Κυριακή 3 Μαΐου 2020

«Χρι­στια­νοί, θά κά­νου­με ἕ­ναν ἀ­γῶ­να γι­ά νά θε­ρα­πευ­θῆ ἡ γυ­ναῖ­κα πού τήν βα­σα­νί­ζει ὁ σα­τα­νᾶς ἐ­πί 18 χρό­νια...».

Όταν τό 1917 στήν Ρωσ­σί­α ἔ­γι­νε ἡ ἐ­πα­νά­στα­ση τῶν Μπολ­σε­βί­κων, συ­νέ­λα­βαν στήν Ὀ­δησ­σό 17 ἱ­ε­ρεῖς γι­ά νά τούς ἐ­κτε­λέ­σουν. Ἕ­νας ἀπ᾿ αὐ­τούς κρύ­φθη­κε στά δά­ση καί σώ­θη­κε˙ με­τά βρῆ­κε τά δυ­ό του παι­διά, ἕ­να ἀ­γό­ρι καί ἕ­να κο­ρί­τσι, τά ὁ­ποῖ­α εἶ­χαν κρύ­ψει οἱ γεί­το­νές του καί γλύ­τω­σαν ἀ­πό τούς κομ­μου­νι­στές. Τήν πρε­σβυ­τέ­ρα του ὅμως τήν συ­νέ­λα­βαν καί τήν ἐ­κτέ­λε­σαν.

Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας αὐ­τός ὠ­νο­μα­ζό­ταν πα­πα–Γιά­ννης καί ἦ­ταν Ἕλ­λη­νας. Πῆ­ρε λοι­πόν τά δυό του παι­διά καί πε­ρι­πλα­νώ­με­νος ἀ­πό τό­που εἰς τό­πον, πε­ζο­πο­ρώντας τό πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­ά­στη­μα ἦρ­θε μέ­σῳ Ρου­μα­νί­ας καί Βουλ­γα­ρί­ας στήν Ἑλ­λά­δα, τήν πα­τρί­δα του. Ἔ­κα­νε ἐ­φη­μέ­ριος στήν Μα­κε­δο­νί­α καί στήν Θρά­κη. Ἔ­πει­τα ἦρ­θε στό χω­ριό Σκου­τε­ρά Ἀ­γρι­νί­ου, δι­ό­τι ἦ­ταν κε­νή ἡ θέ­ση τοῦ ἐ­φη­με­ρί­ου.
Ὁ παπα–Γιά­ννης ἦ­ταν ρα­κέν­δυ­τος. Φο­ροῦ­σε ἕ­να τριμ­μέ­νο ρά­σο μέ ἕ­να ξυ­λά­κι ἀ­πό ρεί­κι γι­ά κουμπί καί στό λαι­μό του εἶ­χε κρε­μα­σμέ­νο μέ μαῦ­ρο κορ­δό­νι ἕ­ναν ξύ­λι­νο Σταυ­ρό. Ἔ­μοια­ζε μέ τόν ἅ­γιο Κο­σμᾶ τόν Αἰ­τω­λό. Ἀ­πό τή νη­στεί­α καί τίς τα­λαι­πω­ρί­ες εἶ­χε ὄ­ψη ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νη, ἦ­ταν «πε­τσί καί κόκ­κα­λο».
Τό χω­ριό Σκου­τε­ρά τόν κα­λο­δέ­χτη­κε καί τόν βο­ή­θη­σε στίς ἀ­νάγ­κες του. Ἔ­με­νε σ᾿ ἕ­να δω­μά­τιο μα­ζί μέ τά δυ­ό του παι­διά, τό κο­ρί­τσι δέ­κα ἐ­τῶν καί τό ἀγόρι ὀ­κτώ ἐ­τῶν. Ἄρ­χι­σε λοι­πόν ὁ παπα–Γιάννης νά λει­τουρ­γῆ τα­κτι­κά, νά κη­ρύτ­τη τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ, νά ἐ­ξο­μο­λο­γῆ καί νά κοι­νω­νά­η τούς ἀν­θρώ­πους. Ἔ­τρε­χε νά βο­η­θᾶ πνευ­μα­τι­κά ὅ­που τόν κα­λοῦ­σαν, νά δι­α­βά­ζη εὐ­χές σέ ἀρ­ρώ­στους καί σέ ἄρ­ρω­στα κτή­νη πού ἀ­μέ­σως θε­ρα­πεύ­ο­νταν.
