Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Εἶναι Ἄνοιξη. Ὁ Χριστός μας κηδεύεται μονάχος.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Μεγάλη Παρασκευὴ σὲ μιὰ λαϊκὴ συνοικία τῆς Ἀθήνας.
-Μαμά!…
-Μαμά! Σοῦ μιλάω! Κοίταξέ με μανούλα…
Σήκωσε στενoχωρημένη τὸ βλέμμα της ἀπὸ τὴν ὀθόνη τοῦ κινητοῦ της.
– Τί εἶναι, Μαρία μου;

Ἡ Μαρία μὲ ἱκανοποίηση ποὺ κατάφερε νὰ κερδίσει τὴν προσοχὴ τῆς μητέρας της πῆρε ὅλη τὴν γλύκα ποὺ εἶχαν τὰ πέντε της χρονάκια καὶ συνέχισε κοιτῶντας την στὰ μάτια:
– Δὲν μοῦ εἶπες τὰ λουλούδια ποὺ κόψαμε ἀπὸ τὴν αὐλὴ τῆς κας Παναγιώτας, τὸ πρωὶ ποὺ κάναμε τὴν βόλτα μας, τί τὰ θέλουμε; Μοῦ εἶχες πεῖ ὅτι θὰ μοῦ ἐξηγήσεις, ὅταν θὰ φθάσουμε σπίτι.
– Θὰ σοῦ πῶ μόλις μιλήσουμε μὲ τὸν μπαμπᾶ στὸ τηλέφωνο.
-Ἔ ἄντε, τηλεφώνησέ του…
– Σὲ λίγο, ἔβλεπα ἕνα βίντεο…
-Σὲ παρακαλῶ, μανούλα!
Ἀναστέναξε καὶ πίεσε τὴν ὀθόνη, ἔβαλε καὶ τὴν ἀνοικτὴ ἀκρόαση…
-Καλησπέρα! Τί μοῦ κάνετε; Ἀκούστηκε μιὰ κουρασμένη, ἀλλὰ χαρούμενη φωνή.
Ἡ μικρὴ ἔτρεξε πρὸς τὸ τηλέφωνο καὶ φώναξε: “Γειά σου μπαμπᾶ!”
– Γειά σου, ἀγάπη μου! Τί κάνεις;
– Καλά! Πήγαμε τὸ μεσημέρι βόλτα μὲ τὴν μαμὰ καὶ μαζέψαμε καὶ λουλούδια ἀπὸ τὴν αὐλὴ τῆς κας Παναγιώτας, τὰ βάλαμε στὸ ψυγεῖο, ἀλλὰ δὲν μοῦ λέει τί θὰ τὰ κάνουμε!
– Τί σκέφτηκες πάλι, Μάρθα;
– Ἄσε, Κώστα, θὰ τὰ ποῦμε μετὰ αὐτά· πὲς μου πρῶτα, σχόλασες; Τί λένε οἱ πρόσφυγες;
– Τί νὰ σοῦ πῶ, βρὲ Μάρθα. Στὰ μάτια τους βλέπω διάφορα. Ἄλλοι σὲ κοιτᾶνε φοβισμένοι, ἄλλοι μὲ εὐγνωμοσύνη, ἄλλοι μὲ θράσος καὶ ἀπειλητικά· εἶναι περίπλοκο…
– Τί μαθαίνεις; Πότε γυρίζετε;
– Μετὰ τοῦ Θωμᾶ. Δὲν ἀλλάζει… Μοῦ λείπετε! Μακριά σας δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω ὅτι εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάδα… Μόνο ἀπὸ τὴν νηστεία…
– Τί τρῶτε;
– Ἐγώ; Τί νὰ βρεῖς ἀλάδωτο στὸ νησὶ μὲ κλειστὰ τὰ πάντα…
– Οὔτε καὶ ἐμεῖς ἐδῶ ἔχουμε καταλάβει ὅτι εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάδα. Προσπαθῶ νὰ δῶ τὶς ἀκολουθίες ἀπὸ τὴν τηλεόραση, ἀλλὰ δὲν γίνεται. Καμμία σχέση. Μία χτυπάει τὸ τηλέφωνο, μία ἡ μικρὴ ζητάει κάτι, ὁ εἰκονολήπτης ὅλο δείχνει τοὺς ψάλτες καὶ τὸν Δεσπότη ἀντὶ γιὰ τὶς εἰκόνες, εἶναι καὶ αὐτὸ τὸ πλάνο γιὰ ὅσους ἔχουν προβλήματα ἀκοῆς ποὺ μὲ περισπᾶ μὲ τὶς χειρονομίες, δὲν μπορῶ νὰ μαζέψω τὸ μυαλό μου… Σκέφτομαι νὰ ἠχογραφήσω ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο καὶ νὰ ἀκούω τὴν νύχτα μὲ σβηστὰ τὰ φῶτα. Μὲ ἕνα κερὶ νὰ φωτίζει τὶς εἰκόνες, νὰ νομίζω ὅτι εἶμαι σὲ καμμία ἀγρυπνία.
