Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Εἶναι Ἄνοιξη. Ὁ Χριστός μας κηδεύεται μονάχος – Μέρος Β’

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Μεγάλη Παρασκευὴ μεσημέρι σὲ μιὰ λαϊκὴ συνοικία τῆς Ἀθήνας.
– Ναί! Ναί! Τὸ διάβασα! Μιὰ χαρὰ τοὺς τὰ γράφει! Ἔχουμε καταλύσει κάθε ὅριο σεβασμοῦ πιά! Ὅλοι γίνανε ἐπιδημιολόγοι καὶ ἀψηφοῦν τοὺς ἐπιστήμονες! Καθεὶς στὴν θέση του! Ἡ ἐπιστήμη μίλησε, κύριε! Ἡ Δ.Ι.Σ. ἀποφάσισε! Ἡ κυβέρνηση διέταξε! Θὰ τὶς σεβαστεῖς! Ζοῦμε πρωτόγνωρες καταστάσεις! Στὴν γωνία μᾶς περιμένουν, νὰ ἀρρωστήσει κανείς μας, νὰ μᾶς ρεζιλέψουν οἱ μεγαλοδημοσιογράφοι! Πῶς, ἀδελφέ μου; Ἔ, βέβαια! Ὅλοι οἱ συνωμοσιολόγοι στὴν Ἐκκλησία μας ἔχουν μαζευτεῖ!

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Ἰωσὴφ μιλοῦσε στὸ τηλέφωνο χειρονομῶντας ἔντονα μὲ τὸ ἐλεύθερο χέρι του. Στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς γραμμῆς ἦταν ὁ φίλος του, ἐπίσης Ἀρχιμανδρίτης, π. Θωμᾶς ποὺ διακονοῦσε σὲ μιὰ Εὐρωπαϊκὴ Ἀρχιεπισκοπή. Φίλοι ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἀπὸ τὴν Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστικὴ Σχολή. Συνέχισαν μαζὶ στὴν Θεολογική, χωρίσανε στὰ Μεταπτυχιακά τους. Ὁ π. Θωμᾶς ἔφυγε στὸ ἐξωτερικὸ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ. Ὁ π. Ἰωσὴφ ἔμεινε στὴν Ἀθήνα. Εἶχε νὰ νοιαστεῖ γιὰ τὴν μητέρα του. Μοναχοπαίδι γάρ.
– Ἄ! Τώρα ποὺ τὸ θυμήθηκα, θυμᾶσαι τὸν Εὐτύχιο· τὸν Ἀφρικάνο ποὺ τὸν λέγαμε; Ναί, ναί! Τὸν εἶδα τὶς προάλλες εἶχε ἔρθει γιὰ λίγο στὴν Ἀθήνα. Μιὰ χαρά τὸν εἶδα! Χαμογελοῦσε ὅλην τὴν ὥρα, ὅπως πάντα. Τὸν βρῆκα στὸ Κέντρο, οὔτε μάσκα οὔτε γάντια… Καλὰ τοῦ λέω, δὲν φοβᾶσαι; Ἔλα ντέ!… Τί νὰ καταλάβουν αὐτοί! Ἔχουν ἀκόμα Ἔμπολα ἐκεῖ πέρα! Ναί… ναί! Τί κλειστὲς ἐκκλησίες νὰ ἔχουν ἐκεῖ, βρέ; Οἱ πιὸ πολλὲς ἐκεῖ ποὺ εἶναι δὲν ἔχουν πόρτες! Δὲν τὶς ἔχεις δεῖ; Μὲ λάσπη καὶ καλάμια εἶναι! Κοινωνᾶνε καὶ πιὸ πέρα μουγκρίζουν τὰ λιοντάρια, ποὺ λέει ὁ λόγος!