Μί­α νέ­α ἀ­πό τήν Σκου­τε­ρά εἶ­χε παντρευ­τῆ στήν Στα­μνά. Ὅ­ταν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τό χω­ριό της ἄ­κου­σε νά μι­λοῦν μέ θαυ­μα­σμό γι­ά τόν παπα–Γιά­ννη. Τῆς εἶ­παν: «Μᾶς ἔ­στει­λαν ἕ­ναν πα­πᾶ, λές καί εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, τό­σο κα­λός εἶ­ναι».
Ἡ νέ­α εἶ­πε ὅ­τι στήν Στα­μνά ὑ­πάρ­χει μί­α γυ­ναῖ­κα δαι­μο­νι­σμέ­νη ἐ­πί δε­κα­ο­κτώ χρό­νια. Οἱ συγ­γε­νεῖς της τήν γύ­ρι­σαν σέ για­τρούς καί σέ πολ­λά Μο­να­στή­ρια˙ τρέ­ξα­νε σ᾿ ὅ­λη τήν Ἑλ­λά­δα ἀλ­λά αὐ­τή δέν θε­ρα­πεύ­τη­κε. Ζή­τη­σε καί εἶ­δε ἡ ἴ­δια τόν πα­πα–Γιάν­νη καί τόν πα­ρα­κά­λε­σε νά θε­ρα­πεύ­ση τήν πά­σχου­σα. Αὐτός ζή­τη­σε νά δῆ πρῶ­τα τήν  δαι­μο­νι­σμέ­νη. Ἔκα­νε προ­σευ­χή καί ἀπε­φά­σι­σε νά τήν ἀνα­λά­βη.
Τήν Κυ­ρια­κή στό τέ­λος τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας ὁ παπα–Γιά­ννης ἀνα­κοί­νω­σε τά ἑξῆς στό ἐκ­κλη­σί­α­σμα: «Χρι­στια­νοί, θά κά­νου­με ἕ­ναν ἀ­γῶ­να γι­ά νά θε­ρα­πευ­θῆ ἡ γυ­ναῖ­κα πού τήν βα­σα­νί­ζει ὁ σα­τα­νᾶς ἐ­πί 18 χρό­νια. Θά νη­στέ­ψου­με 40 μέ­ρες, θά κά­νου­με κά­θε μέ­ρα Λει­τουρ­γί­α. Θά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με, θά κοι­νω­νή­σου­με, θά φέρ­νου­με τήν γυ­ναῖ­κα κά­θε βρά­δυ στήν Ἐκ­κλη­σία καί θά κά­νου­με Πα­ρά­κλη­ση. Στήν Λει­τουρ­γί­α δέν θά τήν φέρ­νου­με ἐ­δῶ, δι­ό­τι ὁ σα­τα­νᾶς θά δη­μι­ουρ­γή­σει φα­σα­ρί­α. Θά εἰ­δο­ποι­ή­σου­με καί τά γύ­ρω χω­ριά ὅ­ποι­ος θέ­λει νά ἔρ­θη».