– Καλὸ ἀκούγεται. Σκέψου καὶ ἐμένα. Ζορίζομαι. Ζορίζονται καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ παιδιὰ τελικά. Ξέρεις, τὸ Πάσχα ὅλοι περνοῦσαν, ἔστω καὶ λίγο ἀπὸ τὴν ἐκκλησία…
– Κώστα,…
-Τί σκέφτηκες πάλι;
– Ἄκουγα χθὲς μιὰ ὁμιλία γιὰ τὶς Μυροφόρες. Καὶ τότε ἀπαγόρευση ὑπῆρχε. Ρωμαϊκὴ φρουρά, οἱ ἄνθρωποι τῶν Ἀρχιερέων. Κι ὅμως πῆγαν… Καὶ σκεφτόμουν, γιατί πῆγαν; Τὸν ἀγαποῦσαν, θὰ μοῦ πεῖς. Γιατί τὸν ἀγαποῦσαν; Ἔκανε θαύματα, τοὺς μίλησε, τοὺς χαμογέλασε. Καὶ νά, μετὰ σκέφτηκα, βρὲ Κώστα, τὴν κατάστασή μας. Σὲ ἐμᾶς ὁ Κύριος δὲν χαμογέλασε μόνο. Μᾶς χάρισε τὴν Μαρία. Θυμᾶσαι, Κώστα; «Μαθηματικὰ ἀδύνατον» μᾶς εἶπε ὁ γιατρός. «Ξεχάστε τὴν δυνατότητα τεκνοποίησης!» Καὶ ἐμεῖς πήγαμε κλαμένοι στὸν Γέροντα νὰ ζητήσουμε εὐλογία νὰ υἱοθετήσουμε καὶ θυμᾶσαι τί μᾶς εἶπε;
Ὁ Κώστας ἀναστέναξε… «Θυμᾶμαι, Μάρθα!».
Καὶ κάναμε προσευχή. Πολλή προσευχή! Καὶ παρακαλέσαμε τὸν Κύριο νὰ κάνει τὸ ἀδύνατον καὶ νὰ μᾶς ἐμπιστευτεῖ μιὰ ψυχούλα νὰ τὴν μεγαλώσουμε. Καὶ ὁ Κύριος μᾶς ἄκουσε! Θυμᾶσαι τὸν γιατρό, ὅταν μᾶς ξαναεῖδε ποὺ πήγαμε νὰ ἀκούσουμε τὴν καρδούλα πὼς ξεροκατάπινε μετά;
– Θυμᾶμαι… Τί θὲς νὰ κάνεις;
– Δὲν μπορῶ νὰ Τὸν ἀφήσω μόνο Του ἀπόψε… Ὁ Χριστός μας κηδεύεται. Ὁ Χριστὸς στὸν τάφο! Μοναχός; Τὸν ἐγκαταλείψαμε ὅλοι; Ποιὸς θὰ Τὸν ράνει;
– Τί νὰ σοῦ πῶ… Θὰ φᾶμε πρόστιμο…
– Ἄς φᾶμε. Νὰ μοῦ κατασχέσουν τὸ δῶρο τοῦ Πάσχα, ὅταν μας τὸ δώσει ἡ ἐργοδοσία, ἂς πάει χαλάλι. Καὶ οἱ μυροφόρες τότε τόσα λεφτὰ δώσανε γιὰ τὰ μύρα ποὺ ἀγοράσαν…
– Θὰ σὲ ἀφήσουν νὰ περάσεις;
– Θὰ προσπαθήσω! Νὰ πῶ: ἐγὼ προσπάθησα…
– Πὲς ὅτι εἶμαι συνάδελφος, ἅμα σὲ σταματήσουν. Πές… Ξέρω ‘γώ…. Ὅ,τι σὲ φωτίσει ὁ Θεός, Μάρθα… Σ’ ἀγαπῶ!
