Τὸ πρωτόθρονο καὶ σεβάσμιο Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο ἔχει νὰ ἐπιδείξει μία πλειάδα Πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι κοσμοῦν
τὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀνάμεσά τους ὁ ἡρωικὸς ἱερομάρτυρας καὶ
ἐθνομάρτυρας ἅγιος Γρηγόριος Ε΄. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς ἠρωικότερες
μορφὲς τοῦ Γένους μας, ὁ ὁποῖος διέπρεψε καὶ ὡς λαμπρὸς ἐκκλησιαστικὸς
ἄνδρας καὶ ὡς συνεπὴς ἐθνικὸς ἡγέτης.
Γεννήθηκε στὴ Δημητσάνα τὸ 1745 ἀπὸ τὸν
Ἰωάννη καὶ τὴν Ἀσημίνα Ἀγγελόπουλου. Τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν
Γεώργιος. Τὸ 1767 πῆγε στὴ Σμύρνη κοντὰ στὸ θεῖο τοῦ Μελέτιο, ὅπου
φοίτησε στὴν ἐκεῖ περίφημη Εὐαγγελικὴ Σχολή. Μετὰ παρακολούθησα ἀνώτερα
μαθήματα στὴν Πάτμο ἀπὸ τὸν Δανιὴλ Κεραμέα. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδὲς
τοῦ γύρισε στὴ Μονὴ τῶν Στροφάδων, ὅπου ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τὸ
μοναχικὸ ὄνομα Γρηγόριος. Ἀργότερα τὸν κάλεσε ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης
Προκόπιος, ὁ ὁποῖος τὸν χειροτόνησε διάκονο καὶ στὴ συνέχεια πρεσβύτερο,
ἐπιδεικνύοντας μεγάλο ἱεραποστολικὸ ζῆλο καὶ ἀσκώντας τεράστιο φιλανθρωπικὸ ἔργο.
Ἡ φήμη του ὡς ἀνερχόμενη σπουδαία
ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα δὲν ἄργησε νὰ φανεῖ. Στὶς 19 Αὐγούστου τοῦ
1785 ἐξελέγη Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ παρέμεινε στὸν πατριαρχικὸ
θρόνο ὡς τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1798, ὅποτε ἡ Ὑψηλὴ Πύλη τὸν καθαίρεσε καὶ τὸν
ἐξόρισε στὸ Ἅγιο Ὅρος, ὡς ἀνίκανον νὰ διατηρήσει τὴν ὑποταγὴ τῶν
χριστιανικῶν λαῶν στὴν τουρκικὴ ἐξουσία. Κατὰ τὴν παραμονὴ τοῦ ἐκεῖ ὡς
ἀσκητής, μυήθηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία ἀπὸ τὸν φιλικὸ
Ἰωάννη Φαρμάκη στὰ 1818, καὶ ὑποσχέθηκε νὰ δώσει ἀκόμα καὶ τὴ ζωή του
στὴν ὑπόθεση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ὑποδούλου Γένους. Τὴν ἴδια χρονιὰ
κλήθηκε καὶ πάλι στὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο, γιὰ νὰ παραμείνει ὡς τὸ
μαρτυρικό του θάνατο.
Ὅλοι οἱ ἱστορικοί της ἐποχῆς τοῦ
περιγράφουν τὸν Γρηγόριο ὡς ἕναν ταπεινὸ καὶ πράο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ὅμως
ἔκρυβε στὴν ψυχὴ τοῦ τεράστιο ψυχικὸ μεγαλεῖο, ἡρωισμὸ καὶ αὐταπάρνηση.
Καὶ στὶς δύο σύντομες περιόδους τῆς πατριαρχίας τοῦ ὑπέδειξε ἀσυνήθιστο
ζῆλο γιὰ τὴν ἀνόρθωση τῆς Ἐκκλησίας. Φρόντισε γιὰ τὴν ἐκλογὴ ἀξίων καὶ
μορφωμένων ἱεραρχῶν καὶ γιὰ τὴν κατάρτιση καὶ ἐπιμόρφωση τοῦ κλήρου.