-Λοιπόν, πάτερ μου, σὲ κλείνω, ἔχω νὰ κάνω ἕνα σωρὸ καὶ ἀπόψε ἀρχίζουμε κατὰ τὶς ὀχτώ. Πῶς; Ναί, ναί, κλειστά, θεόκλειστα! Ἀπὸ τὴν Μητρόπολη μᾶς τὸ ξεκαθάρισαν. Μηδενικὴ ἐλαστικότητα. Ὑπακούουμε στὴν ἀπόφαση! Καλὴ Ἀνάσταση, ἀδελφέ μου, καὶ περαστικά μας!
Ὁ π. Ἰωσὴφ ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο καὶ πῆγε πρὸς τὸ ψυγεῖο. Πῆρε ἕνα τάπερ μὲ χορτόσουπα ποὺ τοῦ εἶχε φτιάξει μιὰ ἐνορίτισσά του, ἡ κ. Ἀσπασία καὶ τὸ ἔβαλε βιαστικὰ στὸ φοῦρνο μικροκυμάτων. Ὅσο περίμενε ἔριξε ἕνα βλέμμα στὸ γραφεῖο του. Πόσα εἶχαν μαζευτεῖ! Ἔπρεπε νὰ τελειώσει ἕνα ἄρθρο γιὰ τὸ περιοδικό, νὰ γράψει τὴν ὁμιλία – αὐτὸ δὲν ἐπείγει, ἅμα πάρουν παράταση τὰ μέτρα μπορεῖ νὰ τὸ γλυτώσει – νὰ ἑτοιμάσει τὰ γραφειοκρατικὰ τῆς ἐνορίας καὶ στοῖβα περίμεναν οἱ σημειώσεις του γιὰ τὸ Διδακτορικό. Ἀναστέναξε. Ἀπὸ τὸ μικρὸ σόκ τον ἔβγαλε τὸ μπὶπ ποὺ ἔκανε ὁ φοῦρνος. Πῆρε τὸ μπὸλ ὅπως ἦταν, τὸ ἔβαλε στὸ τραπέζι, ἔκανε βιαστικὰ τὸν σταυρό του καὶ τὸ ἄνοιξε.
-Ἄνηθος! Ὄχι, βρὲ εὐλογημένη! Ἄχ… κυρὰ Ἀσπασία, τί μοῦ ἔκανες! Τὸ βλέμμα του μελαγχόλησε. Νὰ ζοῦσε ἡ μάνα του, ἡ κυρία Μαρία! Τί ὡραῖα ποὺ τὴν ἔκανε τὴν ἀλάδωτη χορτόσουπα! Πῶς τοῦ λείπει! Πᾶνε δέκα χρόνια ποὺ ἔφυγε καὶ ἀκόμη καὶ τώρα ξεχνιέται καμμιὰ φορὰ καὶ σκέφτεται νὰ τὴν πάρει τηλέφωνο, νὰ τῆς πεῖ τὰ νέα.
