– Καλά είμαστε, ωραία, εσείς;
– Ααα, μπράβο, πάντα να είστε καλά!
– Ναι ΄ναι πάνω από όλα η υγεία καί όλα τ’ άλλα έρχονται.
Ευχές, ευχές, ευχές του λαού. Αυτές και
άλλες τόσες πού λεγόντουσαν αυθόρμητα δίχως σκέψη. Ε, κάπου κάπου, ακουγόταν
και ένα «δόξα τω Θεώ». Και έτσι κυλούσε η ζωή. Και έτσι ζούσε ο λαός.
Τί ήταν όμως αυτό το φετινό;
Κλείστε τίς
εκκλησίες Τώρα, όχι την ερχόμενη εβδομάδα, Τώρα, όχι αύριο, Τώρα, όχι να κάνετε
μια τελευταία Θεία Λειτουργία, κλήρος και
λαός, όχι, αλλά κλείσιμο Τώρα! Ξαφνικά, απότομα, ακαριαία!!!
Και εγώ ο λαός
τί έκανα; Έδειξα πίστη και υπακοή στις προσταγές του κράτους. Γιατί έπρεπε να
κλείσουν οι Εκκλησίες, για να διασφαλιστεί η υγεία. Εξάλλου, αυτές τις ευχές
έδινα εγώ ο λαός, πάνω απ’ όλα η υγεία!
Όμως αυτή η απότομη και ξαφνική υποταγή
δεν μου άρεσε, εμένα του λαού, όταν μάλιστα συνέκρινα άλλες δραστηριότητες είτε
οικονομικές είτε επισιτιστικές πού παρέμειναν ανοιχτές… ναι δεν μου άρεσε.
Αλλά έσκυψα το κεφάλι και υπάκουσα. Γιατί;
Μιλούσα εγώ ο λαός στο τηλέφωνο, σε
φίλους, γνωστούς, συγγενείς.
– Όχιιι! Δεν είναι
σωστό να κλείσουν οι εκκλησίες, είναι απαράδεκτο, μας κοροϊδεύουν. Μεταβίβαζα
και τις ευθύνες στους διοικούντες την εκκλησία (όχι αδίκως εν μέρει) και μιλούσα
με κριτική και στόμφο, ακαδημαϊκά. Κλείνοντας όμως το τηλέφωνο, υπάκουα ξανά
στις εντολές τους. Εεεε, εγώ είμαι ο λαός, εγώ υπακούω.
Ναι, ο λαός είμαι, αλλά πώς κατάντησα
έτσι; Ένας λαός νεκρός, με μια νεκρή πίστη που δεν έχει μέσα της Θεό. Μια πίστη
δίχως έργα, και αν γινόντουσαν και κάποια, κάποτε, ίσως ήταν και αυτά νεκρά.
Μια πίστη που έλειπε και κανείς δεν διέγνωσε την απουσία της από τούς
πνευματικούς ιατρούς, για να με θεραπεύσουν. Και πίσω από αυτή την απουσία της
ζωντανής πίστεως θεριεύει ο φόβος.
Ο φόβος του
διασυρμού, τής ταπείνωσης, της εκθέσεως του εαυτού μου ότι είμαι ανυπάκουος και
επικίνδυνος ενάντια των εντολών αυτών, που μου τάϊζαν καθημερινά τον φόβο.
Και τέλος ο
φόβος για τον θάνατο. Φόβος μπροστά στην αρρώστια. Όταν μάλιστα η αρρώστια
είναι βαριά, και έχει επικίνδυνες συνέπειες, αν είναι θανατηφόρα… Φόβος!
Και καθημερινά
εγώ ο λαός, καθόμουν ήσυχος και περίμενα να μου ταΐσουν τον φόβο τις ώρες που
γνώριζα ότι ερχόταν η μερίδα της ενημέρωσης. Και εδώ εγώ πάλι υπάκουος έκανα το
καθήκον μου.
Ήρθε όμως μια ακτίνα φωτός ξαφνικά μέσα στο
σκοτάδι του εγκλεισμού μου, που τύλιγε την καρδιά και τον νου. Να πιστέψω τέλος
πάντων, εγώ ο λαός για μια φορά, απόλυτα, αληθινά, ζεστά, ότι υπάρχει Κάποιος
που ποτέ δεν με εγκαταλείπει, που ακόμα και τώρα που εγώ τον άφησα, Εκείνος με
καταδιώκει με το έλεος Του από την μεγάλη Του αγάπη.
Αχχχ! Γιατί; Γιατί; Γιατί δεν είχα την δύναμη
να πετάξω το πιάτο από μπροστά μου; Να μην ξαναταΐσω τον φόβο; Τί μου έλειπε;
Ασφαλώς η πίστη. Αυτό που είπε ξεκάθαρα ο Χριστός: «Μη φοβού μόνον
πίστευε».
Και ναι, ο Χριστός μου έδειξε το φώς για να
νικήσω τον θάνατο. Υπάρχει Αυτός που νικά τον θάνατο, που νικά την αμαρτία, την
αιτία του θανάτου, πού συντρίβει τον διάβολο και όλες τις σκοτεινές δυνάμεις,
που κυβερνούν τον κόσμο, που κρατά στα χέρια Του εμένα, το λαό, γιατί είναι ο
άπειρος και παντοδύναμος Θεός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Και ήρθε το Φώς, και
ήρθε η Ανάσταση και γέμισα φώς και γέμισα ελπίδα!
Ωραίες σκέψεις έκανα, εγώ ο λαός, άραγε θα τα
καταφέρω στην επόμενη δοκιμασία;…