Στὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (Ματθ. στ΄,
25) τονίζεται: «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε
καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι
τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;». Μετάφραση Π. Τρεμπέλα: Ἀφοῦ
λοιπὸν ἡ καρδία σας πρέπει νὰ ἀνήκῃ ἀποκλειστικὰ εἰς τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο
σᾶς λέγω, κόψατε τὴν ρίζαν τῆς πλεονεξίας καὶ μὴ φροντίζετε μὲ ἀγωνίαν
καὶ στενοχωρίαν διὰ τὴν ζωήν σας, τὶ θὰ φάγετε καὶ τί θὰ πίετε, οὔτε διὰ
τὸ σῶμα σας, τὶ θὰ ἐνδυθῆτε. Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερον ἀπὸ τὴν
τροφὴν καὶ τὸ σῶμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ ἔνδυμα; Ὁ Θεὸς λοιπόν, ποὺ σᾶς ἔδωκε
τὰ ἀνώτερα ταῦτα, θὰ σᾶς δώσῃ καὶ τὰ κατώτερα, τὴν τροφὴν δηλαδὴ καὶ τὸ
ἔνδυμα.
- Ὁ Θεὸς προνοεῖ ὄχι μόνον γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ζῶα καὶ γιὰ κάθε τι. Καὶ αὐτὸ γιατὶ ὡς Παντογνώστης γνωρίζει τὰ πάντα.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος στὸ βιβλίο «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ» Ἐκδ. Ἱ. Μ. Χρυσοπηγῆς Χανιά ἐξηγεῖ ὡς θεοφώτιστος:
«Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, δὲν εἶναι ἁπλὸς
θεατὴς τῆς ζωῆς μας. Προνοεῖ καὶ ἐνδιαφέρεται ὡς Πατέρας μας ποὺ εἶναι,
ἀλλὰ σέβεται καὶ τὴν ἐλευθερία μας. Δὲν μᾶς πιέζει. Ἐμεῖς νὰ ἔχουμε τὴν
ἐλπίδα μας στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί, ἐφόσον πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς
παρακολουθεῖ, νὰ ἔχουμε θάρρος, νὰ ριχνόμαστε στὴν ἀγάπη Του καὶ τότε θὰ
Τὸν βλέπουμε διαρκῶς κοντά μας. Δὲν θὰ φοβόμαστε μήπως παραπατήσουμε.
Ἐδῶ εἶναι τὸ μυστήριο. Ὁ Θεός ἐν τῇ
παντοδυναμίᾳ Του καί παγγνωσίᾳ Του γνωρίζει τά πάντα, καί τά μέλλοντα νά
συμβοῦν, ἀλλά δέν εἶναι Ἐκεῖνος ὑπαίτιος γιά τό κακό. Ὁ Θεός
προγνωρίζει, ἀλλά δέν προορίζει. Γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχει παρελθόν, παρόν
καί μέλλον. Ὅλα εἶναι γυμνά καί τετραχηλισμένα ἐνώπιόν Του. Πῶς τὸ
λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς
ὀφθαλμοῖς Αὐτοῦ». Ὡς παντογνώστης γνωρίζει καὶ τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ κακό.
Συνεργάζεται μὲ τὸ ἀγαθὸ ὡς φύσει ἀγαθὸς καὶ εἶναι ξένος τοῦ κακοῦ. Ἀφοῦ
εἶναι ξένος τοῦ κακοῦ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μᾶς προορίζει γι’ αὐτό; Ὁ
Θεὸς ἐδημιούργησε τὰ πάντα καλὰ λίαν καὶ ἔδωσε σὲ ὅλα ἀγαθό, ἅγιο
προορισμό.
Τὸ κακὸ εἶναι πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ἡ
θρησκεία μας τὸ ἐξηγεῖ μ’ ἕνα θαυμάσιο τρόπο, ποὺ καλύτερος δὲν ὑπάρχει.
Ἡ ἐξήγηση ποὺ τοῦ δίνει εἶναι ἡ ἑξῆς: Τὸ κακὸ ὑπάρχει καὶ προέρχεται
ἀπ’ τὸν διάβολο».
- Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε ἐκπληκτικὰ παραδείγματα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ.
«Ἔλεγαν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Μωϋσῆ, σὲ Σκήτη,
ὅτι, καθὼς πήγαινε γιὰ τὴν Πέτρα, κουράσθηκε στὸν δρόμο. Καὶ ἔλεγε μέσα
του: «Πῶς μπορῶ ἐδῶ νὰ συνάξω τὸ νερὸ ὁποὺ μοῦ χρειάζεται;». Καὶ τοῦ
ἦλθε φωνὴ ὁποὺ ἔλεγε: «Εἴσελθε καὶ καθόλου νὰ μὴ φροντίσης». Εἰσῆλθε
λοιπόν. Καὶ τὸν ἐπισκέφθηκαν μερικοὶ πατέρες καὶ δὲν εἶχε παρὰ ἕνα
μονάχα λαγήνι νερό. Ὁ δὲ γέρων στενοχωριόταν. Μπαίνοντας λοιπὸν καὶ
βγαίνοντας, προσευχόταν στὸν Θεό. Καὶ νά, σύννεφο βροχῆς ἦλθε ἀκριβῶς
πάνω στὴν Πέτρα. Καὶ γέμισε ὅλα του τὰ ἀγγεῖα. Καὶ λέγουν ὕστερα στὸν
γέροντα: «Πές μας, γιατὶ ἔμπαινες καὶ ἔβγαινες;». Καὶ τοὺς ἀπαντᾶ ὁ
γέρων: «Παραπονιόμουν στὸν Θεό, λέγοντάς του, ὅτι μὲ ἔφερε ἐδῶ καὶ νά,
δὲν ἔχω νερό, γιὰ νὰ πιοῦν οἱ δοῦλοι σου. Γι’ αὐτὸ ἔμπαινα καὶ ἔβγαινα,
παρακαλῶντας τὸν Θεό, ὡσότου μᾶς ἔστειλε νερό».
Ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Δουλᾶς, ὁ μαθητὴς τοῦ Ἀββᾶ
Βησσαρίωνος: «Κάποτε, καθὼς βαδίζαμε στὴ ἀκρογιαλιά, δίψασα. Καὶ εἶπα
στὸν Ἀββᾶ Βησσαρίωνα: Διψῶ πολύ. Καὶ κάνοντας προσευχή, ὁ γέρων μοῦ
λέγει: Πιὲς ἀπὸ τὴ θάλασσα. Καὶ γλυκάθηκε τὸ νερὸ καὶ ἤπια. Ἐγὼ ὅμως
ἔβαλα νερὸ καὶ στὸ λαγήνι, μήπως ξαναδιψάσω παρὰ κάτω. Βλέποντάς το δὲ ὁ
γέρων, μοῦ λέγει: Γιατὶ κράτησες νερό; Τοῦ ἀπαντῶ: Μὲ συμπαθᾶς, ἀλλὰ
γιὰ νὰ ἔχω μήπως διψάσω παρὰ κάτω. Καὶ ὁ γέρων εἶπε: Ὁ Θεὸς ἐδῶ καὶ
παντοῦ ὁ Θεός».