Τήν Κυ­ρια­κή τό βρά­δυ ἔ­φε­ραν τήν γυ­ναῖ­κα στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου. Μα­ζεύ­τη­κε πο­λύς κό­σμος. Στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν ἤ­θε­λε νά μπῆ μέ κα­νέ­να τρό­πο. Τό δαι­μό­νιο μούγ­κρι­ζε, ἔ­βρι­ζε τούς πά­ντες, ἀ­πει­λοῦ­σε ὅ­τι θά κά­ψει τήν Ἐκ­κλη­σί­α, καί ἔ­βγα­ζε ἀ­φρούς ἀ­πό τό στό­μα της. Τήν ἔ­πια­σαν με­ρι­κοί δυ­να­τοί ἄντρες καί τήν ἔ­φε­ραν κά­τω ἀ­πό τόν πο­λυ­έ­λαι­ο. Ὁ πα­πα–Γιά­ννης κρα­τώντας τόν Σταυ­ρό δι­ά­βα­ζε ἀ­πό τό Εὐ­χο­λό­γιο τούς ἐ­ξορ­κι­σμούς καί τήν σταύ­ρω­νε. Κρα­τοῦ­σε τόν Σταυ­ρό πά­νω στό κε­φά­λι της καί ἐ­κεί­νη φώ­να­ζε: «Πά­ρε αὐ­τό τό σφυ­ρί ἀ­πό τό κε­φά­λι μου, μέ πλη­γώ­νεις˙ δέν ὑπο­φέ­ρω αὐ­τό τό σφυ­ρί». Τό πλῆ­θος τῶν χρι­στια­νῶν ἔ­κα­ναν με­τά­νοι­ες καί ἔ­λε­γαν τό «Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον».
Ὁ παπα–Γιά­ννης ἔ­λε­γε στόν κό­σμο: «Χρι­στια­νοί, κά­νε­τε ὑ­πο­μο­νή, θά τόν ἐ­ξοντώ­σου­με τόν σα­τα­νᾶ».
Εἶ­χε πεῖ καί στόν Δά­σκα­λο ὁ πα­πᾶς νά φέρ­νη ὅ­λα τά παι­διά τοῦ Σχο­λεί­ου, πού ἔ­λε­γαν κι αὐ­τά τό «Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον» καί ἔ­κα­ναν με­τά­νοι­ες. Αὐ­τό γι­νό­ταν κά­θε μέ­ρα. Ὁ διά­βο­λος μέ τό στό­μα τῆς δαι­μο­νι­σμέ­νης ἔ­λε­γε στά παι­διά τοῦ Σχο­λεί­ου: «Πη­γαί­νε­τε ἔ­ξω παι­δά­κια, σᾶς κο­ρο­ϊ­δεύ­ει αὐ­τός ὁ πα­λι­ο­πα­πᾶς πού βρω­μᾶ­νε τά χνότα του ἀ­πό τή νη­στεί­α. Μί­α ὡ­ραί­α νύ­φη περ­νᾶ, πη­γαί­νε­τε ἔ­ξω, πε­ρι­μέ­νει ἡ μα­μά σας μέ μί­α φέ­τα κα­θά­ριο ψω­μί μέ ζά­χα­ρη πά­νω στό ψω­μί». Δη­λα­δή ἔ­λε­γε ὅ,­τι ζή­λευ­αν καί ἐπιθυμοῦσαν νά ἔχουν τά παι­διά τό­τε, μέ σκο­πό νά τά βγά­λη ἔ­ξω.