Θυμήθηκε… θυμήθηκε, μικρὸς ποὺ ἦταν καὶ τὸν ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ πήγαιναν μαζὶ στὴν ἐκκλησία. Ἀπὸ τότε ποὺ θυμᾶται τὸν ἑαυτό του, ὅλην τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀνελλιπῶς στὸν Ναό. Πῶς τὸν ἐντυπωσίαζαν ὅλα! Ὅταν ἄρχισε νὰ καταλαβαίνει τί γινόταν, τί ἦταν αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε καὶ νὰ πιάνει μέσες-ἄκρες τί ἔλεγαν τὰ Εὐαγγέλια, θυμᾶται ποὺ ἔκλαιγε. Λυπότανε γιὰ τὸν Χριστό μας ποὺ ἔμεινε μονάχος, ποὺ προδόθηκε, ποὺ πόνεσε… Ἡ κυρία Μαρία τοῦ κρατοῦσε τὸ χέρι. Θυμᾶται τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἔκλαψε καὶ τοῦ σκούπισε τὰ δάκρυα καὶ τὸν φίλησε στὸ κεφάλι. Μετὰ πήγαινε στὸ Ἱερό, ντυμένος παπαδάκι, ἡ μητέρα του καμάρωνε καὶ αὐτὸς τὴν κοιτοῦσε σοβαρὸς μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του. Ἄχ… πῶς τοῦ λείψανε ὅλα αὐτά! Μητέρα! Ἄχ… ποῦ εἶσαι; Αὐτὴ ἡ γλύκα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἦταν ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ Χριστό. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς μάνας! Ἡ ἀγάπη! Πῶς θὰ ἤθελε νὰ ξανακλάψει Μεγάλη Ἑβδομάδα! Νὰ κλαίει, νὰ κλαίει νὰ σβήσει ὅσα ἔχει μαζέψει μέσα του ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια. Τὸν ἔφαγε ὁ Κόσμος, κι ἂς ἦταν μὲς τὴν Ἐκκλησία. Θυμήθηκε τί εἰρηνικὰ εἶχε φύγει ἡ κυρία Μαρία. Ἐξομολογημένη, κοινώνησε, τὸν κοίταγε στὰ μάτια καὶ καμάρωνε, ὅπως τότε Μεγάλη Ἑβδομάδα. Κοιμήθηκε καὶ δὲν ξαναξύπνησε… Δὲν ἔχει ἀμφιβολίες γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται ἡ ψυχούλα της.
Ὁ π. Ἰωσὴφ ἀναστέναξε. Θὰ τὴν ξαναδεῖ στὴν ἄλλη ζωή; Θὰ βρεθεῖ καὶ αὐτὸς κοντά της; «Μνήσθητί μου Κύριε» ψέλλισε μὲ τὸ βλέμμα καρφωμένο μπροστά του…
Ἀποτίναξε τὶς σκέψεις του, καταπιάστηκε μὲ ὅσα εἶχε νὰ κάνει καὶ νὰ ἑτοιμάσει. Εἶδε στὴν τηλεόραση τὴν ἐνημέρωση γιὰ τὸν Κορωνοϊό. Νούμερα νεκρῶν ἀνὰ χώρα, οἱ ἐξελίξεις στὴν ἀνοσία, ἂν φορᾶμε μάσκα, εἶχε ἀρχίσει νὰ γίνεται κουραστικό. Ὁ Χαρδαλιᾶς… αὐστηρὸς ὅπως πάντα. Ἡ πιὸ κρίσιμη ἑβδομάδα! Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα! Ὁ π. Ἰωσὴφ κάρφωσε καὶ πάλι τὸ βλέμμα του μπροστά του… Τί γίνονται ὅλες αὐτὲς οἱ ψυχὲς ποὺ φεύγουν; Ποιοὶ θὰ τὶς περιμένουν; Πόσοι θὰ περάσουν τὰ τελώνια; Πόσοι φεύγουν «τακτοποιημένοι», ὅπως ἡ κυρία Μαρία;
Ἡ προετοιμασία του ἔγινε μηχανικά. Ξεκίνησε γιὰ τὸν Ναό. Ἀπ’ ἔξω τὸν περίμενε ὁ ἐπίτροπος καὶ ἡ νεωκόρος. Περίμεναν καὶ μερικοὶ ἐνορῖτες. Ὅσο εὐγενικὰ μποροῦσε τοὺς ἀποθάρρυνε. Ἦρθε καὶ ὁ Ψάλτης, ἀνέβασε τὸν τόνο τῆς φωνῆς του σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐπέμεναν, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδιωξε, μπῆκε γρήγορα μέσα μαζὶ μὲ τοὺς συνεργάτες καὶ κλείδωσαν τὴν πόρτα.
Ὁ Ἐπιτάφιος ἦταν ἐκεῖ στὴ μέση μονάχος… Λιγοστὰ τὰ λουλούδια φέτος. Κλειστὰ καὶ τὰ ἀνθοπωλεῖα. Ὅ,τι ἀφήσανε στὴν πόρτα μερικοὶ ἐνορῖτες, ἀλλὰ… ὄχι καὶ πολλὰ πράγματα.
