Το μεσημέρι με βρήκε σ’ ένα παγκάκι της
γειτονιάς να σκέφτομαι τι δικαιολογία θα πω στη μητέρα μου, για να μη
φάω τα ρεβίθια που μαγείρεψε. Εδώ και τόσα χρόνια δίνω μάχες με
απίστευτες δικαιολογίες για να μην τα φάω. Άλλες φορές νικάω και άλλες
φορές τα όσπρια με ρίχνουν κάτω. Κι εκεί που το μυαλό μου στέρεψε από
ιδέες ακούω μια κουρασμένη φωνή να μου μιλάει.
- Να κάτσω δίπλα σου παιδί μου;
- Να κάτσω δίπλα σου παιδί μου;
Είναι ο κυρ-Γιάννης, ο γεράκος της γειτονιάς. Χρόνια μένει μόνος του σ’ ένα ετοιμόρροπο σπιτάκι.
-
Ναι κυρ-Γιάννη, του είπα αλλά με έτρωγε μέσα μου να πω όχι. Μύριζε
κάπνα από ξυλόσομπα και η εμφάνισή του δεν ήταν και η καλύτερη. Ήθελα να
πάω πιο εκεί στο παγκάκι αλλά η ντροπή δεν με άφησε. Πρώτη φορά ήρθα
τόσο κοντά με τον κυρ-Γιάννη. Φοβήθηκα ότι θα με γραπώσει και θα μου
ρίξει μερικές ψιλές. Ουκ ολίγες φορές τον κοροϊδέψαμε με τα παιδιά της
γειτονιάς.
- Μεσημέριασε δεν θα ’πρεπε να πας στο σπίτι σου; μου είπε.
- Ναι, θα πάω.
Ήταν
η πρώτη φορά που τον κοίταξα από τόσο κοντά. Μου χαμογέλασε, όχι όπως
χαμογελάμε εμείς. Μου χαμογέλασε διαφορετικά, με μια γλύκα, με μια
αθωότητα και αμέσως χάθηκε η μυρωδιά της κάπνας και όλα τ’ άσχημα πάνω
του.
- Δεν πεινάς, παιδί μου; Γιατί δεν πας να φας;
- Έχουμε ρεβίθια, δεν τα πολυτρώω.
- Τα ρεβίθια θα σε μεγαλώσουν, βρε.
-Τα ρεβίθια με πρήζουν.
Και
κάπου εδώ άρχισε μια φιλοσοφική συζήτηση για τα μυθικά ρεβίθια. Όσο
μιλούσαμε κατάλαβα ότι είχα να κάνω μ’ έναν σεμνό παππούλη, ένιωσα τόσο
ντροπή που τον κοροϊδεύαμε… Οι τύψεις μου, να είναι καλά, με βοήθησαν να
ψελλίσω…
- Κυρ-Γιάννη, συγγνώμη.
- Για ποιο πράγμα, παιδί μου;
- Για όσες φορές σε πειράξαμε και για προχθές που πετάξαμε ξύλα στην αυλή σου.
- Καλό μου παιδί, αυτά τα ξύλα εμένα με βοήθησαν, με αυτά άναψα τη σόμπα μου και δεν χρειάστηκε να βγω να μαζέψω.
Τα
ξύλα γίνανε ξυλιές για μένα, πώς είναι δυνατόν από την κακία και την
βλακεία μας να βγάζει τόση πολλή αγάπη για μας; Και, και, και… άρχισα να
λέω συγγνώμη για ό,τι του κάναμε και εκείνος έβρισκε πάντα έναν καλό
λόγο για να τα μπαλώνει. Κάθε ζημιά που του προξενούσαμε, κάθε σπάσιμο, ο
κυρ-Γιάννης το έκανε ένα όμορφο μωσαϊκό και μας δικαιολογούσε.
- Δεν έχεις παιδιά, κυρ-Γιάννη;
-
Ο γιος μου χάθηκε απ’ την κακιά αρρώστια πριν χρόνια, μόνο αυτόν είχα. Η
ζωή δεν τα φέρνει τα πράγματα με παραγγελιά. Πρέπει όλα να τα δεχόμαστε
χωρίς γκρίνιες και παράπονα, είπε και έσκυψε το κεφάλι του.
- Καλά, και δεν πόνεσες;
- Πόνεσα, αλλά ξέρω πως μια μέρα θα πάω και θα τον βρω, αυτό με παρηγορεί.