Ἔρ­χονταν καί ἀ­πό τά γύ­ρω χω­ριά κό­σμος. Μία μέ­ρα μπῆ­κε μέ­σα κά­ποι­ος καί τοῦ λέ­γει ὁ διά­βο­λος μέ τό στό­μα τῆς δαι­μο­νι­σμέ­νης: «Ὤ, κα­λῶς τόν φί­λο μου τόν τά­δε, ἐ­σύ εἶ­σαι πού τήν τά­δε μέ­ρα ἔ­κα­νες αὐ­τό καί αὐ­τό, ἦρ­θες καί σύ νά προ­σευ­χη­θῆς γι­ά νά μέ βα­σα­νί­σης;». Ὄντως ἦταν ἀλή­θεια αὐ­τά καί ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός ἔ­φυ­γε κα­ταντρο­πια­σμέ­νος, δέν ἄ­να­ψε οὔ­τε κε­ρί. Τό πα­ρά­δο­ξο εἶ­ναι ὅ­τι ἡ δαι­μο­νι­σμέ­νη ἔ­βλε­πε πρός τό Ἱ­ε­ρό, δέν γύ­ρι­σε νά δῆ πί­σω της, πού ἦ­ταν πο­λύς κό­σμος, ἀλ­λά τόν εἶ­δε μέ ἄλ­λο τρό­πο καί τοῦ ἀ­πο­κά­λυ­ψε τίς ἀνε­ξο­μο­λό­γη­τες ἁ­μαρ­τί­ες του.
Κάποιο βρά­δυ, ἐ­νῶ εἶ­χε μα­ζευ­τῆ πο­λύς κό­σμος καί ὁ παπα–Γιά­ννης δι­ά­βα­ζε τήν δαι­μο­νι­σμέ­νη, εἶ­πε κά­ποι­ος στόν δι­πλα­νό του: «Κά­νε κα­λά τόν σταυ­ρό σου. Σταυ­ρός εἶ­ναι αὐ­τός πού κά­νεις, λές καί παί­ζεις μαντο­λί­νο». Ἀ­κού­στη­κε τό­τε ἡ φω­νή τῆς δαι­μο­νι­σμέ­νης νά λέ­η: «Ἄ­φη­σε τόν ἄν­θρω­πο, κα­λά κά­νει τόν σταυ­ρό του».
Ἡ δαι­μο­νι­σμέ­νη φώ­να­ζε κά­πο­τε: «Στεῖλ­τε νά φέ­ρε­τε τόν φί­λο μου τόν τά­δε πα­πᾶ». Ἦ­ταν ἕ­νας πα­πᾶς σέ κά­ποι­ο χω­ριό πού ἡ ζω­ή του δέν ἦ­ταν κα­λή. Αὐ­τός ὁ πα­πᾶς δέν τόλ­μη­σε νά ἔρ­θη στήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Ὁ ἀ­γώ­νας τοῦ πα­πα–Γιά­ννη συ­νε­χί­σθη­κε γι­ά νά βγά­λη τό δαι­μό­νιο ἀ­πό τήν γυ­ναῖ­κα. Σ᾿ αὐ­τό τό δι­ά­στη­μα πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ἀ­πό τό ἴ­διο τό δαι­μό­νιο πού ἦ­ταν μέ­σα στήν γυ­ναῖ­κα, ὅ­τι εἶ­ναι ὁ Ἑ­ω­σφό­ρος, ὁ ἀρ­χη­γός τῶν δαι­μό­νων. Μπῆ­κε μέ­σα της κα­τά τήν ὥ­ρα πού τη­γά­νι­ζε ψά­ρια, ἐπει­δή ὁ ἀ­δελ­φός της ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νος ἀ­πό κά­ποι­α ἀ­φορ­μή τῆς εἶ­πε νά μπῆ ὁ δι­ά­βο­λος μέ­σα της. Ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή δαι­μο­νί­στη­κε ἡ γυ­ναῖ­κα.
Ὁ ἀ­γώ­νας τώ­ρα γι­ά τόν πα­πα–Γιά­ννη ἦ­ταν σκλη­ρός. Ὁ δι­ά­βο­λος τόν ἔ­βρι­ζε, τόν ἀ­πει­λοῦ­σε λέ­γοντας ὅ­τι θά γκρε­μί­σει τήν Ἐκ­κλη­σί­α, θά κά­ψει τό χω­ριό, «θά βγῶ ἀπ᾿ αὐ­τήν τήν σκύ­λα», ἔ­λε­γε, «καί θά μπῶ στήν κό­ρη καί στόν γυι­ό σου». Ὁ πα­πα–Γιά­ννης τοῦ ἀ­παντοῦ­σε: «Δέν ἔ­χεις δι­καί­ω­μα νά μπῆς που­θε­νά, μό­νο στήν ἄ­βυσ­σο ἔ­χεις δι­καί­ω­μα νά πᾶς».
Με­τά ἀ­πό ἕ­να μῆ­να, ἕ­να βρά­δυ ἀ­φοῦ τε­λεί­ω­σε ἡ Πα­ρά­κλη­ση καί ἔ­φυ­γε ὁ κό­σμος μα­ζί καί ἡ δαι­μο­νι­σμέ­νη, ὁ πα­πα–Γιά­ννης ἔ­κλει­σε τήν πόρ­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γο­νά­τι­σε μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ καί ἄρ­χι­σε νά προ­σεύ­χε­ται μέ δά­κρυ­α γι­ά νά ἐ­λευ­θε­ρω­θῆ ἡ βα­σα­νι­σμέ­νη ψυ­χή ἀ­πό τό δαι­μό­νιο. Ἀ­πό τίς ὀ­κτώ τό βρά­δυ μέ­χρι τίς τρεῖς τό πρω­ΐ προ­σευ­χό­ταν συ­νε­χῶς. Ἀ­νη­σύ­χη­σαν οἱ χω­ρια­νοί γιά τόν πα­πα–Γιά­ννη πού δέν ἐ­πέ­στρε­ψε σπί­τι του, κοντά στά παι­διά του πού τόν πε­ρί­με­ναν. Πῆ­γαν μα­ζί μέ τά παι­διά του καί τόν βρῆ­καν γο­να­τι­στό νά προ­σεύ­χε­ται. Ἡ κό­ρη του πού ἤ­ξε­ρε ἀ­πό ἄλ­λες φο­ρές, εἶ­πε: «Ἀ­φῆ­στε τον νά προ­σευ­χη­θῆ». Ὅ­ταν συ­νῆλ­θε ὁ πα­πα–Γιάν­νης ἀ­πό τήν προ­σευ­χή πού εἶ­χε ἀ­πορ­ρο­φη­θῆ, πῆ­γε στό σπί­τι του νά κοι­μη­θῆ. Στόν ὕ­πνο του ἄ­κου­σε φω­νή πού τοῦ εἶ­πε: «Πα­πα–Γιάν­νη, ἡ γυ­ναῖ­κα με­τά τίς τριά­ντα ἐν­νιά μέ­ρες, ἀ­φοῦ πε­ρά­σει ἡ 12η ὥ­ρα, τά με­σά­νυ­χτα, θά ἐ­λευ­θε­ρω­θεῑ ἀπό τόν σα­τα­νᾶ».
Τήν τε­λευ­ταί­α ἡ­μέ­ρα εἶ­πε ὁ σα­τα­νᾶς στόν πα­πα–Γιά­ννη: «Πα­πα–Γιά­ννη μέ ἐ­ξώντω­σες». Καί πράγ­μα­τι τήν 40 ἡ­μέ­ρα βγῆ­κε ἀ­πό τήν γυ­ναῖ­κα ἡ ὁ­ποία ἐ­λευ­θε­ρώ­θη­κε ἀ­πό τό μαρ­τύ­ριο καί ἔ­ζη­σε ἔ­κτο­τε ὑ­γι­ής πολ­λά χρό­νια.
Ὁ πα­πα–Γιά­ννης στό δω­μά­τιο πού κοι­μό­ταν μέ τά παι­διά του, δέν εἶ­χε σχε­δόν τί­πο­τε ἐ­κτός ἀ­πό δυό «τσό­λια» (σκε­πά­σμα­τα, κου­βέρ­τες), τά ὁ­ποῖ­α εἶ­χαν δώ­σει οἱ γυ­ναῖ­κες τοῦ χω­ριοῦ. Στό ἕ­να κοι­μόνταν τά παι­διά του καί στό ἄλ­λο αὐ­τός. Ἔ­στρω­νε τό μι­σό κά­τω στό πά­τω­μα καί μέ τό ἄλ­λο μι­σό σκε­πα­ζό­ταν. Εἶ­χε με­γά­λη πί­στη στόν παντο­δύ­να­μο Κύ­ριο. Αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι ἡ προ­σευ­χή του εἰ­σα­κού­ε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό καί γι᾿ αὐ­τό γί­νονται θαύ­μα­τα. Ἔ­λε­γε: «Ὅ­ταν ζη­τή­σω ἀ­πό τόν Θε­ό νά ἰ­σο­πε­δώ­ση τό βου­νό δι­ά τῆς προ­σευ­χῆς, τῆς νη­στεί­ας καί τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, θά ἰ­σο­πε­δω­θῆ. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­ταν τη­ρή­ση αὐ­τά τά τρί­α εἶ­ναι ἀ­πό τώ­ρα στόν πα­ρά­δει­σο».
Εἶ­χε πο­λύ με­γά­λη φτώ­χεια ὁ παπα–Γιά­ννης για­τί ὅσα τοῦ ἔ­δι­ναν τά μοί­ρα­ζε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Κά­ποι­ος τό πρῶ­το Πά­σχα πού ἔ­κα­νε στό χω­ριό, τοῦ χά­ρι­σε μί­α γί­δα μέ τό μι­κρό της κα­τσι­κά­κι. Τό κα­τσι­κά­κι νά τό σφά­ξη γι­ά νά γι­ορ­τά­ση τό Πά­σχα, καί τήν γί­δα νά τήν ἔ­χη νά πί­νουν λί­γο γά­λα, ὅ­ταν δέν ἔ­χη νη­στεία. Ὁ παπα–Γιά­ννης δέν κρά­τη­σε τήν γί­δα καί τό κα­τσί­κι. Τά πού­λη­σε καί μέ τά χρή­μα­τα ἀ­γό­ρα­σε ροῦ­χα γι­ά τά ὀρ­φα­νά τοῦ χω­ριοῦ, νά χα­ροῦν κι αὐ­τά τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως.
Ἦ­ταν ἐ­πί­σης με­γά­λος νη­στευ­τής. Τήν Σα­ρα­κο­στή νή­στευ­ε ἑ­ξήντα μέ­ρες ἀ­πό λά­δι, γι᾿ αὐ­τό στό χω­ριό τήν Σα­ρα­κο­στή τήν ἔ­λε­γαν Ἑ­ξηντά­ρα.
Ὁ παπα–Γιά­ννης ἕ­να βρά­δυ εἶδε στόν ὕ­πνο του ἕ­να σπί­τι σέ μί­α ἄ­γνω­στη το­πο­θε­σί­α καί τόν νοι­κο­κύ­ρη τοῦ σπι­τιοῦ νά τρώ­γη ἕ­να ψό­φιο σκυ­λί.