– Κι ἐγώ! Θὰ πάω Κώστα! Θὰ πάω, κι ἂς μοῦ βγεῖ καὶ σὲ κακό, ποὺ λέει τὸ τραγούδι…. Γειά σου! Θὰ σοῦ στείλω μήνυμα μετά, μήπως καὶ κοιμᾶσαι.
– Θὰ περιμένω. Γειά σου, Μαρία! Νὰ προσέχεις τὴν μαμά!
Ἡ μικρὴ ἄφησε τὸ παιχνίδι της καὶ ξαναέτρεξε στὸ τηλέφωνο «Γειά σου, μπαμπᾶ»! Κατάλαβα τί θὰ κάνουμε, θὰ πᾶμε τὰ λουλουδάκια στὸν Χριστούλη ποὺ εἶναι Σταυρωμένος!

Φυσοῦσε στὸν δρόμο. Κάποιοι λίγοι μὲ φόρμες καὶ κινητὰ στὰ χέρια τὶς προσπερνοῦσαν. Ἔφτασαν στὴν διασταύρωση πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Μιὰ μηχανὴ μὲ ἀναμμένο φάρο ἦταν κάτω ἀπὸ τὴ λάμπα. Ἕνας μαυροφορεμένος μὲ ἄσπρο κράνος καὶ φουσκωτὸ μπουφὰν φάνταζε ἀπειλητικός. Ἀπὸ τὸν ἀσύρματο τῆς μηχανῆς ἀκούγονταν διάφορα. Νύχτωνε… Ἡ Μάρθα ἔσφιξε τὸ χέρι τῆς μικρῆς νὰ πάρει κουράγιο. – Πᾶμε Μαρία! Ἔφθασαν στὴν διασταύρωση. Κρατοῦσε τὸ βλέμμα της μακριά, πρὸς τὴν ἐκκλησία ποὺ εἶχε φῶτα στὸ ἐσωτερικό της. Πλησίαζαν… – Κυρία! Ἐσεῖς μὲ τὸ κοριτσάκι, ἐλᾶτε λίγο πρὸς τὰ ἐδῶ! Σφίχθηκε. Γύρισε πρὸς τὸ μέρος του. «Καλησπέρα!» – Καλησπέρα! Ἔχετε στείλει μήνυμα; Πῶς κυκλοφορεῖτε; -Ἔχω ἔντυπο συμπληρωμένο. Νὰ σᾶς τὸ δείξω. – Β5 μετάβαση σὲ Τελετή. Ποῦ πάτε τέτοιαν ὥρα; -Σὲ κηδεία πάω. – Δὲν γίνονται κηδεῖες τέτοιαν ὥρα. Ἀφήσετε τὶς ἐξυπνάδες. – Κηδεύεται ὁ Χριστὸς μας… – Ὁ νόμος λέει σὲ κοντινοὺς συγγενεῖς! – Ὁ Πατέρας μου εἶναι, κύριε. Πόσο πιὸ κοντινός; Δὲν εἶναι καὶ δικός σας; «… Θὰ πρέπει νὰ σᾶς γράψω», εἶπε λιγότερο αὐστηρὰ αὐτὴν τὴν φορὰ χαμηλώνοντας τὴν φωνή του. «Μᾶς κοιτάζουν ἀπὸ τὰ μπαλκόνια», συνέχισε κάνοντας ἕνα ἐλαφρὸ νόημα. Ἡ Μάρθα κοίταξε πρὸς τὰ πάνω. Στὸν δεύτερο ἦταν μιὰ μεσόκοπη κυρία ποὺ κάπνιζε ἀκουμπῶντας στὰ κάγκελα καὶ κοιτοῦσε ἐπίμονα πρὸς τὸ μέρος τους. – Κάντε τὴν δουλειά σας. Ἀφῆστε μὲ ὅμως νὰ κάνω καὶ ἐγὼ τὴν δική μου! Τὸν παρακάλεσε ἐξίσου χαμηλόφωνα. «Ὁ ἄντρας μου εἶναι συνάδελφός σας. Τὸν ἔστειλαν στὴν Κῶ γιὰ τοὺς λαθρομετανάστες». – Δὲν ξέρω. Νὰ μιλήσω μὲ τὸν Ἀξιωματικό. Γύρισε τὴν πλάτη του. Ἀπὸ τὸ ἀκουστικὸ ἡ φωνὴ φώναζε τόσο δυνατὰ ποὺ ἡ Μάρθα μποροῦσε