Τρίτη 14 Απριλίου 2020

ΤΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ ΠΡΟΒΑΤΑΚΙΑ

...ήταν μια Παρασκευή. Απόγευμα και ο ουρανός είχε βάλει τα γκρίζα του. Οι πρώτες στάλες είχαν αρχίσει να πιτσιλάνε την άνυδρη γη και να την μουσκεύουν. Οι στάλες πύκνωσαν και άρχισαν να σβήνουν τα σχέδια στο χώμα. Τα σχέδια απόδρασης που είχαν γίνει από την ομάδα των ατάκτων. Δεν χρειάζονταν πια. Το εγχείρημα των ατάκτων είχε περάσει από τον νου στην καρδιά. Οι πρώτες αστραπές είχαν κάνει την εμφάνισή τους στις κορυφογραμμές με τον υπόκωφο θόρυβο τους να τις ακολουθεί. Η γη θρηνούσε. Οι προβατόσχημοι λύκοι είχαν λουφάξει, σίγουροι ότι κανένα προβατάκι δεν θα έκανε την αποκοτιά. Οι έμποροι σίγουροι και αυτοί ότι τα σχέδια τους είχαν εμπεδωθεί και με μαθηματική ακρίβεια θεωρούνταν επιτυχημένα, ροχάλιζαν ρυθμικά με τα μούτρα ακουμπισμένα στα τραπέζια τους. Μαζί και οι βοσκοί, που τους κάναν παρέα. Μοναχά κάπου - κάπου κάποιος από τους βοσκούς, πεταγόταν και σαν ενοχλημένος έριχνε μια-δυο ματιές γύρω του και... άλλαζε πλευρό. Το ρόγχισμα συνεχιζόταν αμείωτο.

