Σάββατο 25 Απριλίου 2020

“Τρελ­λαί­νο­μαι, θέ­λω Πνευ­μα­τι­κό νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ τώ­ρα”


ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ὀνειδισμός ἀνεξομολογήτου
   Ο μπαρ­μπα–Θε­ό­δω­ρος ζοῦ­σε σ᾿ ἕ­να χω­ριό τοῦ Ξη­ρο­μέ­ρου. Ἦ­ταν πε­ρί­που 52 ἐ­τῶν καί δέν εἶ­χε πο­τέ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ. Πή­γαι­νε ὅ­μως στήν Ἐκ­κλη­σία καί εἶ­χε κα­λή προ­αί­ρε­ση. Κά­πο­τε, ὅ­ταν βρέ­θη­κε στόν Ἀστα­κό (κω­μό­πο­λη) γιά μία ὑ­πό­θε­σή του, πῆ­γε στόν Ἱ. Ναό τοῦ ἁγί­ου Νι­κο­λά­ου βρῆ­κε τόν ἐφη­μέ­ριο π. Ἱε­ρό­θε­ο, πού ἦ­ταν καί Πνευ­μα­τι­κός, καί ἐξω­μο­λο­γή­θη­κε. Ἔκα­νε μιά τυ­πι­κή ἐξο­μο­λό­γη­ση καί τίς βα­ρει­ές ἁμαρ­τί­ες δέν τίς εἶ­πε. Ἐκεῖ­νος γιά νά τόν στη­ρί­ξη στήν με­τά­νοια τοῦ συ­νέ­στη­σε νά ἐ­πι­σκε­φθῆ τήν ἱερά Μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ρα­σί­μου στήν Κε­φαλ­λη­νί­α πού πα­νη­γυ­ρί­ζει τό κα­λο­καί­ρι στίς 16 Αὐ­γού­στου.
  Πράγ­μα­τι, ὁ ἀ­εί­μνη­στος μπαρμπα–Θε­ό­δω­ρος, με­τέ­βη μέ ἄλ­λους προ­σκυ­νη­τές στό μο­να­στή­ρι τοῦ ἁγί­ου Γε­ρα­σί­μου στίς 15 Αὐ­γού­στου. Τό ἀ­πό­γευ­μα τῆς 15ης Αὐ­γού­στου με­τα­φέ­ρουν τήν τι­μί­α Λάρ­να­κα τοῦ ἁγί­ου Γε­ρα­σί­μου στόν με­γά­λο να­ό γι­ά τήν τε­λε­τή τῆς πα­νη­γύ­ρε­ως. Κα­τά τήν με­τα­φο­ρά ἡ Λάρ­να­κα τοῦ Ἁ­γί­ου περ­νᾶ πά­νω ἀ­πό ἀρ­ρώ­στους, κυ­ρί­ως δαι­μο­νι­σμέ­νους καί τήν συ­νο­δεύει ὁ Ἀρ­χι­ε­ρεύς τῆς πε­ρι­ο­χῆς πε­ρι­στοι­χού­με­νος ἀ­πό πλειά­δα ἱ­ε­ρέ­ων τῆς νή­σου Κε­φαλ­λο­νιᾶς. Βρέ­θη­κε λοι­πόν καί ὁ μπαρμπα–Θε­ό­δω­ρος ἐ­κεῖ κοντά, σάν τόν Ζακ­χαῖ­ο, πα­ρα­κο­λου­θώντας τήν τε­λε­τή τῆς με­τα­φο­ρᾶς τῆς τι­μί­ας Λάρ­να­κας τοῦ Ἁ­γί­ου.
  Τό­τε λοι­πόν ξε­πε­τά­χτη­κε ἕ­νας δαι­μο­νι­σμέ­νος καί ἄρ­χι­σε νά λέ­γη: “Θό­δω­ρε, τί θέ­λεις ἐ­σύ ἐ­δῶ; Ἦλ­θε καί ὁ Θό­δω­ρος στόν Κα­ψά­λη!”. (Ἔτσι ἀ­πο­κα­λεῖ τόν ἅ­γιο Γε­ρά­σι­μο ὁ δι­ά­βο­λος). Μετά ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος σ᾿ ἕ­ναν ἄλ­λο δαι­μο­νι­σμέ­νο τοῦ λέ­γει: “Θω­μᾶ, ἀ­κοῦς; Ἦλ­θε καί ὁ Θό­δω­ρος στόν Κα­ψά­λη! Δός του χα­βα­δά­κι!”. Ἄρ­χι­σαν, λοιπόν, νά τοῦ φω­νά­ζουν ὑ­πεν­θυ­μί­ζοντας καί ἁ­μαρ­τί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες δέν εἶ­χε ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ καί οἱ ὁ­ποῖ­ες ἦ­ταν θα­νά­σι­μες, ἐνῶ αὐτός ἔνιωθε καταντροπιασμένος.
   Ἀ­κού­οντας ὅ­λα αὐ­τά ὁ μπαρ­μπα–Θε­ό­δω­ρος, ἔντρο­μος ἔ­τρε­ξε μπρο­στά στήν τι­μί­α Λάρ­να­κα καί ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στόν ἀ­εί­μνη­στο Ἀρ­χι­ε­ρέ­α π. Ἱε­ρό­θε­ο Βουῆ, τοῦ λέ­γει: “Τρελ­λαί­νο­μαι, θέ­λω Πνευ­μα­τι­κό νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ τώ­ρα”. Τό­τε ὁ ἀ­εί­μνη­στος Ἀρ­χι­ε­ρεύς στα­μά­τη­σε τήν πομ­πή, δέ­χθη­κε μέ στορ­γή τόν μπαρμπα–Θε­ό­δω­ρο καί ἀ­νέ­θε­σε σ᾿ ἕ­να Πνευ­μα­τι­κό νά τόν ἐξο­μο­λο­γή­ση κατ᾿ ἰ­δί­αν μέ­σα στόν μι­κρό Ἱ. Ναό, ἐνῶ ἡ πομ­πή συ­νέ­χι­σε τήν πο­ρεία της. Με­τά οἱ δαι­μο­νι­σμέ­νοι δέν μπο­ροῦ­σαν πλέ­ον νά τοῦ ποῦν τί­πο­τε, για­τί εἶ­χαν σβη­στῆ οἱ ἁμαρ­τί­ες του μέ τήν κα­λή ἐξο­μο­λό­γη­ση.
  Αὐ­τά τά διη­γή­θη­κε αὐ­τού­σια ὁ ἀ­εί­μνη­στος μπαρμπα–Θεό­δω­ρος ὁ ὁποῖ­ος ἀπό τό­τε ἄλ­λα­ξε ρι­ζι­κά τήν ζω­ή του, ζώντας μέ συ­νε­χῆ με­τά­νοι­α καί τη­ρώντας μέ φό­βο Θε­οῦ τίς ἐντο­λές τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔφθα­σε σέ ἡλι­κί­α 95 ἐ­τῶν καί ἀπε­βί­ω­σε ἐν εἰ­ρή­νῃ καί με­τα­νοί­ᾳ τήν 23η Ἀπρι­λί­ου 2000.
Αἰ­ω­νί­α του ἡ μνή­μη. Ἀ­μήν.