νὰ τὴν ἀκούει: – Μηδενικὴ ἀνοχή! Ἔχετε λάβει ὁδηγίες! Ἐὰν μαζευτοῦν 20 ἄτομα ἀπ’ ἔξω καὶ καθίσουν κάτω στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας θέλω 50 ἄντρες γιὰ νὰ τοὺς σηκώσω καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνω! Εἶναι δυνατὸν νὰ βάλω ΜΑΤ γιὰ νὰ τοὺς διαλύσω τέτοια μέρα; Μηδενικὴ ἀνοχή! Τ’ ἀκοῦς; Ἀπομακρύνετε τοὺς γραφικούς! Ἀπὸ τὴν τηλεόραση! Νὰ ἀκοῦνε τοὺς ἐπισκόπους τους! Ἡ Μάρθα ἔνιωσε ἕνα σφίξιμο στὸ στομάχι της. Ὁ ἀστυφύλακας γύρισε καὶ ἄρχισε νευρικὰ νὰ γράφει. «Δὲν γίνεται τίποτα! Δῶστε μου τὴν ταυτότητά σας! Ὄνομα, Μάρθα!» Σταμάτησε καὶ τῆς γύρισε καὶ πάλι νευρικὰ τὴν πλάτη του κρατῶντας τὰ χαρτιά. Ἡ Μάρθα ἔμεινε νὰ κοιτάζει τὴν μαύρη πλάτη του. Περίμενε. Κοίταξε τὴν μικρὴ Μαρία ποὺ εἶχε φοβηθεῖ λίγο. Τῆς χαμογέλασε νὰ πάρει κουράγιο. – Συνεχίστε τὸν δρόμο γιὰ τὸ σπίτι σας! Ἀπὸ ἐδῶ μὴν ξαναπεράσετε, γιατί θὰ σᾶς γράψω καὶ πάλι! Γύρισε καὶ τὸν κοίταξε παραξενεμένη. Κατάλαβε. Μὲ ἕνα χαμόγελο πῆρε τὰ χαρτιά της. Καληνύχτησε καὶ ἔφυγε μὲ γοργὸ βῆμα πρὸς τὴν πλατεῖα τῆς ἐκκλησίας μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Στὸ βάθος ἀκούγονταν φωνὲς καὶ πάλι. – Κύριε ἀστυφύλακα, γιατί τὴν ἀφήσατε νὰ φύγει πρὸς τὴν ἐκκλησία; Χαζοὶ εἴμαστε; Κάνετε τὰ στραβὰ μάτια; Ἐμεῖς γιατί κάνουμε θυσίες; – Σᾶς παρακαλῶ, κυρία μου, τῆς ἔκοψα κλήση καὶ τὴν ἄφησα μὲ ὁδηγίες νὰ πάει στὸ σπίτι της, τί ἄλλο θέλετε; Ἡ γυναικεία φωνὴ ἀπάντησε κάτι, ἀλλὰ ἡ Μάρθα πιὰ δὲν μποροῦσε νὰ ἀκούσει. Βάδιζαν πιὰ στὶς πλάκες τῆς πλατείας. Ἡ ἐκκλησία ἦταν βουβή. Μὲ φῶτα μέσα, ἀλλὰ βουβή. Ἡ πόρτα τεράστια, μαύρη καὶ κλειστή. «Ποιός θὰ μᾶς ἀνοίξει τὴν πόρτα;» σκέφτηκε. Ἀνατρίχιασε. Θυμήθηκε τὸ Εὐαγγέλιο: «Τὶς ἡμῖν λίθον;»
Ἀνέβηκε τὰ σκαλοπάτια κρατῶντας πάντα τὸ χέρι τῆς Μαρίας ποὺ κοιτοῦσε τὴν μεγάλη κλειστὴ θύρα μὲ δέος. Ἀπὸ τόσο κοντὰ πιὰ ἀκούγονταν μέσα νὰ διαβάζουν τὸν ἑξάψαλμο. Ἡ Μάρθα γύρισε τὸ πόμολο. Κλειδωμένη. Χωρὶς νὰ χάσει χρόνο σήκωσε τὴν παλάμη της κλειστὴ καὶ σφικτὴ γιὰ νὰ χτυπήσει δυνατὰ τὴν πόρτα.

Συνεχίζεται…