Η ώρα είχε φθάσει. Ή τώρα ή ποτέ. Δύο σκιές μέσα στο μισοσκόταδο αθόρυβα κινούμενες πλησίασαν την μάνδρα. Ήταν τα τσοπανόπουλα. Έξω από το διπλομανταλωμένο πορτί και σε κάποια μικρή απόσταση από το μαντρί τα τσοπανόσκυλα είχαν πάρει ήδη τις θέσεις τους. Ήξεραν την δουλειά τους. Κάποια από αυτά θα τρέχαν με το σύνθημα που θα δινόταν μπροστά, κάποια στο πλάι για ασφάλεια και κάποια πίσω για να φυλάνε τα νώτα του κοπαδιού. Στην μέση θα έμπαινε το ευλογημένο ποίμνιο. Έπρεπε πάση θυσία, να τρέξουν αμείωτα για μία τουλάχιστον μέρα. Δύσκολο; Ακατόρθωτο; Και τι με αυτό; Σε μια μέρα θα φθάνανε στο πανευφρόσυνο λιβάδι. Εκεί ήξεραν ότι ήταν ασφαλή. Μα όχι μόνο αυτό, αλλά θα ήταν και μακάρια και τρισευτυχισμένα. Θα είχαν βοσκή. Εκεί θα βλέπανε επιτέλους και τον αγαπημένο τους Αρχιποίμενα. Ποτέ δεν τα είχε προδώσει. Πόσο τα αγαπούσε! Θα πέθαινε για αυτά. Σάμπως τώρα, για να σώσει το ένα που κινδύνευε δεν τα είχε αφήσει;
Μέσα στο μαντρί όλα ήταν στην θέση τους. Μπροστά τα κριάρια. Μπορεί την πόρτα να την είχαν ξεμανταλώσει τα τσοπανόπουλα πριν λίγο, μα ένα σπρώξιμο το ήθελε. Στην μέση θα μπαίναν τα πιο ασθενικά από τα προβατάκια και πίσω τα άτακτα, σε περίπτωση που οι λύκοι παίρναν χαμπάρι. Η ώρα κόντευε. Οι καρδιές χτυπούσαν σαν τις στάλες, που πιο γοργά τώρα συνέχιζαν να πέφτουν αυτή την Παρασκευή. Τι μέρα και αυτή! Τι πράμα ήταν αυτό, λες και ο ουρανός έκλαιγε με λυγμούς και τα συμπονούσε τα προβατάκια μας .... για την μεγάλη αδικία αυτή που γινόταν μέρες τώρα εις βάρος τους. Μα....
Ω!!! Θεέ μου... τι ήταν αυτό; Στην αρχή φάνηκε σαν κάτι βαρύ να έπεσε καταγής. Ένα τρέμουλο της γης ελαφρό, που ολοένα και γινόταν πιο αισθητό. Το τρέμουλο έγινε κούνημα. Το κούνημα ταρακούνημα. Το ταρακούνημα.... σεισμός. Νά! Ο ουρανός σχίστηκε από μια μεγάλη αστραπή, όπως επιδέξια και εύκολα σχίζει μια ράφτρα το μεταξωτό ύφασμα. Φώς! Ένα αλλοτινό φως έλαμψε τα πάντα, τόσο καθαρά και κρυστάλλινα, όσο ξεκάθαρα φαίνεται ο βυθός με τα πολύχρωμα βοτσαλάκια του σε μια θάλασσα σαν γυαλί. Καμιά σκιά πουθενά. Τα πάντα ένα φως!
Οι λύκοι από το πρώτο κιόλας κούνημα είχαν λακίσει με την ουρά στα σκέλια, το ίδιο και οι έμποροι με κάποιους βοσκούς. Λιποθυμιά τους ήρθε από το αναπάντεχο. Ούτε που πρόλαβαν να σαλεύσουν από το ξαφνικό. Κάποιοι βοσκοί είχαν πέσει καταγής και λέγαν ό,τι προσευχές θυμούνταν από το δημοτικό, που μετά βίας κάποιοι είχαν βγάλει. Για να σταθούν στα πόδια τους ούτε κουβέντα. Τα προβατάκια...
Ω! τα προβατάκια τον ένοιωθαν να έρχεται. Παρότι είχαν μείνει εκστατικά να κοιτούν τον πενταφώτεινο ουρανό... Πόσο τον ένοιωθαν. Ήταν αυτός. Ήταν αυτός που περίμεναν μαρτυρικά και ποθούσαν. Οι παλμοί στις καρδιές τους είχαν αρχίσει να συντονίζονται με τα βήματα του που όλο και πλησίαζαν. Γνώριζαν την κίνηση του, την περπατησιά του, την ανάσα του, την μυρωδιά του. Οι ξύλινοι φράχτες είχαν πέσει. Τα σχέδια των ατάκτων, ήταν εντελώς άχρηστα πια. Άργησε... μα ήρθε, τόσο αναπάντεχα, στο αμήν... όπως άλλωστε πάντοτε συνήθιζε.
Πρώτα συνήλθαν τα τσοπανόπουλα και άρχισαν να παίζουν τρελά τις φλογέρες τους από την χαρά τους. Τα τσοπανόσκυλα όλο χαρά και αυτά τρέχαν, και εκείνα δεν ξέραν που. Τα προβατάκια από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν στο πιότερο χλοερό και πλούσιο λιβάδι πού 'χαν αντικρίσει ποτέ για να τρυφήσουν με την καρδιά τους. Μα ήδη ήταν χορτασμένα. Τους έφθανε ότι ήταν εκεί δίπλα τους. Τους έφθανε η παρουσία του Αρχιποίμενα. Τους έφθανε το χάδι που είχε αρχίσει ο Αρχιποίμενας να μοιράζει απλόχερα στις παχιές γούνες τους. Και εκείνος χαιρόταν με αυτά και έπαιζε μαζί τους κυνηγώντας τα, και ανεβάζοντας τα στους γερούς ώμους του. Ήταν ένα αναστάσιμο πανηγύρι που θα έμενε αξέχαστο στο ευλογημένο ποίμνιο του Αρχιποίμενά μας.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ! ! !