Ρώ­τη­σε ποῦ βρί­σκε­ται αὐ­τό τό σπί­τι μέ τά συν­κε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί τόν κα­τα­τό­πι­σαν. Πῆ­γε ὁ πα­πα–Γιά­ννης μέ συ­νο­δεί­α, βρῆ­κε τό σπί­τι, χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα καί τοῦ ἄ­νοι­ξε ἡ γυ­ναῖ­κα. Μα­ζί της ἦ­ταν καί τό παι­δί της. Ὁ ἄν­δρας της ἔ­λει­πε στά κτή­μα­τα. Πάντως ὅ­ταν τόν εἰ­δο­ποί­η­σαν ἦρ­θε τρέ­χοντας, πλύ­θη­κε, τοῦ ἔ­βα­λε ἐ­δα­φια­ία με­τά­νοι­α καί τοῦ φί­λη­σε τό χέ­ρι. Εἶ­χε ἀ­κού­σει γι­ά τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ πα­πα–Γιά­ννη καί τήν θε­ρα­πεί­α τῆς δαι­μο­νι­σμέ­νης, ἀλ­λά δέν τολ­μοῦ­σε νά τόν συ­ναντή­ση, δι­ό­τι ἡ συ­νεί­δη­σή του ἦ­ταν βε­βα­ρη­μέ­νη. Στήν ἐκ­κλη­σί­α δέν πή­γαι­νε, κρε­ο­φα­γοῦ­σε στίς νη­στεῖ­ες, βλα­σφη­μοῦ­σε καί μέ τήν γυ­ναῖ­κα του ζοῦ­σε πα­ρά­νο­μα για­τί ἦ­ταν ἀ­στε­φά­νω­τοι. Εἶ­χε ὅ­μως κα­λή δι­ά­θε­ση. Ζή­τη­σε καί ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε ἀ­μέ­σως. Με­τά στε­φα­νώ­θη­κε ἀ­πό τόν πα­πα–Γιά­ννη καί ἔ­ζη­σε ὡς κα­λός χρι­στια­νός.
Ὁ πα­πα–Γιά­ννης, ὁ χα­ρι­τω­μέ­νος λει­τουρ­γός τοῦ Ὑ­ψί­στου μέ τήν ἀ­σκη­τι­κή του ζω­ή, τήν ἀ­κτη­μο­σύ­νη του καί τήν ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή, εἶ­χε γί­νει γνω­στός σ᾽ ὅ­λη τήν γύ­ρω πε­ρι­ο­χή. Ἔρ­χονταν οἱ ἄν­θρω­ποι νά τόν συμ­βου­λευ­τοῦν καί νά τούς δι­α­βά­ση εὐ­χή νά γί­νουν κα­λά. Τόν θε­ω­ροῦ­σαν με­γά­λο Προ­φή­τη καί θαυ­μα­τουρ­γό. Ἔρ­χονταν ἐ­πί­σης ἄ­γνω­στοι ἄν­θρω­ποι ἀ­πό δι­ά­φο­ρα μέ­ρη καί αὐ­τός ἔ­λε­γε: «Ἐ­σύ εἶ­σαι ὁ τά­δε καί ἦρ­θες ἐ­δῶ γι᾿ αὐ­τόν καί γι᾿ αὐ­τόν τόν λό­γο».
Δι­η­γεῖ­ται κά­ποι­ος ἀ­πό τήν Σκου­τε­ρά πού στό πα­τρι­κό του σπί­τι ἔ­με­νε ὁ πα­πα–Γιά­ννης, ὅ­τι εἶ­χε πεῖ κά­πο­τε: «Μιά ἡ­μέ­ρα θά ἀ­πο­κα­λυ­φθῆ τό λεί­ψα­νο ἑνός Ἁ­γί­ου στό μο­να­στή­ρι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Λυ­κου­ρι­σι­ώ­τισ­σας καί ὕ­στε­ρα τό Μο­να­στή­ρι θά πά­ρη με­γά­λη φή­μη».
Ἀλ­λά τό χω­ριό του πού τόν λά­τρευ­ε δέν τόν χά­ρη­κε πο­λύ, για­τί τόν πῆ­ραν γι­ά ἐ­φη­μέ­ριο στό χω­ριό Και­νούρ­γιο. Με­τά τόν ζή­τη­σαν καί τόν πῆ­ραν στήν Πε­λο­πόν­νη­σο. Ἔκ­το­τε ἀγνο­οῦ­νται τά ἴχνη του καί τώρα σί­γου­ρα θά ἔχει κοι­μη­θῆ.
Αἰ­ω­νί­α του ἡ μνή­μη. Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με. Ἀμήν.