Ὑπῆρξε ἀγαπητὸς σὲ ὅλους, ἀκόμη καὶ στοὺς Ὀθωμανούς, γιὰ τὴν ἀκεραιότητα
τοῦ χαρακτήρα του καὶ τὸ ἦθος του. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, ἰδιαίτερα
κατὰ τὴ δεύτερη περίοδο τῆς πατριαρχίας του, νὰ τὸν ἐμπιστεύεται ἡ Ὑψηλὴ
Πύλη καὶ νὰ μποροῦν νὰ ὀργανώνονται οἱ ὑπόδουλοι Χριστιανοὶ γιὰ τὴν
ἐπανάσταση. Οἱ ἱστορικοὶ ἀναφέρονται ἐπίσης καὶ γιὰ τὴ φλογισμένη καρδιά
του γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὸ ὑπόδουλο Γένος. Μέσα ἀπὸ τὰ γραπτά του καὶ
κύρια τὶς ἐπιστολὲς τοῦ φαίνεται ὅτι ἀνυπομονοῦσε νὰ δεῖ τὴν πολυπόθητη
ἐλευθερία. Χρησιμοποίησε δὲ κάλλιστα τὴν διπλωματική του ἱκανότητα καὶ
δεξιοτεχνία ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ ὁ ξεσηκωμός, χωρία ὅμως νὰ ὑπάρξουν
ἀντίποινα καὶ σφαγὲς στὸν ἄμαχο πληθυσμό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐνοίωθε
ὑπεύθυνος γιὰ τὴ ζωή του.
Ὅταν τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1821 ὁ
Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης κήρυξε τὴν ἐπανάσταση στὴ Μολδοβλαχία, κλήθηκε ὁ
Πατριάρχης ἀπὸ τὸ Σουλτάνο νὰ δώσει ἐξηγήσεις, ὡς ὑπεύθυνος πρὸς τὴν
Ὑψηλὴ Πύλη γιὰ τὶς πράξεις τῶν χριστιανῶν ἐπαναστατῶν. Ὁ Γρηγόριος, μὲ
μία διπλωματικὴ κίνηση, ἔπεισε τὸ Σουλτάνο ὅτι δὲν εἶχαν τὴν ἔγκρισή του
καὶ ἐξέδωσε ψεύτικο ἀφορισμὸ ἐναντίον τους. Αὐτὸ καθησύχασε τὸ
Σουλτάνο, ἔσωσε ἀπὸ τὴ γενικὴ σφαγὴ χιλιάδες ἀμάχους χριστιανοὺς καὶ
ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στοὺς ἐπαναστάτες νὰ ὀργανωθοῦν καλλίτερα. Μάλιστα ὁ
ἴδιος ὁ Ὑψηλάντης κατάλαβε τὸν διπλωματικὸ ἑλιγμὸ τοῦ Πατριάρχη καὶ
θεώρησε τὸν ἀφορισμὸ ψεύτικο, ἀποτέλεσμα βίας τῆς Ὑψηλῆς Πύλης. Σὲ
μυστικὴ ἐπιστολὴ τοῦ τὸ
Δεκέμβριο τοῦ 1820 πρὸς τὸν ἐπίσκοπο
Σαλώνων Ἠσαΐα, διευκρινίζει ὅτι ὁ ἀφορισμὸς ἦταν εἰκονικὸς καὶ
προέτρεπε τοὺς προεστοὺς νὰ ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν ἐπανάσταση. Σὲ ἐπιστολὴ
τοῦ ἐπίσης πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανὸ τόνιζε ὅτι συμφωνεῖ
μὲ τὴν ἵδρυση «Σχολῆς» στὸ Μοριά. Μὲ τὴ λέξη «Σχολή», ὑπονοοῦσαν καὶ οἱ
δύο τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση καὶ μάλιστα οἱ Φιλικοὶ ὅρισαν ὡς ἐπιστάτες
τῆς «Σχολῆς» τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γρηγόριο καὶ τὸν Πατριάρχη
Ἱεροσολύμων Πολύκαρπο.
Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ διαρρεύσει στὴν
Ὑψηλὴ Πύλη ἡ μυστικὴ ἐθνικὴ δράση τοῦ Γρηγορίου. Κάποιοι τὸν
συμβούλευσαν νὰ φύγει γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε ἡρωικὰ καὶ
ὑποσχέθηκε νὰ δώσει τὴ ζωή του γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς
πατρίδος. Ἐνσάρκωνε ἐκείνη τὴν κρίσιμη στιγμὴ ὁλόκληρο τὸ ὑπόδουλο
Γένος. Στὶς 10 Ἀπριλίου 1821, ἀνήμερα τοῦ Πάσχα, συνελήφθη καὶ
ἀπαγχονίστηκε ὡς «ἀπιστος τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καὶ συμμέτοχος καὶ πρωταίτιος
τῶν ταραχῶν». Τὸ ἄψυχο σῶμα τοῦ ἔμεινε κρεμασμένο ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες στὴν
κεντρικὴ πύλη τοῦ Πατριαρχείου. Κατόπιν ἀγοράστηκε ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους,
βεβηλώθηκε, σύρθηκε στοὺς δρόμους τῆς Πόλης καὶ ρίχτηκε στὸ Βόσπορο. Τὸ
βρῆκε ὁ Κεφαλλονίτης πλοίαρχος Μ. Σκλάβος, τὸ ὁποῖο μετέφερε στὴν
Ὀδησσό, ὅπου τάφηκε μὲ τιμὲς ἱερομάρτυρα. Τὸ 1871 μεταφέρθηκαν τὰ τίμια
λείψανά του στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐναποτέθηκαν στὸν Μητροπολιτικὴ ναὸ Ἀθηνῶν.
Τὸ 1921 ἀνακηρύχτηκε ἅγιος καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στὶς 10 Ἀπριλίου.
Χριστιανομάχοι καὶ ἐθνομηδενιστὲς
παραχαράσσοντας βάναυσα τὴν ἱστορία, κατασυκοφαντοῦν τὸν ἅγιο
Ἱερομάρτυρα καὶ Ἐθνομάρτυρα Γρηγόριο ὡς ἀνθέλληνα καὶ προδότη τῆς
Πατρίδος. Παραβλέπουν τὸ συνολικὸ ἔργο τοῦ μεγάλου ἄνδρα καὶ στέκονται
στὸν δῆθεν ἀφορισμὸ τῆς Ἐπανάστασης. Δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ δοῦν, ἢ τὸ
χειρότερο, δὲν θέλουν νὰ δοῦν, τοὺς σωτήριους ἑλιγμοὺς τοῦ Γρηγορίου, οἱ
ὁποῖοι ἔσωσαν ἀπὸ τὶς σφαγὲς χιλιάδες ἀθώους καὶ ὠφέλησαν τὴν
Ἐπανάσταση, διότι ἔδωσαν πολύτιμο χρόνο στοὺς ἐπαναστάτες νὰ ὀργανωθοῦν.
Φτάνουν δὲ στὴν ἔσχατη κατάντια νὰ θεωροῦν τὴ μεγάλη ἑκούσια θυσία του
ὡς «ξεκαθάρισμα λογαριασμῶν» του μὲ τοὺς Τούρκους! Αὐτὸ εἶναι δυστυχῶς
ἕνα μικρὸ δεῖγμα τῆς ἀγνωμοσύνης μας πρὸς τοὺς δημιουργούς της ἐθνικῆς
μας ὑπόστασης καὶ ἐλευθερίας!