«Ἔχουμε Ἄνοιξη!» σκέφθηκε, «Τόσα λουλούδια παντοῦ!» Κι ὅμως, «Ὁ Χριστός μας κηδεύεται μονάχος!». Ἔσκυψε τὸ κεφάλι του νὰ προσκυνήσει καὶ ὕστερα ἀπὸ τόσον καιρὸ ἔνιωσε τὴν κατάνυξη ἀπὸ τὰ μικράτα του ποὺ νοσταλγοῦσε!
-Ξεκινᾶμε, πάτερ; Τὸν διέκοψε ὁ Ψάλτης. Αὐτὴ ἡ ἠχὼ τοῦ ἄδειου ναοῦ ἀκούγονταν τόσο ψυχρὴ ἀπόψε. Ἔφυγε πρὸς τὸ Ἱερὸ σκεφτικὸς γιὰ νὰ βάλει τὸ «Εὐλογητός…»
Ὁ Ψάλτης κόντευε νὰ τελειώσει τὸν 87ο ψαλμό, ἦταν ἐκεῖ ποὺ λέει «ἱνατί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου, ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;» ὅταν ἀκούστηκαν δυνατὰ χτυπήματα στὴν πόρτα.
Ὁ ψάλτης σάστισε. Σταμάτησε. Ὁ π. Ἰωσήφ τοῦ ἔκανε νόημα νὰ συνεχίσει καὶ πῆγε πρὸς τὴν πόρτα. Χωρὶς νὰ ἀνοίξει, εἶπε ἀπὸ μέσα: «Τί θέλετε; Ποιὸς εἶναι;»
– Ἀνοῖξτε, πάτερ! Εἶμαι μιὰ ἐνορίτισσα, ἡ Μάρθα· δὲν ξέρω ἅμα μᾶς θυμᾶστε, ἔφερα λουλούδια γιὰ τὸν Χριστό μας. Ἔχω μαζὶ καὶ τὴν κορούλα μου, σᾶς παρακαλῶ, ἀνοῖξτε!
– Δὲν γίνεται, κόρη μου, ἀπάντησε ὁ π. Ἰωσήφ. Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ φέρνεις σὲ δύσκολη θέση! Ἔχω διαταγές! Πιὸ πέρα εἶναι ἡ ἀστυνομία καὶ παραφυλάει!
– Ἀνοῖξτε, πάτερ! Σᾶς παρακαλῶ! Ἀκούστηκαν ἄλλοι δύο κτύποι καὶ ἕνα χέρι νὰ γλιστρᾶ στὴν πόρτα. Ἀναφιλητά… καὶ μετὰ τίποτε…
Ὁ π. Ἰωσὴφ ξαναγύρισε πρὸς τὸ Ἱερό, ὁ Ψάλτης εἶχε φτάσει στὸ «εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, λειτουργοὶ αὐτοῦ ποιοῦντες τὸ θέλημα αὐτοῦ», ὅταν ξανακούστηκαν δυνατοὶ κτύποι στὴν πόρτα. Ὁ ψάλτης ξανασταμάτησε ἀπορημένος. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ π. Ἰωσὴφ δὲν τοῦ εἶπε νὰ συνεχίσει. Πῆγε μὲ φόρα στὴν πόρτα καὶ χωρὶς νὰ ἀνοίξει φώναξε «Φύγε εὐλογημένη! Σοῦ εἶπα δὲν γίνεται! Θέλεις νὰ μποῦμε φυλακὴ ἀπόψε;»
– Ἀνοῖξτε Πάτερ! Ἀστυνομία!
Συνεχίζεται μὲ τὸ τρίτο καὶ τελευταῖο μέρος
Εἶναι Ἄνοιξη. Ὁ Χριστός μας κηδεύεται μονάχος. Πρῶτο μέρος