης ἀπό τήν προσευχή πού
εἶχε ἀπορροφηθῆ, πῆγε στό σπίτι του νά κοιμηθῆ. Στόν ὕπνο του
ἄκουσε φωνή πού τοῦ εἶπε: «Παπα–Γιάννη, ἡ γυναῖκα μετά τίς
τριάντα ἐννιά μέρες, ἀφοῦ περάσει ἡ 12η ὥρα, τά μεσάνυχτα, θά ἐλευθερωθεῑ ἀπό τόν σατανᾶ».
Τήν τελευταία ἡμέρα εἶπε ὁ σατανᾶς στόν παπα–Γιάννη: «Παπα–Γιάννη μέ ἐξώντωσες». Καί πράγματι τήν 40ή ἡμέρα βγῆκε ἀπό τήν γυναῖκα ἡ ὁποία ἐλευθερώθηκε ἀπό τό μαρτύριο καί ἔζησε ἔκτοτε ὑγιής πολλά χρόνια.
Ὁ
παπα–Γιάννης στό δωμάτιο πού κοιμόταν μέ τά παιδιά του, δέν
εἶχε σχεδόν τίποτε ἐκτός ἀπό δυό «τσόλια» (σκεπάσματα,
κουβέρτες), τά ὁποῖα εἶχαν δώσει οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ. Στό
ἕνα κοιμόνταν τά παιδιά του καί στό ἄλλο αὐτός. Ἔστρωνε τό μισό
κάτω στό πάτωμα καί μέ τό ἄλλο μισό σκεπαζόταν. Εἶχε μεγάλη
πίστη στόν παντοδύναμο Κύριο. Αἰσθανόταν ὅτι ἡ προσευχή του
εἰσακούεται ἀπό τόν Θεό καί γι᾿ αὐτό γίνονται θαύματα.
Ἔλεγε: «Ὅταν ζητήσω ἀπό τόν Θεό νά ἰσοπεδώση τό βουνό διά
τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας καί τῆς ἐλεημοσύνης, θά
ἰσοπεδωθῆ. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν τηρήση αὐτά τά τρία εἶναι ἀπό
τώρα στόν παράδεισο».
Εἶχε
πολύ μεγάλη φτώχεια ὁ παπα–Γιάννης γιατί ὅσα τοῦ ἔδιναν τά
μοίραζε ἐλεημοσύνη. Κάποιος τό πρῶτο Πάσχα πού ἔκανε στό
χωριό, τοῦ χάρισε μία γίδα μέ τό μικρό της κατσικάκι. Τό
κατσικάκι νά τό σφάξη γιά νά γιορτάση τό Πάσχα, καί τήν γίδα
νά τήν ἔχη νά πίνουν λίγο γάλα, ὅταν δέν ἔχη νηστεία. Ὁ
παπα–Γιάννης δέν κράτησε τήν γίδα καί τό κατσίκι. Τά πούλησε καί
μέ τά χρήματα ἀγόρασε ροῦχα γιά τά ὀρφανά τοῦ χωριοῦ, νά
χαροῦν κι αὐτά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως.
Ἦταν
ἐπίσης μεγάλος νηστευτής. Τήν Σαρακοστή νήστευε ἑξήντα
μέρες ἀπό λάδι, γι᾿ αὐτό στό χωριό τήν Σαρακοστή τήν ἔλεγαν
Ἑξηντάρα.
Ὁ
παπα–Γιάννης ἕνα βράδυ εἶδε στόν ὕπνο του ἕνα σπίτι σέ μία
ἄγνωστη τοποθεσία καί τόν νοικοκύρη τοῦ σπιτιοῦ νά τρώγη ἕνα
ψόφιο σκυλί.
Ρώτησε
ποῦ βρίσκεται αὐτό τό σπίτι μέ τά συνκεκριμένα
χαρακτηριστικά καί τόν κατατόπισαν. Πῆγε ὁ παπα–Γιάννης μέ
συνοδεία, βρῆκε τό σπίτι, χτύπησε τήν πόρτα καί τοῦ ἄνοιξε ἡ
γυναῖκα. Μαζί της ἦταν καί τό παιδί της. Ὁ ἄνδρας της ἔλειπε στά
κτήματα. Πάντως ὅταν τόν εἰδοποίησαν ἦρθε τρέχοντας,
πλύθηκε, τοῦ ἔβαλε ἐδαφιαία μετάνοια καί τοῦ φίλησε τό
χέρι. Εἶχε ἀκούσει γιά τήν ἁγιότητα τοῦ παπα–Γιάννη καί τήν
θεραπεία τῆς δαιμονισμένης, ἀλλά δέν τολμοῦσε νά τόν
συναντήση, διότι ἡ συνείδησή του ἦταν βεβαρημένη. Στήν
ἐκκλησία δέν πήγαινε, κρεοφαγοῦσε στίς νηστεῖες,
βλασφημοῦσε καί μέ τήν γυναῖκα του ζοῦσε παράνομα γιατί ἦταν
ἀστεφάνωτοι. Εἶχε ὅμως καλή διάθεση. Ζήτησε καί
ἐξωμολογήθηκε ἀμέσως. Μετά στεφανώθηκε ἀπό τόν
παπα–Γιάννη καί ἔζησε ὡς καλός χριστιανός.
Ὁ
παπα–Γιάννης, ὁ χαριτωμένος λειτουργός τοῦ Ὑψίστου μέ τήν
ἀσκητική του ζωή, τήν ἀκτημοσύνη του καί τήν ἀδιάλειπτη
προσευχή, εἶχε γίνει γνωστός σ᾽ ὅλη τήν γύρω περιοχή.
Ἔρχονταν οἱ ἄνθρωποι νά τόν συμβουλευτοῦν καί νά τούς διαβάση
εὐχή νά γίνουν καλά. Τόν θεωροῦσαν μεγάλο Προφήτη καί
θαυματουργό. Ἔρχονταν ἐπίσης ἄγνωστοι ἄνθρωποι ἀπό διάφορα
μέρη καί αὐτός ἔλεγε: «Ἐσύ εἶσαι ὁ τάδε καί ἦρθες ἐδῶ γι᾿
αὐτόν καί γι᾿ αὐτόν τόν λόγο».
Διηγεῖται
κάποιος ἀπό τήν Σκουτερά πού στό πατρικό του σπίτι ἔμενε ὁ
παπα–Γιάννης, ὅτι εἶχε πεῖ κάποτε: «Μιά ἡμέρα θά ἀποκαλυφθῆ
τό λείψανο ἑνός Ἁγίου στό μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς
Λυκουρισιώτισσας καί ὕστερα τό Μοναστήρι θά πάρη μεγάλη
φήμη».
Ἀλλά
τό χωριό του πού τόν λάτρευε δέν τόν χάρηκε πολύ, γιατί τόν
πῆραν γιά ἐφημέριο στό χωριό Καινούργιο. Μετά τόν ζήτησαν καί
τόν πῆραν στήν Πελοπόννησο. Ἔκτοτε ἀγνοοῦνται τά ἴχνη του καί
τώρα σίγουρα θά ἔχει κοιμηθῆ.
Αἰωνία του ἡ μνήμη. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.