Τι
μεγαλοψυχία! Εγώ χάνω την μπλούζα μου και ξεσηκώνω τον κόσμο, βρίζω και
φωνάζω και ο κυρ-Γιάννης έχασε τον γιο του και είναι τόσο αξιοπρεπής:
-
Ξέρεις, μου είπε, όταν πεθαίνει ο άνθρωπος υπάρχουν δύο μέρη για να
πάει, το καλό και το κακό μέρος. Αν οι πράξεις του και η ζωή του είναι
καθαρές και τίμιες, τότε πάει στο καλό μέρος, αν όχι, τότε…
Ο
κυρ-Γιάννης μιλούσε κι εγώ τον κοιτούσα, δεν άκουγα αυτά που έλεγε,
έβλεπα την καρδιά του στα μάτια του, την καρδιά του στα χέρια του,
έτοιμη να την χαρίσει στον οποιονδήποτε, ακόμη και αν ήξερε ότι θα την
πάρει πίσω χαρακωμένη. Αν λοιπόν έχει το χάρισμα να γεννηθείς με τον
γλυκό λόγο και τη χάρη του κυρ-Γιάννη, ο λόγος θα σπάσει τις φλέβες σου
και θα κυλήσει κάνοντας μούσκεμα και σένα και τους γύρω σου. Ο
κυρ-Γιάννης το είχε καταφέρει αυτό με μένα.
- Άντε, παιδί μου, πήγαινε να μην αργήσεις.
Δεν
ήθελα να φύγω, αυτό είναι το παράδοξο, καλά που δεν κάθισα πιο μακριά
στο παγκάκι γιατί σίγουρα θα αναζητούσα την τωρινή μου θέση δίπλα του.
- Παππού, του είπα, γιατί τον ένιωθα παππού μου, αύριο την ίδια ώρα θα είσαι εδώ; Θέλω να σου φέρω κάτι.
- Ναι, παιδί μου, την ίδια ώρα.
Φεύγοντας
γύρισα να τον δω, να φας τα ρεβίθια σου, μου φώναξε κι εγώ του έγνεψα,
ναι! Φτάνοντας σπίτι βρήκα τους γονείς μου στο τραπέζι.
- Ρεβίθια έχουμε, είπε η μητέρα μου χασκογελώντας και σκουντώντας τον πατέρα μου πονηρά.
- Τέλεια! είπα κι έχω μια πείναααα.
Ο
πατέρα μου απορημένος ψέλλισε «Κύριε ελέησον!» και η μητέρα μου έκανε
τον σταυρό της. Μαγικά αυτά τα ρεβίθια. Μόλις είχαν κάνει τους γονείς
μου πιο χριστιανούς.
Η επόμενη μέρα με βρήκε στο κρεβάτι με τη μητέρα μου να μου φωνάζει να ξυπνήσω.
-
Σοφάκι, ξύπνα, πάω δίπλα ν’ ανάψω ένα κεράκι, πέθανε ο κυρ Γιάννης.
Πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι, νιώθοντας ότι γκρεμίζεται το μέσα μου.
- Θα ’ρθω κι εγώ περίμενε να ντυθώ.
Παρά
τις αντιρρήσεις της μητέρας μου, πήγα μαζί της. Κανένας δεν έκλαιγε πιο
πολύ από μένα. Στεκόμουν πάνω από το φέρετρο του παππού και με πονούσε η
αναπνοή μου. Είμαι τυχερή που τον γνώρισα, παρηγορούσα τον εαυτό μου.
Έκλεισα τα μάτια μου και μιλούσα από μέσα μου. Παππού, εσύ είπες ότι
όποιος έχει καθαρή και τίμια ζωή πάει στο καλό μέρος, εκεί που είσαι
τώρα, εκεί που νομίζω ότι είναι ο γιος σου, εκεί που νομίζω ότι είναι ο
αδελφός μου, εκεί που κάποτε ελπίζω να είμαι κι εγώ. Χαθήκαμε που
χαθήκαμε εδώ να μην χαθούμε και στην άλλη ζωή. Τον χαιρέτισα και πήγα
σπίτι.
Όπου φυσάει ο άνεμος δεν επιτρέπει και τον απόπλου. Ο
κυρ-Γιάννης ήταν η ευκαιρία μας για να ανοίξουμε πανιά, κανένας όμως από
μας δεν το κατάλαβε. Φύσηξε ο άνεμος ο άνεμος του κυρ-Γιάννη και
κουκουλωθήκαμε, αντί να σηκώσουμε τα πανιά της ανθρωπιάς μας. Και αν το
κάναμε αυτό, είναι σίγουρο ότι ο παππούς θα μας ταξίδευε. Γιατί τα
ταξίδια του πνεύματος είναι τα πιο όμορφα, τα πιο μαγευτικά. Γιατί
χορταίνει η ψυχή και γεμίζει και απ’ το περίσσευμά της χορταίνουν και
άλλοι και ίσως τότε να κερδίζαμε και την καλή μεριά.
Καλό ταξίδι παππού!!!
πηγή