Σάββατο 18 Απριλίου 2020

«Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος»

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
«Σαρκὶ ὑπνώσας ὡς θνητός, ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος, τριήμερος ἐξανέστης, Ἀδὰμ ἐγείρας ἐκ φθορᾶς καὶ καταργήσας θάνατον, Πάσχα τῆς ἀφθαρσίας, τοῦ κόσμου σωτήριον».
Ὁ θεηγόρος Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορινθ. ιε΄ 54, 55) ἐπεξηγεῖ:
«ὅταν δὲ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀθανασίαν, τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος.
Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδῃ, τὸ νῖκος;».
Μετάφραση: Ὅταν δὲ ἡ φθαρτὴ αὐτὴ φύση μας ἐνδυθῇ τὴν ἀφθαρσίαν καὶ ἡ θνητὴ αὐτὴ φύση μας ἐνδυθῇ τὴν ἀθανασίαν, τότε θὰ πραγματοποιηθῇ ὁ λόγος τοῦ Ἡσαΐου, ποὺ περιέχεται στὴν Ἁγία Γραφή: Ἐξηφανίσθη ὁλότελα ὁ θάνατος καὶ κατενικήθη, ὥστε δὲν φαίνεται πλέον πουθενά.
Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ φαρμακερὸ κεντρί σου; Ποῦ εἶναι, ᾅδη, ἡ νίκη σου;
Ὁ Ἅγ. Πορφύριος στὸ βιβλίο «Βίος καὶ Λόγοι» τονίζει: «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν»:
«Ἡ Ἐκκλησία μας συνεχῶς μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν αἰωνιότητα μέ τά μυστήρια, μέ τίς ἀκολουθίες, μέ τά τροπάρια, μέ τούς ὕμνους, κυρίως μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τήν ὥρα πού κοινωνοῦμε, ὁ ἱερέας εὔχεται στόν καθένα, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον».
Μέσα στήν Ἐκκλησία βρίσκεται ἡ σωτηρία. Ὅποιος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας δὲ φοβᾶται τὸ δεύτερο θάνατο. Δὲν ὑπάρχει θάνατος γιὰ ὅποιον εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει μπεῖ μέσα του ὁ Χριστὸς δὲν ὑπάρχει οὔτε θάνατος, οὔτε κόλαση, οὔτε διάβολος. Ὅλ’ αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν. Ὑπάρχουν καὶ παραϋπάρχουν, ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι μακρὰν τοῦ Χριστοῦ. «Ἀδὰμ πεσὼν ἀνίσταται, διάβολος κατήργηται»… «ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον· ποῦ σου, ᾅδη, τό νῖκος;», δὲν λέει; Λοιπόν, ἡ θρησκεία μας ἔτσι πιστεύει. Πιστεύει ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος γι’ αὐτὸν ποὺ τηρεῖ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὸ λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιο; «Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. 8, 51).
«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν,
ᾍδου τὴν καθαίρεσιν,
Ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν.
Καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸ αἴτιον.
Τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων,
Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον».
Εἴδατε, αὐτὸς ὁ ὕμνος ὁ ἀναστάσιμος μιλάει γιὰ ᾅδη καὶ γιὰ θάνατο, ποὺ ὅμως νεκρώθηκε καὶ καταργήθηκε. Καὶ αὐτὸ ἔγινε ὄχι μὲ δύναμη ἀνθρώπου, οὔτε μὲ θέληση ἀγγέλου, ἀλλὰ μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἰδίου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α΄ Κορ. 15, 20). Κι ὁ ποιητής, ἐκφράζοντας μαζὶ μὲ τὰ συναισθήματά του καὶ τὰ δικά μας, λέει ὅτι ὄχι ἁπλῶς τὸ πιστεύομε, ἀλλὰ καὶ ἑορτάζομε καὶ χαιρόμαστε τὴ νέκρωση τοῦ θανάτου καὶ τὴν κατάργηση τοῦ ᾅδου. Συγχρόνως ἑορτάζομε τὴν ἀρχή, τὸ ξεκίνημα μιᾶς ἄλλης ζωῆς, τῆς αἰωνίου, καὶ μὲ σκιρτήματα δοξάζομε Αὐτὸν ποὺ ἔγινε αἰτία αὐτῆς τῆς νίκης καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ζωή τὴν αἰώνιο. Αὐτό μᾶς τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τῷ δὲ Θεῷ χάρις, τῷ διδόντι ἡμῖν τὸ νῖκος διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο: «Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος».