Ένας ιερέας της επαρχίας προσευχόμενος στο σπίτι του αυτές τις μέρες του εγκλεισμού λόγω του κορωναϊού, έπεσε σε έκσταση και είδε ένα εξαίσιο όραμα που άρχιζε από την 1η του Απρίλη και συνεχιζόταν μέχρι το Πάσχα, ίσως και μετά…
Είδε πρώτα πρώτα την Τετάρτη 1η Απριλίου τους Εθνομάρτυρες του Κυπριακού Έπους να φωνάζουν από την κρεμάλα τους και τα φυλακισμένα μνήματά τους, στεφανωμένοι και φωτεινοί, σε πλήθος κόσμου να πάει το πρωί στους ναούς να προσευχηθεί κατ΄ιδίαν, να κρούσει τη θύρα του Παραδείσου με μυστικές προσευχές, ώστε να φωτίσει η χάρη του Αγ. Πνεύματος του Συνοδικούς Πατέρες να μη υποκύψουν δουλικά το κεφάλι στις αποφάσεις του Αχαάβ και της Ιεζάβελ, αλλά σαν τον Προφήτη Ηλία να σπάσουν τις κρατικές αλυσίδες και να σηκώσουν τον πεσμένο λαό.
Μετά είδε την Παναγία, με απλωμένο το Ωμοφόριό της πάνω από την Ελλάδα να καλεί τον κόσμο στον Ακάθιστο Ύμνο, την Παρασκευή 3 Απριλίου, να ψάλλει όλος ο λαός όρθιος και γονατιστός τις στάσεις των Χαιρετισμών, είτε στα σπίτια είτε στους ναούς ή έξω από τους Ναούς και μέσα σε μια υπερκόσμια μελωδία ακουγόταν ο Εθνικός Ύμνος της Εκκλησίας και τα εκατομμύρια «ΧΑΙΡΕ» των Ορθοδόξων, στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στα γήπεδα, στους δρόμους, παντού λιβάνια και θυμιάματα, παντού χτυπούσαν οι καμπάνες για τη Βασίλισσα των Ουρανών.
Στη συνέχεια μεσολάβησε μια βδομάδα σιωπής. «Ουκ ήν φωνή ουκ ήν ακρόασις». Αυτή τη βδομάδα όμως φάνηκαν πάνω στη γη πολλές φωτιές. Άπειρες φωτιές. Σε μικρά σπίτια, σε δωμάτια, σε κρυφά σχολειά και μοναστήρια, σε ξωκκλήσια και γραφεία, σε πόλεις, σε χωριά, όπου μπορούσε κανένας να φαντασθεί. Μέγα μυστήριο! Η γη φλεγόταν, αλλά δεν καιγόταν. Άγγελος Κυρίου τότε φώναξε και είπε και στους άλλους: Τι είναι το ορώμενο τούτο; Κι απάντησε ο Μέγας Αρχάγγελος: «ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ και ΕΥΦΡΑΝΘΩΜΕΝ ΕΝΘΕΩΣ». Κάτω στη γή καίνε οι πιστοί τα αγκάθια και τα ζιζάνια από τα χωράφια τους με μυστικές εξομολογήσεις. Όλος ο αγγελικός κόσμος τότε ξέσπασε σε ακατάπαυστες δοξολογίες.
Ύστερα είδε ο ιερέας «εν οράματι» την Κυριακή των Βαϊων 12 Απριλίου τον άγιο Πατριάρχη και Ιερομάρτυρα του Γένους μας, τον Γρηγόριο τον Ε΄ να καλεί τους Έλληνες στην Εκκλησία, να λειτουργηθούν και να πάρουν βάγια από τα χέρια του, μη φοβηθούν κανένα. Φώναζε με τα λόγια του ποιητή: «Μη ξεχνάτε πολεμάρχοι, το σχοινί του Πατριάρχη». Εκεί όμως έγινε και το μεγάλο θαύμα: Φάνηκε ξαφνικά ο Κύριος της δόξης πάνω στο γαϊδουράκι και ένα εκατομμύριο λαός πλημμύρισε τους δρόμους της Ελλάδας, φώναζε ΩΣΑΝΝΑ και μπήκαν όλοι στις εκκλησιές, άνοιξαν μόνες τους οι άγιες θύρες, «αορασία πατάξας περιπολικά και αστυνομικούς».
Κατόπιν έγινε Ημίωρο σιγής περίπου τρείς Ημέρες. Σα να χάθηκε ο κόσμος και ξαφνικά τη Μ. Τετάρτη 15 Απρίλη το απόγευμα όλος ο δοκιμασμένος λαός, κυρίως οι νεώτεροι, σε ατέλειωτες σειρές περίμεναν έξω από τους Ναούς και έπαιρναν το Φάρμακο του Θεού, το άγιο Ευχέλαιο, «εις υγείαν ψυχής και σώματος και εις ίασιν πάσης φανεράς και λανθανούσης ασθενείας». Μετά φεύγοντας με το αστείρευτο αυτό φάρμακο, φάνηκε ψηλά στον ουρανό, πάνω από κάθε ναό σημείο που έγραφε: «Το Εμβόλιο του Θεού»! Με αυτό στα χέρια πήγαιναν στα σπίτια τους, στους γέροντες και στα μικρά παιδιά.
Την άλλη μέρα, Μ. Πέμπτη 16 Απριλίου, μια από τις πιο άγιες μέρες του χρόνου, άνοιξε ο ουρανός λίγο μετά τα μεσάνυχτα και κατέβηκε από ψηλά «ανώγαιον μέγα εστρωμμένον», ο Μυστικός Δείπνος. Ήταν όλοι εκεί, ο Χριστός, οι άγιοι Απόστολοι, Μάρτυρες, Οσιομάρτυρες και Νεομάρτυρες, Άγιοι Πατέρες και Ομολογητές και ο Μέγας Αρχιερέας Χριστός τέλεσε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και φώναξε όλο το βαπτισμένο λαό «Μετά φόβου Θεού Πίστεως και αγάπης» να μεταλάβει, χωρίς να φοβηθεί τίποτε άλλο.
Τους μετάλαβε όλους με τα χέρια Του. Άλλοι έκλαιγαν, όλοι δόξαζαν, πολλοί γονάτιζαν και φιλούσαν τα χέρια Του και των Αποστόλων τα τραύματα. Μόνο ένας έλειπε ο Ιούδας εκείνη τη νύχτα… Είχε πάει σε κάτι σκοτεινά κτήρια στο Σύνταγμα και στην Ηρώδου Αττικού. Τον χάσανε αυτόν. Χάθηκε. Το μυστικό αυτό πανηγύρι κράτησε μέχρι το πρωί, ξημερώματα. Όλοι έφυγαν με κοκκινισμένη τη γλώσσα τους από το Αίμα του Αρνίου και ήταν «ως λέοντες πύρ πνέοντες».
Την άλλη μέρα επί Τρίωρο σκοτείνιασε ο ουρανός. Όλα ήταν πένθιμα και λυπητερά. Μ. Παρασκευή 17 Απριλίου. Η Παναγία Μητέρα του Χριστού έκλαιγε στο Γολγοθά. Αλλά, παρατηρήθηκε παράξενο φαινόμενο το πρωί: δεν άνοιγαν οι Εκκλησίες. Μπροστά στις Βασιλικές θύρες είχαν μαζευτεί του κόσμου και των κήπων τα λουλούδια. Λόγω του μεγάλου διωγμού και της μεγάλης θλίψεως, άγγελος Κυρίου επισκέφτηκε το βράδυ τους ανθοπώλες της περιοχής και αυτοί έφεραν τα εύοσμα άνθη του Παραδείσου για τον Επιτάφιο του Κυρίου τους. Απλοί άνθρωποι έκαναν επίσης το ίδιο, όσοι είχαν κήπο ή ήταν από χωριά. Οι Επιτάφιοι όλοι της Ελλάδος μοσχοβολούσαν, έλαμπαν, ευωδίαζαν. Μύρα και άνθη. Άνθη και μύρα.
Το Μ. Σάββατο 18 Απριλίου φάνηκε στο όραμα τελείως διαφορετικό. Ο ιερέας μέσα στο όραμά του έκλαιγε πολύ. Δεν έβλεπε κόσμο. Νέκρα παντού. Κλειστά όλα. Στους ναούς κανένας. Τά Άγια Ποτήρια δεν άδειασαν, όπως γινόταν κάθε χρονιά. Το βδέλυγμα της ερημώσεως δεν θάφερνε το Άγιο Φως από τον Πανάγιο Τάφο. Κι εκεί ήταν κλειστά και σφραγισμένα. Αεροπλάνα δεν πετούσαν. Κάποια περίεργα πλάσματα βούϊζαν πάνω από τα μοναστήρια και κατέγραφαν την κίνηση. Που και που ακούγονταν σειρήνες. Όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους «διά τον φόβον των Ιουδαίων». Οι άγγελοι των επτά Εκκλησιών δεν μπορούσαν να ησυχάσουν από την αγωνία τους. Όλοι ρώταγαν «Τις αποκυλήσει ημίν τον λίθον από της θύρας του μνημείου; Ήν γαρ μέγας σφόδρα».
Τότε ακούστηκε λόγος προφητικός. Πότε; Γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα ξημερώνοντας η Μεγάλη Ανάσταση του Χριστού και του κόσμου στις 19 Απριλίου. Ρώτησε ο Θεός τον προφήτη, αν οι πεθαμένοι και κλεισμένοι από το φόβο στα σπίτια τους Ορθόδοξοι Έλληνες μπορούν να αναστηθούν; Και πήρε εντολή από τον ίδιο το Θεό και φώναξε στις σβησμένες ψυχές και στα νεκρά και δηλητηριασμένα μυαλά: «Τιμής ηγοράσθητε, μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων» (Α΄ Κορ. ζ΄ 23). Αμέσως τότε ανέβηκαν νεύρα στους «ανοήτους και βραδείς τη καρδία» και ανωρθώθηκαν τα παραλελυμένα γόνατα των μελλοθανάτων και άνοιξαν τα μνημεία των σπιτιών και έγινε συναγωγή μεγάλη ζώντων λαμπαδηφορούντων. Άναψε από μόνο του το Άγιο Φως στις ψυχές, στα καντήλια, στις λαμπάδες. Γέμισαν οι πλατείες με χιλιάδες πιστών που δεν προσκύνησαν τη Βάαλ και όλοι μαζί έψαλλαν συνεχώς για σαράντα ημέρες το Νικητήριο Παιάνα του Αναστημένου Χριστού.
Λίγο πρίν από την Απόλυση και το τελευταίο «Χριστός Ανέστη», προτού κλείσει η αυλαία του ουρανού και λήξει το πανάγιο όραμα του ευλαβικού ιερέα, εμφανίστηκε στην Ωραία Πύλη της Μεγάλης Αχειροποιήτου Εκκλησίας ο πνευματικός Πατέρας των Ελλήνων, ο Απόστολος Παύλος, και φώναξε με όλη τη δύναμη της αγγελικής ψυχής του: «Τελευταία φορά: Μη ξεχνάτε: Λυτρωθήκατε με το Πάντιμο Αίμα του Χριστού. «Αυτού ακούετε» και ποτέ πλέον ΜΗ ΓΙΝΕΣΘΕ ΞΑΝΑ ΔΟΥΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ».